Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Άπιστη ζωή

Ήμουν μαζί με την Ελένη σε ένα μπαρ. Είχαμε βγει με συνάδελφους από την δουλειά της. Σε κάποια στιγμή μας πλησίασε ένας νεαρός αρκετά ευπαρουσίαστος. Μας συνέστησε. Το χαμόγελο του φαινόταν απροσποίητο, φώτιζε το πρόσωπο του με μια παιδικότητα που δεν διαφαινόταν εκ πρώτης όψεως, σοβαρός καθώς ήταν. Κάθισε για λίγο μαζί μας, ποτέ ακούγοντας και ποτέ συμμετέχοντας στα λεγόμενα. Μετά έφυγε, μόλις τον πλησίασε μια κοπέλα. Τι γνώμη έχεις για τον Στάθη, αναρωτήθηκε σκουντώντας με παραινετικά η Ελένη. Δεν ξέρω, παράξενος μου φάνηκε. Στην αρχή έδειξε να θέλει να μου μιλήσει και μετά τίποτε, δεν έβγαλε άχνα. Μίλησε λίγο για την δουλειά με τους άλλους και αυτό ήταν όλο, αποκρίθηκα. Πως πηγαίνει η σχέση σας με τον Ανέστη, με ρώτησε. Είναι σαν έργο που τελείωσε, χωρίς να πέσει η αυλαία, είπα. Η κουβέντα γύρω από το θέμα τελμάτωσε και καμία σκέψη δεν στριφογύριζε στο μυαλό μου σχετικά με το γεγονός αυτό.
Μια εβδομάδα αργότερα συναντήθηκα τυχαία μαζί του σε ένα λεωφορείο. Πρόσφατα είχα χωρίσει οριστικά με τον Ανέστη, γι’ αυτό αισθανόμουν όπως κάποιος που περιμένει έναν χρόνιο βαριά άρρωστο συγγενή του να ανακουφιστεί από το θάνατο, παρόλα αυτά η έλλειψη γινόταν δυσβάσταχτη μετά τον χαμό του. Η αναθεματισμένη συνήθεια διάγει σπουδαίο ρόλο στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάθε χωρισμός μου ήταν και μια απόδειξη. Έβλεπε το έλλειμμα κεφιού που με χαρακτήριζε. Προσπάθησε να με παρηγορήσει, αναφέροντας μου τις δικές του καθημερινές περιπέτειες με την γραφειοκρατία. Ομολογώ ότι η απόπειρα του ήταν χαριτωμένη, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Εγκατέλειψε την μέθοδο της ομοιοπαθητικής και προσπάθησε να μου αποσπάσει την προσοχή παρουσιάζοντας μελλοντικά σχέδια όπως μια κοινή έξοδο με την Ελένη και τους υπόλοιπους συνάδελφους τους. Δέχτηκα να μεσολαβήσω και αμέσως μετά κατέβηκε από το λεωφορείο. Η κοινή μας φίλη άρχισε την ανάκριση, αμέσως μόλις τελείωσα την αναφορά μου για το συμβάν. Πίστευα ότι ενδιαφερόταν η ίδια, παρότι σε σχετική μου ερώτηση αποφάνθηκε ότι δεν αποζητούσε σχέσεις με δεσμευμένους. Πρόσθεσε όμως ότι ο δεσμός του Στάθη δεν ήταν ακλόνητος, καθότι ήταν ακόμη στο ξεκίνημαΧ μου εκμυστηρεύτηκε ότι η κοπέλα του τον ζήλευε και αυτό του προκαλούσε δυσφορία. Παρά ταύτα ήθελε να της δώσει λίγο χρόνο ακόμη.
Δεν εμφανίσθηκε στο ραντεβού που με δική του προτροπή κανονίσαμε. Άρχισαν αμέσως τα σχόλια γύρω από την σχέση του που έπνεε τα λοίσθια. Αργότερα ακούστηκε το κινητό της Ελένης. Βγήκε από το μπαρ, ξαναμπήκε λίγο αργότερα, είπε ότι θα έπρεπε να φύγει σύντομα για κάτι επείγον. Πίσω της ερχόταν ο Στάθης. Φαινόταν πιο σοβαρός από ότι συνήθως. Κάθισε δίπλα μου. Κατάλαβα ότι είχαμε αλλάξει τους ρόλους του λεωφορείου. Προσπάθησα να ανοίξω κουβέντα μαζί του, αλλά οι μονολεκτικές απαντήσεις του δεν μου το επέτρεψαν. Ούτε οι υπόλοιποι είχαν καλύτερα αποτελέσματα. Ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός έτσι σκυθρωπός και ευάλωτος όπως έδειχνε. Μετά από ώρα σηκώθηκε άτσαλα και ανακοίνωσε ότι έπρεπε να φύγει. Παραπατούσε, προφανώς από τα ποτά. Προσφέρθηκα με την Ελένη να τον πάμε σπίτι, ήταν η μόνη που γνώριζε την ακριβή διεύθυνση, έτσι και αλλιώς είπε είναι προς την κατεύθυνση μας. Οι υπόλοιποι ήρθαν να μας βοηθήσουν στην διαδρομή μέχρι το αυτοκίνητο. Κάθισα πίσω μαζί του, μη τυχόν κάνει εμετό. Αποκοιμήθηκε στον ωμό μου. Είχε απλώσει το ένα χέρι, άθελα του, πάνω στο πόδι μου. Από εκείνη την στιγμή άρχισα να αναλογίζομαι αν υπήρχε κάποια προοπτική για εμάς τους δυο, αν υπήρχε ανταγωνισμός με την Ελένη, που οδηγούσε ρίχνοντας κλεφτές ματιές από τον καθρέφτη, αν υπήρχε κάποιο σημάδι από τις προηγούμενες συναντήσεις μας ώστε να με διαφωτίσει, που δεν του είχα δώσει την πρέπουσα προσοχή. Έκλωθα σενάρια στο μυαλό μου νιώθοντας την ζεστή του κορμιού του κολλημένου στο δικό μου, μυρίζοντας το αρρενωπό άρωμα του. Ήταν η επίτομη του διακριτικού αλλά καλού γούστου. Τα δάκτυλα του ήταν φροντισμένα και τα παπούτσια του καθαρά, καινούργια και γυαλισμένα. Παρόλη την βροχή έμοιαζε σαν να μην τον είχε αγγίξει η κακοκαιρία. Μόνο τα βρεγμένα του μαλλιά τον πρόδιδαν.
Ανοίξαμε με κόπο τις πόρτες μέχρι το δωμάτιο του προσπαθώντας να τον μετακινούμε χωρίς πολλά τραντάγματα. Αφού τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του, η Ελένη επικαλέστηκε ότι είχε χάσει τα κλειδιά η μητέρα της και έπρεπε σε λίγο να είναι σπίτι για να της ανοίξει. Έφυγε βιαστικά συμβουλεύοντας με να τον προσέχω για λίγο ακόμη. Άρχισα να τον ξεντύνω. Τον σκέπασα με την κουβέρτα. Πήγα στο μπάνιο να αφήσω τα βρεγμένα ρούχα του και έφερα και μια λεκάνη μαζί μου, γυρίζοντας στο δωμάτιο του. Προσπάθησα να τον στρέψω στο πλάι, ώστε σε περίπτωση εμετού να μην πνιγόταν. Τότε φάνηκε να ξυπνάει, κράτησε το χέρι μου και είπε να μην φύγω, ότι με είχε ανάγκη. Για μια στιγμή έμοιαζε να χάνεται, τρεμόπαιξε τα μισάνοιχτα μάτια του, ξεροκάταπιε και βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του μου ζήτησε να ξαπλώσω μαζί του. Τον καθησύχασα με την υπόσχεση ότι θα του έκανα το χατίρι. Γύρισε και κοιμήθηκε.
Έβγαλα τα παπούτσια μου, πήγα μέχρι την κουζίνα πήρα κάτι να φάω. Κοιτούσα τριγύρω, τα έπιπλα, την διακόσμηση, φωτογραφίες υπήρχαν μόνο δικές του. Σε κάποια σημεία ήταν φανερό ότι είχε συνδράμει γυναίκα. Αντιθέτως, αλλού, ήταν φανερό το δικό του χέρι. Το σπίτι έμοιαζε με κολάζ δυο ανθρώπων. Πολλά μικρά ασημικά στο ένα τραπεζάκι, μόνο μια λάμπα με μεγάλο καπέλο στο άλλο. Κλασικά σχήματα από την μια, λιτή μινιμαλιστικη γραμμή από την άλλη. Δεν ήταν παράταιρα, αλλά δεν έπαυαν να φαίνονται σαν δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος στην καλύτερη περίπτωση. Πήγα να τον δω. Είχε ξυπνήσει και καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι. Με τράβηξε από το χέρι και με έφερε κοντά του. Σε ευχαριστώ μου είπε και με φίλησε. Όσα συνέβησαν από εκείνη την στιγμή ξεπερνούν τις φαντασιώσεις μου κατά την διαδρομή με το αυτοκίνητο που είχε προηγηθεί. Έφυγα πριν ξαναξυπνήσει, κάτω από το σοκ της ανακάλυψης της απόλυτης ευτυχίας, της υπέρμετρης ηδονής, του απρόσμενου που πραγματοποιείται. Απομακρύνθηκα για να ζυγίσω τα τελευταία γεγονότα, να αποσαφηνίσω τα αισθήματα που προέκυψαν, να αποκρυπτογραφήσω την στάση της Ελένης, να δω ποια θα έπρεπε να είναι η συνεχεία.
Πήγα σπίτι, έκανα μπάνιο, και καθώς χανόταν η μυρωδιά του από πάνω μου ένιωσα να ξαναβρίσκω την αυτοκυριαρχία μου. Ήξερα ότι ήθελα να ξαναζήσω αυτή την στιγμή, δεν γνώριζα όμως τη δική του άποψη. Αναρωτιόμουν αν όλα αυτά ήταν ένα αλκοολικό ατύχημα. Αποφάσισα κάποια στιγμή να του τηλεφωνήσω. Δεν απαντούσε. Έπρεπε να γυρίσω στην δουλειά μου. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτε εκείνη την ημέρα. Ανάμνηση και προσμονή, ανασφάλεια και πάθος, αναστάτωση και πραότητα κονταροχτυπιόταν, συγκρούονταν, πιάνονταν και χόρευαν πεντοζάλη στο παραδομένο μου μυαλό. Επάνω από αυτήν την πίστα αναβόσβηνε μια πινακίδα με έντονα μεγάλα γράμματα από νέον, που έγραφε ΣΤΑΘΗΣ. Πήρα το λεωφορείο για να γυρίσω σπίτι. Σκέφτηκα να περάσω από την Ελένη να δω τι κάνει, να συζητήσουμε για το χθες, αλλά προπαντός για το αύριο. Θυμήθηκα την πλημμυρά που είχε γίνει στο σπίτι της με συνέπεια να φουσκώσει η εξώπορτα και να μην κλείνει παρά μετά από δυνατό τράβηγμα. Είναι δύσκολο να διορθώσεις κάτι αν σου τύχει στο τέλος του μήνα. Είχε ένα γνωστό επιπλοποιό, που δεν έφτιαχνε πόρτες. Της υποσχέθηκε, όμως, ότι θα έστελνε κάποιον με την προοπτική να τον εξοφλήσει μόλις πληρωνόταν. Τηλεφώνησα στο κινητό και στο σπίτι της, αλλά δεν απάντησε κανείς.
Αποφάσισα να πάω προς τα εκεί σαν βόλτα μια που δεν με χωρούσε ο τόπος. Το σπίτι του Στάθη ήταν κοντά, έτσι θα μπορούσα με ένα σμπάρο να πιάσω δυο τρυγόνια. Έφτασα γρήγορα εκεί, βρήκα κάποιον να βγαίνει από την πολυκατοικία της και βιάστηκα να χωθώ από την πόρτα. Ανέβηκα με τις σκάλες στον πρώτο όροφο. Η πόρτα της φαινόταν κλειστή από μακριά, αλλά είχε φρακάρει λίγο πριν η γλώσσα χωθεί στην κλειδαριά. Χτύπησα ελαφριά με το χέρι μήπως ήταν ο επιπλοποιός από πίσω. Δεν άκουσα τίποτε. Ο νους μου πήγε στο κακό. Άνοιξα την πόρτα και προχώρησα σιγά σιγά. Ανησυχούσα για αυτό που θα έβλεπα. Όλα βρισκόταν στην θέση τους. Πλησιάζοντας προς το δωμάτιο της άκουγα μια πνιχτή ανάσα να επαναλαμβάνεται. Ξαφνικά άρχισε να φωνάζει συνεχώς όχι. Παρορμητικά έσπρωξα την πόρτα και μπαίνοντας αντίκρισα τον Στάθη και την Ελένη. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε τριγύρω. Ματιές ντροπής, απέχθειας, συνομωσίας, αηδίας διασταυρωνόταν και έπεφταν όσο γρήγορα ανυψωνόταν. Τίποτε δεν είχε νόημα και όλα αποκτούσαν νέα διάσταση. Βρήκα ελάχιστο από τα κουράγιο μου και ξεστόμισα ότι εγώ ήμουν ο ομοφυλόφιλος αλλά άλλοι έκαναν τις αντίστοιχες πράξεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου