Κατέβαινε στο κέντρο με το λεωφορείο. Πριν από μερικά χρόνια θα είχε πάρει το αυτοκίνητο. Κάποτε το έβαζε σε παρκινγκ. Αργότερα το άφηνε έξω. Πρόσεχε να είναι απόμερα. Εάν κάποιο αυτοκίνητο είχε κλίση κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα την έπαιρνε και την έβαζε στο δικό του. Επιστρέφοντας την επανατοποθετούσε στον πρότερο παραβάτη, εφόσον ήταν ακόμη εκεί, διαφορετικά την πετούσε. Τώρα το αμάξι του το είχε κατασχέσει η τράπεζα. Ευτυχώς δεν είχε πολλές δόσεις υπόλοιπο και βρήκε ένα ξαδέρφη του να το αγοράσει στον πλειστηριασμό ώστε να μην χρεωστάει κάποιο υπόλοιπο. Σε λίγο θα έφτανε στο γραφείο του δικηγόρου. Η γυναικά του δεν ήταν εκεί. Ο πεθερός του είχε πληρώσει για να βγει το διαζύγιο και είχαν κοινό δικηγόρο. Περίμενε στωικά να λάβει τέλος και αυτή η διαδικασία.
Χτύπησε το κινητό του που το είχε μετατρέψει σε καρτοτηλέφωνο. Είχε τέσσερις μήνες να βάλει κάρτα. Ήταν από άλλη τράπεζα και τον έπαιρναν για μια επιταγή που είχε σφραγιστεί. Έπρεπε να τελειώσει όλες τις εκκρεμότητες σήμερα που δεν είχε δουλειά. Τους είπε ότι θα περνούσε από το υποκατάστημα να βάλει τα χρήματα μέχρι το μεσημέρι. Δούλεψε μια εβδομάδα στην κρεαταγορά στις γιορτές και είχε το αναγκαίο υπόλοιπο. Με αυτό τον τρόπο θα έκλεινε το παρελθόν με το κατάστημα ψιλικών που διατηρούσε σαν δεύτερη δουλειά, όταν είχε πρώτη. Το πρωί η γυναίκα του και από το απόγευμα αυτός και έπειτα μόνο αυτός. Είχαν πουλήσει κοψοχρονιά ένα οικόπεδο που τους είχε αφήσει η μάνα του στο χωρίο για να κλείσουν με τους προμηθευτές και τα δημόσιο. Τέλειωσε κατά το μεσημέρι και καθώς προλάβαινε την τράπεζα πετάχτηκε από τον ΟΑΕΔ. Η ουρά τον τρόμαξε και έφυγε.
Έμενε στο πατρικό του με την μητέρα του. Κοιμόταν ξανά στο δωμάτιο του, που είχε μείνει απαράλλακτο από τα εφηβικά του χρόνια. Ακόμη και τα σεντόνια ήταν τα ιδία. Αναρωτιόταν πως γίνεται όταν ήταν φοιτητής τα χρήματα να του φτάνουν και όταν δούλευε να μην περισσεύει σάλιο. Κοιτούσε τις αφίσες που είχαν μείνει στους τοίχους να του θυμίζουν τα ινδάλματα και τα όνειρα ενός απόμακρου παρελθόντος. Κάποτε έπρεπε να γίνει η αποκαθήλωση. Καλυτέρα πριν από το Πάσχα, γιατί εάν ξαναποκτήσει η δουλειά της Κρεαταγοράς που να βρει το κουράγιο για τέτοια νοικοκυρέματα. Πήγε σε ένα ιντερνέτ καφέ που το έχει ένα φίλος του από το στρατό και έπινε καφέ τζάμπα, έμπαινε στο ιντερνέτ και έψαχνε για δουλειά. Του τηλεφώνησε η πρώην πλέον σύζυγος του και του ζήτησε να πάει τον μικρό στο ποδόσφαιρο γιατί της είχαν αλλάξει την βάρδια στην νέα της δουλειά.
Έδωσε μια μονολεκτική κατάφαση και από μέσα του έσυρε τα χίλια μύρια. Δε με χέει το κωλοσοϊ σου πουτ… που φαγωθήκατε να χωρίσουμε επειδή πέσαμε έξω οικονομικά και σας έτρωγα τα λεφτά και τώρα πρέπει να ξαναδώ τον τρύπιο τον πεθερό μου και να του αφήσω το παιδί; Σας γ… πατόκορφα ψ… αρπάχτρες. Χωρίσαμε μωροί καρ… και με πηρές δυο ώρες μετά για θελήματα; Συνενωτικό διαζύγιο και του κάλου τα εννιάμερα. Η πουτ… τα έχει με το αφεντικό της εδώ και ένα χρόνο. Για αυτό την κράτησε στην δουλειά, γιατί έχει προσόντα. Να η βάρδια που έχει παλιομα… πεθερέ. Σου σκίζουν το παιδί καρ… Τον σακάτη τον πρώην στρατιωτικό και την βλαμμένη την μάνα της που να τους εμπιστευτεί να πάρουν το παιδί η ρουφούν. Συνέχισε να απαγγέλει ποίηση καθώς πήγαινε με τα πόδια στο παλιό τους σπίτι. Ο κόσμος τον κοιτούσε έτσι αναψοκοκκινισμένο να βρίζει και άνοιγε μπροστά του σαν την Ερυθρά Θάλασσα. Έφτασε και χτύπησε το κουδούνι. Φώναξε «στείλε τον κάτω» με το που αντιλήφθητε τον θόρυβο του ακουστικού. Θα μπορούσε να τον ακούσει στον τρίτο που έμεναν και χωρίς να το έχει σηκώσει. Κάποιοι γείτονες βγήκαν στο μπαλκόνι να δουν από πού ήρθε η φωνή.
Όταν είδε το παιδί το αγκάλιασε σαν να είχαν χρόνια να συναντηθούν. Τι κρίμα να της μοιάζει σκέφτηκε. Τον πήρε σπίτι του και του έδωσε ρούχα που είχε αφήσει ο αδελφός του εκεί από τα παιδιά του που ήταν μεγαλύτερα. Τον έβαλε να κοιμηθεί στο δικό του κρεβάτι και αυτός πήγε στο σαλόνι. Μάλωσε με την μάνα του γιατί πήρε το παιδί και για την φασαρία που θα ξεκινούσε, για τον κίνδυνο να μη το ξαναδεί. Ο μικρός ξύπνησε και πήρε το μέρος της γιαγιάς. Σάστισε και βγήκε από το σπίτι, αφήνοντας μονούς γιαγιά και εγγονό, και πήγε σε μπαρ. Έκανε μερικά μεροκάματα εκεί όταν είχε κόσμο τα Σάββατα και σε μια ταβέρνα τις Κυριακές. Του κέρασαν το ποτό και άναψε τσιγάρο μετά από δέκα τρία χρόνια. Είδε ένα παλιό του φίλο, ρεμάλι, έκαναν παρέα στην εφηβεία. Τους είχε χωρίσει η μάνα του, για να μπορέσει να περάσει στο πανεπιστήμιο, στέλνοντας τον σε άλλο σχολείο. Κάθισαν μαζί και άρχισαν να καπνίζουν μαύρο.
Γυρνώντας σπίτι μέσα στην παραζάλη δεν κατάλαβε ότι το περιπολικό είχε έρθει για τον ίδιο. Με το που πήγε να μπει στο σπίτι βγήκαν δυο αστυνομικοί και η πρώην σύζυγος του από το αυτοκίνητο και τον συνέλαβαν. Στο τμήμα κατάλαβαν ότι βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών και τον έχωσαν μέσα για ένα βραδύ. Του πήραν αποτυπώματα και την άλλη μέρα του έκαναν συστάσεις και για το παιδί και για τις κακές συνήθειες που είχε αποκτήσει τις οποίες και τις οποίες επανέλαβαν λιγότερο δεικτικά παρουσία και του δικηγόρου τους. Το βραδύ γύρισε στο ίδιο μπαρ για δουλειά. Ο παλιός του φίλος έμαθε τα γεγονότα και τον πηρέ στο ψιλό. Νεύριασε και τον χτύπησε με το δίσκο. Έχασε σε μια στιγμή δουλειά, φίλιες, την κηδεμονία του παιδιού και τέσσερις μήνες στην φυλακή. Εκεί έμαθε νέα κόλπα και βγήκε έτοιμος στην κοινωνία για να της ανταποδώσει την καλοσύνη που του είχε επιδείξει.
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου