Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Νοσοκομείο

Φτάσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Ο Τάκης έβλεπε τον αγώνα σε μια καφετερία και είχε καταλάβει ότι κάτι πήγε άσχημα. Ο Γιώργος είχε τραυματιστεί και είχε βγει με το φορείο. Μετά από μια αλληλουχία τηλεφώνων μάθαμε το νοσοκομείο που τον είχαν μεταφέρει και περιμέναμε τα νέα. Ο γιατρός της ομάδας ήταν εκεί και μας είπε ότι η ζημιά στο γόνατο είναι μεγάλη, αλλά οι αθλητές είναι άλλη παστά και ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Έπρεπε να του συρράψουν τον εμπρόσθιο χιαστό που είχε αποκοπεί πλήρως, τον πλάγιο αριστερό μερικώς και θα καθάριζαν τον μηνίσκο. Η χρονιά είχε τελειώσει για τον φίλο μας που ήταν και σε λήξη συμβολαίου. Ένα ταλέντο που έγινε σταρ, που αγαπήθηκε και υβρίστηκε όσο κανένας μας, ο ήρωας της αυλής του σχολείου, η φαντασίωση κάθε έφηβης συμμαθήτριας, ο άνθρωπος που έγινε πλούσιος στα δεκαεννέα, που έβγαινε με μοντέλα, που δυστυχώς όμως ξενυχτούσε, που παντρεύτηκε και χώρισε ως τα τριάντα του δυο φόρες, που είχε πάρει τα κιλά του, που ήταν σε τριετή κάμψη, που προσπαθούσε να επανέλθει, που ο μάνατζερ του βρήκε ένα μονοετές συμβόλαιο σαν τελευταία χάρη. Όλα αυτά είχαν καταλήξει σε αυτό το φορείο και ετοιμαζόταν να μπουν στο χειρουργείο.
Φύγαμε και πήγαμε σε μια διπλανή καφετερία για να αποσυμφορήσουμε την αίθουσα αναμονής. Ήταν οι γονείς του εκεί. Μοντέλο ή σύζυγος δεν εμφανίστηκε καμία. Είχε έρθει και ένα αυτοκινητιστικό και τα φορεία είχαν συσσωρευτεί επικίνδυνα. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι επιδιδόταν σε ένα αγώνα δρόμου για να ικανοποιήσουν τους πάντες. Γύρω μας δεν βλέπαμε πρόσωπα, παρά μόνο μάσκες πόνου και απόγνωσης. Κραυγές αγχωμένες που εκλιπαρούσαν για προτεραιότητα αναμειγνυόταν με επιφωνήματα και οι καυγάδες έξω από το ακτινολογικό είχαν φουντώσει. Είχε βρέξει και είχαν μαζευτεί και ένα σωρό ηλικιωμένοι από πεσίματα και αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τους ελαφρύτερα ασθενείς σε άλλο νοσοκομείο. Οι τραυματιοφορείς έβριζαν, οι νοσοκόμοι βλαστημούσαν και οι γιατροί ωρυόταν. Η Μικρασιατική καταστροφή πιθανότατα θα είχε γίνει με μεγαλύτερη τάξη. Σκυθρωποί παραγγείλαμε και η Μαρία με την Ελένη πεταχτήκαν ως την εκκλησία να ανάψουν ένα κερί. Ήμασταν φίλοι από το νηπιαγωγείο. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Ο Γιώργος ο ποδοσφαιριστής, ο Τάκης ο δικηγόρος, η Μαρία η νηπιαγωγός και η Ελένη το μοντέλο, εκκολαπτόμενη ηθοποιός, τραγουδίστρια, πρώην μπαλαρίνα. Η θηλυκή πλευρά του Γιώργου. Με αυτούς τους δυο δεν τρώγαμε ποτέ πόρτα σε κανένα μαγαζί.
Όλοι πίστευαν ότι αυτοί είχαν σχέση, εκείνοι όμως γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να πληγώσουν ο ένας τον άλλο και έμεναν μακριά από μια τέτοια προοπτική. Ο Γιώργος περίμενε να γυρίσουν τα κορίτσια και άρχισε να περιγράφει την σκηνή του ατυχήματος όπως την είδε στην τηλεόραση. Κατά τη γνώμη του ο υπέρβαρος για ποδοσφαιριστή φίλος μας πήγε αργά και χαλαρά πάνω στην μπάλα, ενώ δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς να κάνει και το αποφάσισε την τελευταία στιγμή, και αυτό του κόστισε τον τραυματισμό. Οι φίλες μας, που δεν καταλάβαιναν τη ποδοσφαιρική φλυαρία, ήταν βέβαιες ότι έφταιγε ο αντίπαλος. Μετά από πέντε λεπτά, που ο Γιώργος προσπαθούσε να τους μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του, η σκέψη μας πήγε στην επομένη μέρα. Είχαμε την εντύπωση ότι αυτή τη φορά δεν θα ξαναγυρνούσε στην ενεργό δράση. Είχε καταναλώσει αρκετές ευκαιρίες για να έχει άλλη μια και τώρα θα ήταν το κουτσό άλογο. Εκτός του ποδόσφαιρου δεν ήξερε κάτι να κάνει. Να πάει στο μανάβικο του πατέρα του φαινόταν δύσκολο. Ο ένας άνοιγε την ώρα που ο άλλος έκλεινε. Ο Τάκης μας διαβεβαίωσε ότι είχε λεφτά στην άκρη. Τον είχε εμπιστευτεί να του τα διαχειριστεί. Ότι έπαιρνε από τις μεταγραφές δεν τα ακουμπούσε, αλλά τους μισθούς τους εξανέμιζε αριστερά και δεξιά. Επισήμανα ότι αριστερά και δεξιά από τον φίλο μας ήταν πάντα κάποια γυναίκα ή κάποιο αυτοκίνητο.
Η Ελένη θυμήθηκε τότε που είχαμε πάει όλοι μαζί στο πάρτι ενός γνωστού του Γιώργου στο Πανόραμα. Φεύγοντας από εκεί ο αυτός σταμάτησε το αυτοκίνητο του μπροστά από ένα γιαπί που είχε θέα όλη την Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν περιφραγμένο γιατί είχαν ρίξει μόνο το μπετόν και δεν είχαν μεταφέρει άλλα υλικά. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και τότε ο Γιώργος είπε παιδιά ώρα για κατούρημα. Κοίταξε προς την πόλη και μας προέτρεψε να κάνουμε το ίδιο. Είχαμε στηθεί όλοι σε μια ευθεία και κάναμε την ανάγκη μας και τότε φώναξε θα σας πνίξουμε σαν τα ποντίκια. Ο Τάκης από τα γέλια αντί να βρέξει την πόλη λέρωσε το αριστερό του μπατζάκι. Κανείς δεν έχασε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξει την Ελένη. Η Μαρία θυμήθηκε τα πειράγματα ανάμεσα στην τελευταία και το Γιώργο, τα οποία είχαν υπαινιγμούς που στους εκτός της παρέας μας θα φαινόταν αισχροί, αλλά για εμάς ήταν το απαραίτητο αλατοπίπερο. Τότε που σε μια εκδρομή στο Λιτόχωρο, σε μια ταβέρνα ο Γιώργος είχε πιει κατά λάθος από το ποτήρι της Ελένης και εκείνη τον μάλωσε. Ανταπάντησε ότι από μικρός είχε αποκτήσει ανοσία σε πολλές ασθένειες φιλώντας γυναίκες. Έτσι δεν κινδύνευε από αυτές.
Ίσως εκείνος να μην κινδύνευε, αλλά εγώ και ο Τάκης όταν βρισκόμασταν κάπου μονοί με την Ελένη αισθανόμασταν ότι κινδυνεύουμε. Οι άνδρες μας κοιτούσαν με φθόνο. Οι γυναίκες μας κοιτούσαν με καχυποψία. Άλλοτε φαινόμασταν σαν σωματοφύλακες, άλλοτε σαν αδελφές. Μας είχαν αποκαλέσει τα χίλια μύρια και διασκεδάζαμε με αυτές τις εντυπώσεις. Κάποια στιγμή, αρχίσαμε να στήνουμε σκηνές οπού βάζαμε στοιχήματα για τις αντιδράσεις των άλλων. Δεν ξέρουμε πως τα αντιμετώπιζε όλα αυτά η Μαρία. Ήταν βέβαια στον αντίποδα ως χαρακτήρας, εσωστρεφής, ήσυχη και διακριτική. Αποτελούσε την ήρεμη δύναμη αυτής της παρέας και την φωνή της λογικής. Με την Ελένη ήθελες να πας στην κόλαση, αλλά με την Μαρία θα πήγαινες σε όλα τα υπόλοιπα μέρη. Θυμόμασταν τις μικρές μας στιγμές, αλλά δεν τολμούσαμε να κάνουμε οποιαδήποτε νύξη για το μέλλον. Έπρεπε να περιμένουμε το Γιώργο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μαρία έφυγε στην Κρήτη, οπού και παντρεύτηκε. Ο Τάκης είχε γίνει δικαστής και ήταν στην Αλεξανδρούπολη. Η Ελένη δούλευε στην Αθήνα. Ο Γιώργος ήταν προπονητής πλέον σε ακαδημία ποδόσφαιρου. Επικοινωνούσαμε μέσω Facebook κυρίως. Είχαμε βρεθεί στην βάφτιση της μικρής της Μαρίας και είχαμε γίνει τύφλα στο μεθύσι. Πρέπει να ντράπηκε πολύ για τους παλιούς της φίλους. Είχαμε καταλήξει σε μια παράλια να πετάμε βοτσαλάκια. Καλοντυμένοι και καθισμένοι στην άμμο κοιταζόμασταν να δούμε ποιος ήταν ο γνώριμος μπροστά μας, ποιος είχε αλλάξει λιγότερο, τι είχε απομείνει από το παρελθόν μας. Κάποια κιλά παραπάνω, κάποιες ρυτίδες και τόνοι αμηχανίας ανάμεσα μας. Η Ελένη είχε αρραβωνιαστεί και το γεγονός αποτέλεσε έκπληξη για όλους. Ο Γιώργος φάνηκε σαν να δέχτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα. Ο Τάκης είχε αποφασίσει να μείνει εργένης. Ήρθε και η Μαρία μαζί μας, αφού είχε ταχτοποιήσει την οικογένεια στο σπίτι της, και της μεταφέραμε τα νέα. Ο Γιώργος που καθόταν στη μέση με το χτυπημένο του πόδι τεντωμένο, χώριζε την παρέα σε άντρες και γυναίκες. Αυτή η ουλή που χώρισε την ζωή του ανάμεσα στη διασημότητα και τη αφάνεια, αυτό το σημάδι, που αφού χαράχτηκε στο σώμα του, αυλάκωσε και τη ψύχη του. Σας αγαπώ μας είπε και ας επικοινωνούσα μαζί σας λιγότερο από όλους. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την ευγνωμοσύνη μου που σας γνώρισα. Είμαι κάτι από αυτό που είστε και σας έχω πάντα μαζί μου. Είστε από τους ελάχιστους που έμειναν κοντά μου μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής μου καριέρας.
Το ξέσπασμα αυτό, τόσο αναπάντεχο και τόσο αταίριαστο με τον χαρακτήρα του Γιώργου, έφερε δάκρυα σε όλους μας. Όταν η Μαρία πρώτη βρήκε την αυτοκυριαρχία της, έβγαλε από μια τσάντα που είχε μαζί της ένα δοχείο με καφέ και πλαστικά ποτήρια. Τότε με τη βελούδινη μητρική φωνή της ρώτησε το Γιώργο πως τα πήγαινε με τα παιδιά. Ένα μεγάλο παιδί πως επιβάλλεται στα μικρά; Μπορεί; Φυσικά δεν τους φέρομαι σαν παιδιά, είπε ο Γιώργος. Τους φέρομαι όπως σε όλους. Βάζεις κανόνες λόγω θέσης, του προπονητή, κανόνες που ισχύουν για όλους και μετά δικαία ανταμείβεις και τιμωρείς κατά περίσταση. Διότι η υπάκουη δεν επιβάλετε. Είναι μια παραχώρηση που κάνουν τα παιδιά αφού τους κερδίσεις τον σεβασμό. Κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό βλέποντας ντοκιμαντέρ όταν έκανα αποθεραπεία. Έβλεπα τις αγέλες των ζώων και το πώς επέλεγαν τους ηγέτες τους και, επίσης, κατάλαβα ότι τα παιδιά τα μεγαλώνεις για να ζήσουν μονά τους. Γίνεσαι αρχηγός της ομάδας επειδή ξέρεις περισσότερο ποδόσφαιρο από εκείνα, αλλά απαιτείται αξιοκρατία, να θέτεις όρια συνύπαρξης, να θέτεις στόχους εφικτούς, να δίνεις ανταμοιβές και κίνητρο. Από την άλλη έχεις να ανταγωνιστείς τις προσδοκίες των γονέων και τις πιέσεις που εξασκούν στα παιδιά τους.
Όταν είναι μικρά οι γονείς τα ρωτούν πόσα γκολ έβαλες, εάν έκανες τριπλά, εάν βλέπουν γήπεδο και αλλά τέτοια όνειρα που έχουν στο μυαλό τους. Εάν δεν μάθεις να περπατάς πως θα τρέξεις; Το πρώτιστο είναι να μάθουν να ελέγχουν την μπάλα με τα πόδια, να την νιώθουν χωρίς να την κοιτούν. Μονό τότε θα βλέπουν συμπαίκτες και αντίπαλους και από εκεί και μετά θα αποκτήσει νόημα να τριπλάρουν και να πασάρουν. Παρενέβει η Μαρία, για να συμπληρώσει ότι το ίδιο γίνεται και στο σχολείο, οπού γονείς μάνατζερ επιθυμούν το παιδί τους να κτίσει το pedigree του προκειμένου να βρει αργότερα δουλειά. Να μπορέσει να μάθει αγγλικά και μια άλλη γλωσσά, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κυνηγώντας ότι χαρτί κατοχύρωσης γνώσης κυκλοφορεί, αγχωτικά, αδιαφορώντας για την ποιότητα της γνώσης καθαυτής. Μεγαλώνοντας τα παιδιά, είπε ο Γιώργος, εμείς, και πιθανότατα και οι δάσκαλοι, έχουμε να ανταγωνιστούμε το ιντερνέτ, διότι ένα παιδί από εκεί μαθαίνει ένα σωρό πράγματα και εμείς πρέπει να αντιπαρέλθουμε τα λάθη στην κατανόηση, την χρονική διαδοχή της γνώσης, διότι άλλο πράγμα είναι θεμιτό να ξέρει κάποιος στα οκτώ και άλλο στα δώδεκα του χρόνια, όπως και την αμφισβήτηση που πηγάζει από την γνώση αυτή. Επίσης υπάρχει μια έμμονη με τους σταρ και πραγματικά τα παιδιά προσπαθούν να τους μοιάσουν, όμως αυτό που έχει αλλάξει με την δίκη μας εποχή είναι αυτή η πίεση της επιτυχίας. Η άποψη ότι ο πρώτος είναι πρώτος και οι άλλοι τίποτε. Μα στον αθλητισμό σήμερα είσαι πρώτος και αύριο τρίτος, μεθαύριο δέκατος. Αυτό πρέπει να μάθει κανείς, να διαχειρίζεται νίκες και ήττες. Στην εποχή της ακρατής εμπορευματοποίησης του, όμως, ο αθλητισμός κατέστησε τη νίκη μονόδρομο. Τα παιδιά αντί να κλέβουν τεχνικές από τους σταρ κλέβουν νοοτροπίες. Θα πρέπει κανείς να είναι ηλίθιος για να θέλει το παιδί του να μου μοιάσει.
Η Ελένη κατέθεσε την δίκη της άποψη, ότι και στο χώρο της τέχνης βλέπεις αυτή τη εσπευσμένη προσπάθεια στην επίτευξη εμπορικής καταξίωσης. Παρακάμπτουν το πόνο της απόκτησης τεχνικής προκειμένου να συντομευόσουν τους χρόνους, αλλά δεν υπάρχει τέχνη χωρίς τεχνική. Όπως δεν αποκτά νόημα κανένα πόνημα εάν δεν έχει κάτι να κοινωνήσει, όση τεχνική και εάν εμπεριέχει, αποφάνθηκε ο Τάκης. Σαν δικηγόρος θα ξέρεις, άρχισαν τα πειράγματα. Να τας πεις στους σοφιστές συναδέλφους σου στην βουλή, του πέταξε η Μαρία. Δικαστής είμαι τώρα, αμύνθηκε. Από την άλλη τρωγόμαστε συνεχώς τι είναι εμπορικό και τι ποιοτικό σαν να είναι αντικρουόμενες έννοιες, υστερολόγησε η Ελένη. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στην μουσική, οπού το τελμάτωσαν το πράγμα και οι ποιοτικοί και οι εμπορικοί περιχαρακωμένοι από τα ταμπελάκια τους. Την πάρτη τους κοιτούσαν και οι μεν και οι δε. Όλα μπορούν να είναι τα πάντα και τίποτε. Όλοι μπορούν να γίνουν κάποιοι και κανένας. Τις ταμπέλες τις κολλάει ή η χρηστικότητα ή η αγάπη που τους έχεις. Οι πραγματικά μεγάλοι συνδυάζουν και τα δυο και το κάνουν με ιστορική συνεχεία και συνέπεια. Αυτό έμαθα εγώ, είπε ο Γιώργος. Ας δώσουμε χρόνο στα παιδιά και αυτός θα μας ανταμείψει με τους ήρωες του παρόντος και του μέλλοντος.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ποδήλατο

Ακόμη μια μέρα πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά. Αυτή την άτιμη την ανηφόρα. Μου βγάζει την ψύχη. Είναι καλυτέρα τώρα, καμία σχέση με τις πρώτες μέρες. Θυμάμαι με οδύνη τα πιασίματα. Το γαλακτικό οξύ στα πόδια μου ήταν περισσότερο από το αίμα. Έκανα τον ίδιο χρόνο που θα έκανα πεζοπόρος. Στις ανηφόρες περπατούσα σέρνοντας το ποδήλατο δίπλα μου. Έπαιρνα κουράγιο απ’ την πείνα μου και της οικογενείας μου. Ήμουν τυχερός που ένας φίλος μου βρήκε αυτή τη δουλειά. Τέσσερις ώρες την ημέρα, τρεις ημέρες την εβδομάδα για εκατό ευρώ το μήνα και μερικά οπωρικά. Ήταν όμως τριάντα χιλιόμετρα μακριά και το λεωφορείο δεν με βόλευε καθόλου. Μετά την κρίση είχαν βάλει δελτίο στα καύσιμα. Δεν υπήρχαν χρήματα για εισαγωγές. Εξαγόταν ότι είχε αξία και ότι χρήματα έβγαζε η χώρα πήγαιναν στις αποπληρωμές των δάνειων. Τα δρομολόγια ήταν σαν τις άγονες γραμμές. Δυο την ημέρα, ένα πήγαινε νωρίς το πρωί και ένα στο γυρισμό αργά το απόγευμα.
Τα αυτοκίνητα χάθηκαν από τους δρόμους όπως τα δόντια από το στόμα ενός υπερήλικα. Τώρα έβρισκες σκουριασμένα κουφάρια στις άκρες των πεζοδρόμιων. Στην αρχή τα ξήλωναν συμμορίες για τα μέταλλα και τα έδιναν σε παράνομα χυτήρια που έλεγχαν και μεταπουλούσαν το εμπόρευμα στην μαύρη. Τα δένδρα είχαν εξαφανιστεί από τους δρόμους. Τα έκοψαν οι περίοικοι προκειμένου να ζεσταθούν τους πρώτους χειμώνες. Πολλοί εγκαταλείψαν τις πόλεις και πήγαν στα χωριά καταγωγής τους. Άλλοι που δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια κατέλαβαν δημόσια γη και έφτιαξαν νέους οικισμούς. Άδειασαν αποθήκες από τα τρόφιμα, λεηλατηθήκαν σουπερ μάρκετ, έγινε επέμβαση του στρατού και για δύο χρόνια είχαμε άγαλμα στρατιωτικού καθεστώτος και κυβέρνησης συνασπισμού προκειμένου να μην εκδιωχτεί η χώρα από τη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ οι άλλοι χτυπούσαν τα σουπερμάρκετ με ένα φίλο μου είχαμε μπει σε μια αποθήκη ηλεκτρολογικού υλικού με ένα φορτηγό και πήραμε ηλιακούς θερμοσίφωνες, κυψέλες, καλώδια, βολτόμετρα, ένα υποσταθμό και λάμπες led. Μετά πήγαμε στη διπλανή με υδραυλικές εγκαταστάσεις και πήραμε αντλίες, ένα τρυπάνι, φίλτρα και διάφορα σίδερα. Τέλος από μια μάντρα με οικοδομικά υλικά πήραμε μονωτικά, ξυλεία, τσιμέντο, πέτρες και άμμο.
Γυρνώντας πίσω στην πολυκατοικία τα κατεβάσαμε όλα στο υπόγειο. Ενισχύσαμε την εξώπορτα με τα ξύλα και φτιάξαμε μπάρα πίσω της σαν να ήταν κάστρο. Καλύψαμε με τα μονωτικά τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών, ανεβάσαμε τους ηλιακούς θερμοσίφωνες και τους βάλαμε στην ταράτσα μαζί με τις κυψέλες των φωτοβολταϊκών, κατεβάσαμε σωληνώσεις και καλωδιώσεις στο υπόγειο μονώνοντας συγχρόνως. Συνδέσαμε αυτά σε ένα ηλεκτρικό πινάκα, ένα μικρό υποσταθμό και μια δεξαμενή νερού, ανάλογα με την χρήση τους. Γνωρίζαμε ότι υπήρχε νερό στο υπέδαφος και με το τρυπάνι, αφού αδειάσαμε μια αποθήκη σκάψαμε για να φτιάξουμε πηγάδι. Το βραδύ βγάζαμε τα χώματα με κουβάδες και τα πετούσαμε σε ένα διπλανό ρέμα. Τοποθετήθηκε η αντλία και τα φίλτρα. Κατεβάσαμε όλα τα ψυγεία στο υπόγειο. Ορίσαμε μια μαγείρισσα ανά μέρα για όλη τη πολυκατοικία, βάζοντας πρόγραμμα και τις ώρες συσσιτίου. Στην ταράτσα με τη ξυλεία φτιάξαμε σαν φράκτη ώστε να εμποδίσουμε την όραση προς τις εγκαταστάσεις μας. Φτιάξαμε γούρνες από τσιμέντο για να μαζεύουμε βρόχινο νερό και το στέλναμε και αυτό στο υπόγειο φιλτράροντας το. Σε μια άλλη δεξαμενή πλέναμε τα ρούχα. Αποσυνδεθήκαμε από τα δίκτυα κοινής ωφέλειας που είχαν εξελιχτεί σε εισπρακτικά μέσα.
Οι δουλειές ήταν λίγες και κακοπληρωμένες. Τα ταμεία πρόνοιας είχαν εκλείψει. Τα νοσοκομεία υπολειτουργούσαν. Οι άνθρωποι μετά το πρώτο σοκ άρχισαν να αυτοοργανώνονται σε ομάδες ανά γειτονιά. Έπειτα άρχισαν να βλέπουν την μεγαλύτερη εικόνα και πέρασαν σε επιτροπές συνοικιών και τέλος πόλεων που ερχόταν σε συνεννόηση με το στρατό που υποκαθιστούσε το κράτος. Στο τέλος συνδεθήκαν με τη κυβέρνηση και έλαβαν τη μορφή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έγινε έκκληση από το στρατό να δηλώσουν όσοι θέλουν να συμμετάσχουν ως υποψήφιοι σε επικείμενες εκλογές και έτσι μετά από δυο χρόνια αποκτήσαμε κανονική κυβέρνηση. Οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να επαναλειτουργήσουν. Συσπειρώθηκαν σε συνεταιρισμούς κατά κάποιο τρόπο, βάζοντας ο καθένας ότι του είχε μείνει, είτε ήταν φορτηγό, είτε κάποια αποθήκη, είτε υλικά που είχε καταφέρει να περισώσει. Τηλεοπτικά κανάλια είχαμε δυο. Ένα δημόσιο και ένα ιδιωτικό γερμανό – ιταλικών συμφερόντων. Εταιρείες τροφίμων, που δούλεψαν και αυτές στην αρχή με δελτίο, είχαμε δυο, μια ελληνική και μια γερμανό - γαλλική. Κάπως έτσι ήταν δομημένοι όλοι οι κλάδοι. Τα ξένα προϊόντα ήταν σχεδόν απλησίαστα για τους ελληνικούς μισθούς. Υπήρχε άνθιση μαύρης αγοράς σε διάφορα είδη και έξαρση στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Ήταν και τα δυο χειρίστης ποιότητας και υπήρχαν πολλά θύματα. Έβλεπες σβησμένους ανθρώπους σε εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ερείπιο ήταν πιο ετοιμόρροπο.
Με το ποδήλατο είχα χρόνο για να σκέπτομαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι που προσπαθούσαμε να κάνουμε δίαιτα με τη γυναικά μου και πριν ξεσπάσει η καταστροφή της είπα είμαστε τυχεροί που δεν τα καταφέραμε, τώρα θα κάνουμε δίαιτα έτσι και αλλιώς. Με κάτι τέτοια γελάμε τώρα. Με τις συγκρίσεις του σπάταλου εαυτού μας με το σήμερα. Το πώς εκείνος ο μακρινός συγγενής θα βίωνε το παρόν, εάν κάποιος τον φύτευε βιαία στη τωρινή κατάσταση. Στα γλέντια μας πετάμε τις πιστωτικές κάρτες και τις κάρτες αναλήψεως από τα ΑΤΜ αντί για χαρτοπετσέτες, μετά τις ξαναπαίρνουμε για το επόμενο. Έχουν έρθει στην μόδα οι ταινίες του Ιταλικού ρεαλισμού, ειδικά το Ladri di biciclette και Rosco ed i suoi fratelli. Μας έχουν κατακλείσει με ταινίες από τις BRIC. Για τις χώρες αυτές έχουμε και το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κίνημα αυτή τη στιγμή. Η Σιβηρία έχει γεμίσει Έλληνες. Από Οδησσό μέχρι Βλαδιβοστόκ βρίσκεις πλέον περισσότερα ελληνικά εστιατόρια από ότι στην ίδια την Ελλάδα. Ένας συρμός που ανταγωνίζεται τον υπερσιβηρικό. Το ιντερνέτ είναι το μοναδικό πράγμα που ποτέ δεν σταμάτησε να λειτούργει στη χώρα. Ήταν επικοινωνιακός μονόδρομος της εποχής μας. Μας έδενε και με τους αναρίθμητους μετανάστες.
Η Ευρώπη είχε καταρρακωθεί από την κρίση. Είχε διατηρήσει μια πολιτιστική έπαρση που προσπαθούσε να αντιτάξει στην εξ‘ ανατολών οικονομική ηγεμονία. Πρόβαλλε τα φτιασιδωμένα ιδεολογήματα της περί του ανθρώπου ως επίκεντρο και αντιτεινόταν στην ασέβεια των άπω ανατολιτών στην φύση, που έπρεπε να μείνει άσπιλη, ενώ εκείνοι την μεταχειριζόταν κατά το δοκούν. Προσπαθούσαν να ξεπεράσουν με τους κλασικούς συγγραφείς τα manga, τις cult ταινίες με τους ανθρώπους - όπλα και τους μεταλλαγμένους. Προειδοποιήσεις υπάρχουν πάντα, αλλά κατά βάση το παιχνίδι χάθηκε όταν η παράγωγη μετακινήθηκε ανατολικά. Αφού τους την φορτίσαμε, αρχίσαμε να τους κατηγορούμε για την μόλυνση στο περιβάλλον που προκαλούσαν. Όταν δυνάμωσαν αρκετά μας καπέλωσαν, πριν τους καπελώσουμε. Η διαδρομή του Marco Polo είχε αντιστραφεί. Τώρα καραβάνια Ινδών, Κινέζων και των γειτονικών τους λαών ερχόταν στην Ευρώπη μονό για τουρισμό. Όλη η ήπειρος ήταν ένα πάρκο αναψυχής, μια γιγαντία καρτ ποστάλ. Η Αμερική αντιστάθηκε περισσότερο, αλλά, απλώς έβαζε τα καραβάκια της σε μια μεγάλη μπανιερά, τον Ειρηνικό, και προσποιούταν ότι αυτό έχει κάποια σημασία. Τα πανεπιστήμια της Άπω Ανατολής είχαν απορροφήσει τους περισσότερους επιστήμονες του κόσμου και το κυριότερο προβάδισμα της τελευταίας δυτικής αυτοκρατορίας είχε υποσκελιστεί. Οι μισθοί σε όλο το κόσμο είχαν περίπου εξισωθεί. Η παγκοσμιοποίηση είχε νικήσει. Η ομογενοποίηση είχε επιτελεστεί και τα τελευταία πεδία διαμάχης ήταν για την Αφρική. Μετά την Αραβική άνοιξη, είχε έρθει η άνοιξη της υποσαχαρίας Αφρικής, που είχε ποτιστεί με τόσο αίμα που έκανε την έρημο να πρασινίσει. Τα σινο - ινδικά κεφάλαια είχαν κατακλίσει την ήπειρο αυτή, ολοκληρώνοντας τον κύκλο αντεκδίκησης των αποικιών έναντι των σταυροφόρων δυτικών. Αντί, όμως, να στείλουν τις βιομηχανίες τους εκεί, έστειλαν τα πανεπιστήμια τους και τις υπηρεσίες. Νέο πείραμα ξεκινούσε, νέα αποτελέσματα περιμένουμε.
Περνούσα έξω από ένα χωράφι με ηλίανθους και πάντα μου ερχόταν στο νου ο Βαν Γκονγκ. Θυμάμαι που έδειχνα στο γιο μου τη Καπελα Σιστίνα σε ένα βιβλίο και του εξηγούσα για το Μικελαντζελο και πως αυτός ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που ζωγράφισε ανθρώπους σαν ιπτάμενους να αποδράμουν από το βάρος της γης και εκείνος μου απάντησε ότι απλώς ζωγράφισε τον μπαμπά του Σούπερμαν. Αυτά ήταν πλέον τα ταξίδια μας. Από τα βιβλία, από τις φωτογραφίες και τις μουσικές. Στο ιντερνέτ δεν ταξιδεύεις, είσαι ήδη εκεί. Δεν φαντάζεσαι, γεύεσαι. Προχθές ήμασταν με κάτι φίλους και αναπολούσαμε τα παλιά μας τραπέζια, τις ταβέρνες, τα γυράδικα, τις πίτσες. Συγκρίναμε που φάγαμε το μεγαλύτερο ψαρί, που το ακριβότερο φιλέτο, που τη νοστιμότερη μακαρονάδα, πιο έδεσμα ήταν το πιο παράξενο, το πιο πρωτότυπο. Έλεγες ένα, εισέπραττες δυο και ανέβαινες σε ένα λεκτικό ποντάρισμα για τη δημιουργία εντυπώσεων, συγκρίναμε συνεχώς με βάση το μέγεθος και τελικά κάποια στιγμή αφού τα γαστρικά υγρά μας είχαν κατακλύσει και σφίχτηκαν τα στομάχια μας από την πείνα βάλαμε τα γέλια και αλληλομουντζωθήκαμε. Το γέλιο φέρνει μια χαλάρωση άνευ προηγούμενου, αλλά για την πείνα είχαμε ένα καλύτερο γιατρικό. Ο Πέτρος, που είχε φυτέψει πεπόνια στο μπαλκόνι του, είχε κρατήσει τους σπόρους και τους αλάτισε. Αφού φάγαμε τα σποριά ήπιαμε και δυο τρία ποτήρια νερό να φουσκώσει το πράγμα μέσα μας, να δέσει. Θυμηθήκαμε μια φράση από τον Καραγκιόζη που είχε πει γυναικά φέρε κρεμμύδια να φανέ τα παιδιά φρούτα και σωριαστήκαμε στο πάτωμα.
Όσοι πολιτεύτηκαν πριν την κρίση είχαν φύγει οι περισσότεροι . Ο καθένας για τον πολιτικό του παράδεισο που μας έταζε. Οι δεξιοί προς Αμερική, Αγγλία και Αυστραλία, οι σοσιαλιστές δυτικά και βόρεια για Αμερική και Ευρώπη. Οι πιο πονηροί από αυτούς Λατινική Αμερική. Οι άκρα δεξιοί και αυτοί Λάτιν, για να μην χαθεί το συναίσθημα. Οι άκρα αριστεροί έμειναν, καθότι δεν τους ήξερε κανένας. Από πολιτικούς αρχηγούς έμεινε μόνο η γραμματέας του ΚΚΕ. Δυστυχώς είχε υποστεί κάποια ασθένεια και δεν ήταν σε θέση πια να αντιληφτεί πλήρως την πραγματικότητα. Νόμιζε ότι είχε διαφύγει και αυτή στην Κουβά. Τον νοσοκόμο που την βοηθούσε τον φώναζε Μιγκέλ και τον έβαζε να ξεσκονίζει τις φωτογραφίες των ομοϊδεατών ηρώων που στόλιζαν την κρεβατοκάμαρα της. Η εικόνα που είχαν πλέον οι πόλεις μας ήταν όμοια με της Κουβάς του Κάστρο, του πρεσβύτερου αδελφού. Ήμασταν η χώρα της πατέντας. Όλα έμοιαζαν με κάτι από το παρελθόν, αλλά συγχρόνως είχαν και νέο σχήμα. Ήταν κολάζ από οποίο υλικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Η βιομηχανική μας παράγωγη μόλις που άρχιζε να παίρνει μπροστά. Στον Πειραιά είχε ξεκινήσει ένα εργοστάσιο από τους Κινέζους και στη Θεσσαλονίκη ένα άλλο από τους Ινδούς και οι πιο τυχεροί από τους συντοπίτες μας δούλευαν εκεί. Έφτιαχναν ηλεκτρικές συσκευές που απευθυνόταν στις αγορές της Αφρικής που ακόμη γοητευόταν από το Made in UE.
Έφτανα στη κατηφόρα και έβγαλα την εφημερίδα από το σακίδιο της πλάτης, άνοιξα το μπουφάν και την άπλωσα στο στήθος μου και το ξαναέκλεισα, για να προφυλαχτώ από την υγρασία. Τώρα που ήμουν στα εύκολα έβγαλα και ένα μήλο για να έχω δυνάμεις στην επομένη ανηφόρα. Βρισκόμασταν με άλλους συνταξιδιώτες ποδηλάτες στον περιφερειακό. Πλέον ήμασταν εμείς και τα φορτηγά. Αυτοκίνητα είχε μόνο ο στρατός και η αστυνομία που είχε ανασυγκροτηθεί. Μπαίναμε ο ένας πίσω από τον άλλο και αλλάζαμε επικεφαλή ανά τακτά διαστήματα. Μου ήρθαν εικόνες από τον Fausto Coppi και Gino Bartali και γύρος της Ιταλίας, ο γύρος της Γαλλίας και προπαντός ο γύρος της Φλάνδρα, οπού κυριολεκτικά πρέπει να έχεις μπάλες από ατσάλι, καθότι διεξάγεται σε πλακόστρωτο. Μπροστά μου ήταν ο Πέτρος και ετοιμαζόμασταν για την ανηφόρα. Γύρισε και μου χαμογέλασε η αδελφή, καθότι στο σημείο αυτό το γραναζωμα του ήταν καλύτερο από το δικό μου και μου ξέφευγε. Τώρα πια το φωνητικό μας εθνόσημο δεν ήταν ο μάλακας. Ήταν η αδελφή. Είχαμε αισθανθεί βιασμένοι και ατιμασμένοι από την κατάσταση που μας επιφύλαξαν και αποφασίσαμε να μην ξαναγινούμε ποτέ πια μάλακες. Έτσι υιοθετήσαμε το επιφώνημα της αδελφής που μας αντιπροσώπευε επακριβώς. Η αδελφότητα των guy αποδέχτηκε το γεγονός με ανοικτές αγγαλες και το μεγαλύτερο πανευρωπαϊκό gay parade διεξάγονταν πλέον στο καρναβάλι της Πάτρας. Οι πιο ξεφωνημένοι ντυνόταν πολιτικοί και ήξερες από την μάσκα που είχαν επιλέξει την χώρα καταγωγής τους.
Αγρία οργιά για αγρία αγόρια, αλλά ήταν άγριοι και οι καιροί. Στην τέχνη επικρατούσε το μαύρο χρώμα και το πορφυρό του βυζαντίου, που ευφημιστικά το ονομάζαμε έτσι, καθότι απλώς αντιπροσώπευε το αίμα του πρόσφατα σφαγμένου. Στο σχήμα είχαμε μια μίξη της ζωγραφικής των σπηλαίων με αφρικάνικες επιρροές, έντονα παχιά περιγράμματα και την επιβλητικότητα των φιγούρων του Μικελαντζελο. Την ανάδειξη ενός ανθρώπου που υποφέρει, αλλά αντιστέκεται ψυχικά. Ο κόσμος είχε βαρεθεί τα ιδεογράμματα των Η/Υ και την αθυροστομία των manga. Ήθελε λιτή γραφή και ήθελε και τέχνη σε ανθρωπινό μέγεθος, όχι υπερπαραγωγές. Ένας αιρετικός Βιετναμέζος ανερχόταν χρησιμοποιώντας ένα πράσινο της χολής μονοχρωματικά, φτιάχνοντας τις γραμμές του με τις στρώσεις της μπόγιας και τις διαβαθμίσεις της φωτεινότητας, εστιάζοντας στον εμετικό αποτροπιασμό της τωρινής κατάστασης. Κόντευα να ξεράσω από την προσπάθεια να πιάσω το Πέτρο. Τα πόδια μου ήταν σαν σίδερο, είχα σηκωθεί όρθιος στην σελά και είχα φέρει το βάρος όσο μπροστά μπορούσα. Τα χέρια μου βοηθούσαν επίσης και το ποδήλατο πήγαινε πέρα δωθε. Άτιμα γρανάζια που με εξουσιάζεται. Όταν αποκτήσω λίγα λεφτά θα σας αλλάξω. Φτάσαμε στην δουλειά και το αφεντικό μας είπε άδικα ήρθατε δεν σας χρειάζομαι, τελειώσαμε. Ο Πέτρος διαμαρτυρήθηκε που δεν πηρέ ένα τηλέφωνο, που δεν έστειλε ένα μήνυμα. Δεν πειράζει του είπα. Σπίτι έχω ένα γιο και μια κόρη, εννέα και δέκα χρονών. Και η γυναικά μου είναι ακόμη καλή. Εάν νιώσεις την ανάγκη να ρίξεις ένα μην διστάσεις. Είμαστε καλές αδελφές. Μας ζήτησε συγγνώμη και το έριξε στην συγκατάβαση. Του αντέτεινα ότι δεν μας νοιάζει, ένα γρανάζι ήταν και αυτός. Θα τον άλλαζα στην πρώτη ευκαιρία.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Τι έμαθα από την κρίση

Δεν υπήρχε τίποτε δωρεάν. Δηλαδή δεν είχα δωρεάν παιδεία ή δωρεάν υγεία. Απλώς εγώ που πλήρωνα φόρους, κρατήσεις και τα συναφή είχα προπληρωμένη παιδεία, υγεία και ου το καθεξής. Αυτοί που φοροδιαφεύγουν είχαν δωρεάν, καθώς και όσοι παρεισφρήσανε στο σύστημα άνευ καταβολής οβόλου. Εάν έκανα χρήση των υπηρεσιών αυτών ή εάν ήταν ικανοποιητικές το αφήνουμε για άλλη φορά.
Κανένα σωματείο δεν απεργεί για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, νέες επενδύσεις, νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Απεργούν για να μείνουν όλα όπως ήταν. Γιατί εγώ να συμπράξω μαζί τους, για να συνεχίσουν να με αφαιμάσσουν;
Εάν επισκεφτείς ένα πάμπτωχο σπίτι θα έχεις απαίτηση να φας αστακό; Πως οι συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι επιθυμούν να βρουν στο τραπέζι το ίδιο φιλέτο; Γίνεται να μείνουν όλοι τους στην κιβωτό του δημόσιου απαιτώντας την ιδία μερίδα φαγητό; Η μοιρασιά της πείνας γίνεται, δυστυχώς, με πείνα. Όσο και να θες να δεις το ποτήρι μισογεμάτο η κοιλιά σου θα γουργουρίσει.
Εάν ο σκύλος για τους δικούς του λογούς, συνήθως αναπαραγωγικούς (προκειμένου να μην παρεξηγηθεί η παρομοίωση δείτε το ως βιοποριστικούς ή / και ψυχαγωγικούς), αφήσει αφύλακτο το μαντρί φταίει ο κακός ο λύκος που δεν θα μείνει πρόβατο; Γιατί ταΐζει ο τσοπάνος τον σκύλο, για τα κουτάβια; Έφταιγε ο ιδιωτικός τομέας που ήταν αφύλακτο κάστρο το δημόσιο; Φταίνε οι φοροφυγάδες που υπάρχουν επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι; Μην αρχίσουμε το φαύλο κύκλο με τις τριγωνικές επιρρίψεις ευθυνών τύπου πόρνη – πελάτης – προαγωγός που αλλάζουν ρόλους συνεχώς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα μεταξύ τους. Ο δυνατός φταίει, δηλαδή το δημόσιο. Αυτοκαταστήθηκε αδύναμο.
Η δημόσια διοίκηση δεν ξέρει να ξεχωρίζει ποιότητες. Θέτει αριθμητικά κριτήρια. Απέλυσε ποτέ κανείς στον ιδιωτικό τομέα με παρόμοιο κριτήρια; Εάν δεν κανείς την δουλειά φεύγεις, εάν κανείς μένεις. Αυτό είναι το πρωταρχικό κριτήριο. Για πια αδικία μιλάμε; Αυτός που βάζει τα λεφτά, αυτός έχει το ρίσκο, αυτός και το κέρδος. Είναι δυνατό να βάζω τους πάντες στο ίδιο επίπεδο και να τσεκουρώνω αδιάκριτα; Τι βλακείες είναι η εφεδρεία και τα συναφή της θα φανεί τάχιστα. Άτομα που στέλνονται αδιακρίτως στον πάγκο περιμένοντας απόλυση ή στα χειμαζόμενα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ μέχρι πρότινος επιχειρήθηκε να μείνουν ενεργοί εργαζόμενοι.
Υπάρχει κοινωνική υποκρισία σχετικά με τις αμοιβές στο δημόσιο. Γίνεται να υπάρχει πλαφόν στις αμοιβές των ανώτατων δημοσίων υπάλληλων; Κατά την γνώμη μου όχι. Δεν βάζεις κάποιον να διαχειρίζεται δις πληρώνοντας τον με μονοψήφιες χιλιάδες. Εκτός του ότι δεν θα λάβεις την απαιτουμένη ποιότητα σε πρώτη παρουσία (πρόσληψη) και η συνεχεία θα είναι καταδικασμένα ανάλογη.
Όλα τα εισπρακτικά μετρά που πάρθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια είχαν μονό χαρακτήρα να αναχαιτίσουν την στατιστική εικόνα της χώρας. Κανένα από αυτά δεν απελευθέρωσε ούτε μια δημιουργική δύναμη της, τουναντίον κατέστησαν ανέφικτη ακόμη και την ελπίδα ανάδειξη της. Μπορεί να μου διαφεύγει κάτι, αλλά νομίζω ότι έχουμε καπιταλιστές με σοσιαλιστικό μανδύα που εφαρμόζουν μια διεστραμμένη κουμμουνιστική φαντασίωση. Απορρόφησαν όλο το χρήμα με μια μαύρη τρύπα και κοινωνικοποίησαν το δημόσιο πλούτο, ήτοι την πλήρη έλλειψη αυτού.
Είτε πτωχεύσει η χώρα είτε δεν πτωχεύσει το κόστος θα το πληρώσω εγώ. Πτωχεύει; Αποχαιρετώ κάποιες από τις τράπεζες μας, είτε γιατί θα φαλιρίσουν είτε γιατί θα εξαγοραστούν από το δημόσιο. Το ίδιο και με τις ασφαλιστικές εταιρείες. Για τα ταμεία πρόνοιας τα ξεχνάμε. Ραντεβού το Σεπτέμβρη με τις νέες ταινίες. Το κράτος αφού καταστεί φερέγγυο (πάλε με ποτέ με καιρούς) θα ξαναδανειστεί για να περισώσει ότι διασώζεται. Ο λογαριασμός στο πιάτο μου. Δεν πτωχεύει; Η φορολογική μέγγενη θα γίνει περισσότερο ασφυκτική μέχρι να βρεθεί το θάρρος να ανατραπούν νοοτροπίες και ιδεολογήματα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που καθιστούν την χώρα ανίκανη να παράγει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και να τους εφαρμόζει. Στο εννεάμηνο του 2011 η χώρα έχει έλλειμμα (δηλαδή από μηδέν χρέος τη πρωτοχρονιά του 2011 έως 30/9/2011) 19,163 δις. Για να ισοσκελιστεί θα έπρεπε να δώσει κάθε Έλληνας (ακόμη και μη φορολογούμενος) 1.916,30€. Εφόσον έχω 4μελη οικογένεια θα έπρεπε να δώσουμε έκτακτη εισφορά 7.665,20€. Χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο…
Εάν περίκοψες τους μισθούς των υπάλληλων πως θα έχεις φορολογικά έσοδα με τα σημερινά δεδομένα; Τι πόσο θα αντιστοιχεί σε κάθε ενεργό εργαζόμενο; Δεν εννοούμαι φυσικά αυτούς των εκ περιτροπής, μειωμένου οραρίου, κλπ. που απλώς αμβλυνουν την στατιστική της ανεργίας. Τους υπάλληλους πλήρους απασχόλησης θεωρούμε ως φορολογικούς στυλοβάτες αυτής της χώρας. Να βάλω τα δίπλα να τελειώνουμε. Συνταξιούχοι και πλήρους απασχόληση, χοντρικά, 15.000,00€ το κεφάλι. Συγγνώμη δεν προβλέψαμε ότι έχετε ανάγκες. Η χώρα, όμως θα σωθεί. Σας ευχαριστούμε.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Το Μηλοχώρι και το Αγγελοχώρι

Σε μια πράσινη πλαγιά οπού οι λόφοι έσβηναν στην θάλασσα φώλιαζε ανάμεσα τους το Μηλοχώρι. Πίσω από τους λόφους ήταν τα χωράφια του, στα ανατολικά του κάμπου η βιομηχανική του ζώνη, στην δυτική πλευρά οι στάβλοι. Στην παράλια δεξιά κοιτώντας την θάλασσα ήταν η ιχθυόσκαλα και αριστερά ήταν τα κέντρα διασκέδασης, οι χώροι άθλησης και η παράλια των λουόμενων. Υπήρχε και βιολογικός καθαρισμός λίγο πέρα από την ιχθυόσκαλα που την εξυπηρετούσε, καθώς και το χωριό με τη βιομηχανική της παράγωγη. Η φύση το είχε προικίσει με καλό κλίμα και είχε μακριά γεωργική παράδοση.
Μέχρι πρόσφατα δεν διακινούταν χρήματα στο Μηλοχώρι. Οι κάτοικοι είχαν την δίκη τους αποτίμηση των αγαθών και τα άλλαζαν μεταξύ τους αντί αμοιβής. Την άνοιξη μπορούσες να πληρώσεις με ένα κιλό φράουλες τον υδραυλικό, ενώ το χειμώνα με δυο κιλά μήλα. Με παγιωμένες από την παράδοση αμοιβές και βάσει των εκαστοτε αναγκών επέλεγε κανείς το επάγγελμα του. Δεν υπήρχε ραγδαία ανάπτυξη, αλλά δεν είχε ποτέ σημειωθεί και καταρράκωση του βιοτικού επίπεδου. Μια μέρα ο τυπογράφος του χωριού απεβίωσε και δημιουργήθηκε πρόβλημα, καθότι δεν είχε απογόνους και κανείς Μηλοχώριτης δεν γνώριζε την τέχνη του. Ο Δήμαρχος κάλεσε το συμβούλιο και αποφάσισαν να προσκαλέσουν κάποιον άλλο από την πόλη που σίγουρα θα της περίσσευαν.
Αφού επιλέχτηκε ο κατάλληλος, ενημερώθηκε για την ιδιαιτερότητα του χωριού έναντι της υπόλοιπης χώρας. Ο νέος τυπογράφος είδε μπροστά του πεδίον δόξης λαμπρόν. Τα μάτια του άστραψαν και σκοπός του ήταν να μεταλαμπαδεύσει την συσσωρευμένη γνώση του στο Μηλοχώρι προς ίδιον όφελος. Πριν εγκαταλείψει την πόλη αγόρασε νέο αυτοκίνητο με πολυτελή δερμάτινα καθίσματα, γυαλιστερά φιλέτα νίκελ περιμετρικά των παραθύρων και στις χειρολαβές, ζάντες δίχρωμες γκρι – ασήμι, φαρδιά λάστιχα, τετραπλή εξάτμιση, οκτακύλινδρο μοτέρ, άφθονα βαθιά ντεσιμπέλ, μεγάλο μήκος, μεγάλο φάρδος, σκούρα φάμε τζάμια. Έραψε ρούχα στους καλυτέρους των μόδιστρων για όλη την οικογένεια. Παρήγγειλε έπιπλα εισαγωγής από μασίφ ξύλα. Έφτασε πρώτα αυτός στο Μηλοχώρι με το αυτοκίνητο του και η εντύπωση που δημιούργησε στους συγχωριανούς του, πλέον, ήταν αντίστοιχα μεγαλόπρεπη με το όχημα του. Έπειτα από μια εβδομάδα, αφού επέλεξε σπίτι, ήρθαν τα φορτηγά με τα πράγματα του και αμέσως μετά και η υπόλοιπη οικογένεια.
Ήταν οι πιο καλοντυμένοι στο Μηλοχώρι και όλοι ήθελαν να τους γνωρίσουν. Οι γυναίκες ήθελαν να μοιάσουν στην νέα κυρία, τα παιδιά τους στα παιδιά της, τα σπίτια τους στο σπίτι της, τα αυτοκίνητα τους στο δικό της. Αφού εκτυπώθηκαν τα βιβλία για το σχολείο και τα φυλλάδια της εκκλησιάς και του δημαρχείου ο τυπογράφος αντί αμοιβής πρότεινε στο δήμαρχο την υιοθέτηση τοπικού νομίσματος που θα εκτύπωνε αυτός, το οποίο θα είχε αντίκρισμα στις επιδοτήσεις του δήμου από την κεντρική εξουσία της χώρας που συσσωρευόταν στα ταμεία του δήμου τόσα χρόνια και τα αποταμίευαν. Θα ίδρυαν και μια τράπεζα καλώντας ένα γνωστό τραπεζίτη του τυπογράφου στο Μηλοχώρι. Ελέγχοντας το χρήμα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την συνεχή επανεκλογή του δήμαρχου.
Ο τοπικός άρχοντας είδε με καλό μάτι την προοπτική αυτή και επηρέασε το δημοτικό συμβούλιο ώστε να αποφασιστεί η δημιουργία νομίσματος και τράπεζας στο χωριό τους. Ορίστηκε η αναλογία με τα αποθεματικά του δήμου και το νόμισμα της χώρας στο ένα προς ένα. Ο Τραπεζίτης μετά από λίγο καιρό ίδρυσε και το χρηματιστήριο του χωριού, ενώ ο τυπογράφος έγινε μεγαλοεκδότης, καναλάρχης και επεκτάθηκε και στις μεταφορές. Ασχολήθηκε με τις διαφημίσεις και προέβαλε ένα πολιτιστικό μοντέλο από τα μέσα του που σαν δούρειος ίππος προωθούσε την κατανάλωση προκειμένου να επωφεληθούν οι πελάτες του και αργότερα το κατέστησε εξαγώγιμο προϊόν. Μετέτρεψαν τις τιμές από είδος σε νομισματική αξία αυθαίρετα και άφησαν τις δυνάμεις της αγοράς να αποφασίσουν για την πορεία τους. Έτσι ο καθένας κρίνοντας εκ πεποιθήσεως απαιτούσε και περισσότερα. Οι τιμές σύντομα φούσκωσαν και τότε άρχισαν τα δάνεια προκειμένου να καλυφτούν οι ανάγκες των χωρικών. Η τηλεόραση τους μετέδωσε ένα τρόπο ζωής που δεν γνώριζαν, αλλά για ένα παράξενο προς αυτούς λόγο επιθυμούσαν και προκειμένου να τον αποκτήσουν κατέφυγαν σε μεγαλύτερο δανεισμό.
Ο δήμος προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία στο ένα προς ένα με το νόμισμα της χώρας και να μην υπάρξει διαταραχή με την οικονομική του σχέση με αυτή, προεβει σε δανεισμό ώστε να συντηρήσει τα αποθεματικά του στο απαιτούμενο ύψος. Τα αποθηκευμένα αγαθά του Μηλοχωρίου ήταν επαρκή και καθότι σημειώθηκε αύξηση της ζήτησης αυτών στην υπόλοιπη χώρα παρατηρήθηκε αύξηση των οικονομικών δεικτών στο χωριό. Το χρηματιστήριο πηρέ φωτιά και οι νέοι του χωριού δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις δουλειές. Χτίστηκαν νέοι οικισμοί κοντά στην βιομηχανική ζώνη ώστε να έρθει νέο προσωπικό. Η αισιοδοξία ήταν διάχυτη και παρότι ο δήμος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί με την ίδια ταχύτητα στις νέες απαιτήσεις υποδομών κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτό, παρά μόνο αφήναν τις εκκρεμότητες για το απώτερο μέλλον προκειμένου να επικεντρωθούν στο κερδοφόρο παρόν. Πίστευαν ότι αυτή η ευημερία θα διαρκέσει εις το διηνεκές και το χρήμα θα μπορέσει να λύσει ότι πρόβλημα προκύψει.
Στη τράπεζα παρουσιαζόταν συνεχώς νέα προϊόντα με τα πιο απίθανα σενάρια κέρδους. Ένα από τα πιο ευφάνταστα ανέφερε ότι εάν η ανακύκλωση λυμάτων ανά ώρα στον βιολογικό καθαρισμό αυξανόταν μεταξύ 8:00-16:00 κατά 5% και συγχρόνως η μετοχή της εταιρείας Ύδρευσης & Αποχέτευσης επιτύγχανε αύξηση 3%, εκτός της δεκαπενθήμερης περιόδου των σχολικών διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, θα δινόταν στον επενδύτη κέρδος 2%. Μονό που η εν λόγω εταιρεία χρησιμοποιούσε το βραδινό τιμολόγιο και κατά την ημέρα αποστράγγιζε τα ύδατα και τα επεξεργαζόταν το βραδύ. Έτσι ενώ η μετοχή της είχε εκτοξευτεί στα ύψη, χάρη και στην ύπαρξη αυτού του επενδυτικού προγράμματος κανένας επενδυτής δεν αποκόμισε κέρδη γιατί δεν εκπληρώθηκε ποτέ το πρώτο μισό των προαπαιτούμενων προδιαγραφών της επένδυσης. Επίσης δινόταν αφειδώς στεγαστικά δάνεια στους εποίκους, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις.
Έπειτα φτιαχτήκαν πακέτα που περιελάμβαναν τα επενδυτικά προγράμματα αυτά και τα δάνεια σε διάφορα ποσοστά συμμετοχής, και αλλά επ’ αυτών, ένα είδος πακέτο στο πακέτο. Το Μηλοχώρι έγινε ένα ατελείωτο χαρτοβασίλειο και σταμάτησε να κινείται οποιοδήποτε υλικό αγαθό και νόμισμα, παρά μονό πιστώσεις και χρεώσεις που πηγαινοερχόταν από χέρι σε χέρι μέσα στο χρηματιστήριο. Όλοι νόμιζαν ότι είχαν απεριόριστα χρήματα και δανειζόταν ασύστολα. Τα πάρτι, οι αγαθοεργίες, οι εκδρομές, τα εγκαίνια εμπορικών κέντρων, οι συνάψεις συνεργασιών ήταν στην καθημερινή βάση. Ο αντιδήμαρχος ζηλεύοντας την δόξα που απολάμβανε ο ανώτερος του αποφάσισε να διεκδικήσει το δημαρχικό θώκο και ασπαζόμενος ως πολιτικό σύνθημα την αυτονόμηση του Μηλοχωρίου από την υπόλοιπη χώρα εξασφάλισε την εύνοια του τραπεζίτη. Πίστευαν ότι η αναλογία ένα προς ένα ανάμεσα στο τοπικό νόμισμα και αυτό της χώρας τους έπεφτε στενή και ήθελαν να υπερτιμηθεί το δικό έναντι αυτού της χώρας, που κρατούσε κατά κάποιο τρόπο το Μηλοχώρι δέσμιο της. Ο τραπεζίτης έλπιζε έτσι να αποπληρώσει τα υποτιμημένα πλέον δάνεια που είχε λάβει και μετά να ανοίξει την επιχείρηση του και στο εξωτερικό. Ο πρώην τυπογράφος και νυν καναλάρχης κατάλαβε προς τα πού κινούταν ο ανταγωνισμός και για να μην μείνει από έξω προσεταιρίστηκε την ιδέα τους θέτοντας τα μέσα εν-ημέρωσης στον κοινό σκοπό.
Μια μέρα μετά από την δημόσια εμφάνιση της πρότασης τους το κράτος έστειλε τελεσίγραφο στον δήμο ότι απαιτούσε τα χρήματα που του είχε δανείσει προκειμένου να μπορέσει αυτός να ανεξαρτητοποιηθεί. Ο δήμαρχος παρασυρμένος από την γενικευμένη ευμάρεια είχε προσεταιριστεί μέρος της αντίπαλης ιδεολογίας και αποφάσισε να στείλει πίσω τα χρήματα που είχε δανειστεί, εμμένοντας στον στόχο της αυτονόμησης. Απέσυρε τα λεφτά αυτά από την τράπεζα και κατάφερε να σβήσει το πόσο που αφορούσε το κεφάλαιο. Δυστυχώς όμως παρέμεναν οι τόκοι. Η τράπεζα υπέστη σοκ και έμεινε χωρίς επαρκή αποθεματικά. Από την στιγμή που κάποιοι εκ των επιφανέστερων οικονομικά πελατών της απέσυραν και αυτοί με την σειρά τους τα λεφτά τους προκειμένου να τα καταθέσουν σε τράπεζα της υπόλοιπης χώρας, έμεινε περαιτέρω εκτεθειμένη σε μια πρωτοφανή εισροή αιτήσεων ρευστοποίησης των μετοχών της και των επενδυτικών της προγραμμάτων. Το χαρτοβασίλειο του Μηλοχωρίου κατέρρευσε σε λίγες μέρες και η τράπεζα μετά από βιαία επεισόδια που σημειωθήκαν στον περίγυρο της ανέστειλε την λειτουργία της.
Άλλες τράπεζες συνδεδεμένες μαζί της έστελναν τελεσίγραφα αποπληρωμής τους και καθότι η κεντρική κυβέρνηση της χώρας ήθελε να παραδειγματίσει τους πάντες, την άφησε να χρεοκοπήσει. Οι κάτοικοι του Μηλοχωρίου προσπάθησαν να κατανοήσουν τα μελλούμενα, αλλά οι δημεύσεις περιουσιών, οι δημοπρασίες, η μετανάστευση, η ερήμωση των νεόκτιστων περιοχών, τα βιομηχανικά κουφάρια ήταν το παρόν τους. Με αποτέλεσμα την κοινωνική αναταραχή και τις συγκρούσεις. Η ερήμωση που είχε επέλθει στην επαρχία από την εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων σε ολιγοπώλια έπνιξε κάθε ελπίδα ορθοπόδησης. Οι μισθοί εξανεμίστηκαν και η εγκληματικότητα έσπασε κάθε ρεκόρ. Η κρίση εξαπλώθηκε σαν τα κύματα στην λίμνη. Αφού έσκασε το βότσαλο η χώρα σαρώθηκε από απελπισμένες κινήσεις δύσπιστων επενδυτών οι οποίοι παρέσερναν σαν χιονοστιβάδα ο ένας τον άλλο σε αναλήψεις και ρευστοποιήσεις. Η κεντρική τράπεζα της χώρας για να σταματήσει τον κατήφορο προσπάθησε να εμφυσήσει εκ νέου εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και εξαγόρασε τις προβληματικές τράπεζες, ωσότου αυτές ορθοποδήσουν, με σκοπό να τις πουλήσει όταν εξυγιανθούν, προκειμένου να επαναεισπράξει την αρχική της τοποθέτηση ή και να κερδίσει επ’ αυτής.
Τα απόνερα έμοιαζε να κοπάζουν και σε μια άλλη χώρα μακριά από το Μηλοχώρι υπήρχε ένα μικρό χωριό με ανυπότακτους κατοίκους, πάντα έτοιμους για καυγά, οι οποίοι συνέχιζαν μια μακρόχρονη πολιτική παράδοση, δηλαδή την ατέρμονη διύλιση του κώνωπα, προκειμένου να μην διαταραχτεί η ισορροπία της εξουσίας. Όλα τα είχαν υπό την επίβλεψη τους οικογενειακές κάστες και όσοι ήταν έξω από αυτές είτε προσέτρεχαν μέσω γνωριμιών να επωφεληθούν είτε δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και συνεχώς τους απομυζούσαν.
Στο Αγγελοχώρι οι προύχοντες έστηναν συνεχώς γιορτές και σαν τον τζίτζικα κοιτούσαν τα μυρμήγκια να δουλεύουν. Τους καλοθελητές τους βόλευαν κοντά τους και τους υπόλοιπους απλώς τους καθιστούσαν ανώδυνους. Η παράγωγη αυτής της χώρας ήταν μηδαμινή και η κοινωνική της ηρεμία βασιζόταν σε δημόσιο δανεισμό και αντίστοιχες δαπάνες. Είχε σχηματίσει συν το χρόνο ένας ιστός αλληλοσυγκαλυμμένων ενοχών και κανείς δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να σπάσει τα δεσμά του φοβούμενος το άλμα στο κενό. Οι Αγγελοχώριτες μάλωναν συνεχώς μεταξύ τους για τα πιο μικρά πράγματα, μα ποτέ δεν άγγιζαν τα μεγάλα. Είχαν βάλει την πίτα με τα δανεικά στη μέση και τσιμπούσαν ο καθένας ότι μπορούσε και ότι προλάβαινε. Έχοντας μακρόχρονη ιστορία πίσω τους ένιωθαν ότι είχαν εξασφαλισμένη την μακροζωία και ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν εις το διηνεκές να διάγουν το βίο τους ανενόχλητοι από τους υπόλοιπους λιγότερο προικισμένους όσο αναφορά την πολιτιστική κληρονομία.
Το Αγγελοχώρι πριν από μερικά χρόνια είχε συνασπίσει με αρκετά αλλά γειτνιάζοντα χώρια μια οικονομική ένωση. Μέτα από διάφορα χρόνια που οι οικισμοί αυτοί μάλωναν μεταξύ τους για τα χωράφια και για τα ποταμιά με τις θάλασσες χρησιμοποιώντας σαν πρόφαση τα πιστεύω τους, αποφάσισαν ότι μαζί ήταν ισχυρότεροι. Δυστυχώς είχαν κουβαλήσει και κάποιες από τις βαθιά ριζωμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις τους και για να ανταπεξέλθουν αυτών των αγκυλώσεων έφτιαξαν ένα γραφειοκρατικό μεγαθήριο που φαινομενικά θα έλεγχε κεντρικά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των χωριών μεταξύ τους και προς και από την ένωση. Όρισαν κοινό νόμισμα και έθεσαν κανόνες. Το χρήμα έτρεξε άφθονο και στο Αγγελοχώρι βρεθήκαν με μια δύναμη πρωτόγνωρη στα χέρια. Αντί να συμμαζέψουν τα προηγούμενα λάθη και να κοιτάξουν μπροστά, σαν καλή νοικοκυρά, σήκωσαν το χαλί και έβαλαν τα σκουπίδια από κάτω. Κάθισαν πάνω στο βουνό που αυτά είχαν σχηματίσει και ονειρευόταν ότι ήταν στο μαγικό χαλί και πετούσαν.
Χαρές και εδώ το χρηματιστήριο. Μια το Μηλοχώρι, δυο εμείς, τρεις το Μηλοχώρι, τέσσερις εμείς. Χαρά στην χαρά, χέρι με χέρι, μαζί στην άνοδο μαζί στην κατηφόρα. Όταν αυτοί που έδιναν τα χρήματα της χαράς ζήτησαν το λογαριασμό ανακάλυψαν ότι καμία τράπεζα της ένωσης δεν ήταν φερέγγυα, αλλά δεν μπορούσαν να ξεδοντιαστούν από μονοί τους, οι πιστωτές και οι τράπεζες ήταν κολλητοί. Ζήτησαν λοιπόν τα λεφτά από τα χωριά. Αυτά που δεν χρωστούσαν πέρασαν σε άμυνα και άφησαν τα οικονομικώς αφελή εκτεθειμένα. Επί της ουσίας η ένωση ήταν πιο χαλαρή από όσο τα χρεωμένα χωριά επιθυμούσαν. Τα χρέη ήταν ασύνδετα μεταξύ τους και οι λογαριασμοί έφτασαν μεμονωμένα στον καθένα. Το Αγγελοχώρι ήταν στη δυστυχέστερη κατάσταση και έτσι βγήκε πρώτο μπροστά και παραδόθηκε εις βορά της χλεύης των γειτόνων του. Σαν τα μικρά παιδιά που έχουν πάρει όλα μέρος στην ζαβολιά αλλά ξεμπροστιάζουν τον μικρότερο ή τον ασθενέστερο ή τον αφελέστερο. Το Αγγελοχώρι είχε και τους τρεις χαρακτηρισμούς. Ανήμπορο να αντιδράσει παραδόθηκε αμάχητη στη μοίρα που οι υπόλοιποι του ετοίμασαν.
Σαν πειραματόζωο κάθισε υπάκουα και φοβισμένα να υποστεί την γιατρειά του. Ήρθαν από όλα τα μέρη του κόσμου να συνδράμουν με τις γνώσεις τους χειροπρακτικοί, φυσιοδίφες, αλχημιστές, μαμές, νοσοκόμες, ιατροί και ψυχίατροι. Δέκα διαφορετικές φόρμουλες ανάπτυξαν και κράτησαν μονό αυτές που δεν θα είχαν παρενεργείας και στα υπόλοιπα χωριά και κράτη. Η ασθένεια όμως δεν ήταν περιορισμένη στο Αγγελοχώρι, δεν ήταν ένα απλό κρυολόγημα, ήταν ένας ιός σαρωτικός. Το Αγγελοχώρι είχε κολλήσει τελευταίο, αποφάσισαν να το θεραπευόσουν πρώτο. Επειδή, όμως ήταν και το μικρότερο, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι εάν η θεραπεία αποτύχει σε αυτό δεν θα μπορέσουν θεραπευτούν ποτέ οι μεγάλοι και άρχισαν να τρέμουν από το κακό που μας βρήκε όλους. Έτσι το Αγγελοχώρι έγινε το παγκόσμιο στοίχημα.
Το σώμα του αποδείχτηκε αδύναμο. Είχε μια μυϊκή ατονία από το παρατεταμένο καθισιό που έκανε το σαλιγκάρι να μοιάζει με δεκαθλητή. Είχε την δύναμη μιας μύγας και προσπαθούσε να σηκώσει ένα βουνό. Τα εγκεφαλικά του κύτταρα είχαν ατροφήσει από τη χρόνια αναβλητικότητα και τα αντανακλαστικά του ήταν ένα βήμα πριν την ακινησία. Το ανοσοποιητικό του σύστημα παραδομένο στην διαφθορά δεν μπορούσε να αντιδράσει σε καμία κακόβουλη εισβολή. Αντιθέτως στράφηκε κατά του ιδίου του εαυτού και παραδομένο στις τύψεις για το ανέμελο παρελθόν του άρχισε να κατασπαράζει τις σάρκες του. Τα υπόλοιπα χωριά ένιωσαν μια κάποια συμπόνια για το άδοξο τέλος του τρελού του χωριού. Μέτα από ένα κακόγουστο αστείο που κράτησε περισσότερο από όσο έπρεπε οι συγχωριανοί ανακάλυψαν ότι ασθενούσαν και αυτοί και ότι έπρεπε να δοθεί ολική γιατρειά. Το Αγγελοχώρι είχε πιει το πιο πικρό ποτήρι, ημίτρελο και σχεδόν απόβλητο από την ένωση έμεινε μαζί της μέχρι τα βαθιά γεράματα. Για μερικούς ποτέ δεν ανέκαμψε, για άλλους επανήλθε υγιέστερο και δυνατότερο. Το μονό όμως που έχει σημασία είναι τι εστί Αγγελοχώρι για τους δικούς του ανθρώπους και αυτό ακόμη δεν μας το έχουν πει.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Διαζύγιο

Κατέβαινε στο κέντρο με το λεωφορείο. Πριν από μερικά χρόνια θα είχε πάρει το αυτοκίνητο. Κάποτε το έβαζε σε παρκινγκ. Αργότερα το άφηνε έξω. Πρόσεχε να είναι απόμερα. Εάν κάποιο αυτοκίνητο είχε κλίση κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα την έπαιρνε και την έβαζε στο δικό του. Επιστρέφοντας την επανατοποθετούσε στον πρότερο παραβάτη, εφόσον ήταν ακόμη εκεί, διαφορετικά την πετούσε. Τώρα το αμάξι του το είχε κατασχέσει η τράπεζα. Ευτυχώς δεν είχε πολλές δόσεις υπόλοιπο και βρήκε ένα ξαδέρφη του να το αγοράσει στον πλειστηριασμό ώστε να μην χρεωστάει κάποιο υπόλοιπο. Σε λίγο θα έφτανε στο γραφείο του δικηγόρου. Η γυναικά του δεν ήταν εκεί. Ο πεθερός του είχε πληρώσει για να βγει το διαζύγιο και είχαν κοινό δικηγόρο. Περίμενε στωικά να λάβει τέλος και αυτή η διαδικασία.
Χτύπησε το κινητό του που το είχε μετατρέψει σε καρτοτηλέφωνο. Είχε τέσσερις μήνες να βάλει κάρτα. Ήταν από άλλη τράπεζα και τον έπαιρναν για μια επιταγή που είχε σφραγιστεί. Έπρεπε να τελειώσει όλες τις εκκρεμότητες σήμερα που δεν είχε δουλειά. Τους είπε ότι θα περνούσε από το υποκατάστημα να βάλει τα χρήματα μέχρι το μεσημέρι. Δούλεψε μια εβδομάδα στην κρεαταγορά στις γιορτές και είχε το αναγκαίο υπόλοιπο. Με αυτό τον τρόπο θα έκλεινε το παρελθόν με το κατάστημα ψιλικών που διατηρούσε σαν δεύτερη δουλειά, όταν είχε πρώτη. Το πρωί η γυναίκα του και από το απόγευμα αυτός και έπειτα μόνο αυτός. Είχαν πουλήσει κοψοχρονιά ένα οικόπεδο που τους είχε αφήσει η μάνα του στο χωρίο για να κλείσουν με τους προμηθευτές και τα δημόσιο. Τέλειωσε κατά το μεσημέρι και καθώς προλάβαινε την τράπεζα πετάχτηκε από τον ΟΑΕΔ. Η ουρά τον τρόμαξε και έφυγε.
Έμενε στο πατρικό του με την μητέρα του. Κοιμόταν ξανά στο δωμάτιο του, που είχε μείνει απαράλλακτο από τα εφηβικά του χρόνια. Ακόμη και τα σεντόνια ήταν τα ιδία. Αναρωτιόταν πως γίνεται όταν ήταν φοιτητής τα χρήματα να του φτάνουν και όταν δούλευε να μην περισσεύει σάλιο. Κοιτούσε τις αφίσες που είχαν μείνει στους τοίχους να του θυμίζουν τα ινδάλματα και τα όνειρα ενός απόμακρου παρελθόντος. Κάποτε έπρεπε να γίνει η αποκαθήλωση. Καλυτέρα πριν από το Πάσχα, γιατί εάν ξαναποκτήσει η δουλειά της Κρεαταγοράς που να βρει το κουράγιο για τέτοια νοικοκυρέματα. Πήγε σε ένα ιντερνέτ καφέ που το έχει ένα φίλος του από το στρατό και έπινε καφέ τζάμπα, έμπαινε στο ιντερνέτ και έψαχνε για δουλειά. Του τηλεφώνησε η πρώην πλέον σύζυγος του και του ζήτησε να πάει τον μικρό στο ποδόσφαιρο γιατί της είχαν αλλάξει την βάρδια στην νέα της δουλειά.
Έδωσε μια μονολεκτική κατάφαση και από μέσα του έσυρε τα χίλια μύρια. Δε με χέει το κωλοσοϊ σου πουτ… που φαγωθήκατε να χωρίσουμε επειδή πέσαμε έξω οικονομικά και σας έτρωγα τα λεφτά και τώρα πρέπει να ξαναδώ τον τρύπιο τον πεθερό μου και να του αφήσω το παιδί; Σας γ… πατόκορφα ψ… αρπάχτρες. Χωρίσαμε μωροί καρ… και με πηρές δυο ώρες μετά για θελήματα; Συνενωτικό διαζύγιο και του κάλου τα εννιάμερα. Η πουτ… τα έχει με το αφεντικό της εδώ και ένα χρόνο. Για αυτό την κράτησε στην δουλειά, γιατί έχει προσόντα. Να η βάρδια που έχει παλιομα… πεθερέ. Σου σκίζουν το παιδί καρ… Τον σακάτη τον πρώην στρατιωτικό και την βλαμμένη την μάνα της που να τους εμπιστευτεί να πάρουν το παιδί η ρουφούν. Συνέχισε να απαγγέλει ποίηση καθώς πήγαινε με τα πόδια στο παλιό τους σπίτι. Ο κόσμος τον κοιτούσε έτσι αναψοκοκκινισμένο να βρίζει και άνοιγε μπροστά του σαν την Ερυθρά Θάλασσα. Έφτασε και χτύπησε το κουδούνι. Φώναξε «στείλε τον κάτω» με το που αντιλήφθητε τον θόρυβο του ακουστικού. Θα μπορούσε να τον ακούσει στον τρίτο που έμεναν και χωρίς να το έχει σηκώσει. Κάποιοι γείτονες βγήκαν στο μπαλκόνι να δουν από πού ήρθε η φωνή.
Όταν είδε το παιδί το αγκάλιασε σαν να είχαν χρόνια να συναντηθούν. Τι κρίμα να της μοιάζει σκέφτηκε. Τον πήρε σπίτι του και του έδωσε ρούχα που είχε αφήσει ο αδελφός του εκεί από τα παιδιά του που ήταν μεγαλύτερα. Τον έβαλε να κοιμηθεί στο δικό του κρεβάτι και αυτός πήγε στο σαλόνι. Μάλωσε με την μάνα του γιατί πήρε το παιδί και για την φασαρία που θα ξεκινούσε, για τον κίνδυνο να μη το ξαναδεί. Ο μικρός ξύπνησε και πήρε το μέρος της γιαγιάς. Σάστισε και βγήκε από το σπίτι, αφήνοντας μονούς γιαγιά και εγγονό, και πήγε σε μπαρ. Έκανε μερικά μεροκάματα εκεί όταν είχε κόσμο τα Σάββατα και σε μια ταβέρνα τις Κυριακές. Του κέρασαν το ποτό και άναψε τσιγάρο μετά από δέκα τρία χρόνια. Είδε ένα παλιό του φίλο, ρεμάλι, έκαναν παρέα στην εφηβεία. Τους είχε χωρίσει η μάνα του, για να μπορέσει να περάσει στο πανεπιστήμιο, στέλνοντας τον σε άλλο σχολείο. Κάθισαν μαζί και άρχισαν να καπνίζουν μαύρο.
Γυρνώντας σπίτι μέσα στην παραζάλη δεν κατάλαβε ότι το περιπολικό είχε έρθει για τον ίδιο. Με το που πήγε να μπει στο σπίτι βγήκαν δυο αστυνομικοί και η πρώην σύζυγος του από το αυτοκίνητο και τον συνέλαβαν. Στο τμήμα κατάλαβαν ότι βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών και τον έχωσαν μέσα για ένα βραδύ. Του πήραν αποτυπώματα και την άλλη μέρα του έκαναν συστάσεις και για το παιδί και για τις κακές συνήθειες που είχε αποκτήσει τις οποίες και τις οποίες επανέλαβαν λιγότερο δεικτικά παρουσία και του δικηγόρου τους. Το βραδύ γύρισε στο ίδιο μπαρ για δουλειά. Ο παλιός του φίλος έμαθε τα γεγονότα και τον πηρέ στο ψιλό. Νεύριασε και τον χτύπησε με το δίσκο. Έχασε σε μια στιγμή δουλειά, φίλιες, την κηδεμονία του παιδιού και τέσσερις μήνες στην φυλακή. Εκεί έμαθε νέα κόλπα και βγήκε έτοιμος στην κοινωνία για να της ανταποδώσει την καλοσύνη που του είχε επιδείξει.

O παππούς

Μπήκα στην τουαλέτα κατά λάθος και είδα το χέρι του να απλώνει στα μαλλιά του την οδοντόκρεμα. Με κοίταξε θυμωμένα και με μάλωσε για την πρωινή αγένεια. Του ζήτησα συγγνώμη και τον ρώτησα τι ακριβώς έκανε εκείνη την ώρα. Αποκρίθηκε ότι χτενιζόταν. Είχε ραντεβού και ετοιμαζόταν. Μπερμπάντη παππού, σου πηρέ τα μυαλά η μορφονιά του είπα, κάτσε να σε βοηθήσω με την οδοντόκρεμα και να πάμε και οι δυο στην δουλειά μας. Εβδομήντα χρονών ο άτιμος και παρά τα προβλήματα όταν μύριζε οιστρογόνα στο τετράγωνο έκανε σαν σκύλος την εποχή της αναπαραγωγής. Οι φίλοι του ήξεραν γιατί η γιαγιά πέθανε χαμογελώντας, μόνο η μάνα μου προσποιούταν την άγνοια. Έπειτα από μια εβδομάδα βαθύτατου πένθους ο παππούς επανέκαμψε στην εφηβεία. Τώρα φαινόταν ότι η ηλικία του τον προσπερνούσε. Στην αρχή δυσκολευόταν να το πιστέψει, αλλά περιστατικά σαν το σημερινό λάμβαναν χώρα με αυξανομένη συχνότητα.
Έτρεχε σε αγώνες με μηχανές και μετά με αυτοκίνητα. Δεν αποδεχόταν εύκολα τις προσπεράσεις. Με πήγαινε σε αγώνες με καρτ, αλλά τα αυτοκίνητα ποτέ δεν υπήρξαν το κέντρο του δικού μου ενδιαφέροντος. Είχα γνωρίσει όλα τα συνεργεία της πόλης, αντί για παραμύθια άκουγα αγωνιστικά κουτσομπολιά και πειράγματα. Έπαιζα με γρανάζια και γράσα. Η γιαγιά τον μάλωνε που έπρεπε να με καθαρίζει κάθε βραδύ που περνούσα μαζί τους. Σε αυτόν οφείλω ότι έγινα καλή οδηγός, όπως και πολλά άλλα. Ήταν η χαρά της ζωής στο σπίτι και στην παρέα. Η γιαγιά ήταν σαν μετρονόμος. Έδινε τον ρυθμό. Συνοδηγό την φώναζε, αλλά ήξερε ότι χωρίς αυτή θα είχε γίνει μεγάλο κοπρόσκυλο. Κάπου θα είχε πετάξει την ζωή του. Σε ένα θεό πίστευε τον Διόνυσο, άσχετα που δεν έπινε πολύ, και ποτέ πριν οδηγήσει. Θαύμαζε τον Απόλλωνα και αγαπούσε τον Ερώτα. Όταν έμπαινα στην εφηβεία και η γιαγιά με πηρέ να μου εξηγήσει όσα είχε πει και στην κόρη της, που αυτή δεν κατόρθωνε να μου αναμεταδώσει, ο παππούς περίμενε και με πηρέ παράμερα για να διορθώσουμε τις ανορθογραφίες, όπως μου είπε.
Κοριτσάκι μου είσαι πολύ όμορφο, μου είπε. Αυτό είναι ένα δώρο που πρέπει να το χαρείς. Όσο και να σε ζηλεύουν εσύ δεν πρέπει και δεν μπορείς να το κρύψεις. Πρέπει να το ευχαριστηθείς όσο κράτα, γιατί δεν θα είναι μαζί σου για πάντα. Οι άλλοι θα βλέπουν σε σένα πάντα αυτό που θα θέλουν οι ίδιοι να δουν. Εσύ πρέπει να βλέπεις με τα δικά σου μάτια. Μην κανείς βάρος την ομορφιά ούτε σε σένα, ούτε σε άλλο. Ο παππούς σου δίνει αβάντσο δέκα άντρες. Ένας και δυο είναι λίγοι, αλλά πάνω από δέκα υπάρχει ο κίνδυνος να κακοχαρακτηριστείς. Από δύο ως δέκα κάποιον καλό θα βρεις. Ότι κανείς να το κανείς συνειδητά. Τα ρίσκα τα παίρνεις πάντα εσύ. Μην τα φορτώνεις σε άλλους. Όσο κινδυνεύεις να πληγωθείς, άλλο τόσο κινδυνεύεις να πληγώσεις. Στο τέλος όλες οι πληγές γίνονται γρατσουνιές. Μην τις ξύνεις. Να επιλέγεις. Υπάρχει λογική στο συναίσθημα, δεν είναι μόνο παθός. Θα βρεις το δρόμο, αρκεί να ακούς τα προαισθήματα σου.
Ο παππούς μπορούσε να σου αραδιάσει συμβουλές για κάθε τι. Έμοιαζε σαν να είχε πάει πριν από εσένα σε κάθε μέρος που σκεπτόσουν να επισκεφτείς. Όταν του είπα ότι θα πάω με φίλους στο βουνό άρχισε να μου λέει για πέτρες που γυαλίζουν από υγρασία, για φύλλα που κρύβουν παγίδες, κόκκινα σημάδια στα μονοπάτια, για μικρά βήματα, για να βάζω πλαγία τα πόδια, να δοκιμάζω τις πέτρες μήπως και ξεκολλήσουν. Μια άλλη φορά που θα πήγαινα για ψάρεμα άρχισε να αραδιάζει δολώματα και τεχνικές και όταν του ανέφερα ότι δεν θα συμμετείχα ενεργά, αλλά θα έφτιαχνα την φωτιά για να ψήσουμε, άρχισε να μου περιγράφει πώς να φτιάξω τα ξύλα για να ανάψει η φωτιά γρήγορα και να μην σβήσει, πώς να βάλω τα μικρά και πως τα μεγάλα ξύλα, πως ψήνονται τα ψαριά. Οι συμβουλές του ήταν πάντα πρακτικές. Είχε και ένα μεγάλο πλεονέκτημα, την μνήμη. Αντίθετα από άλλους ηλικιωμένους, ποτέ δεν επαναλάμβανε μια συζήτηση. Τα έχουμε πει αυτά έλεγε και περνούσε σε άλλο θέμα.
Η γιαγιά έφυγε νωρίς. Έκλαψε που για μια φορά ακόμη τον προσπέρασε. Ήταν η μονή που με νικούσε διαρκώς είπε και βυθίστηκε σε μια ατελείωτη θλίψη. Η γιαγιά ήταν μάστορας στο τάβλι, στα χαρτιά και στο χορό. Ο παππούς παρότι ήξερε να κλέβει ποτέ δεν κατάφερε να την νικήσει στα χαρτιά. Μαζί της ήταν τίμιος. Χωρίς τη ζωντάνια του παππού το πένθος ήταν αβάσταχτο. Όταν αποφάσισε να ξαναβγεί στην ζωή ήταν μια ανακούφιση για όλους μας. Μετά από ένα μήνα ο νεαρός αυτός τον εξήντα ετών είχε νέα παρέα. Λίγο καιρό μετά είχαν σπάσει τα τηλεφωνά στο σπίτι. Ο μπαμπάς στην αρχή νόμιζε ότι ήταν για εμένα και με αγριοκοίταζε στοργικά, αλλά στο τέλος έσκασε στα γέλια όταν κατάλαβε ότι ο παππούς είχε παράλληλες σχέσεις. Μόνο εγώ ήξερα την διασπορά ηλικιών που είχε επιτύχει. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως μια κοπέλα λίγο μεγαλύτερη μου είχε σχέση με τον παππού μου, αλλά περί ορέξεως. Η άλλη ήταν γύρω στα σαράντα χωρισμένη και η τρίτη πενήντα χήρα. Άντε παππού και μια παντρεμένη του είπα και έκανα την θυμωμένη.
Σταμάτησα για κάποιο διάστημα να συχνάζω σπίτι του προκειμένου να μην σταθώ εμπόδιο στην ερωτική ζωή του. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μου έστελνε χαιρετίσματα από τους συναγωνιζόμενους του. Ερχόταν για φαγητό στο σπίτι κάθε Σάββατο, αλλά τώρα με τόσες ανειλημμένες υποχρεώσεις είχε αραιώσει αυτή την οικογενειακή συνήθεια. Τηλεφωνούσε και περνούσε οπότε μπορούσε. Μετά από δυο χρόνια περιορίστηκε στη μονογαμία. Γραφτήκαν μαζί σε μαθήματα χώρου. Κάθε Τρίτη παρακολουθούσαν ταγκό και κάθε Παρασκευή παραδοσιακούς. Κάθε Κυριακή έτρωγαν μαζί μας έξω. Πριν από δυο χρόνια έφυγε και η τελευταία σύντροφος της ζωής του. Ο παππούς είχε πατήσει φρένο και περιήλθε στο στερεότυπο της ηλικίας του. Άρχισαν να εμφανίζονται σημάδια γήρατος. Γέμισε τα συρτάρια του με χάπια. Όταν γεννήθηκε η κόρη μου και πηρέ το όνομα της γιαγιάς έπαθε έμφραγμα. Από τότε τον πηρά στο σπίτι να τον φροντίζω.
Τώρα θα ήθελα ο παππούς να επαναλάμβανε τις ιστορίες του αλλά η ασθένεια έσβηνε την μνήμη του σαν κασέτα που είχε ξεχαστεί κοντά σε κάποιο μαγνήτη. Αναδυόταν ένα δυο στιγμιότυπα και μετά έμενε πίσω ένα άβουλο ον. Υπήρχαν μέρες που με θυμόταν και άλλες που μου μιλούσε στον πληθυντικό. Τον αγκάλιαζα και του χάδευα τα γκρίζα ατημέλητα μαλλιά του. Ύστερα έφευγα για την δουλειά αφήνοντας μια γυναικά να τον προσέχει. Τον πηγαίναμε με τον άντρα μου στον γιατρό μέχρι που αποδεχτήκαμε ότι η κατηφόρα είχε γίνει πολύ απότομη για να μπορέσει έστω να κάνει κάποια στάση. Ξάπλωνα με την κόρη μου δίπλα του και της διηγούμουν τις ιστορίες του παππού και αυτός μας κοιτούσε σαν να αφορούσαν άλλον. Στα μάτια της ήταν ένα μυθολογικό ον που έδυε στον θρύλο. Σαν να βάζεις φωτιά το σώμα του Βασιλιά πάνω στον βωμό για ένα τελευταίο αντίο.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Η Σταχτοπούτα

Μετά από μερικά χρόνια, που πάλεψε να ορθοποδήσει στο χείλος του οικονομικού γκρεμού και τα κατάφερε όταν όλοι την είχαν ξεγραμμένη, της απέδωσαν το προσωνύμιο της Σταχτοπούτας γιατί αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο κάποιες φωτογραφίες την ώρα της ανατολής και την ώρα της νύχτας. Εκεί φαινόταν σαν να λάμπει την μέρα και συγκριτικά να σβήνει το βραδύ, αντίθετα από κάθε άλλη χώρα. Ήταν το οικονομικό θαύμα που βασίστηκε πάνω στην εκμετάλλευση της ηλιακής ενεργείας. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν καλυμμένο με φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες. Τα πρώτα εξ’ αυτών με την αντανάκλαση του φωτός κατά την ανατολή έμοιαζαν στις φωτογραφίες από το διάστημα με πόλεις που φεγγοβολούσαν. Η κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει ότι δεν ήταν δυνατό να έχει σταματήσει την χρηματοδότηση των εγχώριων επενδυτικών σχεδίων φωτοβολταϊκών πάρκων σαν υπεράριθμα και να επιζητά γερμανικές επενδύσεις για νέες εγκαταστάσεις. Έδωσε κίνητρα να δημιουργηθούν ενεργειακοί συνεταιρισμοί και να προβεί η χώρα σε εξαγωγή ενεργείας. Καθένας μπορούσε να τοποθετήσει μέσα σε ένα πλαίσιο ευκολονόητων προδιαγραφών οποιαδήποτε πηγή οικολογικής ενεργείας και αφού καλύψει τις ιδίες ανάγκες το περίσσευμα του να το αγοράζει σε ανά ημέρα καθοριζόμενη χρηματιστηριακά τιμή ο τοπικός του συνεταιρισμός.
Η εθνική επιτροπή εξαγωγών αγόραζε αυτό το πλεόνασμα και το πουλούσε σε άλλες χώρες. Χάρη σε αυτή την ενεργειακή επάρκεια, που ήρθε να ανατρέψει τις μελέτες περί ανεπαρκείας μετά τις πρώτες δεκαετίες του 2000, μπόρεσε να αναπτύξει τις βιομηχανικές ζώνες κοντά στις ενεργειακές πηγές, και ως συνέπεια να επιτρέψει την αποαστικοποίηση για εργασιακούς λογούς. Οι επενδύσεις που τελικά ήρθαν από το εξωτερικό ήταν κυρίως στην υψηλή τεχνολογία, π.χ. κέντρα αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων, καθότι εκμεταλλευτήκαμε τη χρονική διάφορα με τις ΗΠΑ, σκεφτόμενοι άπλα ότι εάν η Ινδία βρίσκεται στην τρίτη βάρδια των ΗΠΑ, εμείς είμαστε στην δεύτερη. Με αυτό τον τρόπο παραλάβαμε εξωτερική βοήθεια μέσω επενδύσεων, χωρίς να μας χαριστεί κάτι, άλλα μέσα από τίμιες συναλλαγές. Δίναμε φθηνή ενεργεία και επάρκεια καταρτισμένων αποφοίτων πανεπιστήμιων που αφθονούν στην χώρα.
Επίσης αμερικανικές πολυεθνικές μεταφορών εκμεταλλευτήκαν το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης που έγινε διαμετακομιστικό κέντρο εμπορευμάτων, όπως και το λιμάνι και ο σιδηροδρομικός σταθμός που τα ένωνε και μεταξύ τους. Αντιθέτως η Αθήνα έγινε ο κύριος σταθμός διαμεταγωγής ανθρώπων. Από την Ιαπωνία ήρθαν συμπράξεις εργοστασίων φωτοβολταϊκών με σκοπό την κάλυψη των εγχώριων αναγκών και απώτερο σκοπό τις εξαγωγές. Από το εμπορικό πλεόνασμα που πρόεκυψε σε σύντομο χρονικό διάστημα απορροφήθηκε η υπερπαραγωγή ιατρών των εγχώριων πανεπιστήμιων και με την στροφή αυτών στην έρευνα δημιουργήθηκαν κέντρα με την συμμέτοχη εταιρειών από Ολλανδία, Γερμανία, Ιταλία σε ότι αναφορά τα μηχανήματα και από όλες σχεδόν τις χώρες για ότι αφόρα τα φάρμακα. Δημιουργήθηκε ένα κύμα επιστροφής ανάμεσα στους επιστήμονες που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό και έτσι αναπτύχτηκαν και άλλοι τομείς που είχαν μείνει στην αφάνεια κατά την εποχή της κρίσης.
Δημιουργήθηκαν νέες συσκευές αφαλάτωσης του νερού που έλυσαν το πρόβλημα της λειψυδρίας για την χώρα συνεπικουρούμενες από το νέο πλαίσιο προστασίας και διαχείρισης των υδάτων. Δόθηκε λύση στην υιοθέτηση γεννητριών παραγωγής ενεργείας από τα κύματα της θάλασσας με νέες λύσεις που εφαρμόστηκαν στην Σαμοθράκη, στον Κορινθιακό, την Ικάρια και στον Ευβοϊκό. Ο αγροτικός τομέας συσπειρώθηκε σε συνεταιρισμούς με καθαρά εξαγωγικό χαρακτήρα, προχωρώντας μέσα από την τυποποίηση και εξάγοντας τεχνογνωσία στην Βόρειο Αφρική μέσα από σχετικά προγράμματα που συναφθήκαν και με το Ισραήλ και με τις Αραβόφωνες χώρες.
Η κυβέρνηση πριν από μερικούς μήνες απέφερε μια μερική νίκη στην χώρα. Η Ε.Ε., που είχε μετατραπεί σε ομοσπονδία, αποφάσισε να ιδρύσει αποκεντρωμένα τα υπουργεία της, καθότι η σύγχρονη τεχνολογία το επέτρεπε και για να αποφύγει την παράλληλη ίδρυση μοχλών πίεσης τύπου lobby που θα δημιουργούταν αναπόφευκτα στην περίπτωση της κοινής έδρας. Στην Ελλάδα λοιπόν αποφασίστηκε να ιδρυθεί το ευρωπαϊκό υπουργείο Πολιτισμού και Παιδείας. Χάθηκε το υπουργείο Ναυτιλίας, που κατέληξε στην Αγγλία, άλλα δεν ήταν δυνατόν μια μικρή χώρα όπως η δίκη μας να έχει δυο υπουργεία. Η μικρή Σταχτοπούτα από ζητιάνα φορούσε το περιδέραιο με τις επιτυχίες της και ήταν καλεσμένη σε όλους τους χορούς που λάμβαναν μέρος ανά την υφήλιο.
Και ζήσαμε εμείς καλά και οι άλλοι το ίδιο καλά μαζί μας.