Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Γλέντι


Μπροστά μου βάδιζε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Αυτός ήταν αδύνατος, σχεδόν καχεκτικός. Δεν ήταν σημάδι υγείας κάτι τέτοιο. Έγερνε προς τα αριστερά και το κεφάλι του σχημάτιζε μια γωνία που έμοιαζε σαν να παίρνει στροφή πάνω σε μηχανή. Η γυναίκα του λίγο πιο κοντή και σίγουρα πιο εύρωστη τον υποβάσταζε, βάζοντας κόντρα με τον ώμο της και προσπαθώντας να τον κάνει να κινηθεί ευθεία. Ακολουθούσαν μια τεθλασμένη γραμμή στο πεζοδρόμιο. Όταν ο κάματος υπερνικούσε τη σύζυγο έφευγαν προς το δρόμο. Μόλις αναπτερωνόταν το κουράγιο της, ξαναγύριζαν προς τα δεξιά. Κατηφόριζαν την Εθνικής Αντιστάσεως από την Περικλεούς προς τη Νομαρχία. Στην αρχή πίστευα ότι θα πήγαιναν στο σουπερμάρκετ και ότι δεν είχε που να τον αφήσει. Αλλά προσπέρασαν το κατάστημα και συνέχισαν. Μου κέντρισαν την περιέργεια και είπα να τους ακολουθήσω διακριτικά, να δω που θα καταλήξουν.
                Κάποιες στιγμές σταματούσαν να ξεκουραστούν. Ανταγωνιζόταν ποιος βαριανάσαινε περισσότερο. Έκαναν πως κοιτούσαν στις βιτρίνες, αλλά όταν κοντοσταθήκαν σε ένα κατάστημα με είδη γυμναστηρίου προδοθήκαν. Μόλις η γυναίκα έβρισκε τις δυνάμεις της συνέχιζαν. Αναρωτήθηκα εάν πήγαιναν σε κάποιον γνωστό τους, κάποιον με χειρότερη υγεία από αυτούς. Τι σύνταξη να είχαν και τι ιατροφαρμακευτική κάλυψη; Παιδιά, εγγόνια; Είχαν φύγει και τους άφησαν πίσω στο κατακαλόκαιρο; Έφτασαν έξω από ένα από αυτά τα υπερμεγέθη αρτοζαχαροπλαστεία – καφετερίες, οπού αδυνατώ να κατανοήσω πως βγάζουν τα έξοδα τους. Είχα προσπαθήσει να κάνω ένα πρόχειρο υπολογισμό. Έξι χιλιάδες το νοίκι ανά μήνα, τριακόσια τουλάχιστον ευρώ ΟΑΕΕ, ρεύμα δε θα θέλει ένα τετρακοσαριά, μισθοδοσία κανένα εξαχίλιαρο… Έβαζα, έβαζα… Έκανα μια πρόχειρη σούμα. Διαίρεσα με τις ήμερες του μήνα, έπειτα με μια μέση κατανάλωση λίγο πάνω από το κόστος ενός καφέ και μου βγήκαν διακόσιοι πελάτες τη μέρα. Έχουν τόσους με αντίστοιχο κατάστημα στα διακόσια μέτρα, χώρια οι μπουγάτσες που υπάρχουν τριγύρω; Δεν ξέρω, ίσως το έχω σκεφτεί λάθος.
                Εκείνοι σταμάτησαν, τον βοήθησε να καθίσει, τον χάιδεψε στον ώμο από τον οποίο τον κρατούσε και μπήκε μέσα στο κατάστημα. Βγήκε με δυο κυπελλάκια παγωτό. Εκείνος της χαμογέλασε και πάρα τα τόσα μέτρα που είχαν διασχίσει και τους είχε βγει η ψυχή μέσα στην κάψα έμοιαζαν πιο ζωντανοί από οποιοδήποτε άλλο υπήρχε γύρω τους. Μου έφτιαξαν τη διάθεση και αποφάσισα να πάρω το λεωφορείο να κατεβώ στο κέντρο. Στη στάση περιμένοντας ήταν και ένα ζευγάρι που νεαρό δεν το έλεγες, ούτε όμως τους είχαν πάρει τα χρόνια. Μια δεκαετία πίσω θα είχαν υψηλό δείκτη κεφαλογυρίσματος και οι δυο. Τώρα κάποια περιττά κιλά από τη δουλειά γραφείου και τις μπύρες, κάτι οι γέννες, κάτι οι λοιπές δικαιολογίες που έχουμε όλοι, αλλοίωσαν εκείνη την εικόνα. Είχαν μια υπόκωφη λογομαχία, από αυτές που διεξάγονται σε δημόσιο χώρο, που θέλεις ο άλλος να το βουλώσει πρώτος, εσύ να μην υποχωρήσεις ποτέ. Που εάν διεξαγόταν στο σπίτι θα ούρλιαζαν, αλλά τώρα εν δήμω, φωνάζουν οι γκριμάτσες. Κάποιες κορώνες ξεφεύγουν. Οι γύρω το παίζουν αδιάφοροι, αυτοί κοιτούν εάν τους βλέπουν, παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν σαν να τους έχουν προγραμματίσει να μην σταματήσουν και το λεωφορείο μοιάζει να βρίσκεται μια αιωνιότητα από την άφιξη του. Οι διαφωνίες πήγαζαν από την οικονομική κρίση.
                Ξαφνικά εκείνης της ξέφυγε λίγο πιο έντονα η φράση είμαι τριάντα έξι ετών. Εκείνος έκανε μια παύση. Έσκυψε και κοίταζε το πεζοδρόμιο σαν να σκεπτόταν κάτι. Η γυναίκα σάστισε και έμοιαζε να περιμένει. Αυτός κοιτούσε τα παπούτσια του, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κουνηθεί. Το νούμερο τρία είχε έρθει και οι περισσότεροι επιβιβάστηκαν και έφυγαν. Είχα μείνει μαζί τους, λίγο πιο πίσω από εκείνους. Αυτός σήκωσε το βλέμμα και της ζήτησε συγγνώμη. Έχεις δίκιο είπε, εσύ είσαι τριάντα έξι και εγώ σαράντα δυο. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο με στενοχώριες, πρόσθεσε και την παρακάλεσε να επιστρέψουν στο σπίτι τους, τονίζοντας με νόημα τις τελευταίες λέξεις. Έφυγαν σχεδόν τρέχοντας και μετά από δυο ευτυχισμένα ζευγάρια αποφάσισα να πάρω ταξί. Ο τύπος έκανε σαν να κέρδισε τζακ ποτ. Φίλε, μου είπε, μόνο όποιος έχει μανά και αδελφό στο νοσοκομείο παίρνει ταξί σήμερα. Αδελφέ στο ταξί είμαι και η μανά μας είναι καλά του απάντησα από μέσα μου στο ίδιο λαϊκίζον μοτίβο.  Όμως δεν του αποκρίθηκα,  μόνο έγνεψα καταφατικά για να μην χαλάσω το κέφι σε κανένα από τους δυο μας. Αφού αρχίσαμε να τσουλάμε στα δεξιά του δρόμου, γλύφοντας τα πεζοδρόμια, βρίζοντας όσους είχαν διπλοπαρκάρει για να πληρώσουν το κινητό τους, για τσιγάρα και λοιπές σοβαρές προφάσεις, κάνοντας σφήνες στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας για την αποφυγή των εμποδίων αυτών και βρίζοντας συγχρόνως τα θύματα μας, ξεμπερδέψαμε με τη κουβέντα του καυτού καιρού και περάσαμε στις καυτές γυναίκες.
                Άρχισε να μου μιλά για μεθυσμένα κοριτσάκια που μπορείς να τα κανείς ότι θέλεις, για γονείς που δεν τα προσέχουν, για ανθρώπους έτοιμους να τα εκμεταλλευτούν… Είμαι πεπεισμένος ότι τα προβλήματα της χώρας μπορούν άνετα να λυθούν από τους ταξιτζήδες και τις κομμώτριες. Λίγο πιο κάτω στην κατάταξη μου είναι οι καφενόβιοι και οι τηλεπαρουσιαστές. Μετά από τόση ευτυχία θα έπρεπε να προκαλέσω την τύχη μου και έτσι τον ρώτησα εάν αυτός έχει εκμεταλλευτεί κανένα από αυτά. Μόνο που δεν βγήκε το πόδι του από το πάτωμα φρενάροντας. Τι λες ρε φιλαράκι, είπε, για ποιον με πέρασες; Είχα εμπειρία από ταξιτζή που μου διηγούταν ερωτικές περιπτύξεις με πελάτισσες εν ώρα εργασίας, αλλά δεν είχα τέτοια πρόθεση, του είπα, ούτε ήθελα να μου εκμυστηρευτεί τα προσωπικά του. Αλλού το πήγαινα. Στην ηλικία αυτών των παιδιών και εμείς με τις ορμόνες σκεπτόμασταν, αλλά τώρα δεν θέλουμε να συγχωρέσουμε τίποτε. Ποιος λοιπόν φταίει πιο πολύ, αυτός που μέθυσε στα δεκαέξι ή αυτός που τον εκμεταλλεύεται; Οι γονείς, μου λέει, που το αφήνουν να βγουν… Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά για να ζήσουν μονά τους, απαντώ. Εάν δεν τα αφήσεις πως θα ξέρεις εάν τα καταφέρνουν; Τι σκέπτεται η κλωσά όταν το κλωσσόπουλο επιχειρεί να πετάξει την πρώτη φόρα;
                Σταματήσαμε στην αρχή της Τσάμικη, απέναντι από τη ΧΑΝΘ. Φίλε έχεις γούστο, είπε, εάν το ταξί ήταν δικό μου θα σου χάριζα τη κούρσα. Μην ανησυχείς τα παιδιά βρίσκουν το δρόμο τους, τους αποπροσανατολισμένους μεγάλους να φοβάσαι, είπα και άφησα δέκα ευρώ. Αυτή τη γύρα κερνάω ένα καφέ, άσε τα ρέστα. Χαιρέτησα και πήγα προς το κέντρο της πόλης. Κοιτούσα τα κλειστά καταστήματα, ειδικά στα στενά. Θυμήθηκα την πτώση του τείχους και την διάλυση της Σοβιετικής ένωσης. Η ιταλική μαφία, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, είχε μετακομίσει στην Γερμάνια για να αποφύγει τον νομό που είχε θεσπιστεί εναντίον της στην Ιταλία και «στεγαζόταν» σε πιτσαρίες και εστιατόρια. Με την πτώση των ανατολικών καθεστώτων πεταχτήκαν από τη Γερμάνια στη Ρωσία και αγόρασαν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, ειδικά μέσα στη Μόσχα, εδραίωσαν τους δεσμούς τους με την τοπική μαφία και έπιασαν δουλειά σε μια παρθένα τεραστία χώρα. Με την οικονομική κρίση ευκαιρίες δημιουργούνται και για τους νόμιμους και για τους παράνομους. Ειδικά για τους τελευταίους.
                Άνθρωποι θα οδηγηθούν στον γκρεμό και άνθρωποι θα επωφεληθούν από το κενό. Στη φυσική υπάρχει ο χωρόχρονος και στην οικονομία ο χρημαχρόνος. Σε κάθε περίπτωση σκοπός σου είναι να μείνεις μακριά από τις ελκτικές δυνάμεις των μαύρων οπών, διαφορετικά μαύρο φίδι που σε έφαγε. Κάποιοι ισορροπούν στις κορυφές και κάποιοι κατρακυλούν στις κοιλάδες. Εάν βρουν που να γαντζωθούν επιβιώνουν, διαφορετικά τέλος χρόνου. Πρέπει να βρουν νέα πιστά για να τους παίξουν. Οι δρόμοι, όπως είχε αρχίσει να δύει ο Ήλιος, σκοτείνιαζαν. Τα αυτοκίνητα είναι λιγοστά τέτοια εποχή και οι άδειες βιτρίνες είναι σαν κόγχες χωρίς μάτια. Μαύρες σπηλιές που ρούφηξαν ζωή, που έστυψαν τα όνειρα των διαχειριστών τους, τις ανάγκες των υπάλληλων τους και άφησαν τα κουφάρια των επαγγελματικών σχεδίων να πουν το πικρό τους τραγούδι. Κάτω από τις πόρτες οι φάκελοι με τους λογαριασμούς χαιρετίζονται με τα διαφημιστικά, κυλιούνται στην σκόνη σαν ξαναμμένοι θερινοί εραστές στην άμμο, ξεδιάντροπα χλευάζοντας τους παραλήπτες τους, που τώρα πια θα παρακολουθούν τα μπάνια του υπολοίπου λαού από κάποια τηλεόραση. Ανάμεσα στο σκοτάδι ένα φως σαν πυγολαμπίδας, ένα ασπριδερό, ασθενές φως να δίνει το μήνυμα της ζωικής αντίστασης. Πλησίασα πιο κοντά. Δεν είχε την ένταση της ζωής, μάλλον ο ρόγχος του μελλοθάνατου. Ένα ανθοπωλείο, οπού από την πόρτα εισόδου έμπαινε μια μπαλαντέζα που χανόταν κάπου στο βάθος και το μόνο φως που άναβε ήταν από γκαζολάμπα για κάμπινγκ. Εάν ζητήσω ελληνικό καφέ θα πέσουμε στο σκοτάδι συλλογίστηκα. Του ζήτησα ένα μπουκέτο λευκά χρυσάνθεμα. Η ψευδοροφή είχε χάσει τα περισσότερα σποτάκια, τα ψυγεία ήταν σχεδόν άδεια. Μου ζήτησε ένα ποσό που μάλλον θα αφορούσε αγορά από ορχιδέες. Τα είχε τυλίξει με τρόπο που μου θύμισε την εποχή που συνόδευα την μητέρα μου στη Μοδιανο να αγοράσει ψάρια και έφυγα χωρίς να πάρω ποτέ απόδειξη.
                Η θλίψη δεν τον άφηνε να μιλήσει, ευχαριστώ δε άκουσα ποτέ, η μελαγχολία είχε κάτσει σαν αποκαΐδια στην ψυχή του κολλώντας πάνω της σαν τη σταχτή μετά τη βροχή. Μια θάλασσα με μαύρα βότσαλα απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου, άγρια με κύματα που σου έβγαζαν τη γλώσσα και σε προκαλούσαν. Δεν μπορούσες να προσδιορίσεις ποσό βαθιά είναι τα νερά, δεν ήξερες εάν από κάτω έχει βράχους. Ήξερες μόνο ότι έπρεπε να τη διασχίσεις, έπρεπε να γυρίσεις στην προσωπική σου Ιθάκη. Αντιθέτως αυτός έμοιαζε να προσμένει τον Αχέροντα. Οπού γης πατρίς και εδώ στα γόνιμα εδάφη της Μακεδονίας έχουν απομείνει μόνο στερεότυπα του παρελθόντος που οι κάτοικοι προσπαθούν να διατηρήσουν στη ζωή αναπλάθοντας μέσα στο μυαλό τους ένα ένδοξο κατά αυτούς παρελθόν. Ερωτική πόλη ο ένας, φτωχομάνα ο άλλος, συμπρωτεύουσα ο τάδε…  Φυτεύουν τα όνειρα τους, τα μπολιάζουν με τις επιτυχημένες ρύμες του παρελθόντος και περιμένουν να ζήσουν από τους χυμούς τους την ευτυχία σαν αναδυομένη ανάμνηση. Ένα φυσικό ναρκωτικό, από όραμα σε ονείρωξη. Όταν ξυπνάς σε πνιγεί το παρόν, σε απωθούν οι άλλοι που δεν καταλαβαίνουν και ψάχνεις να ξαναϋφάνεις το πέπλο που σου έκλεινε γλύκα τα μάτια. Έπρεπε να βγω από το στενό της παραίτησης και της μιζέριας. Έπρεπε να βγω στο φως. Εδώ θα χρειαστούν ένα Προμηθέα, κάποιον να τους φέρει το σπόρο της ελπίδας.
                Πηρά τα λουλούδια, περπάτησα τη Τσιμισκη και λίγο πριν φτάσω στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο αγόρασα από ένα περίπτερο χαρτί και στυλό. Ύστερα έγραψα ένα σημείωμα που το άφησα στις σκάλες του κτιρίου μαζί με τα λουλούδια, αναφέροντας ότι εδώ κείται ο Προμηθέας. Συνέχισα με ένα υστερόγραφο οπού δήλωνα ότι καμιά αρχή της πόλης δεν μπόρεσε να τον αναστήσει, ούτε αυτή που κατά επάγγελμα διατείνεται την δυνατότητα αυτή. Φαρισαίοι οι μελλοθάνατοι σας χαιρετούν. Υπέγραψα, ο ανθοπώλης. Γύρισα προς τα πίσω και έβλεπα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, όχι σαν τίτλους, σαν στυλ, το λεϊουτ. Αυτό είναι δάνειο από Repubblica και το άλλο από Corriere della Sera, γενικά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας είναι «αλωμένα» από τους Ιταλούς,. Θυμήθηκα τον Κοσκωτα και τη μόνη δίκη που κέρδισε, αυτή για τις 24ωρες που είχε αντιγράψει τη USA Today. Βρίσκομαι σε μια πόλη που ανθεί η γραφιστική τέχνη και παρακολουθώ τους μεγάλους να ψαρεύουν από τις κόπιες. Λίγο πιο εκεί μια παρέα μιλούσε έξω από ένα μαγαζί με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο προφανής μαγαζάτορας εκμυστηρευόταν στους φίλους του ότι για να βρει ανταγωνιστικές τιμές ψώνιζε από το Amazon. Έλα, όμως, που η οθόνη που είχε πουλήσει είχε εγγύηση καμένων pixel και αποδείχτηκε κατώτερη της περίστασης. Έτσι αυτός για να είναι αξιόπιστος έναντι του πελάτη έπρεπε να πάρει την οθόνη και να τη στείλει πίσω. Κατά αυτό τον τρόπο , βέβαια, θα επιβαρυνόταν από τα ταχυδρομικά τέλη και θα εξανεμιζόταν το κέρδος του. Τον πουλάς το πελάτη ή δεν τον πουλάς; Εμπορικό ρίσκο, όποιος δεν το θέλει γίνεται υπάλληλος. Οι υπόλοιποι ζουν με τις συνέπειες των πράξεων τους.
                Μπήκα σε μια αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών να ψάξω για μίξερ. Είχα κάνει μια «έρευνα αγοράς» στο ιντερνέτ, οπού συγκεκριμένη μάρκα συνόδευε τα προϊόντα της με πέντε χρόνια εγγύηση. Στο κατάστημα που βρισκόμουν την ιδία αυτή εγγύηση την πουλούσαν τέσσερα ευρώ το έτος. Αυτά έχουν οι παράλληλες εισαγωγές. Αγοράζεις και εάν σου κάτσει η στραβή θα τα φτύσεις τα λεφτά που έδωσες σαν μασημένο καπνό. Δεν είναι άμοιρες ευθυνών οι αντιπροσωπείες, αλλά η τιμή δεν μπορεί να ισοπεδώνει τα πάντα. Ένιωσα υπογλυκαιμία από τόση έντονη σκέψη και βγήκα να πάρω ένα μπουκάλι νερό και ένα παστέλι από ένα σουπερμάρκετ. Διάλεξα ένα φτηνό και κοίταξα την ετικέτα. Μέλι με σουσάμι έγραφε στη περιγραφή, όπως όλα του είδους. Το δάγκωνες, όμως και ανακάλυπτες ότι είναι πεπιεσμένο σουσάμι με επικάλυψη μείγματος μελιού και γλυκόζης. Αγοράζουμε, πολλές φορές πράγματα κατώτερα των περιστάσεων και των απαιτήσεων μας, μόνο και μόνο για να καλύψουμε υποτιθέμενες ανάγκες μας και δεν αισθανόμαστε ποτέ την υποχρέωση να περιφρουρήσουμε τα χρήματα μας και τους υγιείς επιχειρηματίες. Το ακριβό δεν είναι πάντα ακριβό, ούτε το φθηνό πάντα φθηνό.
                Πολλοί από αυτούς που έκλεισαν, είχαν αποτύχει σε διάφορα στάδια του επιχειρείν. Δυστυχώς η αποτυχία τους διαχέεται εύκολα , ενώ αντίθετα η επιτυχία τους δεν ήταν το ίδιο γαλαντόμος, κάτι η εισφοροδιαφυγή, κάτι η φοροδιαφυγή, κάτι τα φέσια... Το να κατηγορεί όμως ο ένας τον άλλο συνεχώς είναι σαν ένα ζευγάρι παντρεμένων που ξέρει ότι για διαφόρους λογούς δεν μπορούν να προβούν σε διαζύγιο, όμως αλληλοκατηγορούνται όλη μέρα. Όσο μπορεί να βρει ένα ζευγάρι ποιο μέλος του έχει το ηθικό ή υλικό  πλεονέκτημα στην σχέση τους, άλλο τόσο μπορεί να βρεθεί αυτό σε μια μακροχρόνια σχέση εργαζομένου εργοδότη ή κοινωνικών ομάδων. Εξαπατούσαμε ο ένας τον άλλο και αυτό εξακολουθούμε να κάνουμε αρνούμενοι να δεχτούμε την πατρότητα των πράξεων μας.
                Στην παραλία περπατούσαν ζευγάρια πιασμένα χέρι με χέρι, οικογένειες με παιδιά, ποδηλάτες, τουρίστες. Θα μπορούσε να είναι εικόνα ξεγνοιασιάς, μιας άλλης εποχής, αλλά στα αριστερά μου καθώς κατευθυνόμουν ανατολικά προς το Λευκό Πύργο, έβλεπα τα άλλοτε κραταιά μαγαζιά να έχουν υποστεί απώλειες στην πελατεία τους, τόσες ώστε αρκετά να έχουν κλείσει. Όλοι κάποια στιγμή έρχονται αντιμέτωποι με τις υπερβολές τους. Έξω από το Βασιλικό Θέατρο βρισκόταν μια παρέα με κιθάρες καθισμένοι στο γρασίδι, δίπλα άλλοι που έκαναν γιόγκα, κόσμος που τους παρακολουθούσε και τους ενθάρρυνε. Μερικά μέτρα πιο κάτω ένα ζευγάρι έβγαζε φωτογραφίες γάμου. Οι μουσικοί σηκώθηκαν, πήγαν γύρω από το ζευγάρι και συνέχισαν να παίζουν. Το γλέντι μεγάλωνε και σε λίγο γύρω από το άγαλμα του Μεγάλου Αλέξανδρου στήθηκε πανηγύρι. Πλησίασαν οι καντίνες, άρπαξε φωτιά ο τόπος, γέμισε μυρωδιές, χάρη στα τηλέφωνα ο κόσμος συνεχώς συνωστιζόταν. Το ζευγάρι αναγκασμένο να αποχωρήσει έκανε μια υπόκλιση, δέχτηκε το χειροκρότημα και τις ευχές και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του. Ένα μικρό αγοράκι ρώτησε τον παππού του τι έγινε και αυτός του απάντησε ότι πρέπει να παντρεύεις τα φαινομενικά αταίριαστα για να φτιάχνεις τα μεγάλα.