Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Συμμαθητές

Περίμενα το ραντεβού μου προσπαθώντας να προστατευτώ από τον αέρα. Είχα χωθεί σε μια είσοδο πολυκατοικίας και πήγα όσο πιο κοντά μπορούσα στον τοίχο. Δεν τον ακούμπησα γιατί είναι μαρμάρινος υπερβολικά κρύος. Αισθάνομαι μια ακτινοβολία ψύχους να με περιλούζει από την μεριά του σαν να προέρχεται από υπερηρώα καρτούν. Πριν από λίγη ώρα έβρεχε με εκείνες τις μεγάλες σταγόνες που είναι ένα βήμα πριν το χαλάζι. Μεγάλες παγωμένες σφαίρες μοιάζει να πέφτουν επάνω σου σαν βλήματα ψύχους. Σε χτυπούν και νομίζεις ότι θα κανείς μελανιά. Έπειτα βγήκε ο βοριάς και όσο πάει δυναμώνει. Θα σηκώσει την πόλη και θα μας πάρει μαζί του. Παίρνει την υγρασία της βροχής την στροβιλίζει και στην εκτοξεύει κατάφατσα. Σε λίγο θα έχουν στεγνώσει όλα, αυτήν την στιγμή όμως, είναι το σημείο οπού όλες οι πληγές του Φαραώ συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Το πρωί είχα πάει σε μια κηδεία. Ένας παλιός μου συμμαθητής πέθανε από ανεύρυσμα. Όταν είναι η τράπουλα σημαδεμένη τι φύλλο να τραβήξεις; Δεν αρκεί να μην καπνίζεις, δεν αρκεί να προσέχεις. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις ζήσει στο χρόνο που σου αντιστοιχεί. Είπαν ότι πέθανε ευτυχισμένος. Ίσως για αυτό όσους άφησε πίσω ήταν τόσο δυστυχισμένοι.
Συνάντησα γνώριμα πρόσωπα παραμορφωμένα από την πατινα του χρόνου. Σαν να έπαιξα με τις αναμνήσεις μου στο Photoshop. Πως θα έβλεπαν αυτοί εμένα δεν το ξέρω, αλλά τα είχα πάρει και εγώ τα κιλά μου. Λίγο Face book, λίγο twitter, λίγο τα τηλεφωνά οι περισσότεροι μαζευτήκαμε. Ο πρώτος που βαρέθηκε την ζωή. Στις επόμενες θα αραιώναμε απειλητικά. Σαραντάρηδες, περίπου στην κορυφή της ζωής, ένα βήμα πριν είχε σταματήσει η άνοδος, ένα βήμα μετά άρχιζε η κάθοδος; Δεν το ξέρω, αλλά πριν από λίγο πήγαινα σε γάμους και βαφτίσια και τώρα έχω φάει τις κηδείες με το κουτάλι. Ψάχνω να παντρέψω κανένα γνωστό μου γεροντοπαλίκαρο για να γευτώ την πρωτινή χαρά. Έχουμε κάτι απαιτήσεις από τις ευτυχισμένες μας στιγμές σαν να πρόκειται για σειρά σε επανάληψη. Η ζωή είναι ένα ταξίδι που ανάμεσα στην χαρά και την λύπη υπάρχει η μεγάλη βαρεμάρα της καθημερινότητας.
Στην αρχή αιωρούταν μια αμηχανία που κοβόταν με το μαχαίρι. Τι να συζητήσεις με αυτούς τους γνωστούς αγνώστους. Ποσό μάλλον σε μια κηδεία, που από την μια πρέπει να βγάλεις τον σκασμό και από την άλλη θέλεις να πιάσεις την πάρλα. Βαριόμουν τις επανασυνδέσεις, το να βρεθείς μετά από χρονιά και να πρέπει να διηγηθείς την ιστορία της ζωής σου. Δεν έχω ρωτήσει ποτέ κανένα τι έκανε στο παρελθόν. Με απασχολούσε το παρόν και λίγο το μέλλον. Για αυτό όταν γύρισα από τις σπουδές στο εξωτερικό δεν μπόρεσα να επανασυνδέσω ούτε μια πρότερη σχέση. Εικόνες ποδόσφαιρου με παιδιά ερχόταν στο μυαλό μου. Εικόνες από αλάνες, ξύλα για σπαθιά, φυσοκάλαμα και κυνηγητά. Τώρα ένα από εκείνα τα παιδιά σε σώμα ενήλικα θαβόταν μπροστά μου. Οι αναμνήσεις ξεθαβόταν. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχαν τόσες. Που να είχαν καταχωνιαστεί, μάλλον δεν τις έβρισκα γιατί δεν τις έψαχνα. Είδα και τον παιδικό μου ερώτα εκεί την Χριστίνα. Είχε αλλάξει, η πεταλούδα έγινε κάμπια. Τέσσερα παιδιά ήταν κάτι παραπάνω από καλή δικαιολογία. Τουλάχιστον εκείνη η ομορφιά δεν σπαταλήθηκε. Δεν είμαι πουριτανός να πιστεύω ότι η οικογένεια και η τεκνοποίηση είναι ο μόνος σκοπός του ανθρώπου, αλλά η ομορφιά δεν παύει να είναι ένα δόλωμα, ένα ύπουλο κατασκεύασμα της φύσης για να διαιωνίζεται.
Αυτοί που φλυαρούσαν στην κηδεία ήταν οι ίδιοι με αυτούς που μιλούσαν και στην τάξη. Έπνιξα το χαμόγελο που πήγε να δημιουργήσει αυτή η σκέψη. Θα ήταν παράταιρο με την περίσταση, όπως παράταιρος ήμουν και εγώ πάντα. Τι κάνει τα παιδιά να ανέχονται τους παράταιρους και να παίζουν μαζί, ενώ οι μεγάλοι τους απομονώνουν και προσπαθούν να σχετίζονται μόνο με ομοειδείς τους. Ειδικά σε αυτή την πόλη τόσο μικροαστή και μονόχνοτη ώρες ώρες. Πιθανόν η περιέργεια. Όταν είσαι περίεργος γνωρίζεις, όταν γνωρίζεις κατανοείς, όταν κατανοείς ανέχεσαι και όταν ανέχεσαι έχεις και την ευκαιρία να αγαπήσεις. Χωρίς ανοχή δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη. Εδώ υπήρχε λανθάνουσα αγάπη γιατί υπήρχε ανεκτικότητα, γιατί δεν έπαιζε ρολό ποιος είσαι και τι έκανες όσο ζούσαμε χώρια, αρκεί που είχαμε υπάρξει μαζί. Ήμουν διπλά στον πρώην φίλο μου τον Άγγελο, έμπορος ναρκωτικών το επάγγελμα, πρώην τρόφιμος φυλακής. Τον θυμάμαι που έκλαιγε στον πάτερα του να του δώσει λεφτά. Είχε κανονίσει να πάει σε ιερόδουλη μαζί με αγόρια από την μεγαλύτερη τάξη. Έτρωγε πολύ ξύλο από την μακαρίτισσα την μητέρα του, αλλά τα γράμματα δεν τα έπαιρνε. Παραπέρα ο Στέλιος ο αρχηγός της αγέλης, που κατουρούσαμε οι μισοί τα δέντρα και οι μισοί τα αυτοκίνητα μετά τους τσοντοσινεμαδες. Εμμανουέλλα και ένα και δυο και δεν θυμάμαι ποτέ ξεκόψαμε. Είδε τους γονείς του να χωρίζουν, να χάνουν σπίτι και μαγαζί, να πηγαίνει από κατάχρηση σε κατάχρηση, να κάνει δουλείες του ποδαριού και τώρα έχει ξανά μαγαζί με ρούχα όπως ο πατέρας του. Τα γονίδια, σε όλη σου την εφηβεία τρέχεις να ξεφύγεις από αυτό που θα καταντήσεις, και μετά πέφτεις μέσα και γίνεσαι αυτό που απευχόσουν.
Η Μαρία πρώην τσουλά της εφηβείας μας, οπού μηχανάκι και ο κωλος της επάνω του. Τώρα θεούσα. Το εκκρεμές όσο μακριά φύγει από την μια πλευρά τόσο μακριά θα πάει και από την άλλη. Πάντα η εκκλησία μου έφερνε σκέψεις. Ποτέ δεν κατάφερνα να συγκεντρωθώ στους ψαλμούς. Όλο σκεφτόμουν, όλο φιλοσοφούσα. Ίσως είναι ο δικός μου τρόπος για εξομολόγηση. Ίσως αυτός είναι ο τρόπος όλων. Δεν υπήρχε λόγος να ξανακούσω τι τράβηξε ο Χριστός και οι Απόστολοι, αρκούσε να του πω τι έπαθα εγώ. Σήμερα του έλεγα τι πάθαμε εμείς, πως αλλάξαμε για να μείνουμε ίδιοι. Πως ξεκίνησα κάλος, προσπάθησα να γίνω αθλητικός τύπος, προσπάθησα να γίνω κακός τύπος, προσπάθησα να γίνω γκόμενος, να μεταλλαχτώ σε διανοούμενο, σε μποέμ, σε επιτυχημένο, σε άνετο, ρούχο έβγαζα, ρούχο έβαζα από την ντουλάπα με τα στερεότυπα, μα τελικά δεν πήγα πολύ μακριά από αυτό που ήμουν. Δεν ξέρω πως περιγράφεται αυτό που κατάντησα, πάει καιρός που έκοψα το παιχνίδι με τις ταμπέλες, αλλά οι περισσότεροι σήμερα μου είπαν ότι δεν έχω αλλάξει ιδιαίτερα. Το ίδιο νιώθω και εγώ.
Ένα χέρι στην πλάτη μου σταμάτησε τους συνειρμούς μου. Η Ιωάννα με χαιρέτησε και μου χαμογέλασε. Μικρά άσπρα μαργαριτάρια έλαμψαν στην χειμωνιάτικη καταχνιά. Τα ματιά της γυάλιζαν σαν να είχε δει έναν παλιό χαμένο θησαυρό. Υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια παλαιοτέρα, αλλά ήταν εκείνη η φιλική σχέση, που, ενώ αντικειμενικά ήταν ωραία γυναικά, δεν κατάφερνα να την δω σεξουαλικά. Αντίθετα από σήμερα που εκείνο το συμπαθητικό πλασματακι είχε μεταλλαχτεί σε φαντασίωση ωρίμων ανδρών. Είχε παντρευτεί αλλά δεν είχε παιδιά, είχε οδοντιατρείο κοντά σε ένα από τα σπίτια που εμένα, αλλά δεν έτυχε να συναντηθούμε ποτέ. Είχε ένα χαμόγελο και είχα μια διάθεση να την πάρω αγκαλιά. Δεν ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλο. Μάλλον είχε προσκολληθεί σε κάποια εικόνα του παρελθόντος μου γιατί το σήμερα δεν θα προκαλούσε το ενδιαφέρον ενός τόσο όμορφου κύκνου. Σκόπευα να επωφεληθώ της περίστασης στο έπακρο. Βρήκα την ευκαιρία και έκλεισα ραντεβού για το απόγευμα. Αυτή περιμένω τώρα.
Πάντοτε φτάνω νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα, πόσο μάλλον σήμερα που δεν είχα άλλο πράγμα στο μυαλό μου από αυτή τη συνάντηση. Η βροχή και το κρύο είχαν πλημμυρίσει την πόλη με αυτοκίνητα. Αυτό κρατούσε όσο ήταν ανοικτή η αγορά. Μόλις, όμως, έκλεινε και λόγω της κρίσης, ερήμωνε το κέντρο. Έμεναν μόνο χαζοχαρούμενα υπολείμματα του παρελθόντος που ζούσαν ακόμη στο life style ψέμα των περιοδικών και διαλαλούσαν την ευτυχία τους φωνασκώντας και σχολιάζοντας, περνώντας πόζες και μετρώντας βλέμματα. Περίμενα κάτω από το ιατρείο της, στην διπλανή είσοδο. Δυο πόρτες πιο εκεί ήταν το παλιό μου σπίτι. Δεν ήθελα να συναντήσω κάποιον παλιό γνωστό, αν και αμφιβάλλω ότι από τα γερόντια που έχουν απομείνει πλέον μονά τους στο κέντρο θα βρεθεί κάποιος έξω με αυτό το κρύο. Το μεσημέρι μετά την κηδεία γύρισα σπίτι. Μου τηλεφώνησαν από την δουλειά. Θα μειωνόταν και άλλο οι ώρες εργασίας. Άκουσα το ανούσιο λογύδριο της υπαλληλικής εναντίωσης κατά της άκαρδης εργοδοσίας. Είχα ανοίξει γραφείο πριν από μερικούς μήνες, καθότι κρίση ξεκρίση η υπαλληλική ζωή είχε αρχίσει να μου πέφτει βαριά. Συμβουλευτική εταιρεία. Αναρωτήθηκαν οι συγγενείς τι την ήθελα την συμβουλευτική τώρα καθώς το πρώτο που έκοβε κανείς αυτό τον καιρό ήταν τα περιττά έξοδα. Η διάφορα της δίκης μας εταιρείας ήταν ότι είχαμε πρώτα δουλέψει και μετά γίναμε σύμβουλοι, όχι να ξεκινήσουμε με ένα πτυχίο χωρίς καμιά γνώση. Το άλλο στοιχείο που μας διέσωζε ήταν ότι δεν ξεκινήσαμε από το μηδέν. Ένας από τους τρεις συνεταίρους ήταν ήδη σύμβουλος και οι υπόλοιποι πήραμε δουλείες από το πελατολόγιο των εργοδοτών. Θα είχα παραιτηθεί σήμερα εάν δεν ήταν η κηδεία και έπαιρνα αδεία. Μετά με πήραν από την δουλειά ο ιδιοκτήτης της εταιρείας και μου είπε ότι με θέλουν για Διευθυντή Λογιστηρίου, όποτε δεν θα δούλευα εκ περιτροπής, διότι ο Ιωάννου είχε παραιτηθεί. Τον άτιμο με πρόλαβε. Δεν ήξερα τι να απαντήσω και ζήτησα να με συγχωρήσουν, ότι είχα αναλάβει κάποιες υποχρεώσεις εκτός εταιρείας και τώρα θα έπρεπε να το σκεφτώ μια δυο μέρες.
Δεν ξέρω πως θα κατάληγε η σημερινή ημέρα, περίμενα μόνο να την αντικρίσω. Δεν έκανα προγράμματα πλέον. Προφανώς θα είχε κάποιον πελάτη που θα την καθυστέρησε. Βγήκα από την κρυψώνα και καταφύγιο μου. Ο άνεμος έφερε δάκρυα στα ματιά μου. Προσπάθησα να διακρίνω εάν υπήρχε φως από το ιατρείο της. Δεν τα κατάφερα γιατί με από την υγρασία της βροχής τα φωτά από τα καταστήματα διαχεόταν και δεν μπορούσες να καταλάβεις εάν υπήρχαν αλλά πιο ψηλά. Είχαμε αλλάξει κινητά αλλά δεν ήθελα να φανεί η ανυπομονησία μου. Είχε αργήσει, βεβαία, πάνω από είκοσι λεπτά τα όποια το κρύο δεν βοηθούσε να αγνοήσεις. Κτύπησε το κινητό μου, το έβγαλα από την τσέπη. Μόλις άνοιξα το μπουφάν ο αέρας χώθηκε μέσα σαν να ζητούσε και αυτός καταφύγιο από τον εαυτό του. Προσπάθησα να απαντήσω αλλά τα γάντια στάθηκαν εμπόδιο. Έκλεισε. Πάγωσα πιο πολύ και από το κρύο σαν να την έχανα εκείνη την στιγμή. Ελευθέρωσα το ένα μου χέρι από το γάντι και την κάλεσα. Με χαιρέτησε με ένα τόνο οικείο, αλλά, και τυπικό σύναμμα. Δεν ήταν στο ιατρείο. Ο άνδρας της την χώριζε και δεν είχε διάθεση για ραντεβού.