Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Ιερή Ζωή…

Σε μία μακρινή χώρα, νησιωτική, απομονωμένη, εξωτική, ζούσαν άνθρωποι διαφορετικοί, ράθυμοι, αντιφατικοί, ισχυρογνώμονες, κοντόφθαλμοι. Η ζωή φαινομενικά κυλούσε ήρεμα και ειρηνικά. Προγραμματισμός δεν υπήρχε, μονό καταστολή. Νομοί φτιάχνονταν αυτοστιγμεί. Όλα άλλαζαν όπως εξυπηρετούσε, οποίον εμφανίζονταν και το αποζητούσε. Νόμοι υπήρχαν πολλοί, άλλα δεν τους εφάρμοζε κανείς. Αδικήματα δεν γινόταν πολλά, μονό έκλεβαν καμιά φόρα. Τότε φώναζαν μονάχα και το ξεχνούσαν ξαφνικά. Το μονό που σεβόταν καθολικά ήταν μια δοξασία μακρινή, ποντικός στο νησί να μην σκοτωθεί. Μετά από χρόνια πολλά και καλά είχε κρίση η σοδειά, χαθήκαν τα ψαριά από την θάλασσα ξαφνικά, έμειναν μόνο τα πολύ μικρά. Είχε ξηρασία στο νησί και τα ζώα ήταν καχεκτικά και πεινούσαν και αυτά. Κάποιοι τότε για να φάνε άρχισαν ποντίκια να κυνηγάνε, που ήτανε παρά πολλά. Οι υπόλοιποι κάτοικοι εξαγριωθήκαν και ανέλαβαν δράση. Μετά από αρκετές συμπλοκές και αφού καταλάγιασαν τα πάθη προσπάθησαν να φτιάξουν αποτρεπτικό νόμο που θα βάλει τέρμα στο κακό.
Απαγορεύετε το κυνήγι του ποντικού. Απόφαση ιστορική με ποινή παραδειγματική, πέντε μήνες φυλακή. Έπιασαν έναν δύο και τους κλείσανε σε κελάρι σκοτεινό. Ο τρίτος ήταν πονηρός και είπε ότι είναι αριστερός, ότι το αριστερό το χέρι είναι πιο καλό, και κανείς δεν ξέρει πως, έγινε και πιστευτός. Τότε άλλαξε ο νόμος και για τους αριστερούς ίσχυε φυλάκιση τρεις μήνες στην στενή. Πονήρεψαν οι πεινασμένοι και φτιαχτήκαν εξαιρέσεις που δεν ξέρεις ποια να παινέψεις, για την τόση φαντασία που σκαρφιστήκαν τέτοια δικαιολογία. Εάν ο ποντικός είναι αρσενικός τέσσερις μήνες φυλακή ο δεξιός και τρεις και μισό ο αριστερός. Εάν είσαι μελαχρινός μία εβδομάδα λιγότερη θα τρως, άλλα εάν τύχει ξανθός δεν γλυτώνεις και επαυξάνεις μία εβδομάδα παραπάνω κανείς. Εάν είσαι καθιστός όταν κανείς το φονικό δύο εβδομάδες γλυτώνεις, όρθιος, πάλι σε πιάνει παραζάλη από την αυστηρότητα την πολύ, δύο ακόμη εβδομάδες φυλακή.
Βρήκαν και άλλα παραθύρια για τους μετανιωμένους και τους κατά εξακολούθηση παραβατικούς, για τους χοντρούς και τους λεπτούς, για τους οικογενειάρχες και τους μοναχούς, Έγιναν τόσες πολλές οι υποπεριπτώσεις και οι μεταβολές επ’ αυτών που τα δικαστήρια κρατούσαν μήνες και απόφαση για να βγει και να γραφτεί έπαιρνε χρόνο πολύ, γινόταν μυριάδες λάθη, τα εφετεία πήραν φωτιά, τα κελάρια από φαρδιά έγιναν στενά. Δεν χωρούσαν τους φυλακισμένους και άρχισαν οι απαλλαγές, οι εξαιρέσεις, οι αναιρέσεις, οι αποτάξεις, οι εξορίες. Δοθήκαν και νέες οδηγίες με πιο στενές διορίες. Πέρασε έτσι ο καιρός και έφυγε και ο λοιμός, γύρισε η καρποφορία και έφερε την ευθυμία. Ξεχαστήκαν όλα πια και αμνηστία στα κακά παιδιά. Τους μαλώσανε λιγάκι, τους τραβήξανε τα αυτάκι. Έτρεξε και κάποιο δάκρυ απ’ τη συγκίνηση την πολύ που η ησυχία και η τάξη είχε αποκατασταθεί. Έβγαλαν λόγους οι προύχοντες, μίλησαν για αλληλοβοήθεια οι κατέχοντες, κάνανε επιτροπές για να βρουν λύσεις σταθερές. Μίλησαν για βάσεις γερές και προθέσεις αγαθές. Έβαλαν και νέους φόρους για να βρουν τους πόρους για όλες τις επιτροπές, όμως έγιναν παρεκτροπές. Τα λεφτά φαγωθήκαν σε καρέκλες και τραπέζια, σε γεύματα και σε σεμινάρια. Δημοσιεύθηκε κακήν κακώς και ένας απολογισμός.
Μία ξημερώνει που η πλημμύρα και ο αέρας όλα τα ξεσηκώνει και έπεσε νέος λοιμός, οδυρμός και ψυχικός καταποντισμός. Ξανά κύλησαν πολλοί στων ποντικών την αρπαγή. Είπαν, τότε, οι καλοί, αφού υπάρχουν νόμοι να εφαρμοστούν όλοι. Ξαναδιάβασαν λοιπόν, μα καθώς τους είχαν ξεχάσει δεν έβγαζαν άκρη. Ζήτησαν απ’ τους προύχοντες εξηγήσεις για να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις. Αυτοί μέσα από την βολή δεν ήθελαν αποβολή και για αυτό έφτιαξαν νόμο των ληστών φόβο και τρόμο. Άλλαξαν τα κόμματα με τις τελείες και τα έδωσαν πίσω. Πριν να γίνει όμως αυτό είχαν ρωτήσει τους κατέχοντες για να γράψουν και αυτοί την δικιά τους την άποψη. Έβαλαν μια παραπομπή ότι είχε γίνει πριν να αμνηστευθεί, γύρω από τις συνεδριάσεις και τις υπεξαιρέσεις. Υπήρχε ο παλιός εχθρός, των ποντικών ο αφανισμός. Δεν χρειαζόταν άλλος διχασμός και τράβηξαν όλοι εμπρός. Κάποιοι βγήκαν διαμαρτυρηθήκαν ότι ο νομός ο παλιός ήταν κάπως πιο κατανοητός. Τους αποκάλεσαν συκοφάντες, υστερικούς, ημιμαθείς και μη καταδεκτικούς.
Μπήκαν και οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις και αναμετέδωσαν των αφεντικών τους τις ενοράσεις. Είπαν για την νέα θεομηνία να μην φέρει σαν την παλιά τόση δυστυχία. Νέοι φόροι προστεθήκαν για να γίνουν τροφίμων εισαγωγές από τους πλοιοκτήτες και τους εμπόρους για αν μην πέσουν τα νιάτα του νησιού στους δουλεμπόρους. Μπήκαν, όμως εξαιρέσεις, όσοι δίνουν να μην ξαναδίνουν. Έτσι εξαιρούνται οι καναλαρχες γιατί ενημερώνουν, οι πλοιοκτήτες γιατί μεταφέρουν, οι ιδιοκτήτες αποθηκών γιατί ενοικιάζουν, οι προύχοντες γιατί συμβουλεύουν…
Περνούν τα χρόνια και οι καλές εποχές εναλλάσσονται με τις κακές σαν την παλίρροια και την άμπωτη. Οι νομοί ξεχαστήκαν γιατί δεν εφαρμοζόταν. Κάποιες φορές έγιναν και επαναστάσεις, καταργηθήκαν προνόμια, μα αφού κερδήθηκαν εγκώμια, άλλοι ξεφύτρωσαν να καρπωθούν τις εξουσίας τα κενά. Μέχρι που μια μέρα βρέθηκε ένας προύχοντας επαναστάτης, για κάποιους ήταν αποστάτης, που αφού σκέφτηκε πολύ είπε δεν το παίρνουμε από την αρχή… Ήτανε νόμος καλός αυτός που καταντάει ανεφάρμοστος; Μήπως έπρεπε να απλουστεύσει;
Στο λιμάνι είχε φτάσει ένα καράβι από χώρα μακρινή, με άλλη νοοτροπία και άλλη αντίληψη, και αφού χρόνος υπήρχε πολύς βγήκε έξω για να πιεί. Άκουσε του νησιού τις ιστορίες και καθώς δεν το σκέφτηκε στιγμή μέσα από την ζάλη βρήκε να πει: Ήτανε ο ποντικός για να είναι ιερός;

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Γιατί αγόρασα i-phone

Γιατί είναι ωραίο.
Γιατί το αντιγράφουν.
Γιατί διάβασα τα http://www.myphone.gr/devices/review-97.html και http://www.gsmarena.com/apple_iphone_3gs-review-369.php και τα ελαττώματα του δεν μου ήταν αποτρεπτικά.
Γιατί μου αρέσουν τα touch screen.
Γιατί ήμουν φίλος της Sony Ericsson, άλλα μας τα έκανε μούσκεμα τελευταία. Έχει πήξει το internet με παράπονα. Μεταφέρω το
http://mobile-review.com/articles/2009/bert-letter-en.shtml , καθώς υπάρχουν και άλλες ανοικτές επιστολές… Το SE P1-I ήταν φανταστικό τηλέφωνο στην εποχή του. Ίσως ακόμη και σήμερα. Το G900 που το ακολούθησε δεν ήταν το ίδιο καλό, άλλα ήταν συμπαθητικό. Μονό όμως όταν δούλευε. Εκεί που έχασαν το παιχνίδι ήταν στην υποστήριξη με επιπλέον εφαρμογές. Ενώ …
Γιατί υπάρχουν τόσες εφαρμογές http://reviews.cnet.com/iphone-atlas/
Γιατί υπάρχουν και θα υπάρξουν τόσα νέα λειτουργικά http://mobile-review.com/review/nokia-maemo5-en.shtml , http://www.gsmarena.com/samsung_finally_unveil_bada_os_developers_challenge_started-news-1311.php, http://www.myphone.gr/forum/showthread.php?t=259826, http://mobile-review.com/pda/articles/android-15-review-p1-en.shtml, τα οποία είναι σαν έργα στην εθνική οδό, αυτή την στιγμή. Ελπιδοφόρα αλλά ανολοκλήρωτα.
Εάν είχε και μία καλύτερη κάμερα…με φλας…

Εξαπατημένη Ζωή…

Δουλεύω στο τμήμα ανδρικών εσώρουχων ενός πολυκαταστήματος. Λόγω θέσεως έρχομαι σε επαφή με αρκετούς άνδρες καθώς και με τις συζυγούς τους. Οι περισσότεροι συνάδελφοι στο όροφο αυτό είμαστε γυναίκες και προτιμούμε τις μοναχικές επισκέψεις των πρώτων, ενώ οι σύζυγοι τους είναι από βαρετές έως καταπιεστικές. Ανταλλάσσουμε απόψεις μεταξύ μας στα κενά της δουλειάς σχετικά με τον πιο όμορφο, τον πιο γοητευτικό, τον πιο πνευματώδη. Η Δέσποινα έχει την δική της ιδιότυπη ταξινόμηση σε αδιάφορους, συνοδούς και εραστές. Ποτέ κανείς δεν συνέπεσε σε δυο κατηγόριες. Καθότι παντρεμένη έχει πάντα ξεκάθαρο ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος των πελατών μας σε πιθανότητα συναισθηματικής προσέγγισης. Η Κατερίνα, απεναντίας, παντρεμένη και αυτή, ψάχνει σε αυτές τις διανοητικές μας ασκήσεις να βρει τον άνδρα που θα της προσφέρει αυτό που στερείται από τον δικό της, συντροφικότητα. Η ισχυρή μεσοαστική της νοοτροπία την φρενάρει, ενώ θα είχε το ισχυρότερο κίνητρο από όλες μας να ενδώσει. Δέχεται πολλές προτάσεις, καθώς το παρουσιαστικό της, αλλά κυρίως οι τρόποι της είναι αρκούντως θελκτικοί. Οι ελευθερές καλλιεργούν περαιτέρω αυτό το κλίμα υποθαλπτοντος ερωτισμού. Τις ζηλεύουμε οι παντρεμένες εν μέρει, αλλά αναλογιζόμαστε ότι είχαμε τις δικές ευκαιρίες στην ηλικία τους. Μερικές από εμάς δεν τις αφήσαμε ανεκμετάλλευτες. Με την Κατερίνα έχουμε τα ίδια γούστα, απλώς λόγω πρότερου βίου είμαι πιο διαλλακτική στις απόψεις μου.
Οι άντρες συνάδελφοι κατανοούν αυτή την ψυχολογική ανάγκη λεκτικής εκτόνωσης από την συνεχή επαφή με τον πειρασμό και υποδαυλίζουν τις συζητήσεις μας. Όταν όλος ο κόσμος που περνά από μπροστά σου σε ψάχνει για να εξυπηρετηθεί είναι εύκολο να μπεις στο παιχνίδι ότι σε αναζητούν και για παράπλευρες επιθυμίες. Συμβαίνει στις σερβιτόρες στα μπαρ, στις ρεσεπτιονιστ, στις αεροσυνοδούς. Αρκετές φορές είναι αλήθεια, άλλες είναι απλώς ένα παιχνίδι αυτοεπιβεβαίωσης, κάποιες είναι μια απλή αυταπάτη. Σε αυτά τα θέματα αναφερόμαστε κατά κόρον στις συναντήσεις μας. Αγαπημένο μας, όμως, αντικείμενο είναι ο σχολιασμός των πελατών και περισσότερο το θέμα των δικών τους σχέσεων με τις γυναίκες που τους συνοδεύουν. Για το ερωτευμένο ζευγαράκι, όπου συναποφάσιζαν τα εσώρουχα του, και το επακόλουθο τηλεφώνημα στο τμήμα των γυναικείων για να διασταυρώσουμε αν εμφανίστηκαν και εκεί. Ο παππούς που του αγόραζε εσώρουχα η κόρη του και μάλωνε μαζί της. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που αυτός δεν έβγαζε αχνά και για όλα είχε άποψη μόνο αυτή. Για τον έφηβο που σαν νεαρό κοκόρι κοιτούσε το μπούστο της Μαρίας και αυτή του χαμογελούσε, ενώ η μητέρα του διάλεγε τα φανελάκια.
Μια μέρα εμφανίστηκε ένας άνδρας γύρω στα σαράντα. Ήταν ψηλός, καστανός, με μαύρα μάτια που κοίταζαν έντονα τριγύρω. Φαινόταν αθλητικός τύπος, αλλά όχι μυώδης. Κάποια άσπρη τρίχα είχε εμφανιστεί στα μαλλιά του, περισσότερες στο αξύριστο πρόσωπο του. Είχε ήπιους τρόπους και κινούταν με σιγουριά. Κρατούσε ομπρελά και το πανωφόρι του στο ένα χέρι. Με το άλλο μετέφερε ένα φορητό υπολογιστή. Τα ρούχα του ήταν άψογα σιδερωμένα, υφασμάτινο παντελόνι, πλεχτή μάλλινη μπλούζα που η άξια της σίγουρα ξεπερνούσε την άξια της στολής μου μαζί με τα παπούτσια και τα εσώρουχα που φορούσα εκείνη την στιγμή. Μου φαινόταν σαν μελαχρινή έκδοση του Ρομπερτ Ρεντφορντ. Δυστυχώς δεν ήμουν η μόνη. Η Κατερίνα πλησίασε και ψιθύρισε στο αυτί μου ότι θα τον σερβίριζε αυτή. Μην τολμήσεις την αποπήρα, αυτός είναι δικός μου, έτσι και αλλιώς είναι η σειρά μου. Μόλις που πρόλαβα την Μαρία. Τι θα θέλατε, τον ρώτησα. Εσώρουχα και κάλτσες μου είπε. Ελατέ μαζί μου αποκρίθηκα, σκεφτόμενη τι θα σήμαιναν αυτά τα λόγια σε κάποια άλλη στιγμή. Όσο του έδειχνα τα προϊόντα μας παρακολουθούσα τα χέρια του. Είχε τα πιο σέξι δάκτυλα που έχω αντικρίσει. Δεν φορούσε βέρα. Για την ακρίβεια δεν φορούσε τίποτε εκτός από το ρόλοι του. Δερμάτινο μαύρο λουράκι, χρονογράφος, με άξια όση η πρώτη φορολογική μου δήλωση. Έχοντας δουλέψει αρκετά χρόνια ως πωλήτρια μου ήταν εύκολο να κρίνω τις ενδυματολογικές συνήθειες των πελατών μου και τους ίδιους από αυτές.
Προσπάθησα να είμαι όσο πιο επαγγελματική γινόταν και κυρίως να κρύψω μια αμηχανία που είχα χρόνια να νιώσω. Πρόσεξα ότι με περιεργαζόταν, διακριτικά βέβαια, αλλά με αρσενικό ενδιαφέρον. Ήταν σίγουρος για την γοητεία του στις γυναίκες, αλλά με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο δεν το έκανε βάρος ούτε στον εαυτό του ούτε στην εκάστοτε συνδιαλεγόμενη του. Φερόταν ευγενικά και τυπικά. Αποχαιρετώντας μου χάρισε μια διακριτική φιλοφρόνηση σχετικά με την εξυπηρέτηση του. Τέσσερις μέρες αργότερα ξαναεμφανίστηκε. Κοίταξε τριγύρω, με είδε και ήρθε κατευθείαν σε εμένα. Ανταλλάξαμε χαιρετισμούς που έκρυβαν απόηχους της πρωτύτερης συνάντησης μας. Μου ζήτησε ένα ζευγάρι πιζάμες. Πήρε ότι ακριβότερο είχαμε. Μου ευχήθηκε καλό Σαββατοκύριακο. Απάντησα ότι για εμάς το Σάββατο είναι εργάσιμο. Μην ανησυχείτε, είπε, για εμένα όλες οι μέρες είναι εργάσιμες. Ξεκίνησε έτσι ένα διάλογος σχετικά με τις επαγγελματικές του ασχολίες. Ήταν υπεύθυνος σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Είχε έρθει για να ελέγξει την πορεία κάποιον έργων, έμενε σε ξενοδοχείο και θα χρειαζόταν να μείνει περισσότερο από όσο υπολόγιζε, γι’ αυτό είχε προβεί σε αυτές τις αγορές.
Μετά από εκείνη την μέρα πήγαινα στην δουλειά προσεκτικότερα μακιγιαρισμένη, σχεδόν πάντα χτενισμένη. Στα σχόλια του άνδρα μου απαντούσα ότι με είχα παραμελήσει και δεν θα με ήθελε. Δεν φαινόταν πουθενά, οι μέρες περνούσαν αργά. Σε κάποιο μεσημεριανό κενό πήγα σε μια καφετερία της περιοχής να πιω έναν καφέ και να φάω ένα τοστ, καθότι είχα ραντεβού με τον γιατρό μου πριν επιστρέψω στην βάρδια μου. Τον συνάντησα εκεί. Με κάλεσε στο τραπέζι του. Επιτέλους ανταλλάξαμε τα ονόματα μας. Ένιωθα σαν δεκαπενταχρονη έτοιμη να τον ρωτήσει το ζώδιο του. Αλέξανδρε, του είπα, θα μείνεις καιρό; Όσο χρειαστεί για να προχωρήσει το έργο, μου αποφάνθηκε. Μιλήσαμε για την δουλειά του ο καθένας, για τις περιοχές που μένουμε, τις φορές που έχουμε πάει ο ένας στην πόλη του αλλού, για τα ξενοδοχείο, την ζωή σε αυτά. Έχασα το ραντεβού στον γιατρό, αλλά δεν με πείραζε, έπρεπε, όμως να γυρίσω στην δουλειά. Ελπίζω να τα ξαναπούμε είπε. Αυθόρμητα απάντησα όποτε θέλεις. Σχεδόν μετάνιωσα με το που το ξεστόμισα. Ομολογώ ότι το σκεφτόμουν, αλλά δεν ήμουν και σίγουρη ότι αυτό ήθελα. Είχε δει την βέρα μου και την αμηχανία μου. Δεν θέλησε να συνεχίσει άλλο, περισσότερο για να μην φέρει εμένα σε δύσκολη θέση. Με αποχαιρέτησε και έφυγε. Τον ευγνωμονούσα για αυτό.
Δυο τρεις μέρες αργότερα πέρασε από την δουλειά για να αγοράσει νέα εσώρουχα. Δεν πλένουν στο ξενοδοχείο τον ρώτησα περιπαιχτικά. Όχι όσο γρήγορα χρειάζεται, αποκρίθηκε. Αναλωθήκαμε σε όλα τα κοινότυπα θέματα που μπορούσαν δυο άνθρωποι να αναπτύξουν, που θέλουν να είναι μαζί αλλά δεν τους επιτρέπεται. Έκανε να φύγει, αλλά επέστρεψε στα βήματα του, κοντοστάθηκε και με ρώτησε αν την επόμενη στο μεσημεριανό διάλειμμα θα συντρώγαμε. Δέχτηκα. Ετοιμαζόμουν για το πιο μεγάλο σφάλμα της ζωής μου, σκεφτόμουν, και αντί να τραβηχτώ έπεφτα μέσα με τα μούτρα. Φόρεσα ότι πιο διακριτικά προκλητικό είχα και παρουσιάστηκα στο ραντεβού σαν παρθένα που προσπαθεί να κρύψει την ντροπή της στην πρώτη της φορά. Ήταν πολύ κομψός. Πήγαμε σε ένα από τα ακριβότερα εστιατόριο του κέντρου. Το γεύμα ήταν φανταστικό, η συντροφιά σαγηνευτική, το κρασί μεθυστικό, η μουσική χαλαρωτική. Σκέφθηκα ότι αυτό το ειδύλλιο θα με οδηγούσε στο εδώλιο, ότι δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί κατά αυτό τον τρόπο αέναα. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά όσα ονειρευόμουν ήταν εκεί μπροστά μου. Παραλείψαμε το γλυκό. Μετά τον καφέ και ενώ ένιωθε ότι και αυτή η προσπάθεια του έφτανε στο τέλος, έκανε το αποφασιστικό του βήμα. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και μου έδωσε ένα χαρτί με το λογότυπο της εταιρείας του. Έγραψα και ένα ποίημα για εσένα. Δεν είναι αριστούργημα, κάθε άλλο, αλλά είναι ενδεικτικό των συναισθημάτων μου, είπε.

Δυο πράσινα μάτια
Και χαμόγελο πλατύ
Χάραξαν τον ουρανό
Και έστειλαν βροχή στην γη

Περιμένοντας ν’ ανθίσει
Η κατάξερη η γη
Μια μέρα να θερίσει
Από τους καρπούς της να τραφεί

Στείλε μήνυμα προστάζει
Ανταπόκριση να βρει
Ωιμέ αναστενάζει
Μάντης ποιος θα μου το πει

Μια ωραία οπτασία
Μια ανάλαφρη στιγμή
Της καρδιάς του τα παιχνίδια
Τον οδήγησαν σε αυτή.

Είχα μείνει άφωνη. Θα ήθελα περισσότερο χρόνο να σκεφτώ. Καλύτερα να πηγαίνουμε, αποκρίθηκα. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Χίλιες σκέψεις με αναστάτωναν. Έβλεπα τον άνδρα δίπλα μου, τα παιδιά στο άλλο δωμάτιο, τις φωτογραφίες στο σαλόνι. Το ροχαλητό του συζύγου μου ήταν το μόνο πράγμα που με παρακινούσε να αποδεχτώ. Δεν υπήρχε τίποτε, όμως, που να εξασφάλιζε ότι και ο Αλέξανδρος δεν θα είχε το ίδιο πρόβλημα. Παρόμοιοι συλλογισμοί με κράτησαν άγρυπνη. Ατελείωτες συγκρίσεις ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο.
Κάποια στιγμή την επόμενη στην δουλειά εμφανίστηκε ένας φίλος του άνδρα μου, πολιτικός μηχανικός, και τα λέγαμε για το πώς χαθήκαμε και για να ξαναβρεθούμε. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ο Αλέξανδρος. Με κοίταξε, ήρθε κοντά και περίμενε να τελειώσω με τον Μιχάλη, νομίζοντας ότι ήταν ακόμη ένας πελάτης. Αυτός με την σειρά του νόμισε ότι ήρθε ένας πελάτης και έκανε στην άκρη για να του παραχωρήσει τον χώρο. Γυρνώντας προς την μεριά του Αλέξανδρου ο τελευταίος έδειξε να τα χάνει. Είπε, μετά από μια στιγμή σαστίσματος, μην ανησυχείτε θα πάω σε κάποια άλλη κοπέλα, έτσι και αλλιώς δεν έχει πολύ κόσμο. Όταν απομακρύνθηκε ο Μιχάλης έσκυψε συνωμοτικά προς τα μέρος μου και είπε ότι αυτός που μόλις είδα ήταν κάποτε παντρεμένος με μια πολύ πλούσια, που έχει μια από τις μεγαλύτερες τεχνικές εταιρείες της χώρας, αλλά χώρισαν όταν αυτή έμαθε για τις υπεξαιρέσεις του στην εταιρεία και τις απιστίες του στην συζυγική ζωή. Ο μόνος λόγος που δεν είναι στην φυλακή είναι τα παιδιά τους. Τώρα ζει σαγηνεύοντας παντρεμένες, καθότι δεν τον δέχεται καμία εταιρεία.

Άπιστη ζωή

Ήμουν μαζί με την Ελένη σε ένα μπαρ. Είχαμε βγει με συνάδελφους από την δουλειά της. Σε κάποια στιγμή μας πλησίασε ένας νεαρός αρκετά ευπαρουσίαστος. Μας συνέστησε. Το χαμόγελο του φαινόταν απροσποίητο, φώτιζε το πρόσωπο του με μια παιδικότητα που δεν διαφαινόταν εκ πρώτης όψεως, σοβαρός καθώς ήταν. Κάθισε για λίγο μαζί μας, ποτέ ακούγοντας και ποτέ συμμετέχοντας στα λεγόμενα. Μετά έφυγε, μόλις τον πλησίασε μια κοπέλα. Τι γνώμη έχεις για τον Στάθη, αναρωτήθηκε σκουντώντας με παραινετικά η Ελένη. Δεν ξέρω, παράξενος μου φάνηκε. Στην αρχή έδειξε να θέλει να μου μιλήσει και μετά τίποτε, δεν έβγαλε άχνα. Μίλησε λίγο για την δουλειά με τους άλλους και αυτό ήταν όλο, αποκρίθηκα. Πως πηγαίνει η σχέση σας με τον Ανέστη, με ρώτησε. Είναι σαν έργο που τελείωσε, χωρίς να πέσει η αυλαία, είπα. Η κουβέντα γύρω από το θέμα τελμάτωσε και καμία σκέψη δεν στριφογύριζε στο μυαλό μου σχετικά με το γεγονός αυτό.
Μια εβδομάδα αργότερα συναντήθηκα τυχαία μαζί του σε ένα λεωφορείο. Πρόσφατα είχα χωρίσει οριστικά με τον Ανέστη, γι’ αυτό αισθανόμουν όπως κάποιος που περιμένει έναν χρόνιο βαριά άρρωστο συγγενή του να ανακουφιστεί από το θάνατο, παρόλα αυτά η έλλειψη γινόταν δυσβάσταχτη μετά τον χαμό του. Η αναθεματισμένη συνήθεια διάγει σπουδαίο ρόλο στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάθε χωρισμός μου ήταν και μια απόδειξη. Έβλεπε το έλλειμμα κεφιού που με χαρακτήριζε. Προσπάθησε να με παρηγορήσει, αναφέροντας μου τις δικές του καθημερινές περιπέτειες με την γραφειοκρατία. Ομολογώ ότι η απόπειρα του ήταν χαριτωμένη, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Εγκατέλειψε την μέθοδο της ομοιοπαθητικής και προσπάθησε να μου αποσπάσει την προσοχή παρουσιάζοντας μελλοντικά σχέδια όπως μια κοινή έξοδο με την Ελένη και τους υπόλοιπους συνάδελφους τους. Δέχτηκα να μεσολαβήσω και αμέσως μετά κατέβηκε από το λεωφορείο. Η κοινή μας φίλη άρχισε την ανάκριση, αμέσως μόλις τελείωσα την αναφορά μου για το συμβάν. Πίστευα ότι ενδιαφερόταν η ίδια, παρότι σε σχετική μου ερώτηση αποφάνθηκε ότι δεν αποζητούσε σχέσεις με δεσμευμένους. Πρόσθεσε όμως ότι ο δεσμός του Στάθη δεν ήταν ακλόνητος, καθότι ήταν ακόμη στο ξεκίνημαΧ μου εκμυστηρεύτηκε ότι η κοπέλα του τον ζήλευε και αυτό του προκαλούσε δυσφορία. Παρά ταύτα ήθελε να της δώσει λίγο χρόνο ακόμη.
Δεν εμφανίσθηκε στο ραντεβού που με δική του προτροπή κανονίσαμε. Άρχισαν αμέσως τα σχόλια γύρω από την σχέση του που έπνεε τα λοίσθια. Αργότερα ακούστηκε το κινητό της Ελένης. Βγήκε από το μπαρ, ξαναμπήκε λίγο αργότερα, είπε ότι θα έπρεπε να φύγει σύντομα για κάτι επείγον. Πίσω της ερχόταν ο Στάθης. Φαινόταν πιο σοβαρός από ότι συνήθως. Κάθισε δίπλα μου. Κατάλαβα ότι είχαμε αλλάξει τους ρόλους του λεωφορείου. Προσπάθησα να ανοίξω κουβέντα μαζί του, αλλά οι μονολεκτικές απαντήσεις του δεν μου το επέτρεψαν. Ούτε οι υπόλοιποι είχαν καλύτερα αποτελέσματα. Ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός έτσι σκυθρωπός και ευάλωτος όπως έδειχνε. Μετά από ώρα σηκώθηκε άτσαλα και ανακοίνωσε ότι έπρεπε να φύγει. Παραπατούσε, προφανώς από τα ποτά. Προσφέρθηκα με την Ελένη να τον πάμε σπίτι, ήταν η μόνη που γνώριζε την ακριβή διεύθυνση, έτσι και αλλιώς είπε είναι προς την κατεύθυνση μας. Οι υπόλοιποι ήρθαν να μας βοηθήσουν στην διαδρομή μέχρι το αυτοκίνητο. Κάθισα πίσω μαζί του, μη τυχόν κάνει εμετό. Αποκοιμήθηκε στον ωμό μου. Είχε απλώσει το ένα χέρι, άθελα του, πάνω στο πόδι μου. Από εκείνη την στιγμή άρχισα να αναλογίζομαι αν υπήρχε κάποια προοπτική για εμάς τους δυο, αν υπήρχε ανταγωνισμός με την Ελένη, που οδηγούσε ρίχνοντας κλεφτές ματιές από τον καθρέφτη, αν υπήρχε κάποιο σημάδι από τις προηγούμενες συναντήσεις μας ώστε να με διαφωτίσει, που δεν του είχα δώσει την πρέπουσα προσοχή. Έκλωθα σενάρια στο μυαλό μου νιώθοντας την ζεστή του κορμιού του κολλημένου στο δικό μου, μυρίζοντας το αρρενωπό άρωμα του. Ήταν η επίτομη του διακριτικού αλλά καλού γούστου. Τα δάκτυλα του ήταν φροντισμένα και τα παπούτσια του καθαρά, καινούργια και γυαλισμένα. Παρόλη την βροχή έμοιαζε σαν να μην τον είχε αγγίξει η κακοκαιρία. Μόνο τα βρεγμένα του μαλλιά τον πρόδιδαν.
Ανοίξαμε με κόπο τις πόρτες μέχρι το δωμάτιο του προσπαθώντας να τον μετακινούμε χωρίς πολλά τραντάγματα. Αφού τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του, η Ελένη επικαλέστηκε ότι είχε χάσει τα κλειδιά η μητέρα της και έπρεπε σε λίγο να είναι σπίτι για να της ανοίξει. Έφυγε βιαστικά συμβουλεύοντας με να τον προσέχω για λίγο ακόμη. Άρχισα να τον ξεντύνω. Τον σκέπασα με την κουβέρτα. Πήγα στο μπάνιο να αφήσω τα βρεγμένα ρούχα του και έφερα και μια λεκάνη μαζί μου, γυρίζοντας στο δωμάτιο του. Προσπάθησα να τον στρέψω στο πλάι, ώστε σε περίπτωση εμετού να μην πνιγόταν. Τότε φάνηκε να ξυπνάει, κράτησε το χέρι μου και είπε να μην φύγω, ότι με είχε ανάγκη. Για μια στιγμή έμοιαζε να χάνεται, τρεμόπαιξε τα μισάνοιχτα μάτια του, ξεροκάταπιε και βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του μου ζήτησε να ξαπλώσω μαζί του. Τον καθησύχασα με την υπόσχεση ότι θα του έκανα το χατίρι. Γύρισε και κοιμήθηκε.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, πήγα μέχρι την κουζίνα πήρα κάτι να φάω. Κοιτούσα τριγύρω, τα έπιπλα, την διακόσμηση, φωτογραφίες υπήρχαν μόνο δικές του. Σε κάποια σημεία ήταν φανερό ότι είχε συνδράμει γυναίκα. Αντιθέτως, αλλού, ήταν φανερό το δικό του χέρι. Το σπίτι έμοιαζε με κολάζ δυο ανθρώπων. Πολλά μικρά ασημικά στο ένα τραπεζάκι, μόνο μια λάμπα με μεγάλο καπέλο στο άλλο. Κλασικά σχήματα από την μια, λιτή μινιμαλιστικη γραμμή από την άλλη. Δεν ήταν παράταιρα, αλλά δεν έπαυαν να φαίνονται σαν δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος στην καλύτερη περίπτωση. Πήγα να τον δω. Είχε ξυπνήσει και καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι. Με τράβηξε από το χέρι και με έφερε κοντά του. Σε ευχαριστώ μου είπε και με φίλησε. Όσα συνέβησαν από εκείνη την στιγμή ξεπερνούν τις φαντασιώσεις μου κατά την διαδρομή με το αυτοκίνητο που είχε προηγηθεί. Έφυγα πριν ξαναξυπνήσει, κάτω από το σοκ της ανακάλυψης της απόλυτης ευτυχίας, της υπέρμετρης ηδονής, του απρόσμενου που πραγματοποιείται. Απομακρύνθηκα για να ζυγίσω τα τελευταία γεγονότα, να αποσαφηνίσω τα αισθήματα που προέκυψαν, να αποκρυπτογραφήσω την στάση της Ελένης, να δω ποια θα έπρεπε να είναι η συνεχεία.
Πήγα σπίτι, έκανα μπάνιο, και καθώς χανόταν η μυρωδιά του από πάνω μου ένιωσα να ξαναβρίσκω την αυτοκυριαρχία μου. Ήξερα ότι ήθελα να ξαναζήσω αυτή την στιγμή, δεν γνώριζα όμως τη δική του άποψη. Αναρωτιόμουν αν όλα αυτά ήταν ένα αλκοολικό ατύχημα. Αποφάσισα κάποια στιγμή να του τηλεφωνήσω. Δεν απαντούσε. Έπρεπε να γυρίσω στην δουλειά μου. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτε εκείνη την ημέρα. Ανάμνηση και προσμονή, ανασφάλεια και πάθος, αναστάτωση και πραότητα κονταροχτυπιόταν, συγκρούονταν, πιάνονταν και χόρευαν πεντοζάλη στο παραδομένο μου μυαλό. Επάνω από αυτήν την πίστα αναβόσβηνε μια πινακίδα με έντονα μεγάλα γράμματα από νέον, που έγραφε ΣΤΑΘΗΣ. Πήρα το λεωφορείο για να γυρίσω σπίτι. Σκέφτηκα να περάσω από την Ελένη να δω τι κάνει, να συζητήσουμε για το χθες, αλλά προπαντός για το αύριο. Θυμήθηκα την πλημμυρά που είχε γίνει στο σπίτι της με συνέπεια να φουσκώσει η εξώπορτα και να μην κλείνει παρά μετά από δυνατό τράβηγμα. Είναι δύσκολο να διορθώσεις κάτι αν σου τύχει στο τέλος του μήνα. Είχε ένα γνωστό επιπλοποιό, που δεν έφτιαχνε πόρτες. Της υποσχέθηκε, όμως, ότι θα έστελνε κάποιον με την προοπτική να τον εξοφλήσει μόλις πληρωνόταν. Τηλεφώνησα στο κινητό και στο σπίτι της, αλλά δεν απάντησε κανείς.
Αποφάσισα να πάω προς τα εκεί σαν βόλτα μια που δεν με χωρούσε ο τόπος. Το σπίτι του Στάθη ήταν κοντά, έτσι θα μπορούσα με ένα σμπάρο να πιάσω δυο τρυγόνια. Έφτασα γρήγορα εκεί, βρήκα κάποιον να βγαίνει από την πολυκατοικία της και βιάστηκα να χωθώ από την πόρτα. Ανέβηκα με τις σκάλες στον πρώτο όροφο. Η πόρτα της φαινόταν κλειστή από μακριά, αλλά είχε φρακάρει λίγο πριν η γλώσσα χωθεί στην κλειδαριά. Χτύπησα ελαφριά με το χέρι μήπως ήταν ο επιπλοποιός από πίσω. Δεν άκουσα τίποτε. Ο νους μου πήγε στο κακό. Άνοιξα την πόρτα και προχώρησα σιγά σιγά. Ανησυχούσα για αυτό που θα έβλεπα. Όλα βρισκόταν στην θέση τους. Πλησιάζοντας προς το δωμάτιο της άκουγα μια πνιχτή ανάσα να επαναλαμβάνεται. Ξαφνικά άρχισε να φωνάζει συνεχώς όχι. Παρορμητικά έσπρωξα την πόρτα και μπαίνοντας αντίκρισα τον Στάθη και την Ελένη. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε τριγύρω. Ματιές ντροπής, απέχθειας, συνομωσίας, αηδίας διασταυρωνόταν και έπεφταν όσο γρήγορα ανυψωνόταν. Τίποτε δεν είχε νόημα και όλα αποκτούσαν νέα διάσταση. Βρήκα ελάχιστο από τα κουράγιο μου και ξεστόμισα ότι εγώ ήμουν ο ομοφυλόφιλος αλλά άλλοι έκαναν τις αντίστοιχες πράξεις.

Ηλεκτρονική ζωή …

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς :work@verona.it
Αποστόλη Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2001, 7:18 μ.μ.
Καλησπέρα, έμεινα στο ξενοδοχείο σας τον Απρίλιο και μου είχε αρέσει ένας νεαρός υπάλληλος σας. Έμαθα ότι δουλεύει στο λογιστήριο. Πως τον λένε; Πόσο χρόνων είναι; Είναι ελεύθερος; Θα ήθελα να τον γνωρίσω. Με λένε Ιουλιετα και είμαι από την Μαντοβα. Είμαι είκοσι πέντε ετών. Περιμένω απάντηση σου. Ευχαριστώ.

Από: agapoulis@verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστόλη 31 Οκτωβρίου 2001, 9:12 π.μ.

Καλημέρα, είμαι αυτός που δουλεύει στο λογιστήριο. Με παραξενεύει που με πέτυχες σε κοινή θέα, γιατί σπάνια εμφανίζομαι στο κοινό. Είμαι τριάντα δύο χρόνων, πιο ελεύθερος είναι μόνο ο ελεύθερος καβαλάρης. Με λένε Ρωμαίο. Συνέχισε σε αυτή την διεύθυνση.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς : agapoulis@ verona.it
Αποστόλη 31 Οκτωβρίου 2001, 6:27 μ.μ.

Καλησπέρα. Ευχαριστώ για την απάντηση. Θέλω να μάθω μερικά πράγματα για εσένα. Μου άρεσες από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Δεν ξέρω γιατί. Μένω στην Μαντοβα και δουλεύω σε μια διαφημιστική εταιρεία. Μου αρέσει η Βερόνα. Έρχομαι συχνά. Οδηγώ και μου αρέσουν τα ταξίδια. Έρχεσαι Μαντοβα; Είμαι και εγώ ελεύθερη. Εσύ είχες κάποιο δεσμό πρόσφατα; Πόσο καιρό; Περιμένω απάντηση, φιλιά.

Από: agapoulis@verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστόλη 1 Νοεμβρίου 2001, 7:12 π.μ.

Γεια σου ξανά, Σάββατο θα είμαι σε μία έκθεση. Κυριακή θα πάω εκδρομή σε μία λίμνη. Σε δεκαπέντε ημέρες θα έρθω στην Μαντοβα. Την επόμενη πετάω για το εξωτερικό. Σε έξι ημέρες επιστρέφω Βερόνα. Θα μείνω σε έναν φίλο μου. Τα λέμε.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς : agapoulis@ verona.it
Αποστόλη 1 Νοεμβρίου 2001, 1:45 μ.μ.

Καλησπέρα από την Μαντοβα. Βλέπω ότι το πρόγραμμα σου είναι γεμάτο. Τι θα κάνεις στο εξωτερικό; Για τουρισμό ή για δουλειά; Με παρέα ή μόνος; Σε ποιο μέρος πηγαίνεις; Πια είναι τα χόμπι σου εκτός από τα ταξίδια; Σου αρέσει η δουλειά σου; Οδηγείς; Έχεις δικό σου αυτοκίνητο; Μένεις με τους γονείς σου; Σε πια περιοχή της Βερόνα μένεις; Σε πια μαγαζιά συχνάζεις; Βλέπεις σινεμά; Τρελαίνομαι για ταινίες. Φιλάκια, περιμένω απάντηση.

Από: agapoulis@ verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστολή 1 Νοεμβρίου 2001, 7:14 π.μ.

Γεια χαρά, τα e mail σου μοιάζουν με κουίζ. Θα πάρω αθλητικά στο επόμενο. Θα απαντήσω σε όλες για να γίνω εκατομμυριούχος. Έχω αυτοκίνητο. Μένω με τους δικούς μου. Μετά από χρόνια με διάφορους συγκάτοικους στις Η.Π.Α., ξαναγύρισα στους βολικότερους. Στο εξωτερικό έζησα επτά χρόνια και πηγαίνω να δω φίλους μου. Περιμένω απαντήσεις στις αντίστοιχες ερωτήσεις και από εσένα. Μένω στην δυτική Βερόνα. Βόλτες με το αυτοκίνητο κάνω πολλές. Έχω μερικές αγαπημένες διαδρομές. Ταινίες βλέπω πολλές, συνήθως σινεφιλ. Σχέση είχα πριν από καιρό όχι πια. Πηγαίνω σε διάφορα μαγαζιά, απλώς βαριέμαι τα ορθαδικα και τα ξενυχτάδικα. Περιμένω νέα σου.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς : agapoulis@ verona.it
Αποστολή 2 Νοεμβρίου 2001, 12:31 μ.μ.

Συγγνώμη για τις τόσες ερωτήσεις. Απλά θέλω να μάθω κάποια πράγματα για εσένα. Έχω και εγώ δικό μου αυτοκίνητο, μένω με τους δικούς μου στην Μαντοβα. Έχω μια μεγαλύτερη αδελφή, παντρεμένη. Έχεις αδέρφια; Αγαπημένες μου διαδρομές είναι με τις φίλες μου στα Απέννινα, στο Ριμινι, όπου ήμουν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και ήταν καταπληκτικά. Φυσικά λατρεύω την Βερόνα. Κάθε φορά που έρχομαι περνάω καταπληκτικά. Σχέση είχα πριν από οκτώ μήνες περίπου. Τα είχαμε τέσσερα χρόνια και χωρίσαμε γιατί δεν πήγαινε άλλο. Μαλώναμε πολύ. Τώρα πιστεύω ότι είμαι καλύτερα χωρίς εκείνον, αν και είμαστε φίλοι. Μιλάμε αρκετά στο τηλέφωνο και λέμε τα νέα μας. Εκείνος έχει άλλη σχέση. Εγώ έχω κάνει πολλούς καινούργιους φίλους, περνάω καταπληκτικά και είμαι έτοιμη για νέα γνωριμία. Εσείς γιατί χωρίσατε; Πόσο καιρό ήσασταν μαζί; Το Σαββατοκύριακο θα πάω σε μια φίλη μου στην λίμνη της Γκαρντα. Καλά να περάσεις εκεί που θα πας. Περιμένω απάντηση σου.

Από: agapoulis@ verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστολή 2 Νοεμβρίου 2001, 5:16 μ.μ.

Γεια σου. Χωρίσαμε πριν από ένα χρόνο περίπου. Ήμασταν μαζί λίγο περισσότερο από ένα χρόνο. Τα χαλάσαμε γιατί δεν ταιριάζαμε. Αυτή είναι η προσωπική μου γνώμη τουλάχιστον. Σου στέλνω μια φωτογραφία μου, λίγο παλιά είναι η αλήθεια. Θα ξέρουμε αν είμαι πράγματι αυτός για τον οποίο γράφεις. Έχω ένα αδερφό μικρότερο, παντρεμένο με ένα παιδί. Καλό Σαββατοκύριακο.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς :agapoulis@ verona.it
Αποστολή 2 Νοεμβρίου 2001, 9:51 μ.μ.

Σε ευχαριστώ για την φωτογραφία. λατρεύω τα μωρά. Πόσο μηνών είναι η ανεψιά σου; Κρίμα για την κοπέλα σου, γιατί δεν ταιριάζατε; Δεν ήσουν ερωτευμένος μαζί της; Την βλέπεις ακόμη; Που δεν ταιριάζατε; Εγώ απλά ένιωσα να τελειώνει αυτό που ένιωθα, ότι και να έκανα πια μαζί του δεν είχε έννοια. Πνιγόμουνα και όταν χωρίσαμε ένιωσα μεγάλη ανακούφιση. Τέλος πάντων, προχωράμε μπροστά. Λατρεύω την χώρα που θα πας, έχω ακούσει τα καλύτερα, αλλά δεν έχω πάει. Εγώ πήγα Πράγα και Βιέννη πέρυσι. Ήταν μαγεία. Ελπίζω να καταφέρω να έρθω στην Βερόνα πριν από το ταξίδι σου, όποτε θα τα πούμε από κοντά. Έχω ακούσει ότι έχει ανοίξει ένα καινούργιο bar – restaurant. To kombos. Θα με πας; φιλιά.

Από: agapoulis@ verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστολή 2 Νοεμβρίου 2001, 9:51 μ.μ.

Γεια σου. Το kombos είναι θερινό μαγαζί. Μπορεί να άνοιξε και χειμερινό, αλλά δεν το γνωρίζω ακόμη. Αν έρθεις κάπου θα βρούμε να πάμε. Η ανεψιά μου είναι πέντε μηνών. Η σχέση μου φαινόταν να κρατά λίγο από την αρχή. Τελικά κράτησε περισσότερο από ότι περίμενα. Δυο άνθρωποι μπορεί να είναι οι καλύτεροι χωριστά, αλλά μαζί να μην στεριώνουν. Η έκθεση ήταν η χειρότερη που έχω πάει. Μηδενικό ενδιαφέρον. Ευτυχώς κοντά είχε ωραίες καφετερίες. Η εκδρομή εξελίχθηκε σαν την μαδημένη μαργαρίτα. Θα έρθω, δεν θα έρθω. Από τέσσερις που ήμασταν στην αρχή μείναμε δυο. Τελικά πήγαμε αλλού από εκεί που ξεκινήσαμε. Στον γυρισμό είδαμε και μια ταινία. Σου στέλνω ένα συνημμένο με κάποιες σκέψεις μου για να με γνωρίσεις καλύτερα. Γεια.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς :agapoulis@ verona.it
Αποστολή 4 Νοεμβρίου 2001, 10:22 μ.μ.

Τι κανείς Ρωμαίο; Εγώ δεν πήγα πουθενά το Σαββατοκύριακο γιατί είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο. Χτύπησα στα πόδια και την μέση. Πονάω λίγο. Δεν πήγα σε νοσοκομείο. Έμεινα στο κρεβάτι. Χάλια το αυτοκίνητο. Μεγάλη η ζημία. Δεν πειράζει, εγώ να είμαι καλά. Από ότι καταλαβαίνω αυτή την κοπέλα δεν την ήθελες από την αρχή και τελικώς δεν την αγάπησες. Δεν καταλαβαίνω γιατί φαινόταν να καταρρέει από την αρχή η σχέση σας και γιατί έμεινες μαζί της τόσο καιρό; Μήπως και εσύ δεν έδωσες την ευκαιρία να σου δείξει τον πραγματικό της εαυτό; Αυτή πιστεύεις ότι σε αγάπησε; Βλέπεστε καθόλου; Θα ήθελες να την ξαναδείς και να μιλήσετε; Έχετε χωρίσει εδώ και παρά πολύ καιρό. Μήπως και εκείνη έχει αποκτήσει καινούργιες εμπειρίες και έχει αλλάξει σαν άνθρωπος; Όλοι αξίζουν μιας δεύτερης ευκαιρίας, εσύ το πιστεύεις; Δυστυχώς αυτό για μένα δεν μπορεί να γίνει γιατί ο φίλος μου έχει άλλη και είμαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Μου έκανε κακό. Είσαι έτοιμος για οικογένεια; Ποια είναι η γνώμη σου για τον γάμο; Τις σημειώσεις σου δεν πρόλαβα να τις διαβάσω όλες. Ποια είναι η Κίρκη που αναφέρεις στις σημειώσεις σου; Θα έπρεπε να ζηλεύω; Ανυπομονώ να σε γνωρίσω από κοντά. Αν έρθω στην Βερόνα θα μείνω στο ξενοδοχείο ή έχεις καμία καλή εκδρομή να προτείνεις; Περιμένω νέα σου. Μέχρι τότε σε φιλώ.

Από: agapoulis@ verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστολή 5 Νοεμβρίου 2001, 3:36 μ.μ.

Γεια σου Ιουλιετα. Περαστικά. Όταν την γλιτώνεις πάντα σκέφτεσαι τις λαμαρίνες. Τράκαραν και άλλοι μαζί σου; Σήμερα είχε τρακάρισμα στο αντίθετο ρεύμα και εδώ. Ελπίζω από όλα αυτά να έχεις τις λιγότερες συνέπειες. Την τελευταία σχέση μου θα την περιγράψω με άλλο τρόπο. Είχα τελειώσει από το εξωτερικό και το Στράτο. Προσπαθούσα να προσαρμοστώ στην νέα μου καθημερινότητα και να βρω δουλειά. Είχα παραμελήσει τις σχέσεις μου με τις γυναίκες. Όταν τακτοποιήθηκαν τα πράγματα τα έφτιαξα με την δεύτερη γυναίκα που μου την έπεσε. Με την πρώτη ήταν μια άλλη ιστορία, που δεν κατέληξε σε σχέση. Δεν την αγάπησα, αλλά τη σεβάστηκα, όπως κάνω με όλους. Αυτή πιθανότατα με αγαπούσε. Είναι ένας από τους λόγους που κράτησε όσο κράτησε η σχέση μας, αλλά σε αυτά τα πράγματα χρειάζονται δυο. Όπως και στην ερώτηση σου σχετικά με τον γάμο. Δεν το σκέφτομαι γιατί δεν υπάρχει αντικείμενο προς σκέψη. Δογματικά δεν είμαι ούτε υπέρ, ούτε κατά. Η Κίρκη είναι σαν αδελφή μου. Είμαστε κολλητοί φίλοι. Έχουμε ένα πρόγραμμα μηνυμάτων ανάμεσα μας στο γραφείο. Οι σκέψεις αυτές άρχισαν σαν μήνυμα προς εκείνη. Οι εκδρομές και τα ξενοδοχεία είναι το μόνο εύκολο για εμένα. Έλα και βλέπουμε.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς : agapoulis@ verona.it
Αποστολή 6 Νοεμβρίου 2001, 9:36 μ.μ.

Καλησπέρα από την βροχερή Μαντοβα. Τώρα είμαι καλύτερα. Πονάω λιγότερο. Μαζί μου τράκαρε και η καλύτερη μου φίλη. Ποιος είναι ο καλύτερος σου φίλος; Κάνετε παρέα; Τι κανείς; Πως πάει η δουλειά. σου; Εμείς τρέχουμε. Το ξενοδοχείο έχει κόσμο; Ποιος είναι ο αγαπημένος σου τραγουδιστής; Ακούς μουσική; Αγαπημένος μου είναι ο Eros, σου αρέσει; Έμαθα ότι θα τραγουδήσει στην Αρένα της Βερόνα, είναι αλήθεια; Θα σου πω οριστικά αν θα έρθω αύριο. Έχω αγωνιά αν θα σου αρέσω. φιλιά.

Από: agapoulis@ verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστολή 6 Νοεμβρίου 2001, 11:06 μ.μ.

Γεια σου. Συγγνώμη αν όσα γράψω σήμερα δεν βγάζουν και πολύ νόημα. Αύριο όταν θα είμαι νηφάλιος θα είναι καλύτερα. Ακούω μουσική. Είναι ένα από τα χόμπι μου μαζί με τα στερεοφωνικά. Kombos υπάρχει και χειμερινό δίπλα στο καλοκαιρινό. Από δουλειά έχουμε για δυο τρεις ακόμη. Δεν ξέρω αν μου αρέσεις αφού δεν έχω την παραμικρή άποψη για το πώς είσαι. Αυτό εν μέρει μου αρέσει. Περισσότερο με ανησυχεί ότι δεν μου αρέσω εγώ. Αυτό είναι η αλήθεια με κάνει κάπως καχύποπτο. Κατά τα αλλά οι απορίες θα λυθούν κατά την συνάντηση μας. Αν θέλεις στείλε φωτογραφία. Τις δικές μου απορίες τις κρατώ για την συνάντηση μας.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς : agapoulis@ verona.it
Αποστολή 6 Νοεμβρίου 2001, 11:28 μ.μ.

Σε ευχαριστώ για την απάντηση σου. Μου αρέσει αυτός ο τρόπος επικοινωνίας γιατί είχα την ευκαιρία να μάθω πράγματα τα οποία δεν τα κατάλαβα ένα χρόνο που ήμουνα μαζί σου. Τώρα σου έχω λύσει όλες τις απορίες.

Από: agapoulis@ verona.it
Προς : kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Αποστολή 7 Νοεμβρίου 2001, 7:09 μ.μ.

Γεια σου Ιουλιετα. Δώσε μια δεύτερη ευκαιρία… Αν την αγαπούσες… Μήπως πρέπει να ζηλεύω… Πόσες φορές τα άκουσα όλα αυτά; Είναι πιο εύκολο να με ξεχάσεις αν με μισήσεις. Παίξε αυτό το ρόλο.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς : agapoulis@ verona.it
Αποστολή 7 Νοεμβρίου 2001, 2:02 μ.μ.

Γεια σου. Δεν σε μίσησα ποτέ. Ούτε πρόκειται. Άλλωστε δεν μου έκανες κάτι. Απλά πάντα είχα την περιέργεια να μάθω για ποιο λόγο μου φέρθηκες έτσι και αν ήταν αλήθεια αυτά που έμαθα και άκουσα για εσένα από τους καλούς σου φίλους. Πραγματικά έμαθα την αλήθεια. Αυτό που με λυπεί είναι ότι έχασα έναν ολόκληρο χρόνο από την ζωή μου. Καταπονήθηκα σωματικά και ψυχικά. Δεν πειράζει έμαθα ποιος πραγματικά ήταν ο Ρωμαίος. Δεν με νοιάζει πια, έτσι και αλλιώς είμαι αλλού εδώ και παρά πολύ καιρό. Είμαι πολύ καλά, η δουλειά μου καταπληκτικά, έχω ένα σωρό καινούργιους φίλους, τριγυρνάω συνεχεία. Εσένα σε βλέπω στα ίδια, όπως ακριβώς σε άφησα, δεν άλλαξες καθόλου. Κρίμα. Ελπίζω να βρεις κάποτε κάποιον άνθρωπο να ενδιαφερθεί πραγματικά για εσένα, αν και δεν το νομίζω έτσι όπως είσαι. Έχασες κανένα κιλό; Χασέ θα σου κάνει καλό. Ευχαριστώ για τον χρόνο σου.

Από: kentro ypologiston. kentro ypologiston@eureka.com
Προς : agapoulis@ verona.it
Αποστολή Delete, εις τους αιώνες των αιώνων αμήν.

Αγαπητή Ιουλιετα. Το τελευταίο e mail σου με συγκίνησε βαθύτατα. Επέτρεψε μου να σου δώσω ορισμένες συμβουλές για επόμενη χρήση παρομοίου τεχνάσματος. Μην αποστέλλεις ερωτικά e mail στην δουλειά. κάποιου. Μην το κανείς από διεύθυνση με όνομα τύπου kentro_ypologiston. Μην κανείς συνεχείς ερωτήσεις, ειδικότερα προσωπικές από την αρχή. Μην αναφέρεις ότι λατρεύεις την Βερόνα όταν κατάγεσαι από την Μαντοβα. Μην αναφέρεις τόσο πολύ ότι λατρεύεις μια πόλη, γιατί υπονοείται ότι είχες γκόμενο σε αυτή. Μην αναφέρεις τόσες φορές την λέξη ΕΓΩ. Μην χρησιμοποιείς φράσεις που σε προδίδουν, όπως αυτές που ανέφερα στο προηγούμενο γράμμα. Μην χρησιμοποιείς συνεχεία την λέξη καταπληκτικά, διότι συμπεραίνει κανείς ότι κάτι δεν πάει καλά. Μην χρησιμοποιείς καταστάσεις εξιδανικευμένες για να περιγράψεις σκηνές πάθους, όπως ότι έμεινες φίλη με τον πρώην που είχε ήδη συνάψει σχέση. Μην είσαι ανυπόμονη, όπως όταν αποζητάς συνεχεία να με συναντήσεις. Ο περισσότερος κόσμος γράφει e mail ή «συχνάζει» σε chat room για να συναντήσει τον άλλο του εαυτό, όχι τον έρωτα της ζωής του. Μην χρησιμοποιείς μετάθεση δικών σου αναγκών σε τρίτα πρόσωπα, όπως δώσε μια δεύτερη ευκαιρία. Μην χρησιμοποιείς τρίτα πρόσωπα για να προσδώσεις κύρος στην άποψη σου, την αποδυναμώνεις και φανερώνεις τις ανασφάλειες σου. Μην αναφέρεις τα πράγματα που σου αρέσουν, όπως ο Eros. Μην γράφεις αντικρουόμενες φράσεις, όπως ότι λυπάσαι για το χρόνο που έχασες και ευχαριστείς εμένα για τον δικό μου. Μην δίνεις παραινέσεις και ευχολόγια. Να διερευνάς καχύποπτα τυχόν φράσεις που φαίνονται να σε ωθούν προς συγκεκριμένη συναισθηματική κατεύθυνση, διότι μπορεί να κρύβουν παγίδες, όπως η αναφορά των λόγων για τους οποίους ενέδωσα στην σχέση μας. Η ασυμφωνία χαρακτήρων φαίνεται και από την ερμηνεία που έδωσες στην φράση του τελευταίου e mail σχετικά με το μίσος. Τέλος χρόνου.

Παράλληλες ζωές…

Παράλληλες ζωές…

Με πλησίαζε. Ένιωσα τον φόβο να με ξανακυριεύει. Έτρεξα να χωθώ στο δωμάτιο μου. Προσπάθησα να κλείσω την πόρτα, αλλά πρόλαβε να βάλει το πόδι του και να με σταματήσει, με άρπαξε, με τίναξε φωνάζοντας μου να συνέλθω. Έτρεμα, δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν για αυτό που με περίμενε. Φύγε του είπα, δεν θέλω να σε ξαναδώ. Άρχισα να τον ικετεύω, έκλαιγα με λυγμούς. Έμοιαζε να απολαμβάνει την σκηνή. Είσαι η γυναίκα της ζωής μου, είπε, και αυτό δεν αλλάζει, πάρε το απόφαση. Με γύρισε και με ακούμπησε πάνω στο παράθυρο, πιέζοντας το σώμα μου να ακουμπήσει στο κρύο τζαμί. Ένιωσα το πόδι του να προσπαθεί να μπει ανάμεσα στα δικά μου και κουνώντας το γόνατο του να θέλει να τα ανοίξει. Με το ένα χέρι πίεζε το λαιμό μου από πίσω ακινητοποιώντας με και με το άλλο άνοιξε τα ρούχα μου και έφερε το στήθος μου σε επαφή με την νοτισμένη από την νυχτερινή υγρασία επιφάνεια του γυαλιού. Τράβηξε τα εσώρουχα μου προκαλώντας μου ένα τσούξιμο στον δεξί γοφό. Ένιωσα το χέρι του να με ψαχουλεύει, έπειτα να το στρέφει προς εκείνον και έπειτα με σοδομησε για δεύτερη φορά εκείνη την εβδομάδα. Ήταν μια ήσυχη Τετάρτη που ο πατέρας μου πήγαινε στο καφενείο να δει τους αγώνες ποδοσφαίρου με τους φίλους του.
Σταματώντας άρχισε να κλαίει και να ικετεύει την συγχώρεση μου. Δεν έπρεπε να εξελιχθεί έτσι η φίλια μας έλεγε. Μου υποσχόταν ότι δεν θα ξανασυνεβαινε. Έχοντας ζήσει ήδη μια φορά την σκηνή, νέα συναισθήματα αναδυόταν μέσα μου. Την πρώτη πίστευα ότι ήμουν η Εύα μετά το προπατορικό αμάρτημα. Ντροπή, αηδία και απορία αναδυόταν από εμένα για εμένα. Τώρα τον κοιτούσα με οίκτο και όλα τα προηγούμενα απευθυνόταν προς αυτόν. Επειδή με βίασες δεν σημαίνει ότι θα φτιάξουμε και δεσμό, ξεστόμισα.
Γύρισα και κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή. Τα μηνύματα κατέβαιναν βασανιστικά αργά. Παιδιά τι γίνεται, μήπως έπαθε τίποτα αναρωτήθηκα. Η Χαρουλα περνώντας μου έδειξε πώς να βλέπω ποσά μηνύματα έρχονται και σε τι ταχύτητα δουλεύει το μόντεμ. Ένιωθα απορία για όλα αυτά τα καινούργια για εμένα πράγματα. Δυστυχώς είχα έρθει σε αυτή την δουλειά ως χειρίστρια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Παρά το ατάραχο στυλακι που υιοθέτησα δεν έχω πείσει κανένα για τις ικανότητες μου. Αχ βρε παιδιά πιάστηκα, πάω να ξεμουδιάσω λίγο μέχρι να τελειώσει αυτό. Μόνη μου το είπα και μόνη μου το άκουσα. Ήταν Δευτέρα και όλοι οι άλλοι έτρεχαν ακατάπαυστα για να συμμαζέψουν τα χαρτιά από τα γραφεία τους. Έφυγα για την κουζίνα όπου έφτιαχναν τους καφέδες τους. Εκεί πήγαινε, επίσης, οποίος ήθελε να καπνίσει. Βρήκα τον Γιώργο που ήταν μανιώδης καπνιστής. Είχε τα πιο πολλά χρόνια στην δουλειά αυτή. Καλέ Γιώργο σταματά με αυτό το τσιγάρο, θα μας πεθάνεις, τον αποπήρα. Ελπίζω να έχω πεθάνει πρώτος, απάντησε εκείνος, δεν θα αντέξω τις τύψεις. Έσβησε το τσιγάρο και έφυγε.
Βγήκα στο παράθυρο και κοίταξα τον ήλιο που μόλις είχε ανατείλει. Γύρισα και φώναξα την αγαπημένη μου ακόλουθο να έρθει να με βοηθήσει. Ο κύριος του σπιτιού θα γυρνούσε από το τελευταίο του ταξίδι. Έπρεπε όλα να είναι έτοιμα να τον υποδεχτούμε. Οι γυναίκες του σπιτιού είχαν μάθει τις συνήθειες μου και όπως μου είπε η Ντολορες είχαν ξεκινήσει όλες οι προετοιμασίες. Αμέσως μόλις ντύθηκα πήγα να δω τι είχαν καταφέρει και να δώσω οδηγίες για τα υπόλοιπα. Σαν σε χορωδία με παρακάλεσαν να φροντίσω να είμαι εγώ έτοιμη και αυτές θα έκαναν περισσότερο και από ότι μπορούσαν. Γυρνούσαν και οι δικοί τους άνδρες, ήταν γιορτή για όλους. Τα χρήματα από την πώληση των ζωντανών θα ήταν το εισόδημα ολόκληρης της χρονιάς για αυτές τις οικογένειες. Παρακάλεσα την Ντολορες να με ακολουθήσει για να μου πει τι προβλέπει για σήμερα το βράδυ, θα καταφέρω να δώσω αρσενικό απόγονο στον κύριο μου;
Νατάσσα τα μηνύματα σου είναι ήδη έτοιμα, η Χαρουλα τα εκτύπωσε, τα διάβασε και σου έγραψε τις απαντήσεις. Έχεις να κανείς μόνο την πληκτρολόγηση, μου σύστησε ο Νίκος που είχε έρθει να φτιάξει τον πρώτο από την ατελείωτη σειρά καφέδων που έπινε καθημερινά. Τον ευχαρίστησα και έφυγα προς το γραφείο. Εκεί η Αλεξια μου είπε πως τα είχαν στείλει ήδη. Αμάν βρε παιδιά, διαμαρτυρήθηκα, τι θα κάνω εγώ τώρα. Με παρέπεμψαν να καθίσω σε ένα γραφείο μέχρι να βρουν να μου δώσουν κάτι. Δούλευαν και μιλούσαν συνεχεία, ήταν εμφανές ότι έκαναν παρέα και έξω από την δουλειά. Πειραζόταν συνεχώς. Αυτοί που δούλευαν πιο πολύ μιλούσαν και περισσότερο. Όλο για φαγητά που έτρωγαν σε ταβέρνες έλεγαν και για μπαράκια. Συχνά συζητούσαν για ταινίες. Δεν έκαναν ούτε έναν υπαινιγμό ποτέ ότι θα με προσκαλέσουν σε κάποια από τις εξόδους που οργάνωναν. Κύριος παρακινητής αυτής της κατάστασης ήταν ο Νίκος. Πίσω του βρισκόταν μια αφίσα με ένα αυτοκίνητο.
Βγήκα από το αμάξι και κοίταξα γύρω μου. Δεν ήταν κανείς. Το ψιλοβρόχο και το προχωρημένο της ώρας ήταν οι σύμμαχοι μου. Πήγα στην πόρτα της αποθήκης και χτύπησα το κουδούνι που ήταν δίπλα της. Άνοιξε μετά από ώρα. Ένας ψηλόσωμος άνδρας μου έκανε ένα νεύμα να περάσω. Γύρισα στο αμάξι και το οδήγησα μέχρι το κέντρο της αποθήκης. Μέσα υπήρχαν διάφορα κιβώτια μισάνοιχτα και αρκετά ζαντολαστιχα. Ο άνδρας πήγε στο πορτ μπαγκαζ και το άνοιξε με προσοχή. Τράβηξε το θύμα μου από μέσα και μου χαμογέλασε. Αυτός είναι είπε, και τον πέταξε κάτω. Τον πρόσταξε να μείνει ακίνητος και πήγε να φέρει δυο χαρτοφύλακες. Μου έδωσε τον πρώτο. Αυτά γιατί μας τον έφερες, είπε, ο άλλος αν τον κανείς να μιλήσει. Αν δεν τα καταφέρεις δώσε τέλος. Θα είμαι στο γνωστό σημείο, είπε και έφυγε. Άρπαξα το θύμα μου και το βοήθησα να σταθεί στα γόνατα. Με κοίταζε με τρόμο και αγωνία. Θέλω απλώς κάποια ονόματα του είπα. Τον παρότρυνα αναφέροντας του ότι όσα είχαν προηγηθεί δεν ήταν παρά μια απλή πρόγευση. Αρνήθηκε πεισματικά. Τον έλυσα και του έδωσα ρούχα ναυτεργατών για να φορέσει. Υπάκουσε ικετεύοντας με να τον αφήσω. Του πήρα το δεξί χέρι ανάμεσα στα δικά μου, το χάιδεψα και τον παρακάλεσα για δικό του καλό να πει τα δυο ονόματα που ήθελα. Τον απείλησα ότι γίνομαι πολύ κακό κορίτσι όταν προσπαθώ. Δεν μπορούσε να μιλήσει από το κλάμα. Έστριψα ανάποδα την παλάμη του και την πίεσα προς τα κάτω. Τον χτύπησα απότομα στα νεφρά και του κόπηκε η αναπνοή. Χοροπήδησε όσο του επέτρεπε η κατάσταση του, καθώς τον πίεζα με την παλάμη προς τα κάτω. Τον προειδοποίησα ότι δεν θα είμαι πάντα τόσο ευγενική. Τον κλώτσησα στα πλευρά. Από τον γδούπο και την κραυγή που ακούστηκε ήταν πασιφανές ότι κάτι έσπασε μέσα του. Μιλά του είπα ειδάλλως αυτή θα είναι η αρχή του τέλους σου. Πίεσα τα σπασμένα του πλευρά.
Νατάσσα έχω αυτές τις φωτοτυπίες για εσένα. Θέλω πέντε αντίτυπα από το καθένα. Κρατά ένα για εμάς και τα υπόλοιπα πήγαινε τα στο αφεντικό. Τρόμαξα από αυτές τις παραινέσεις της Αλεξιας. Αχ βρε παιδιά, με τρομάξατε. Πονάει και το στομάχι μου. Όταν τελειώσεις με αυτά κάνε διάλειμμα. Στην κουζίνα έφεραν τυροπιτακια. Έχει και γάλα. Θα βοηθήσει το στομάχι σου, είπε ο Νίκος, που φαινόταν να ενδιαφέρεται για εμένα, μια και μου έδινε τις λιγότερες δουλειές. Είχα έρθει για πρακτική σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και έκανα ότι βαριόταν οι υπόλοιποι μέσα στο γραφείο να διεκπεραιώσουν. Όταν θα είσαι εύκαιρη φέρε μερικά διαφημιστικά έντυπα από το αρχείο για να τα ταχυδρομήσουμε, φώναξε ο Γιώργος, εννοώντας με εκείνον το ευγενικό συνωμοτικό πληθυντικό ότι ενώ θα εκτελούσα, εκείνος θα είχε την επίβλεψη. Πηγαίνω και τουαλέτα, πρόσθεσα, γι’ αυτό θα αργήσω. Κάνε όσο χρειαστεί, με παρηγόρησε ο Νίκος.
Η πόρτα έκλεισε με ένα ανατριχιαστικό τριγμό να διαχέεται στο δωμάτιο. Αφουγκράστηκα. Ένιωθα κάποια παρουσία μέσα στο σκοτάδι. Ξαφνικά ακούστηκε ένα θρόισμα. Γύρισα και είδα το παράθυρο ανοικτό. Πλησίασα για να το ασφαλίσω. Μου φάνηκε να ακούγονται βήματα πίσω μου. Περιστράφηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλά ματαία. Πήγα να τραβήξω τις κουρτίνες και πρόσεξα την ομίχλη που είχε καλύψει τα πάντα. Η εντύπωση ότι κάποιος με παρακολουθούσε δεν με εγκατέλειπε, ώσπου ένιωσα μια φωνή μέσα μου. Είσαι πολύ όμορφη, πάρα πολύ όμορφη. Σε θέλω, σε θέλω δική μου. Για πάντα, αιώνια. Παραδόσου, άφησε με να σε οδηγήσω σε ένα νέο κόσμο. Εκεί που χρόνος δεν έχει σημασία. Εκεί όπου θα είσαι παντοδύναμη. Αισθάνθηκα ένα απαλό αεράκι στα μαλλιά μου, που τα ανασήκωσε από την δεξιά πλευρά. Έπειτα δόντια βυθίστηκαν στο ακάλυπτο σημείο του ωμού μου και ένας γλυκός πόνος με κυρίευσε.
Είχα τελειώσει με τις τελευταίες αγγαρείες και ξαναγύρισα στην κουζίνα. Ήμουν απορροφημένη με το φαγητό όταν με πλησίασε ο Νίκος για να μου πει ότι η Χαρουλα δεν αισθανόταν καλά και θα έφευγε λίγο νωρίτερα. Μπορούσα αν ήθελα να φύγω και εγώ μαζί της. Κάθε ημέρα επέστρεφα σπίτι με κάποιον από τους προσωρινούς συνάδελφους. Φυσικά άδραξα την ευκαιρία. Στην διαδρομή μιλούσα μόνον εγώ και έτσι άρχισα να διηγούμαι για τον Αλέκο, τον ανατολίτη άνδρα που με καταδυναστεύει.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Το παρελθόν της ζωής…

Η γιαγιά μου ήταν άνθρωπος κακοζωισμένος. Είχε περάσει άσχημα παιδικά χρόνια, σκληρή νιότη, άδικη ωριμότητα και επιτέλους είχε καταφέρει να αντικρίσει την ηρεμία στα γηρατειά. Ήμουν ο μόνος που διατάραζε την πραότητα της με τις σκανδαλιές μου τα καλοκαίρια που περνούσαμε μαζί, καθότι δεν άντεχε την πόλη και ζούσε στο χωριό με τους λιγοστούς συγγενείς μας που είχαν απομείνει εκεί. Την επισκεπτόμουν όσο πιο συχνά μπορούσα. Ήταν ο δεσμός μου με το παρελθόν, σαν ζωντανό βιβλίο της ιστορίας. Είχε ζήσει όλα τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα της φυλής μας στο πετσί της. Πλήρωσε πλουσιοπάροχα και για ρέστα πήρε την τωρινή ευρωστία των απόγονων της.
Καθόμασταν αντικριστά στο τραπέζι για φαγητό. Δίπλα της ήταν η μητέρα μου και η μικρότερη αδερφή μου. Έμοιαζε σαν να βλέπω τον εαυτό μου σε ψηφιδωτό, μόνο που κάθε ψηφίδα είχε δημιουργηθεί σε διαφορετική στιγμή από τις άλλες. Χαρακτηριστικά που μοιραζόμασταν έδειχναν την φυσιογνωμική πορεία μου στο χρόνο. Πιο εκεί ο πατέρας μου μιλούσε με τον θειο του για το παρόν του χωριού. Η αδερφή μου αναφερόταν μόνο στο μέλλον και η γιαγιά στο παρελθόν. Οι συζητήσεις μαζί της ήταν πάντα η αδυναμία μου, αρκεί να μην αφορούσαν στα προσωπικά μου. Πολλές φορές αποκτούσαν βαθυστόχαστα νοήματα. Όπως όταν μου εξηγούσε γιατί οι συγχωριανοί της ήταν δυστυχισμένοι μεταναστεύοντας στην πόλη. Αντικαταστήσαμε τις αυλές με τα μπαλκόνια, έλεγε. Είναι αδύνατο κάποιος συνηθισμένος στην απλοχωριά να συμβιβαστεί χωρίς θλίψη στο μαντρί. Δεν τους βλέπεις πόσο κατσούφηδες κάθονται στα μπαλκόνια, πόσες γλάστρες βάζουν σε αυτά, πως κοιτούν μακριά ενώ δεν μπορούν να δουν παρά τον απέναντι τοίχο. Είχε τελειώσει με κόπους και βάσανα το δημοτικό. Αγαπούσε τα γράμματα, αλλά οι πόλεμοι και η φτώχια ήταν ο χειρότερος τους εχθρός. Η φιλομάθεια της ικανοποιούταν μέσω βιβλίων και περιοδικών. Θαύμαζε τις επιτυχημένες και πρωτοπόρες γυναίκες, όπως η Μαρία Κιουρί, και αποστήθιζε την βιογραφία τους.
Γνώριζε παρά πολλές παροιμίες με τις οποίες διάνθιζε τις παραινέσεις της προς τους άλλους. Ήξερε να διατυπώνει την γνώμη της σαν φυσική συνέπεια της ζωής. Αυτό την έκανε τόσο γλυκοστομη. Δεν κρατούσε κακία σε κανένα και χάρη στον όλο χαρακτήρα της ήταν αξιαγάπητη στο χωριό. Στα μάτια μου φαινόταν σαν το σοφό σαμάνο της φυλής, σαν το σεβάσμιο γέρο που συμβουλεύονται για κάθε ενέργεια τους οι ινδιάνοι. Η φύση μας διδάσκει την αρμονία της ζωής, αποφαινόταν κάθε φορά που αγανακτούσα δια το ρου του βίου μου. Αναρωτιόταν πως μπορούσα να κατανοήσω την ζωή όταν για εμένα ο καλός καιρός ήταν μόνο ο ήλιος και ο κακός όλοι οι άλλοι. Ο μόνος άσχημος καιρός είναι το χαλάζι μου έλεγε. Οι υπόλοιποι δεν μας πειράζουν. Δεν ρωτάς τα φυτά να σου πουν την δικιά τους την γνώμη; Απορούσα πως διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας κάποιου που γεννήθηκε χωρίς αυτοκίνητα γύρω του, χωρίς ηλεκτρισμό και άμεσα ζεστό νερό και στην διάρκεια της ζωής του ξετυλίχθηκαν όλα αυτά μπροστά του με την σειρά. Η γιαγιά είχε πληρώσει για αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Πρώτος και δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, προσφυγιά και αντάρτικο, εμφύλιος και δικτατορία. Δεν είχε προλάβει να αναρωτηθεί για τα πρώτα, αφού τα δευτέρα της απομυζούσαν κάθε σκέψη και ενέργεια. Η ιστορία την παρέσυρε στο χορό αρπάζοντας την από το χέρι και με την δύναμη των γεγονότων την λίκνιζε ανάμεσα στην χαρά και στην λύπη, στον ερωτά και την εγκατάλειψη, στην αγάπη και τον θάνατο, ανάμεσα σε συγγενείς και εχθρούς. Όταν βρέθηκε ελεύθερη από τα βάσανα τα χρόνια είχαν περάσει και δεν μπορούσε παρά να κοιτάξει προς τα εμπρός, προς την οικογένεια της που είχε εξελιχθεί ομαλά χάρη στις θυσίες της.
Η καθημερινότητα της αναλωνόταν με την αυλή της. Τα κηπευτικά υπέφεραν από το χειμώνα, αλλά ζωντάνευαν την άνοιξη. Ο τραχανάς που άπλωνε να στεγνώσει γινόταν πειρασμός για τα έντομα, που εξαφανιζόταν όταν έβρεχε, γεγονός όμως ακόμη χειρότερο για τον πρότερο. Έπλεκε και έραβε όσο της επέτρεπε η όραση της. Περίμενα υπομονετικά ποτέ θα μου ζητούσε να της περάσω την κλώστη από την βελόνα. Μαγείρευε υπέροχα, αλλά απέδιδε το αποτέλεσμα στην αγνότητα των υλικών. Η μηλόπιτα της ήταν ανοικτή πρόσκληση στο χωριό για επίσκεψη. Μύριζε μοναδικά. Η μητέρα μου πολλές φορές αποπειράθηκε να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά μάταια. Εκείνα τα γέρικα ροζιασμένα δάκτυλα είχαν το δικό τους μυστικό. Το βλέμμα πίσω από τους χόντρους φακούς ζύγιαζε καλύτερα από την καθαρή μάτια της θυγατέρας τους.
Μια μέρα ακούστηκε το τηλέφωνο σπίτι μου. Περίμενα ενδόμυχα το γεγονός, παρόλα αυτά ψυχολογικά ήμουν απροετοίμαστος. Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή. Έζησα τα γεγονότα των επόμενων ημερών σαν το σκηνοθέτη που κοιτάζει την ταινία του πριν το μοντάζ. Το παρόν μπερδευόταν με τις σκέψεις που ξεπηδούσαν από όλες τις μεριές του μυαλού μου και στροβιλιζόταν άτακτα μέσα στο κρανίο. Ένιωθα σαν να με βλέπω από επάνω και πίσω, ανάμεσα στον κόσμο, οι περισσότεροι μαυροφορεμένοι, γύρω από το άψυχο γέρικο σώμα. Άτομα μου μιλούσανε, αλλά δεν γνωρίζω τι αποκρινόμουν. Τις περισσότερες φορές κουνούσα απλώς το κεφάλι. Στο τραπέζι καθίσαμε περίπου όπως εκείνο το καλοκαίρι. Μόνο η γιαγιά έλειπε. Αυτό δεν είναι το στερνό αντίο, σκέφθηκα, η γιαγιά θα είναι για πάντα εδώ στα πρόσωπα όλων των στενών συγγενών.

Ασυμβίβαστη ζωή…

Είχε μπει φανερά νευριασμένος, όχι μόνο από το απότομο κλείσιμο της πόρτας, αλλά και από το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο υβρεολόγιο που ξεστόμιζε. Πασιφανές ότι η σχέση του είχε λάβει οριστικά τέλος, καθότι όλα τα κοσμητικά επίθετα που χρησιμοποιούσε ήταν γένους θηλυκού. Προσπάθησα ματαίως να τον ηρεμήσω. Αναγκάστηκα να τον ρωτήσω τι του συμβαίνει και ήταν τόσο στεναχωρημένος. Χάσαμε το ντέρμπι από τον μισητό μας αντίπαλο αποκρίθηκε. Οι βρισιές είχαν μετακομίσει στο δικό μου στόμα. Ξεστόμισα πολλές σεξουαλικές χυδαιότητες όπου σε καμία δεν προβλεπόταν η ευχαρίστηση του, παρότι έπαιρνε σε όλες μέρος. Όταν επιτέλους ηρέμησε ήρθε στην κουζίνα να ετοιμάσουμε φαγητό. Ένευσε ανορεκτα ότι θα έπινε μόνο μια μπύρα. Του ζήτησα συγγνώμη για πριν, αλλά είχα παρεξηγήσει την κατάσταση νομίζοντας ότι χώρισε με την Δώρα. Χώρισα μου είπε, αλλά δεν τον πείραζε τόσο, είχε συνηθίσει την ιδέα ότι δεν θα προσαρμοζόταν ποτέ στον τρόπο ζωής της. Γι’ αυτό πριν τον αγώνα πήγε από το σπίτι της και το διέλυσαν με ένα τελευταίο καυγά.
Χάθηκε η τελευταία ευκαιρία να επιβιώσεις με την μόνη γυναίκα που σε ανεχόταν τον αποπήρα. Μάλλον θα πρέπει να αρχίσεις να αναθεωρείς κάποια πράγματα σιγά σιγά. Ίσως, είπε και άνοιξε την τηλεόραση. Γιατί δεν κανείς κανένα συμβιβασμό; τον ρώτησα. Δεν σου ζητούσε και μεγάλες θυσίες, απλώς να μην εξαφανίζεσαι. Με αγαπάς και εσύ, μου είπε, αλλά δεν με ελέγχεις. Βεβαίως, αποκρίθηκα, μοιραζόμαστε το σπίτι αλλά όχι και την κρεβατοκάμαρα. Εξάλλου δεν σε παντρεύομαι γιατί δεν έχεις προίκα. Έβλεπες την προσπάθεια του να σκεφθεί και έμοιαζε σαν να έτρεχε νέο πρόγραμμα σε παλιό κομπιούτερ. Καλά ,του είπα, ας αλλάξουμε θέμα, για να επανέλθουμε στο ίδιο από άλλη σκοπιά. Αυτή πως είναι τώρα; Έχει αναρτήσει την πινακίδα προσοχή εκτελούνται έργα και προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της ζωής της. Δεν γνωρίζεις τα πάντα για την σχέση μας, συμπλήρωσε απολογητικά. Ήταν πιο ανώριμη από ότι έχεις καταλάβει. Παρότι είναι έξυπνη οι ανασφάλειες της δεν την αφήνουν να το εκμεταλλευτεί και χρησιμοποιεί την ομολογούμενη ομορφιά της για να σε κατακτήσει. Μετά από τόσο καιρό που ήμασταν μαζί εξακολουθούσε να προσπαθεί να μου επιβληθεί με τα γεννητικά της όργανα. Οποία διαφωνία είχαμε προσπαθούσε να την λύσει με τον ερώτα. Στην αρχή ήταν καλά, αλλά κάποτε πρέπει να κάνουμε και κανένα βήμα ουσιαστικής προόδου.
Τώρα τι πρόγραμμα έχεις, θα μείνεις να πενθήσεις ή θα έρθεις μαζί μου να βγούμε, πρότεινα. Απέρριψε και την σκέψη του πένθους και της εξόδου. Προσπαθώντας να τον απεγκλωβίσω από τις σκέψεις του τον ρώτησα τι γίνεται εκείνη η συνάδερφος του, που είχαν παρακολουθήσει ένα σεμινάριο μαζί. Δεν ξέρω μου, είπε. Αυτή τη κοπέλα δεν μπορώ να καταλάβω αν πρέπει να την σιχαίνομαι ή να την θαυμάζω. Είναι έξυπνη, παμπόνηρη, πολιτικός ολκής, αλλά μου φαίνεται γλοιώδης, ειδικά όταν μου δήλωσε ότι την πειράζουν οι βλάκες που την περιστοιχίζουν, αλλά τους φέρετε με τέτοιο τρόπο ώστε να τους καθιστά ακίνδυνους αισθητικά για αυτήν. Την αγαπούν από επάνω. Παρά το επιστημονικό πόστο που κατέχει, όλες οι σπουδές και η πρόσληψη έγιναν με πολιτικό μέσο. Στην θέση της θα ήμουν ψυχολογικά χάλια. Θα επανέρθω σε κάτι που ανέφερα νωρίτερα, αναφώνησα. Δεν ξέρεις να συμβιβάζεσαι. Ο καθένας χρησιμοποιεί το χάρισμα που κατέχει για να επιβιώνει. Ο αστακός θα ζει πάντα στον βυθό. Στον αφρό να τον αφήσεις στο πυθμένα θα καταλήξει. Οι ύαινες είναι αντιπαθητικές γιατί τρώνε το φαγητό που αφήνουν τα υπόλοιπα σαρκοφάγα, αλλά αυτός είναι ο δικός τους τρόπος για να επιβιώνουν. Σε ενοχλεί που αυτή έχει συμβιβαστεί και δεν αισθάνεται τύψεις, ενώ εσύ δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτε και τις νιώθεις. Το δικό της χάρισμα είναι η πολιτική της ικανότητα. Αν την αντιμετωπίσεις ως πολιτικό και όχι ως επιστήμονα, θα πρέπει να την δεις ως υπερθετικά ικανό άτομο. Εσύ διαπρεπείς ως επιστήμονας και εκείνη ως λαοπλάνος. Επιβιώνετε στο ίδιο περιβάλλον, με τα μέσα του ο καθένας.
Δεν το είχα σκεφθεί έτσι μου αντιπρότεινε. Ίσως από αυτή την οπτική γωνία έχεις δίκιο. Παρόλα αυτά είναι άτομο για το οποίο πρέπει να τρέφεις πολλές επιφυλάξεις. Εξαρτάται από το είδος της σχέσης που επιδιώκεις να έχεις μαζί της, είπα. Συγνώμη, αποκρίθηκε, που σε διακόπτω αλλά η σχέση σου με την Βασιλική σε έχει επηρεάσει τρομερά. Δεν περίμενε εκ μέρους μου τέτοια ενδοσκοπική ικανότητα. Είναι αλήθεια, ομολόγησα, μου κάνει διάλεξη επί της ψυχολογίας καθημερινά. Πράγματι η πρόοδο σου είναι καταπληκτική διαπίστωσε, για να με ρωτήσει, ότι αν δεν έκανε λάθος την είχα γνωρίσει με την ιδιότητα της χορεύτριας και μετά μου προέκυψε η ψυχολόγος. Τι επέλεγα εκείνη την στιγμή; Την ψυχολόγο το πρωί και την χορεύτρια το βράδυ του επισήμανα.

Ζωή και έρωτας…

Έτρεχε πότε από εδώ και ποτέ από εκεί. Απαντούσε και στα τηλέφωνα. Κοιταζόταν την μια στον καθρέφτη, την άλλη ρωτούσε την γνώμη μου, άλλοτε έψαχνε να βρει κάτι που είχε ξεχάσει στην τσάντα της. Αν οι διάνοιες είναι ακατάστατες, τότε βρισκόμουν μπροστά στο Άγιο Πνεύμα. Άνοιξε τις ντουλάπες της μητέρας της. Μουρμούρισε κάτι και πετάχτηκε σαν σίφουνας στην αποθήκη που είχαν στο βάθος του σπιτιού. Ευτυχώς στην τηλεόραση είχε την γέφυρα του ποταμού Κβαι. Χάρη σε αυτό το γεγονός και τις ενδιάμεσες διαφημίσεις, η προετοιμασία της δεν με είχε απασχολήσει καθόλου. Οι απαντήσεις μου ήταν μονολεκτικές και αφηρημένες. «Ναι, ίσως, μπορεί, μάλλον…». Όταν άρχισε να εκνευρίζεται πρόσθεσα τα «Μωρό μου, Γλύκα μου, Κοπέλα μου…». Έπειτα αρχίζοντας να ατονεί πέρασα στα «Να τελειώνουμε, Εγικεν η ώρα, Φτάνει πια, Θα βάλει και το Μπεν Χουρ σε λίγο, Να το ακυρώσουμε…». Η νευρικότητα έκανε και πάλι την εμφάνιση της. Τώρα πια μου είχαν απομείνει μόνο τα «Είσαι όμορφη όπως και να είσαι, Έλα όπως είσαι, Αρέσεις σε εμένα και φτάνει…». Οι έτοιμες φράσεις είχαν εξαντληθεί. Την θέση τους πήρε μια παγερή σιωπή. Ως από μηχανής θεού, ξάφνου ξεπετάγεται και προφέρει τις μαγικές λέξεις, «Φεύγουμε;» Το έργο αυτό παιζόταν συνεχεία τελευταία το είχα παρακολουθήσει πιο πολλές φορές και από την ταινία που μόλις είδα.
Την άφησα να προχωρήσει μπροστά και την κοιτούσα καθώς περνούσε. Δεν έβρισκα που ξοδεύτηκε όλος αυτός ο χρόνος. Δεν ήταν η νεράιδα του παραμυθιού, αλλά ούτε και η κακιά μάγισσα. Το σουτιέν της καταπίεζε το στήθος σε μια αφύσικη στάση. Λίγο σαν να ήταν διπλωμένο. Λίγο πιο ψηλά και από ότι θα κατάφερνε οποιαδήποτε πλαστική. Ίσως έφταιγε το σχήμα, ίσως το μέγεθος. Μπορεί να ήταν και το μπλουζάκι, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί στις γυναίκες πρέπει να είναι ένα δυο νούμερα μικρότερο από αυτό που μοιάζει να χρειάζονται. Κρίμα γιατί αδικούταν ένα αξιόλογο στήθος. Τα μανίκια ήταν κοντά, το κρύο τσουχτερό, το μπούστο χαμηλό, η πλάτη ανύπαρκτη, το παλτό μακρύ. Το τελευταίο το είχε αφήσει ανοιχτό, γι’ αυτό τουρτούριζε μέχρι να ανάψει το καλοριφέρ στο αυτοκίνητο. Τα τακουνιά και οι μύτες των παπουτσιών ήταν σχετικά φαγωμένες. Φαινόταν συχνοβαμμενα, αλλά έχριζαν πλέον αντικατάστασης. Είχαν επάνω σε αυτά τα μικρά σημάδια την ιστορία τους, τις αργόσυρτες βόλτες με φίλους, τις γύρες για ψώνια στα μαγαζιά, τους χορούς στις βράδυνες εξόδους, τις φορές που τα πέταξε βιαστικά από τα ποδιά της. Η φούστα ήταν υπέρ του δέοντος κοντή και στενή. Τόνιζε την ελαφρώς φαρδιά της λεκάνη. Κάποιο άλλο ρούχο θα κολάκευε καλύτερα αυτό το σημείο, διότι κατά τα αλλά ήταν αδύνατη. Είχαμε κάνει δυο βήματα και από την φτέρνα είχε αρχίσει να ξηλώνεται το καλτσόν. Πανικοβλήθηκε στην αρχή σαν να μας είχε βρει καμία σύμφορα. Σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου, για να το φτιάξει. Είχε φέρει στο αυτοκίνητο δυο τσάντες. Την καθημερινή, που ήταν μεγάλη και παραγεμισμένη, και ένα ολοκαίνουργιο μικρό τσαντάκι από πολυτελές γυαλιστερό δέρμα, που είχε γεμίσει με ένα πακέτο τσιγάρα και τον αναπτήρα.
Σε όλη την διαδρομή μου ανέφερε πόσο χαρούμενη ήταν γι’ αυτή μας την έξοδο, πόσο καλά θα περνούσαμε. Έμοιαζε σαν να ζητούσε προκαταβολή από την ευτυχία που μας περίμενε. Αν αργούσαμε στο ραντεβού; Αν είχαν φύγει; την ρώτησα. Δεν θα συμβεί τίποτε από αυτά μου απάντησε, ξεκόβοντας όλες τις αντίξοες πιθανότητες με μια απλή λεκτική απαλοιφή. Επανέλαβε το λογύδριο περί ευδαιμονίας όταν είμαστε μαζί, όταν βγαίνουμε, όταν την κάνω χαρούμενη που την συνοδεύω σε μαγαζιά, παρότι γνώριζε καλά ότι τα βαριόμουν. Έπρεπε να δηλώσω αυτοπροσώπως την συμμετοχή μου στο αποψινό ταξίδι της χαράς. Να μην ξεφύγει κανείς από το επιτελικό σχέδιο της βραδιάς. Σαν διαφήμιση με όλους τους χαζοχαρούμενους στο ίδιο πλάνο, να επιδεικνύουν την φρεσκοκαθαρισμενη οδοντοστοιχία τους. Ακόμη και η ευτυχία χρειάζεται συνενοχή. Βρεθήκαμε με ένα ζευγάρι έξω από το κλαμπ. Είχε τηλεφωνηθεί τρεις φορές από το απόγευμα με την φίλη της, παρόλα αυτά θα νόμιζες ότι είχαν χρόνια να ανταλλάξουν νέα. Τους συναντούσα πρώτη φορά, παρόλα αυτά η μόνη προσπάθεια αμοιβαίας παρουσίασης έγινε από την φίλη της. Το αγόρι της ήταν σαν Κούρος, όμορφος μέσα στην υλική του αυτάρκεια. Επίσης ήταν το ίδιο ομιλητικός όπως το άγαλμα. Αν εγώ δεν συμπαθούσα αυτού του είδους τα μαγαζιά, αυτός έμοιαζε να αντιπαθεί όλο τον κόσμο.
Όσο περιμέναμε για την είσοδο μας, άρχισε σε μια ξαφνική κρίση πολυλογίας να απαριθμεί όλες του τις γνωριμίες από τον κόσμο της νύχτας. Αναρωτιόμουν πότε χειροκρότει το κοινό, αλλά δεν τόλμησα να ρωτήσω. Όταν φτάσαμε μπροστά στον μπρατσωμένο θυροφύλακα περάσαμε οι τρεις μας ενώ ο Κούρος έμεινε πιο πίσω και τον σταμάτησαν. Δεν άφηναν τους «ασυνόδευτους» μέσα. Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά μάταια. Έστειλα την κοπέλα του να παραλάβει το απολεσθέν της αμόρε και να το οδηγήσει κοντά μας. Δεν άντεχα τους δακρύβρεχτους χωρισμούς για χάρη μιας καταρρακωμένης τιμής και μιας επικείμενης παρεξήγησης. Οι υπόλοιποι σφιχτοδεμένοι εργαζόμενοι του μαγαζιού είχαν ήδη μαζευτεί εκεί κοντά και τον κοίταζαν στραβά. Το σώμα ήταν από το μάρμαρο του Κούρου, αλλά το κεφάλι ήταν από το εκμαγείο. Στόκος ο λεγάμενος, ψιθύρισα στο αυτί της κοπέλας μου για να εκλάβω τα αποδοκιμαστικά της σχόλια. Τυχερή η φίλη σου της είπα. Δεν πρόλαβε να απαντήσει, είχαν έρθει δίπλα μας με τον Κούρο να προσπαθεί να μας εξηγήσει τα ανεκδιήγητα. Τον διέκοψα λέγοντας του ότι αυτά είναι παρελθόν, το μόνο που έχει άξια είναι ένα ποτό. Βολέψαμε τα πράγματα και τα ποτά μας σε ένα σκαμπό και το περιτριγυρίσαμε σαν να ήταν τραπέζι. Η μουσική ήταν υπέρ του δέοντος δυνατή, έτσι δεν μπορούσε να αναπτυχθεί κάποιο θέμα συζήτησης. Οι μόνες που κατάφερναν να επικοινωνήσουν ήταν οι δυο φίλες. Μάλλον χάρη στην γυναικεία διαίσθηση. Ευτυχής από το γεγονός, καθότι είχα τοποθετήσει τον εαυτό μου σε στρατηγική θέση, με θέα και με μια κολόνα ανάμεσα σε εμένα και τον Κούρο, απολάμβανα το θέαμα του κόσμου που πηγαινοερχόταν στριμωγμένος με ένα ποτό στο χέρι, αυτούς που λικνιζόταν στον ρυθμό της μουσικής, αλλά κυρίως αυτές που επιδείκνυαν τον πλούσιο εσωτερικό τους κόσμο. Τις παρατηρούσα από μακριά για να μην δίνω δικαίωμα στην συνοδό μου.
Κάποια στιγμή έπιασε το βλέμμα μου να ταξιδεύει στις υπέροχες καμπύλες μιας μελαχρινής νεαρής, με καλλίγραμμα πόδια, στενή μέση, μακρύ λαιμό, λαμπερό χαμόγελο και καρέ μαλλί. Με αποπήρε γιατί την παραμελούσα και μου υπενθύμισε ότι είχα ήδη δίπλα μου την μόνη γυναίκα στην οποία έπρεπε να συγκεντρώνω την προσοχή μου. Αγάπη μου, της είπα, είναι κάτι που κάνω και για εσένα. Κρατώ σφριγηλό το ερωτοτροπο στοιχείο μου, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να το εξευμενίσω μαζί σου. Μου πρότεινε υπομονή και εγκράτεια. Της υπενθύμισα το κοινωνικό καθήκον να καθιστούμε τον συνάνθρωπο μας ευτυχή, ότι εκείνη την στιγμή πραγματοποιούσα ακόμη μια καλή πράξη, διότι τι άλλο αναζητούσε η νεαρά πέρα από την ευρεία αρσενική αποδοχή, καθότι ενδυματολογικά βρισκόταν στο άλλο άκρο από τις καλογριές και λίγο πριν το στριπτίζΧ και ήταν ακριβώς ότι της προσέφερα εκείνη την στιγμή. Οι σοφιστείες μου δεν στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν την δυσμένεια της, που ένιωθα από πριν να έρχεται. Είχε την συνήθεια να αντιδρά με καθυστέρηση σε πράγματα που ίσως να την πλήγωναν, αλλά ήθελε να τα χρησιμοποιήσει για να εκβιάσει λίγη περισσότερη αγάπη εκ μέρους μου. Σαν καρτούν, που δεν έσκασε η βόμβα του παρά μόνο όταν πήγε να δει το γιατί, δέχτηκα κατάφατσα τον οχετό από καυστικά σχόλια για την συμπεριφορά μου. Η μελαχρινή γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε. Ανταπέδωσα ενώ τα πυρά συνεχιζόταν. Είχα φορέσει τις ψυχολογικές μου ωτοασπίδες. Δεν θυμόταν ότι φώναζε συνεχεία για τον λύκο που ερχόταν να φάει τα πρόβατα. Ακόμη μια σκηνή που είχε ξαναπαιχτεί. Οι αντιδράσεις της ήταν σαν σαπουνόπερα, επαναληψιμες. Το αντικείμενο της προσοχής μου κινήθηκε προς την τουαλέτα. Περίμενα λίγο και ακολούθησα. Πήγα στο μπαρ και πήρα δυο ποτά. Την περίμενα και μόλις εμφανίστηκε της είπα ότι είχα βρει το λυχνάρι του Αλαντίν. Είχα εκφράσει τρεις επιθυμίες. Να γνωρίσω μια κοπέλα, να είναι ακαταμάχητα όμορφη και να πιω ένα ποτό μαζί της.

Η ζωή μου κάνει παιχνίδια…

Είναι προτελευταία μέρα πριν την αναχώρηση μου για διακοπές, που ήταν συγχρόνως και επιστροφή στο πατρικό μου σπίτι. Βγαίνω με έναν φίλο μου και πηγαίνουμε σε θερινό κινηματογράφο. Έχω τα λεφτά, χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι, στην πίσω τσέπη του παντελονιού, και τα ψιλά στην μπροστινή. Πληρώνω το εισιτήριο μου. Χρησιμοποιώ χαρτονόμισμα και βάζω βιαστικά τα ρέστα, παρότι δεν είναι κέρματα στην τσέπη, γιατί το έργο θα άρχιζε σύντομα. Τελειώνοντας το φιλμ κατευθυνόμαστε σπίτι σχετικά αργά το βράδυ. Το επόμενο πρωί ξυπνάω αρκετά νωρίς, παρότι δεν είχα κοιμηθεί αμέσως. Ήθελα να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Έψαχνα το πορτοφόλι μου, για να αρχίσω να κατανέμω τα τελευταία μου λεφτά Άφαντο. Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας, γιατί δεν είχα δεκάρα τσακιστή, παρά μόνο τα λιγοστά λεφτά στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού. Έπρεπε να πάρω ταξί για να πάω στον σταθμό των τραίνων την επόμενη. Θα αγόραζα κανένα φαγώσιμο για το δρόμο. Είχα ένα ταξίδι τουλάχιστον τριάντα έξι ωρών μπροστά μου. Δεν υπήρχε φράγκο για τίποτε από όλα αυτά.
Πέρασα από τον κινηματογράφο. Εκεί πρέπει να το έχασα, αφού το χρησιμοποίησα τελευταία φορά για να πληρώσω το εισιτήριο και μετά δεν το ξανάδα. Όλοι μου οι γνωστοί είχαν φύγει ήδη, εκτός από έναν φίλο που θα συναντούσα αργότερα. Περίμενα να ανοίξει ο κινηματογράφος, γύρω στις εννέα το πρωί. Το πορτοφόλι δεν βρέθηκε. Έπρεπε να μπλοκάρω την κάρτα λήψης χρημάτων από αυτόματη ταμειακή μηχανή τραπέζης, καθώς και την κάρτα της φοιτητικής εστίας. Σκέφθηκα να πάω πρώτα στην αστυνομία να δηλώσω την εξαφάνιση του πορτοφολιού, μήπως και χρειαζόταν για γραφειοκρατικούς λόγους. Ζητάω από τον φρουρό στην πύλη τις σχετικές πληροφορίες. Σε απάντηση μου αναφέρει ότι χρειάζεται μόνο την ταυτότητα μου. «Είμαι ξένος και δεν έχω ταυτότητα» αποκρίνομαι. «Τότε την άδεια παραμονής» μου αντιπροτείνει. Είχα να την ανανεώσω από την πρώτη εγράφη στο πανεπιστήμιο. Πέρασαν τρία χρόνια που είχε λήξει. Του εξηγώ το συμβάν και αυτός με παραπέμπει να πάρω νούμερο, ώστε την επόμενη μέρα να ξανάπαω στο τμήμα και να έχω σειρά, την οποία θα περιμένω από τις έξι το πρωί. Παρότι δεν μου είναι προφανής η αναγκαιότητα της για μία απλή καταγγελία, τον παρακαλώ να καταλάβει ότι εγώ εκείνη την ώρα θα βρίσκομαι στην γειτονική πόλη περιμένοντας το λεωφορείο με το οποίο θα γυρίσω σπίτι μου. Εις μάτην. Σε μόνιμη λεκτική αγκύλωση και με εμφανώς επίπεδο εγκεφαλογράφημα μου ξανά αναφέρει την μόνη πιθανότητα εξυπηρέτησης που είχα. Νούμερο, ουρά, άδεια παραμονής, καταγγελία.
Ελπίζω το φαινόμενο αυτό να είναι μοναδικό και η θεωρία του Δαρβίνου να έχει αποτρέψει την διάδοση αυτού του ζωικού είδους. Εκλιπαρώ για λίγη περισσότερη τύχη από εδώ και στο εξής. Στην τράπεζα βρίσκω ανταπόκριση από μια ώριμη κύρια, λίγο μετά τα σαράντα, με έκδηλα ερωτοτροπιζοντα ντύσιμο. Ικανοποιώντας την αυταρέσκεια της με ένα συγκρατημένα επιδοκιμαστικό ύφος και εξιστορώντας την συνάντηση μου με το όργανο της τάξης, με σκοπό να διεγείρω την συμπαράσταση της για τον κατατρεγμό της κοινής λογικής, επιτυγχάνω την διεκπεραίωση της υπόθεσης μου σε απρόσμενα σύντομο χρόνο. Στην φοιτητική εστία αρχικά δείχνουν καχύποπτοι. Άλλαξαν στάση όταν τους εξήγησα το γεγονός στην αστυνομία και αφού βεβαιώθηκαν για την καταγωγή μου, με εξυπηρέτησαν αμέσως. Μόνο που θα έπρεπε να πάω μέχρι το ταχυδρομείο να πληρώσω για την νέα κάρτα. Το χαμόγελο έσβησε απότομα από τα χείλη μου, καθότι με την πληρωμή έπρεπε να επιστρέψω αυθημερόν, για να μου παραδώσουν την νέα κάρτα. Το ποσό που άκουσα έφερε ένα μειδίαμα στο πρόσωπο μου. Είχα να πληρώσω, αλλά μετά από αυτό ούτε εισιτήριο λεωφορείου. Ας είναι καλά τα ρέστα του κινηματογράφου, σκέφθηκα, τουλάχιστον με τις κάρτες ξεμπέρδεψα.
Αφού διεκπεραίωσα τα αναπόφευκτα, άρχισα να ψάχνω τον φίλο μου. Ξεκινάω για το σπίτι του, καθότι ακόμη δεν είχα τηλέφωνο στο δικό μου για να τον ειδοποιήσω. Δεν βρίσκω κανένα. Αρχίζουν να με ζώνουν τα φίδια. Είχα να φάω από το προηγούμενο μεσημέρι, πιθανότατα δεν θα έτρωγα ούτε αυτό και σίγουρα όχι και το επόμενο. Αν φυσικά είχα βρει τρόπο να πάω με τις βαλίτσες μέχρι το σταθμό. Διαφορετικά τα μεσημέρια θα πολλαπλασιαζόταν επικίνδυνα. Τα υπόλοιπα γεύματα τα είχα καταργήσει έτσι και αλλιώς. Μετά από αρκετή ώρα γύρισε η κοπέλα του από την δουλειά της. Άκουσε την διήγηση με πρόδηλο ενδιαφέρον. Της εξήγησα ότι τις τελευταίες δυο μέρες όσες μαύρες γάτες συνάντησα, αυτές σταματούσαν, γύριζαν από την άλλη και σταυροκοπιόντουσαν. Δανείστηκα αρκετά λεφτά για να πραγματοποιήσω όλες μου τις ανάγκες. Είναι ωραίο να έχεις και κάποιον φίλο που δουλεύει. Αποδέχομαι την πρόσκληση για ποτό σε ένα θερινό μπαρ έναντι κατευοδίου. Φεύγουμε από εκεί αργά, κοντά δυο τα μεσάνυχτα.
Πρωινό εγερτήριο στις πέντε. Ετοιμάζομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ. Χάρη στα δανεικά αγόρασα το εισιτήριο του τραίνου για την πόλη από όπου αναχωρεί το λεωφορείο. Κατεβαίνω στον τηλεφωνικό θάλαμο να καλέσω ταξί. Μόλις ξεπροβάλλω από την εξώπορτα αρχίζει η βροχή. Το καλό στην εκμάθηση και εμβάθυνση μιας ξένης γλώσσας είναι ότι διπλασιάζεις το υβρεολόγιο σου. Δεν απαντάει κανένα ταξί. Ανεβαίνω σπίτι και βρίσκω όλα τα τηλέφωνα ραδιοταξι. Τίποτε και πάλι. Ιούλιο μήνα στον εκβιομηχανισμένο βορρά χωρίς ταξί και με βροχή. Επίμονες προσπάθειες, αλλά μάταιες. Κοιτάζω τα δρομολόγια των λεωφορείων. Προλαβαίνω οριακά το τραίνο, μόνο που η στάση απέχει τετρακόσια μέτρα από το σταθμό. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Μια βαλίτσα είκοσι πέντε κιλών στο ένα χέρι και ένα σάκο είκοσι κιλών στο άλλο. Μόλις ανοίγει η πόρτα του λεωφορείου ξεχύνομαι. Τα πρώτα είκοσι μέτρα ήταν σχετικά εύκολα. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Γλιστρούσε και από τις ακαθαρσίες των περιστεριών. Μακαρίζω τον εαυτό μου για το αθλητικό του παρελθόν. Νιώθω το γαλακτικό οξύ να κυριεύει τους μυς μου. Έχω τελειώσει το υβρεολόγιο τριών γλωσσών. Κάτι σαν το «Πλάτουν» με δίγλωσσους υπότιτλους. Σκέφτομαι να μάθω και άλλη μια γλώσσα. Ευτυχώς είχαν ανοίξει την πλαϊνή πόρτα του σταθμού. Βλέπω το τραίνο να σταματά. Ο θεός είναι μαζί μου επιτέλους, σκέφτομαι. Να δούμε αν θα είναι και το σώμα μου, καθότι το ανεβοκατέβασμα σκαλιών με αυτό το φορτίο και μετά από τέτοιο σπριντ με τρόμαζε. Τελικώς τα κατάφερα. Απόθεσα τις αποσκευές με την πρώτη ευκαιρία και άρχισα να τινάζω τα άκρα μου για να διαλυθεί το γαλακτικό οξύ που είχε μαζευτεί σε αυτά. Ένιωθα ένα τράβηγμα στην μέση και μια αφόρητη πίεση στους ωμούς. Πρέπει να είμαι η πιο γραφική φιγούρα μέσα στο τραίνο. Μούσκεμα από βροχή και ιδρώτα να κάνω ασκήσεις χαλάρωσης των μυών μέσα στο κουπέ. Η αδρεναλίνη πεταγόταν από τα μάτια μου. Ένιωθα σαν τον Σούπερμαν, ότι μπορούσα να κοιτάξω κάτι και να το κάψω.
Ικέτευα από εδώ και στο εξής να υπάρξει μια φυσιολογική εξέλιξη των γεγονότων. Ήμουν έξω από το σταθμό και περίμενα το λεωφορείο, που συνήθως, ερχόταν νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα. Σκέφθηκα ότι μετά από όσα είχαν ακολουθήσει το να ζητιανεύω μίση ημέρα για να συγκεντρώσω το ευτελές πόσο του γυρισμού από εκεί που μόλις έφυγα ήταν μια ακόμη πιθανότητα που ξεπρόβαλλε μπροστά μου. Τελικά η ανησυχία μου έπαψε, μόλις διακρίθηκε ο όγκος του διώροφου αυτοκίνητου. Έπεσα στην καρεκλά μου και απόθεσα τις ύστατες ελπίδες στον Άγιο Χριστόφορο. Με την βοήθεια του θα έβλεπα τα πάτρια εδάφη χωρίς άλλες περιπέτειες. Είχα μπροστά μου δώδεκα ώρες με το λεωφορείο, μέχρι να πάρουμε το καράβι για άλλες δώδεκα με δεκατέσσερις. Αφού φτάναμε στην πατρίδα ήθελα επτά περίπου για το σπίτι. Είχα κάνει την διαδρομή πολλές φορές, ώστε να γνωρίζω τον απαιτούμενο χρόνο όχι μόνο ανάμεσα στις πόλεις που συναντούσαμε, αλλά και μεταξύ ενδιάμεσων χαρακτηριστικών σημείων. Μπροστά μου καθόταν μια κοπέλα που είχε έναν λευκό γάτο άγκυρας, μέσα στο κλουβάκι του. Ξέκλεψα μια δυο ώρες ύπνο, ώσπου ξύπνησα από ένα απότομο φρενάρισμα. Είχε γίνει ένα ατύχημα και είχε κλείσει ο δρόμος. Περιμέναμε αρκετό χρόνο, και παρά τις προσπάθειες μας καταφέραμε να ξανακερδίσουμε ένα μόνο μέρος. Λίγα χιλιόμετρα πριν το λιμάνι οι οδηγοί τηλεφώνησαν στο πράκτορα από τον οποίο θα παίρναμε τις κάρτες επιβίβασης. Τους καθησύχασαν ότι το πλοίο θα μας περίμενε μέχρι την ώρα του απόπλου.
Στο λιμάνι φτάσαμε ακριβώς την προκαθορισμένη ώρα αναχώρησης του πλοίου μας για να πληροφορηθούμε ότι είχε γεμίσει και γι’ αυτό ξεκίνησε δέκα λεπτά νωρίτερα. Γύρω μας εξελισσόταν σκηνές από την μικρασιατική καταστροφή με τον κόσμο να συρρέει σαν τρελός προς τα καράβια . Παρακαλέσαμε να μπούμε σε άλλο πλοίο, αλλά στάθηκε αδύνατο. Είχαν κοπεί υπεράριθμα εισιτήρια σε μερικές εταιρείες και γινόταν ένας σιωπηρός πλειστηριασμός για να επιβιβαστείς. Μετά τις απαραίτητες διαβουλεύσεις με την έδρα τους οι οδηγοί μας ανακοίνωσαν ότι θα διανυκτερεύαμε στο λιμάνι περιμένοντας το επόμενο πρωί το ίδιο νηολόγιο. Στάθμευσαν το λεωφορείο δίπλα σε ένα φορτηγό με αγελάδες. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι συμπατριώτες μας δεν πτοήθηκαν και κοιμήθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο, δυστυχώς βγάζοντας τα παπούτσια τους. Για όσους από εμάς η συσσωρευμένη δυσοσμία ήταν δυσβάσταχτη μαζευτήκαμε κάτω από τα αστέρια σε μια προσπάθεια να διακωμωδήσουμε την κατάσταση. Δεν υπήρχε κανένα υπόστεγο ή τουαλέτα, καθότι οι στεγασμένοι κοινόχρηστοι χώροι του λιμανιού ήταν όλοι κλειδωμένοι. Όταν έπιασε μια καταιγίδα εμείς απλώς βραχήκαμε. Έδειχνα πλέον μια απάθεια στα χτυπήματα της μοίρας. Το πεπρωμένο μου είχε ξεφύγει από τα χέρια μου. Γύρισα και το άλλο μάγουλο. Αν το ένα είχε δεχτεί τρία χτυπήματα, στο άλλο προσγειώθηκαν δυο. Ίσως να ήταν και περισσότερα, είχα χάσει το λογαριασμό. Για ένα ήμουν σίγουρος, θα υπήρχε και συνεχεία. Χάρη στην φιλοζωία μου και την σατιρική ευφράδεια μου είχα αποκτήσει σχέσεις φίλιας και με τον γάτο και με το αφεντικό του. Μελαχρινή, με γλυκά χαρακτηριστικά, που αντικατοπτριζόταν και στην συμπεριφορά της. Δεν είναι η γυναίκα που σε συνεπαίρνει για να θελήσεις οπωσδήποτε μια νύκτα μαζί της, αλλά θα μπορούσες άνετα να περάσεις μια ζωή δίπλα της. Ήταν προφανής μια αμοιβαία συμπάθεια. Ο γάτος της ήταν η πιο καθαρή ύπαρξη μέσα στο λιμάνι. Παράφρασα το ρητό για την σκυλίσια ζωή.
Χαζεύαμε την ανατολή, όταν αποφασίσαμε να επισκεφθούμε την πόλη. Τώρα πια κάποιο μπαρ για καφέ και πρωινό θα είχε ανοίξει. Περιπλανηθήκαμε άσκοπα στους κεντρικούς δρόμους για να περάσουμε την ώρα μας. Μόλις βρήκαμε ανοικτό μαγαζί ορμήσαμε όλοι μαζί μέσα. Τα χρήματα μου έφταναν μόνο για ένα καφέ και ένα κρουασάν. Το μικρό πόσο που υπολειπόταν χρησίμευσε για να τηλεφωνήσω σπίτι, να ξέρουν τι να περιμένουν. Υπήρχε μια συναδελφικότητα, μια συσπείρωση που απάλυνε την προσμονή. Όλοι είχαν περιγράψει τον εαυτό τους στους άλλους. Μετά από τόσες ώρες έμοιαζε σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια. Κάποια ώρα το πρωί, αποφάσισα να κάνω το καίριο τηλεφώνημα. «Έλα, μαμά, είμαι καλά, ερχομ…» Να πάρει ευχή μίλησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν ξέρω αν με κατάλαβε κιόλας. Τώρα πια είχα μόνο χρήματα της γενέτειρας μου. Από της θετής πατρίδας είχα στερέψει. Ένιωθα βρώμικος όσο ποτέ άλλοτε στην ζωή μου. Αισθανόμουν την σκόνη να έχει κατακαθίσει επάνω μου. Δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ πως ήμουν και αυτό με παρηγορούσε. Συνεχίσαμε τις βόλτες, οι οποίες για να μην απομακρυνθούμε πολύ από το λιμάνι, καθότι δεν ξέραμε ακριβώς ποτέ θα φεύγαμε, έμοιαζαν από ένα σημείο και μετά με περιπολίες. Άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα πλοία. Καθένα ήταν και μια χαμένη ευκαιρία για εμάς. Κοιτούσα το πόθο μου κατάματα, αλλά δεν περνούσε τίποτε από το χέρι μου για να τον ικανοποιήσω. Αν η προσμονή μεγαλώνει την ευχαρίστηση, αυτό το ταξίδι εξελίχτηκε σε σαδομαζοχιστικό όργιο. Τώρα πια ορισμένα από αυτά ξανασάλπαραν για πίσω.
Κάποια ώρα αργά το απόγευμα φάνηκε καπνός πολύς. Δεν διακρινόταν το πλοίο ακόμη. Πλησίαζε πολύ αργά. Όταν τελικά κατάφερε να μπει στο λιμάνι αντικρίσαμε το αντικείμενο της υπομονής μας. Ήταν το χειρότερο καράβι που είχαμε δει σε κάτι από λιγότερο μια ημέρα στην προκυμαία. Έμοιαζε και ήταν φορτηγό που είχε μεταποιηθεί σε οχηματοφορο. Οι σκάλες επιβίβασης των επιβατών ήταν πίσω και εξωτερικά. Φαινόταν να αποτελείται πιο πολύ από σκουριά παρά από σιδερό. Θεοί του Ολύμπου αυτό είναι εμπαιγμός, σκεφτόμουν. Κάποιο αστείο μας σκάρωσε ο Απόλλωνας με τον Διόνυσο. Αν συνωμοτήσει και ο Ποσειδώνας την κάτσαμε την βάρκα. Ας βρει κάποιος την Ιφιγένεια να την σφάξουμε και να ξεκινήσουμε επιτέλους, με κάποιο πλοίο που μπορεί να μας πάει απέναντι. Ο γάτος συμμεριζόταν πλέον την άποψη μου. Είχε εξαντληθεί και η δική του υπομονή. Η Μαρία , η κύρια του, είχε κρατήσει την σπίθα της αισιοδοξίας αναμμένη, ευελπιστώντας ότι ο σκυλοπνίχτης θα μας πήγαινε στην απέναντι όχθη. Επικαλέστηκα οποίον γνωστό θεό είχα στις δυο θρησκείες που ως επί το πλείστον χάραξαν την μνήμη της χώρας μου. Τώρα σειρά ήταν του Άγιου Νικολάου.
Τα δείνα είχαν εισέλθει μαζί μας στο κατάστρωμα, όπου ανακαλύψαμε ότι δεν δικαιούμασταν θέσης εις την τουριστική, πόσο μάλλον στις υπόλοιπες, παρά μόνο αν υπήρχαν κενές. Δυστυχώς μαζί μας ταξίδευε όλο το προλεταριάτο που εργαζόταν στο εξωτερικό και επέστρεφε από τις βιομηχανίες του βορρά στις νότιες πατρίδες. Το πρώτο κατάστρωμα είχε κατακλυστεί από τους ανατολικότερους γείτονες μας. Έπρεπε να βρούμε κάποιο μέρος να βολευτούμε για να κοιμηθούμε το βράδυ. Χωριστήκαμε. Έμεινα, καθόλου τυχαία, μαζί με την Μαρία και τον γάτο. Με είχε ανάγκη το καημένο το ζωντανό. Μετά από πολλές προσπάθειες βρήκαμε τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες σε ένα διάδρομο στο πάνω κατάστρωμα, έξω από τις καμπινές μερικών συμπατριωτών μας, που μας λυπήθηκαν και έδωσαν τις κουβέρτες τους για να τις στρώσουμε να κοιμηθούμε. Μέσα σε αυτό το χείμαρρο καλοτυχίας και χάρη στον ιπποτισμό μου, είχαμε μια κουβέρτα λιγότερη, την οποία παραχώρησα στην Μαρία. Ξάπλωσα στην μοκέτα και με προσκεφάλι τον τοίχο λαγοκοιμήθηκα λιγότερο από δυο ώρες. Είδα την δεύτερη συνεχόμενη ανατολή στο κατάστρωμα μεσοπέλαγα. Το αλάτι είχε αρχίσει να επικάθεται πάνω στα αλλεπάλληλα στρωματά βρώμας που είχα ήδη αποκτήσει. Ένιωθα έτσι τη ισχυροποίηση του προστατευτικού αυτού περιβλήματος από την ηλιακή ακτινοβολία. Συνήθως δεν χρησιμοποιώ αντηλιακό. Αυτό ήταν το ισχυρότερο όλων. Νόμιζα ότι φορούσα πανοπλία. Ένιωθα τα γενιά μου να με τσιμπάνε. Αναρωτιόμουν τι μου έβρισκε η Μαρία, αλλά δεν τόλμησα να την ρωτήσω.
Το πλοίο σταμάτησε χωρίς προφανή λόγο σε ένα νησί που δεν προβλεπόταν κάνοντας κύκλο γύρω από ένα άλλο. Άλλη μια καθυστέρηση δυο ωρών. Ένιωθα σαν την κοπέλα στο Ψύχω, η μια μαχαιριά πίσω από την άλλη καρφωνόταν στην πλάτη μου. Μόνο που δεν ούρλιαζα. Σαν τον φοίνικα ξαναγεννιόμουν μέσα από τις στάχτες, και ξαναζούσα τις ατυχίες σαν ανεξάρτητα περιστατικά. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Νόμιζα ότι ήμουν συνεχώς σε ταξίδι. Ότι αυτή ήταν η ζωή μου. Δεν έβλεπα τέλος, ούτε έλπιζα σε αυτό. Αγνοούσα την πεινά μου, την βρωμά μου, τις φυσικές μου ανάγκες που δεν μπορούσα να ικανοποιήσω. Οι τουαλέτες του πλοίου ήταν σαν άτλαντας μικροβιολογίας. Ότι δεν με απασχολούσε δεν υπήρχε. Μοιρολάτρης στο έπακρο, υπέμενα τον ήλιο. Το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στο άπειρο. Αγνάντευε τον ορίζοντα. Όλη μου η ζωή ήταν ο βόμβος των μηχανών, η γραμμή που ανεβοκατέβαινε μπροστά μου και το τρίχωμα του γάτου που χάιδευα. Τώρα πια δεν είχαμε κουράγιο να αρθρώσουμε κουβέντα.
Απρόσμενα φτάσαμε στο λιμάνι μας. Δεν είχε σημασία πια πόση ώρα είχε περάσει. Τώρα είχα λεφτά και αυτό που με ένοιαζε ήταν να φάω επιτέλους. Δεν σταματήσαμε μέσα στην πόλη, παρά μόνο σε ένα καφενείο έξω από αυτή. Το μόνο που είχε να μας δώσει ήταν παγωτό. Μετά από αυτό οι τάσεις αυτοκτονίας αυξήθηκαν κατακόρυφα ανάμεσα στους συνοδοιπόρους μου. Κατανάλωσα ένα παγωτό με μόνο αποτέλεσμα να ξυπνήσω το τέρας που κοιμόταν μέσα μου. Ο δρόμος έγινε στενός, με πολλές αλλαγές κλίσεων και απότομες στροφές. Το σωματικό μου κενό, που παλινδρομούσε μέσα στο στομάχι μου, ενίσχυε το ψυχολογικό του αντίστοιχο. Θέλοντας να καταπνίξω και τα δυο, αποφάσισα να ικανοποιήσω μια τρίτη ανάγκη, που τώρα πια έγινε επιτακτική. Αυτή του ύπνου. Τρεις ώρες αργότερα ξύπνησα με ένα κεφάλι βαρύ, σαν μολυβί, όπου ούτε οι προσπάθειες της Μαρίας δεν απέδιδαν να αποσπάσουν την προσοχή μου από την πεινά μου. Σαν αποτέλεσμα παρέσυρα όλο το λεωφορείο σε αναφορά γαστρονομικών εδεσμάτων. Σταματήσαμε σε μια ενδιάμεση πόλη, όπου τελικά κατευνάσαμε τον διακαή μας πόθο. Έπειτα το ταξίδι ήταν απρόσμενα ήσυχο. Όταν επιτέλους μπήκαμε στην πόλη μας αρχίσαμε να κοιταζόμαστε σαν τους εραστές που είναι έτοιμοι να χωρίσουν μετά από ένα βράδυ μαζί. Περισσότερο εγώ με την Μαρία. Λίγο πριν κατεβούμε αλλάξαμε τηλέφωνα και διευθύνσεις. «Μην χαθείς» μου είπε. «Μπορεί να ήταν χάλια το ταξίδι, αλλά ακριβώς για αυτό δεν θα χαθώ. Ήσουν βροχή στην έρημο των τελευταίων πέντε ημερών». Οι γονείς έξω από το λεωφορείο έκαναν σαν τρελοί από την αγωνιά, Αλήθεια πώς να ήμουν μετά από … εξηνταπέντε ώρες στο δρόμο. Έψαχνα τον πατέρα μου μέσα από το τζαμί του λεωφορείου. Κοιτούσε και αυτός προσπαθώντας να με διακρίνει. Τον είδα, κατέβηκα και πήγα προς το μέρος του, πριν ακόμη πάρω τις βαλίτσες. Ήμουν μπροστά του και δεν με είχε καταλάβει ακόμη. «Μπαμπά εγώ είμαι.»

Καβγαδες και ζωή…

Καθισμένη μόνη στο μπαρ, ελαφρά ζαλισμένη, κοιτώντας τον κόσμο από τον καθρέφτη, με το τσιγάρο να καπνίζει παρατημένο στο τασάκι εμπρός μου, τον θυμό μου να εξατμίζεται μέσα στην θαλπωρή του αλκοόλ και να ακολουθεί την ίδια διαδρομή με τον καπνό προς την θυρίδα του εξαερισμού, που μάταια προσπαθούσε να προστατέψει τους συνεστιαζομενους από το παθητικό κάπνισμα. Κοίταξα τον μπάρμαν και κούνησα το άδειο ποτήρι μου εκλιπαρώντας για αναγεμιση. Ακούστηκε τότε μια φωνή να προφέρει το όνομα μου. «Λένα, εσύ είσαι. Δεν σε γνώρισα αμέσως». «Ούτε εγώ σε γνώρισα. Όχι αμέσως, αλλά ούτε και τώρα», έκανα εκνευρισμένη, από τον κόσμο που σου την πέφτει στα μπαρ, εκτοξεύοντας σου ένα τυχαίο όνομα. «Λένα, είμαι ο Οδυσσέας, τότε στο κυλικείο της φιλοσοφικής…» είπε σχεδόν ικετευτικά. Γύρισα να τον δω καλύτερα. «Ο Οδυσσέας… Για φαντάσου. Δεν είχαμε ξαναβρεθεί από εκείνη τη μέρα. Συγνώμη για τον τρόπο μου, αλλά δεν είμαι και στα καλύτερα μου.» απολογήθηκα. Ιπποτικά εκείνος ενδιαφέρθηκε για την νηφαλιότητα μου και αν χρειαζόμουν βοήθεια για να πάω κάπου.
Δεν είχα διάθεση για άλλο καυγά και έτσι απέφυγα ευγενικά το «πατρικό» του ενδιαφέρον. « Είμαι απλώς λίγο μεθυσμένη, αλλά στο σκαμπό μου καρφωμένη.» του απάντησα, « Έτσι δεν κινδυνεύω από πτώσεις, ούτε από συναισθηματικές μεταπτώσεις. Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά θα αναχωρήσω μόλις ορθοποδήσω.» «Λένα δεν είμαι εδώ ούτε για να κατακρίνω, ούτε για να πατρονάρω την συμπεριφορά σου. Αυτή η κύρια που μας κοιτά, αλλά δεν μας χαμογελά, στο απέναντι από τις τουαλέτες τραπέζι, είναι η μνηστή μου. Θύμωσε που σε παρατηρούσα, προσπαθώντας να διακρίνω αν είσαι όντως αυτή που θυμόμουν. Θα σε παρακαλούσα λοιπόν να έρθεις να της συστηθείς και να καθίσεις μαζί μας, μήπως και ζήσω το υπόλοιπο βράδυ εν ηρεμία. Από τους δυο μας αυτός που έχει ανάγκη από βοήθεια είμαι εγώ, μιας που υπάρχουν χειρότερα μεθύσια από το δικό σου.» είπε και με βοήθησε με την τσάντα μου.
«Να σας συστήσω, η Λένα, παλιά φίλη από το πανεπιστήμιο, ψυχολόγος αν θυμάμαι καλά, και από εδώ η σε μια εβδομάδα γυναίκα μου, η Αφροδίτη.» «Χάρηκα πολύ» αποκρίθηκα προτείνοντας το χέρι μου σε χειραψία. « Η ώρα η καλή. Μην ανησυχείτε για τον Οδυσσέα, ο Πάρις έκλεψε την ωραία Ελένη. Εξάλλου εσείς είστε η Αφροδίτη.» Ξαφνιάστηκε, αλλά δεν έδωσε συνεχεία γιατί κατάλαβε την επήρεια του αλκοόλ πάνω μου. Της είχε κάνει σήμα εγκράτειας και ο Οδυσσέας, ο οποίος προσπάθησε να μπαλώσει τα πράγματα. «Η Λένα ήταν και τότε κάτι σαν την συνείδηση της παρέας. Εξαιρετικά κυνική, αλλά δίκαιη.» «Γι’ αυτό είχα ελάχιστη επιτυχία με τους άνδρες» συμπλήρωσα, διακόπτοντας τον, «Είχα από παλιά ένα ελάττωμα και ένα προτέρημα, ήμουν πολύ έξυπνη μα καθόλου πονηρή, δηλαδή κάτι σαν άνδρας. Μόνο που δεν είναι ευκολοδιακριτό πιο είναι το ένα και πιο το άλλο.»
«Πως γνωριστήκατε αφού εσύ ήσουν στην φιλοσοφική και ο Οδυσσέας στο μαθηματικό;» ρώτησε η γυναίκα του με πρόδηλο ενδιαφέρον. «Φυσικά στο κυλικείο της φιλοσοφικής, όπου σύχναζαν οι περισσότερες γυναίκες και όσοι εκ των ανδρών ενδιαφέρονται περί αυτών. Είχαμε κοινούς γνωστούς που μας συνέστησαν και περάσαμε όλοι μαζί μια αξέχαστη βραδιά σε ένα πάρτι της Αρχιτεκτονικής» την διαφώτισε όσο καλύτερα μπορούσε ο Οδυσσέας. Της είχε μείνει όμως μια απόρροια, «Τι έκανε εκείνη την βράδια αξέχαστη;» «Μα φυσικά ο οίστρος του μέλλοντα συζύγου σου στον χορό σε συνδυασμό με τα χρόνια εκπαίδευσης επί του θέματος που είχαν προηγηθεί για εμένα, μας οδήγησαν σε νίκη στον χορευτικό μαραθώνιο της σχολής. Ήταν αυτή η πρόφαση για την οποία εκείνο το βράδυ μας παράτησαν οι συνοδοί μας.» «Μετά τι έγινε;» απόρησε η Αφροδίτη. «Έζησαν αυτοί καλά μεταξύ τους και εμείς καλύτερα χώρια, καθότι ξανασυναντηθήκαμε πριν από πέντε λεπτά.» αποκρίθηκε ο άντρας της αμέσως. «Οποίος κερδίζει στον χορό χάνει στην αγάπη» συμπλήρωσα.
«Πως πήγαν μετά τα πράγματα Λένα;» ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα. «Τελείωσα τις σπουδές, έφυγα για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό, αμφιταλαντευόμουν να γυρίσω να μην γυρίσω, ξεκίνησα για διδακτορικό περισσότερο για να παρατείνω την φοιτητική μου ιδιότητα, ερωτεύθηκα, γύρισα πίσω, χώρισα, ξαναερωτεύθηκα και παντρεύτηκα. Ώσπου σήμερα μάλωσα με τον άνδρα μου και βγήκα μόνη μου να ξεσκάσω σε αυτό το μπαρ.» «Πολύ περιεκτικός ο τρόπος περιγραφής σου. Σαν διάγνωση.» παρατήρησε εκείνη. Ακάθεκτη, μετά από αυτό, άρχισα το ψυχογράφημα μου, «Έζησα μια οδύσσεια συναισθημάτων. Οι σπουδές στην ψυχολογία αντί να με βοηθήσουν με μπέρδευαν περισσότερο. Έδινα ονόματα στα συναισθήματα μου. Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, σύνδρομο του Ελσίνκι, σύνδρομο του ενός και του αλλουνού. Τελικά βάφτιζα την δυστυχία και την ευτυχία με διάφορους τρόπους για να τις απενεχοποιησω από τις δικές μου μικροαστικές ένοχες. Ο αριθμός των σχέσεων μου συμπεριλαμβάνεται μεταξύ του ένα και του εκατό. Διάλεξε εσύ ένα νούμερο ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία σου. Δεν αλλάζει τίποτε. Τελικά το μόνο που ήθελα ήταν ότι ήθελε και η κάθε γυναίκα της ηλικίας μου, ένα καλό φίλο. Οι σπουδές, εν αντιθέσει, πήγαιναν αρκετά καλά. Τελικά κάπου γνώρισα κάποιον που με βοήθησε να ταξινομήσω τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου. Παραδόξως ήταν ψυχίατρος. Ένας ψυχίατρος για έναν ψυχολόγο. Πιο εύκολο να παντρευτούν μια Μαύρη Πάνθηρας με έναν Αρειό της Κου Κουξ Κλαν. Χωρίσαμε και αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Εδώ έπιασα δουλειά σχεδόν αμέσως. Άνοιξα και ιατρείο. Γνώρισα αρκετά αργότερα τον σημερινό μου σύζυγο. Αυτή είναι η εκτενέστερη εκδοχή που μπορώ να σας προσφέρω.» «Δεν μοιάζει με χολιγουντιανό σενάριο, αλλά προκύπτει κάποιο χάπι εντ μετά από όλα αυτά;» αναρωτήθηκε η Αφροδίτη.
«Απλώς άφησα τον άνδρα μου σπίτι για να ηρεμήσουμε και οι δυο και διάλεξα να έρθω στο συγκεκριμένο μέρος ωθούμενη από κάποια νοσταλγία, καθότι είχα καιρό να βγω μόνη σε μπαρ» της είπα. «Δεν ψάχνω περιπέτειες. Είχα όσες ήθελα όταν μπορούσα. Είμαι ευτυχισμένη έτσι όπως είναι η προσωπική μου κατάσταση.» Μου διηγήθηκαν και την δική τους ιστορία. Μιλήσαμε για τις προετοιμασίες του γάμου. Αποφάσισαν να μου στείλουν προσκλητήριο. Χωρίζοντας τους είπα «Εσείς μετά τον χορό του Ησαΐα να μείνετε μαζί.»

Μια ονειρεμένη ζωή…

Ανασήκωσα τα σεντόνια. Το απαλό άρωμα του απορρυπαντικού με το αντίστοιχο δικό μου αναπήδησαν μαζί, στροβιλίστηκαν μπροστά μου και ερέθισαν ευγενικά την μύτη μου. Άκουσα την γυναίκα που έχουμε για τις δουλειές στο σπίτι να αποχαιρετά τον άνδρα μου και τα παιδιά. Σηκώθηκα και φόρεσα την ανοιξιάτικη μου ρόμπα. Έφτιαξα με τα χέρια τα μαλλιά μου κοιτώντας τον καθρέφτη και πήγα στο μπάνιο. Ήθελα όσο τίποτε άλλο ένα καλό πρωινό, γι’ αυτό τελείωσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Καθότι είχα σηκωθεί νωρίς, θα είχα όλο το χρόνο μπροστά μου να ολοκληρώσω ότι μόλις παρέλειψα. Στην κουζίνα ήταν όλα έτοιμα. Το άρωμα του καφέ ερχόταν κύματα κύματα προς το μέρος μου. Με έσερνε σαν αγκίστρι προς το τραπέζι. Η ευγενική Εσμεραλαντα έφερε τις φέτες το ψωμί από την φρυγανιέρα. Γέμισα ένα φλιτζάνι με καφέ. Καθόλου ζάχαρη. Ήταν το αγαπημένο μου μίγμα. Ο καφεπώλης μου είχε μια μικρή αδυναμία. Ήπια την πρώτη γουλιά και ένιωθα την ζεστασιά του να μου χαϊδεύει τον ουρανίσκο. Να φεύγει το υγρό και να μένει η πικρή του γεύση, σαν να είχε λιώσει μια καραμέλα καφεΐνης στο στόμα μου. Μια αψάδα υπήρχε στην γλώσσα μου. Κοίταξα έξω από το παράθυρο τον κήπο μας. Οι τριανταφυλλιές ήταν γεμάτες μπουμπούκια. Οι πασχαλιές ολάνθιστες. Ο τελευταίος μας κηπουρός επιτέλους έκανε πολλή και καλή δουλειά.
Άλειψα μια φέτα ψωμί, που η Εσμεραλντα ζύμωνε η ίδια, με βούτυρο από τα κτήματα του άνδρα μου. Συνεργάτες του είχαν φέρει το θυμαρίσιο μέλι που μόλις τώρα δοκίμαζα. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ σε μια κουταλιά γλυκό κερασί, της μητέρας μου. Η γλυκιά τους γεύση ήρθε σε τέλεια αντίθεση με αυτή του καφέ. Στο γυμναστήριο θα έπρεπε να δουλέψω υπερωρίες σήμερα. Η τηλεόραση έπαιζε τις συνηθισμένες πρωινές εκπομπές. Πρόσεξα τα ρεπορτάζ μόδας, που έδειχναν τα μαγιό του επερχόμενου καλοκαιριού. Ίσως στο γυμναστήριο να ίδρωνα λιγότερο. Κάποια μοντέλα ήταν πολύ χειρότερα από εμένα. Δεν ήμουν σαν τα διεθνή μανεκέν, αλλά σε σχέση με τα περισσότερα εγχώρια… Πήγα ξανά στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ. Έκανα ένα αναζωογονητικό μπάνιο. Άνοιξα την ντουλάπα και αράδιασα ρούχα στο κρεβάτι για να διαλέξω ευκολότερα. Βολανάκια από μουσελίνα για την μπλούζα και σατέν φούστα με βολάν στο τελείωμα. Άρχισα να παρατάσσω τσάντες και παπούτσια. Κροκό τσαντάκι και πέδιλα. Χάρη σε αυτή την καθημερινή αναστάτωση ήμουν πάντα ενήμερη για τις ανάγκες της γκαρνταρόμπας μου. Κάθισα μπροστά από τον καθρέφτη και άρχισα να βάφομαι. Φώναξα την Εσμεραλντα να συμμαζέψει και να με βοηθήσει με τα μαλλιά μου. Της έδινα συγχρόνως εντολές για το μεσημεριανό φαγητό και τα ψώνια που θα χρειαζόταν. Ήταν πολύ καλή αλλά έπρεπε να της δίνεις σαφείς οδηγίες.
Στο παρκινγκ του σπιτιού είχαν μείνει δυο αυτοκίνητα. Ένα ανοιχτό σπορ και ένα κάπως πιο σοβαρό κουπέ. Αποφάσισα να πάρω το καμπριο. Ταίριαζε και με τα ρούχα μου. Το δερμάτινο εσωτερικό είχε παραπλήσιο χρώμα με τα παπούτσια μου. Η όψη του ξύλου είναι πάντα θελκτική σε ένα αυτοκίνητο, αλλά και το χαι τεκ εσωτερικό του συγκεκριμένου, με τα φιλέτα από αλουμίνιο ήταν χάρμα οφθαλμών. Έβγαλα τον σάκο για το γυμναστήριο από το ένα αυτοκίνητο, ανανέωσα ότι χρειαζόμουν και τον έβαλα στο άλλο. Θα πήγαινα πρώτα στην αγορά. Θα έπαιρνα ορισμένα καλλυντικά, κανένα δώρο για τα παιδιά και μια γραβάτα για το σύζυγο μου. Έπρεπε να βρω και ένα δώρο για τον γάμο που θα πηγαίναμε την επόμενη εβδομάδα. Έπειτα θα περνούσα από το αγαπημένο μου μαγαζί ρούχων να προβάρω την τουαλέτα που θα φορούσα για αυτήν μας την κοινωνική υποχρέωση. Μάλλον είχα παραφορτώσει το πρόγραμμα μου. Το ραδιόφωνο με πληροφορούσε για το χρηματιστήριο. Απορροφημένη από τις σκέψεις μου το είχα αφήσει στον σταθμό που επιλέγει συνήθως ο άντρας μου. Άλλαξα συχνότητα ψάχνοντας για μουσική που θα ενίσχυε τη καλή μου διάθεση.
Τελείωσα νωρίτερα από ότι περίμενα με τα ψώνια, αν και είχα και κάποιες απρογραμμάτιστες αγορές. Η δόκιμη του φορέματος τελείωσε με απόλυτη επιτυχία. Ο Γιώργος, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και καλός φίλος, μεταξύ σοβαρού και αστείου, μου πρότεινε να ποζάρω για την επόμενη επίδειξη του. Αρνήθηκα ευγενικά, αλλά βαθύτατα κολακευμένη, μολονότι είχα την εγωιστική βεβαιότητα ότι θα μπορούσα άνετα να κάνω κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά γιατί να διακινδυνέψω την σύγκριση στην πασαρέλα με επαγγελματίες με δέκα χρόνια λιγότερα από εμένα. Στο γυμναστήριο με υποδέχτηκε εγκάρδια ο Θανάσης. Δούλευε και πορτιέρης σε γνωστό νυκτερινό μαγαζί που ήμουν θαμώνας. Είχα τελειώσει από το αερόμπικ και ήμουν στα στεπερ. Τον είχα ξαναδεί. Με είχε προσέξει και εκείνος. Τα ρούχα του ήταν αρκετά φαρδιά σε αντίθεση με των περισσότερων καλογυμνασμένων εκεί μέσα. Δεν θα έπρεπε να είχε τίποτε να κρύψει. Τα χέρια φαινόταν στιβαρά και καλογραμμομενα. Ήταν αδύνατος και μυώδης. Με στενή μέση και φαρδύς ωμούς, αλλά εξαιρετικά αρμονικά μεταξύ τους σε μέγεθος. Ήμουν ιδρωμένη. Φορούσα ένα εφαρμοστό κορμάκι σκούρο μπλε που κατέληγε σε κοντό παντελονάκι. Είχε ένα βαθύ ντεκολτέ με τιράντες. Από επάνω φορούσα ένα φλουο ροζ ταγκά μαγιό.
Με κοιτούσε με ζωώδη λαιμαργία. Είχε καρφώσει το βλέμμα του στο ιδρωμένο στήθος μου, μέχρι να ανακαλύψει τον καθρέφτη πίσω μου, όπου φαινόταν οι γλουτοί μου. Κοίταζε το τριγωνάκι από ιδρώτα που είχε χαραχτεί στην βάση της μέσης μου και το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα στις εικονικές σκάλες των οπίσθιων μου. Η σκηνοθετική μου προσπάθεια είχε πετύχει. Πήγα προς το μπαρ του γυμναστήριου και πήρα ένα από εκείνα τα αναψυκτικά που αναπληρώνουν τα χαμένα άλατα του οργανισμού. Με πλησίασε και πιάσαμε την κουβέντα. Πόσο καιρό έρχεσαι στο γυμναστήριο και πόσο καιρό έχει που σε πρόσεξα. Τι πρόγραμμα ακολουθείς. Γιατί εδώ και όχι αλλού. Τι κανείς στην ζωή. Τι είναι η ζωή. Γιατί να μην ζήσουμε ένα κομμάτι της μαζί. Του δήλωσα ότι θα αργούσα γιατί θα πήγαινα και στο χαμάμ. Θα με περίμενε όσο χρειαζόταν στο μπαρ. Κάθισα γυμνή ανάμεσα στους υδρατμούς. Ο ιδρώτας μου αναμειγνυόταν με τον υδατοποιημενο ατμό και μικρά ρυάκια διέτρεχαν όλο μου το σώμα. Άρχισα να χαλαρώνω. Ένοιωθα τους μυς μου να τραβούν, σφιχτοί από την προσπάθεια, να αφήνονται σιγά σιγά. Έκλεισα τα μάτια. Πήρα βαθιές αναπνοές. Τα μάτια μου είχαν συνηθίσει. Τα ξανάνοιξα και διαπίστωσα ότι ήμουν μόνη. Όταν τελείωσα έκανα ένα κρύο σύντομο ντους. Οι σταγόνες μου φαινόταν σαν μικρές βελόνες που με τρυπούσαν. Αναστεναγμοί, τρίξιμο των δοντιών, σφίξιμο των μυών. Έκλεισα το νερό και άπλωσα το χέρι μου στην πετσέτα. Ένιωθα το αίμα μου να με έχει εγκαταλείψει. Αδύναμη σύρθηκα μέχρι τις ξύλινες ξαπλώστρες. Έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα ένα γλυκό λήθαργο. Ήμουν απολύτως ήρεμη. Εξακολουθούσα να μην τα ανοίγω. Αφουγκράστηκα και απολάμβανα την ησυχία, μέχρι που ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος θόρυβος. Τον είδα να έρχεται προς εμένα. Ήμασταν μόνοι. Έσκυψε πάνω μου, με αγκάλιασε και με ανασήκωσε λίγο. Με φίλησε. Πήρε την πετσέτα μου, την πέταξε και άρχισε να μου σφίγγει απαλά το στήθος.
Άκουσα μια φωνή και ένιωσα ένα σπρώξιμο. «Ξυπνά επιτέλους. Σε λήθαργο είχες πέσει; Θέλω να φύγω στην δουλειά. Το ίδιο να κανείς και εσύ μόλις ταΐσεις και αλλάξεις το παιδί. Η αγαπημένη μου πεθερά είναι ήδη εδώ για να σε βοηθήσει.»

Μια ζωή μόνος…

Καλοκαιρινό μεσημέρι Κυριακής στην πόλη. Μόνος. Αυτός και ένα ραδιοφωνακι. Καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του και κοίταζε τον ουρανό, την άδεια καρέκλα δίπλα του, το ήσυχο σπίτι του. Ο καλύτερος τρόπος για να έχεις παρέα όταν ζεις μόνος είναι η σχιζοφρένεια. Έλα άλλε μου εαυτέ, φανερώσου και πάρε την άλλη καρέκλα, σκέφθηκε. Κοιτά και εσύ αυτούς που κάθονται μόνοι στα δικά τους μπαλκόνια. Βλέπεις ότι έχουν τα διπλάσια χρόνια από εμένα. Σκέψου αυτούς που εργάζονται, του είπε ο άλλος, σκέψου αυτούς που νοσούν, σκέψου ότι υπάρχουν παρά πολλοί τώρα σε χειρότερη μοίρα από εσένα. Επαναστάτησε, κοίταξε τον άλλο τόσο βαθιά στα μάτια που είδε μόνο την πλάτη της καρέκλας. Μην φεύγεις, του είπε, μόλις άρχισε η συζήτηση μας. Είναι δυνατόν να είμαι ευτυχισμένος γιατί υπάρχουν άλλοι δυστυχέστεροι. Αν ήταν έτσι γιατί να μην συμβαίνει και το αντίθετο. Αφού λοιπόν λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα για αυτό υπάρχεις εσύ, ο άλλος εγώ. Εσύ ο ευτυχισμένος και εγώ ο δυστυχισμένος. Κοιτά τα πουλιά μπορούν να πετάξουν μακριά από εδώ και όμως μένουν από απλή βιοποριστική ανάγκη, το εύκολο φαγητό. Άραγε είναι ευτυχισμένα άλλε; Θυμάσαι όταν γεννήθηκε ο γιος σου. Είχε μόνο δυο συναισθήματα. Άκρατης χαράς και λύπης. Συνδεδεμένα με την ικανοποίηση ή όχι των ζωτικών του αναγκών. Αν και εσύ ήσουν απόλυτα ευτυχισμένος με την απλή κάλυψη των βιολογικών σου αναγκών θα ήσουν εξίσου χαρούμενος και δεν θα με είχες ανάγκη.
Ίσως έχεις δίκιο. Στην ζωή όμως δεν τα εξουσιάζεις όλα. Ώρες ώρες δεν ελέγχεις τον ίδιο σου τον εαυτό, άλλε. Πόσες φορές μου είπα ότι αυτό ήταν λάθος και όμως το έκανα. Άλλες τόσες, όμως, ήθελες να κανείς κάτι και δεν έκανες τίποτε. Σου αρέσει το θέατρο και έχεις δυο χρόνια να δεις παράσταση. Πέντε μήνες πέρασαν από τότε που βγήκες με τους συνάδελφους σου σε κάποια ταβέρνα. Μήπως παρουσιάζεις φαινόμενα αυτισμού; Σχιζοφρένεια και αυτισμός, άλλε; Τι χαρμάνι. Αισθάνομαι σαν κινητή βίβλο της ανθρώπινης πικρίας μετά από αυτό. Θέλω να σε βοηθήσω με την αισιόδοξη πλευρά μου, αλλά δε γίνεται με αυτή σου την αρνητική στάση. Κάθε φορά που επιλεγείς να κανείς κάτι μετατρέπεις μια πιθανότητα σε γεγονός. Η εκ των υστερών ανάδρομη των αν και των γιατί δεν μπορεί να ξαναμετατρέψει τα γεγονότα σε πιθανότητες, παρά μόνο σαν διανοητικό παιχνίδι. Το οποίο συνήθως είναι ψυχοφθόρο. Η μόνη λύση στο ψυχολογικό σου αδιέξοδο είναι να κοιτάξεις να βρεις τι θα σε έκανε ευτυχισμένο αυτή την στιγμή ακριβώς και να το πραγματοποιήσεις.
Θα ρίξω μαύρη πέτρα στο παρελθόν, αν όμως δεν τα καταφέρω, τι θα μου έχει μείνει, άλλε εκτός από εσένα; Κανείς δεν μετάνιωσε για την προσπάθεια, παρά μόνο για την έλλειψη αυτής. Για να φτάσεις κάπου πρέπει πρώτα να ξεκινήσεις. Για να δούμε, λοιπόν, τι με κάνει ευτυχισμένο άλλε. Νομίζω οι συζητήσεις μαζί σου, αλλά, έχω την εντύπωση ότι αυτό θα το αποκλείσεις. Είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Το ποτό ή τα ναρκωτικά θα ήταν μια εύκολη λύση, αλλά θα περνούσα σύντομα από την ψυχασθένεια στην ασθένειαΧ και αυτό στην ευτυχέστερη περίπτωση. Παλιά έβγαινα βόλτα μόνος, είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο. Έτσι όμως θα επιδεινωθεί ο αυτισμός. Δεν μου αρέσει να βλέπω τηλεόραση, θέατρο ή κινηματογράφο μόνος. Είναι σαν να προσπαθείς να ζήσεις την ζωή ενός αλλού. Για να θεραπεύσουμε κάτι δεν χρειάζεται να περάσουμε σε κάτι άλλο.
Τι θα έλεγες να αναθερμάνεις τις φιλικές σχέσεις, που εγκατέλειψες τον τελευταίο καιρό; Αφού είναι εμφανές ότι αυτό που αποζητάς είναι η ανθρώπινη επαφή. Πως θα με δεχτούν, άλλε, μετά από τόσο καιρό; Δεν ξέρω πια γιατί να μιλήσω μαζί τους. Όταν με έπαιρνες μαζί σου και μιλούσαμε με τον κόσμο, άλλον τον ενδιέφεραν τα αθλητικά, άλλον οι γυναίκες, άλλον η δουλειά, και με τον καθένα μιλούσαμε ακριβώς για αυτά. Μόνο που τώρα δεν σε νοιάζει πια για τίποτε. Έχεις το ραδιόφωνο μαζί σου συνεχώς μετατρέποντας το στο σαουντρακ της μοναξιάς σου. Αφού σου αρέσει το θέατρο ασχολήσου με αυτό, προσπαθώντας να συναντήσεις κάποιον που να μοιράζεται το ίδιο ενδιαφέρον. Αν ο πρώτος που θα πλησιάσεις δείξει κλίση για τον κινηματογράφο μην τον απορρίψεις. Συνέχισε μαζί του. Είναι ότι κοντινότερο στα δεδομένα σου.
Μου θυμίζει ειρηνευτική προσέγγιση ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες χώρες, άλλε. Με σταδιακά βήματα ελάχιστου προόδου. Ακριβώς περί αυτού πρόκειται. Επαναπροσεγγίσεις τον εαυτό σου και την κοινωνική σου ζωή. Αν διαθέσεις τον εαυτό σου αυτή την στιγμή σε κάποιον, αποκλείεται να δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για σένα. Οι περισσότεροι νομίζουμε ότι οι άλλοι δεν μας καταλαβαίνουν, πράγμα που δεν είναι αλήθεια. Αυτή την στιγμή είσαι απαίσια παρέα. Στάζεις μοναξιά από παντού. Κανείς δεν θα ήθελε να περάσει μια δυο ώρες με ένα κακόκεφο, ερμητικά κλειστό, σκυθρωπό και απαισιόδοξο άνθρωπο όπως εσύ. Θα αλλάξεις πρώτα εσύ και μετά η στάση των άλλων απέναντι σου. Κανείς δεν έχει την υπομονή να σε περιμένει απεριόριστα. Όλοι έχουν τα μικρά καθημερινά προβλήματα, αλλά στην παρέα τα πηγαίνουν βόλτα μαζί με το χαμόγελο τους.
Σε ευχαριστώ άλλε που με βοήθησες να βάλω σε κάποια τάξη τις σκέψεις μου. Που ξέρεις, μπορεί σε λίγο καιρό να μην σε χρειάζομαι άλλο. Μην ανησυχείς, θα είμαι πάντα εδώ. Έτσι και αλλιώς είμαστε το ίδιο μισογεμάτο ποτήρι, μόνο που αλλάζει η οπτική μας γωνία.