Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Βραδινή ζωή…

Η μουσική ερχόταν από μακριά. Χορευτικοί ρυθμοί, εισαγωγή από Λατινική Αμερική. Σιγοντάριζε η θάλασσα, ερχόταν προς το μέρος μας και απομακρυνόταν ξανά, με το δικό της παγκόσμιο τέμπο. Η υγρασία της χάιδευε τα γυμνά μας πόδια, το σκοτάδι το κεφάλι μας. Το φεγγάρι ήταν αθέατο, τα σύννεφα ανύπαρκτα και τα άστρα λαμπίριζαν. Χιλιάδες φωτιτσες στον ουράνιο θόλο, νέφη αέριων διακρινόταν σαν αραιό γαλάκτωμα που έχει χυθεί, σαν τον αφρό του κύματος. Δεν μιλούσα. Έτσι και αλλιώς ήμουν χρεοκοπημένος λεκτικά μπροστά στα όσα είχα ζήσει και στα όσα παρατηρούσα τώρα. Το κεφάλι μου γύριζε σε μια γλυκιά ζάλη. Ένιωθα το αλκοόλ μέσα μου να με ζεσταίνει, το αλάτι να ξεραίνει το δέρμα μου και μια υπέροχη ζεστή να αναδύεται από κάθε μου πόρο. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η θάλασσα έψυχε την ξηρά στην δική τους ενεργειακή ανταλλαγή. Μύριζα το άρωμα της, άκουγα την αναπνοή της, χάιδευα το κορμί της. Όλες μου οι αισθήσεις είχαν ενισχυθεί. Ένιωθα σαν παγκόσμιος δεκτής. Κάθε ήχος, άρωμα, άγγιγμα λάμβανε χώρο στον εγκεφαλικό μου φλοιό.
Γύρισε το πρόσωπο της προς το δικό μου και είπε «Γυρίζει το κεφάλι μου. Τέτοια εποχή πάντα έχει πολλά άστρα, αλλά δεν τρέχουν και σαν τρελά». Χαμογέλασα απαντώντας «Δεν το ήξερα ότι ήμουν τόσο καλός». «Είσαι φοβερός στην προώθηση της μπυροποσιας. Πρώτη φορά ήπια τόσες πολλές» απάντησε αναστενάζοντας και μετακινώντας το σώμα της πιο κοντά στο δικό μου. «Αγαπητή μου κύρια είστε καταπληκτική αστρολόγος. Παρατηρείται δια γυμνού οφθαλμού τον διπλάσιο αριθμό άστρων από ότι οποιοσδήποτε άλλος» ήταν η άμεση απάντηση μου. «Συνδυάζοντας το σχόλιο περί γυμνού και οφθαλμού, ίσως θα ήταν καλύτερα να ντυθούμε γιατί όλο και κάποιος οφθαλμός θα μας δει γυμνούς» πρότεινα ευχόμενος για τέσσερις υαλοπίνακες, διαφανείς στο εσωτερικό και καθρέφτες στο εξωτερικό. «Η τύχη που είχαμε ώστε ο ιδιοκτήτης της βάρκας αυτής, που μας παρείχε καταφύγιο, να μην βγει για ψάρεμα τώρα που δεν έχει φεγγάρι, δεν θα συνεχιστεί έπ’ αόριστο» συμπλήρωσα απολογούμενος. «Θα φύγουμε με ρώτησε;». «Μόνο αν θέλεις» είπα και σκέφθηκα με τι υπέροχο τρόπο βρήκα να τα χαλάσω όλα πάλι.
Ντύθηκα, καθότι είχα αρχίσει να κρυώνω. Το ίδιο έκανε και εκείνη. Την κοίταζα συνεχώς. Απολάμβανα την διαδικασία για αυτό τελείωσα όσο μπορούσα πιο γρήγορα. Ένιωσε το βλέμμα μου πάνω της, καθυστερούσε επίτηδες, με φιλάρεσκες κινήσεις. Ο ιδρώτας μου είχε στεγνώσει. Το δροσερό αεράκι με χάιδευε ολόσωμα μέχρι που παρέμβαλα ανάμεσα μας το κορμί της. Την αγκάλιασα και της πρότεινα να ακουμπήσουμε στην επίπεδη πρύμνη της βάρκας. Σφίχτηκε πάνω μου για να ζεσταθεί. Το αλκοόλ είχε αραιώσει στο αίμα μου. Ο ευδαιμονισμός μου οφειλόταν αποκλειστικά στην παρουσία της. «Πράγματι έχει ελάχιστο κόσμο για τέλος Αυγούστου» είπε. «Θα πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί που συναντηθήκαμε». «Ευτυχώς στην περίπτωση μας δυο αρκούν. Πιστεύω ότι ήταν γραφτό της μοίρας μας μια υπέροχη κοπέλα όπως εσύ να γνωρίσει τον τέλειο άνδρα σε μια καταπληκτική νύχτα όπως αυτή. Τι άλλο εκτός από παγκόσμια συγκυρία ήταν αυτή η σωρεία ευτυχών συμπτώσεων που μας οδήγησαν εδώ;» αποκρίθηκα.
«Είσαι ξεμέθυστος;» με ρώτησε και κουνώντας δυο δάκτυλα της μπροστά μου είπε «Ποσά βλέπεις;». «Δυο δάκτυλα και ότι μόλις περιέγραψα πίσω τους. Αν θέλεις να κρυφτείς από έναν μεθυσμένο χρειάζεσαι περισσότερα δάκτυλα από δυο. Αυτές οι τάσεις μετριοφροσύνης είναι θεμιτές για κάποιον που δεν έχει δει την γυμνή αλήθεια» της σιγοψιθύρισα στο αυτί. «Αυτό είναι το κομμάτι από τον συλλογισμό σου με το οποίο συμφωνώ…» είπε ξεκαρδισμένη στα γέλια. Με βλέμμα γεμάτο απόρροια την ρώτησα «Υπονοείς κάτι;» Γελούσε όλο και πιο δυνατά. Την έσφιξα επάνω μου περισσότερο. Συνέχισε. Την σήκωσα απειλώντας την να την πετάξω στην θάλασσα. Κρατήθηκε από τον λαιμό μου και σφίχτηκε όσο περισσότερο μπορούσε. Την ακούμπησα όρθια πάνω στην βάρκα. «Ευτυχώς δεν φοράω την χρυσή μου αλυσίδα» είπα. «Υψηλοτάτη είσθε εξαιρετικά χειροδύναμη ή έχετε υπερανεπτυγμενο ένστικτο επιβίωσης». «Αγαπητέ αυλικέ συμπτωματικά απολαμβάνω και των δυο προτερημάτων. Βοήθησε με να κατεβώ. Μετά από τόση μπύρα κάθε βασίλισσα κινδυνεύει να πέσει» με διέταξε απλώνοντας το χέρι της. «Για ανταμοιβή θα σου λύσω την απόρροια. Ήσουν ανεπανάληπτος».
«Αυτό είναι τρομερό» ξεστόμισα έντρομος, «Αν είμαι ανεπανάληπτος δεν θα ξανακαταφερω ότι μόλις έκανα και τότε εσύ απογοητευμένη θα γυρέψεις αλλού για αυτό που εγώ δεν καταφέρνω πια». «Δεν ξέρω για ποιον είναι το χειρότερο, για εσένα ή για εμένα» αναρωτήθηκε. «Συγχώρεσε με που το βλέπω εγωιστικά, αλλά θα ήταν καλύτερα να με έβρισκες άχρηστο και να μου έδινες την ευκαιρία να επανορθώσω ξανά και ξανά, μέχρι να τα καταφέρω» απολογήθηκα. «Ελάχιστα εγωιστικά όλα αυτά» είπε και με έσπρωξε ελαφρά.
Ξεπρόβαλε μια σκιά από μακριά. Φαινόταν γυναικεία. Περπατούσε προς το μέρος μας. Σταμάτησε και φώναξε «Μαρία φεύγω, βαρέθηκα να σε ψάχνω». «Πρέπει να φύγω» μου είπε. «Είναι ήδη αργά. Έχουμε μόνο ένα κλειδί και δεν θα μπορέσω να μπω σπίτι και αύριο γυρίζουμε πίσω. Λυπάμαι» μου ανακοίνωσε. «Μην ανησυχείς και εγώ φεύγω αύριο» την παρηγόρησα. «Να σου δώσω το τηλέφωνο μου.» πρότεινε. «Μην το κανείς. Μένω 2.000 χιλιόμετρα μακριά σου. Δύσκολα θα ξαναβρεθούμε» ξεστόμισα με θλίψη για την ακατάλληλη τροπή των πραγμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου