Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Καζαμίας

Είναι εύκολο να είσαι μετά Χρίστο προφήτης. Δεν χρειάζεται να είσαι επιτυχημένος. Ποτέ δεν θα φτάσεις το δικό Του μεγαλείο. Ούτε καν των ανθυπων τούτου, κατά τον χριστιανισμό, ήτοι Βούδας, Κρίσνα, Μωάμεθ και λοιποί, έως τους Τζενταϊ. Ταπεινά και ευπειθώς παραθέτω τα πυθία διαπιστευτήρια μου, αναφέροντας τις προβλέψεις μου: Στο Τζοκερ και τα λαχεία δεν θα κερδίσω ποτέ, όπως και οι περισσότεροι εξ’ ημών, πράγμα που το απεύχομαι, αλλά πλην των ευσεβών αυτών πόθων, οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι και το πιθανότερο. Αρά έξοδος από την κρίση με από μηχανής θεό δεν επίκειται. Οι φίλοι, σύμμαχοι, και λοιποί ευμενώς προσκείμενοι, δεν προστρέχουν από αλλοτροπισμό να μας «βοηθήσουν», παρά μόνο εξ’ ίδιων όφελος. Χωρίς τα δανεικά τους το κράτος μας δεν ζει, εάν αυτό που έχουμε τώρα λέγεται ζωντανό. Με αυτούς δεν γίνεται διότι ότι αποφασίζουν είναι σαν την μαφιόζικη αλληλεγγύη, τουτέστιν σου στρίβω το λαιμό τόσο ώστε να φοβάσαι για τη ζωή σου, αλλά να μείνεις ζωντανός ώστε να σε αρμέγω διηνεκώς. Όποτε τους κρατάμε για την εντατική, αλλά εάν βαρεθούμε να στεγαζόμαστε επ’ αυτής θα πρέπει να απεξαρτηθούμε από την οικονομική κηδεμονία τους. Πράγμα που δεν θα γίνει σύντομα. Οπότε το 2012 δεν έρχεται μετά βαΐων και κλάδων. Οι αλκυονίδες μέρες θα είναι λίγες και ψυχρότερες από κάθε προηγούμενη χρονιά και ο χιονιάς πιο επίμονος. Συνεπώς ας ποιήσουμε τον μέρμηγκα να υπακούσουμε στο ένστικτο της επιβίωσης και να πορευτούμε τοίχο τοίχο, προσεκτικά φυλώντας τα νώτα μας από φίλους και εχθρούς, μαζεύοντας συγχρόνως τα προς το ζην ψίχουλο το ψίχουλο. Ιανουάριος. Ο μήνας του μέλιτος Παπαδήμου και κομμάτων συγκυβέρνησης παίρνει τέλος. Ο θεός Άρης την πέφτει στην Αφροδίτη ως άλλος Τευτον μυστακοφόρος από τσόντα West Germany και αυτή σαν άλλη Χαϊντι, προστρέχει στον παππού της να σωθεί, δηλαδή τον θυμόσοφο λαό. Αυτός βαρέθηκε που δεν τον αφήνουν να κυβερνήσει και τους ευχολόγει με το «άντε και γαμ…». Αυτές οι μωρές παρθένες κοκκινίζουν και άσχετα εάν ενδόμυχα θα ήθελαν να δοκιμάσουν, προτιμούν τις εκλογές. Φεβρουάριος. Το παρθεναγωγείο συνεδριάζει να δει τι θα γίνει με τις πνευματικά τσουλες και σωματικά ανερωτικές κορασίδες που εκλεγεί κατ’ εξακολούθησαν ο λαός μας. Οι γνωστοί θειοι της συνομοταξίας Μερκοζι αδυνατούν να βρουν το κατάλληλο καταπραϋντικό για τα κακοπροαίρετα σχόλια των υπόλοιπων αστών και αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους σχετικά με τα ατίθασα αυτά γύναια. Βάζουν τέλος στα εκλογικά σενάρια και ανασχηματίζεται η κυβέρνηση με τεχνοκράτες. Για να κάμψουν τις αντιστάσεις των κομμάτων τα βομβαρδίζουν με σκάνδαλα. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά τέλος. Μάρτιος. Ο κος Παπαδήμος χάνει συνεχώς σε δημοτικότητα, καθότι, όπως κάθε διορισμένος, επιδεικνύει περισσότερη προσήλωση στο έργο που του έχουν αναθέσει οι εργοδότες του, παρά σε αυτό που θα περίμεναν οι ψηφοφόροι των κομμάτων. Όπως είναι φανερό, για άλλη μία φορά, οι δημοσκοπήσεις θέτουν ερωτήματα που εξυπηρετούν τους εμπνευστές τους. Ο λαός απλός θεατής. Απρίλιος. Οι Έλληνες αναφωνούν με ανακούφιση που τελείωσε ο χειμώνας. Η αφαίμαξη τους από τη ΔΕΗ θα καταστεί ηπιότερη. Η κυβέρνηση τεχνοκρατών έχει ψηφίσει όποιο νομοσχέδιο εκκρεμούσε από το 1981 έως τις μέρες μας. Τα νομοθετικά βιβλία και οι ερμηνείες των νομοσχεδίων είναι ο μόνος κλάδος που έχει άνθιση στη χώρα. Τα κόμματα αιμορραγούν σαν τα σφαγεία που ετοιμάζονται για το Πάσχα. Η προσμονή της Ανάστασης δεν τα αφόρα και οι πολιτικοί αρχηγοί δεν τολμούν να βάψουν αυγά, καθότι δεν διανοούνται να τα τσουγγρίσουν με κανένα. Μάιος . Στην εργατική πρωτομαγιά εφαρμόζονται οι προκηρυγμένες απολύσεις δημόσιων υπάλληλων, όπως αυτές είχαν ανακοινωθεί την πρωταπριλιά. Ο Παπανδρέου διαμαρτύρεται για την ιεροσυλία που επιτευχθεί στο θεσμό της 1ης Απριλίου. Γιατροί προσπαθούν να τον εγχειρήσουν, προκειμένου να αποκολληθεί από τον προεδρικό θώκο του κόμματος του, αλλά δεν βρίσκεται ο κατάλληλος δότης αίματος. Πολιτικοί προσφυγές της γνωστής γενιάς – πολιτικό πεντιγκρι, πράσινοι και γαλάζιοι, από το Βλαδιβοστόκ έως την Χαβάη, του στέλνουν μηνύματα συμπαράστασης. Ιούνιος. Οι καθηγητές απειλούν ότι θα κατέβουν σε απεργίες κατά την διάρκεια των εξετάσεων, οι γιατροί κατά τη διάρκεια των εγχειρήσεων, οι οδηγοί κατά τη διάρκεια των δρομολόγιων, οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι πυροσβέστες κατά τη διάρκεια της φωτιάς, οι πιλότοι κατά τη διάρκεια της πτήσης και τελειωμό δεν έχει το γαϊτανάκι των απαιτήσεων. Ο πρωθυπουργός καλεί όλους σε διάλογο, πράγμα που σημαίνει, έχω δέκα ευρώ για εννέα νοματαίους. Φεύγω από την αίθουσα και σας αφήνω να βρείτε πως θα τα μοιραστείτε. Ιούλιος. Σημειώνονται συνεχή επεισόδια οικογενειακής βίας, καθότι κάθιδροι υπερήλικες προσπαθούν να ανάψουν τα κλιματιστικά και οι λοιποί συγγενείς τους αποτρέπουν βάναυσα. Σε μερικές περιπτώσεις είχαμε παρεκτροπές με μαχαιρώματα. Η χώρα επαληθεύει τις δυσοίωνες προβλέψεις και σημειώνει ύφεση 5% σε σχέση με την προηγουμένη χρονιά και παρά τις απολύσεις το έλλειμμα επιτείνεται. Η ανεργία επισήμως έχει αγγίξει το 25%, η μαύρη εργασία, ανεπισήμως, το 50% και η παραοικονομία το 40%. Όλοι είναι, όμως, αισιόδοξοι ότι έρχονται καλύτερες μέρες. Ο Παπανδρέου ανέλαβε τη θέση του Μπλερ, που δεν καταφέρει να κάνει τη Αραβική άνοιξη καλοκαίρι και αποχώρησε. Έτσι πήραν το πρωτοπαλίκαρο μας να την κάνει ανοιξιάτικη σαλάτα. Αύγουστος. Η Παπαρήγα είναι η μονή που έμεινε πίσω να εργαστεί. Πρέπει να βρει ένα τρόπο το κόμμα της να μείνει τρίτο και συγχρόνως πρώτο από τα αριστερά κόμματα. Αναπολεί τις ημέρες που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ήταν εν ζωή. Οι υπόλοιποι δεν εργαζόταν που δεν εργαζόταν, πήγαν για ψάρεμα. Έφτασε να στείλει ερωτικό γράμμα στον Σαμαρά στη Χαβάη. Σεπτέμβριος. Τα σχολεία δεν μπορούν να ανοίξουν γιατί ο διάλογος ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις για την μοιρασιά δεν έχει ολοκληρωθεί. Σε έρευνα για τον πραγματικό αναλφαβητισμό, δηλαδή για την κατανόηση κειμένου στην ηλικία των έντεκα με δώδεκα ετών που αποφοιτούν τα παιδιά από το δημοτικό, η Ελλάδα σημειώνει παγκόσμιο ρεκόρ. Οι πωλήσεις των βιβλίων εξανεμίζονται στην χώρα, καθότι αντιλαμβάνονται οι πράσινοι ότι ήταν πλασματικές και τα χρησιμοποιούσαν οι πολίτες μονό ως καύσιμη ύλη στα τζάκια τους. Κατά αυτό τον τρόπο καταρρακώνεται και ο μόνος κλάδος στην επικράτεια που είχε παρουσιάσει άνοδο. Οκτώβριος. Η κυβέρνηση υπερηφανεύεται για το μικρό αριθμό πυρκαγιών που σημειώθηκαν αυτό το καλοκαίρι. Φυσικά αναγνωρίζει, χωρίς όμως να το διατυμπανίζει, ότι η παράνομη υλοτομία του προηγουμένου χειμώνα και η αποψίλωση που επιτελέστηκε το καλοκαίρι είχαν την σημαντικότερη συμβολή. Οι πράσινοι έχουν κοκκινίσει για τον τρόπο που η κυβέρνηση των τεχνοκρατών χειρίζεται τα θέματα περιβάλλοντος. Νοέμβριος. Στη γιορτή του Πολυτεχνείου συντελείται το θαύμα της Μεγαλόχαρης, αυτό που χιλιάδες γονυπετείς πιστοί προσμένουν και για το οποίο την εκλιπαρούσαν από τον δεκαπενταύγουστο και εντεθέν. Οι θείοι Μερκοζι αποφασίζουν ότι η χώρα είναι σε καλή πορεία ανάκαμψης και θα μπορέσουν μέσα στον επόμενο μήνα να προκηρυχθούν εκλογές. Πιστεύουν ότι οι τράπεζες τους τώρα τους χρειάζονται περισσότερο. Δεκέμβριος. Τα κολοβά κόμματα που έχουν μείνει στην χώρα δεν εκπροσωπούν σχεδόν κανένα. Οι ηγέτες τους αποφασίζουν να παρατείνουν τη ζωή της κυβέρνησης Παπαδήμου ώστε να διαπραγματευτεί τα νέα δάνεια που θα απαιτηθούν για την πολλοστή αναδόμηση της χώρας. Το ΔΝΤ απάντα στους άφρονες ηγέτες μας ότι πρώτιστο μέλημα τους θα έπρεπε να είναι να έχουν μία άποψη για το πώς θα πρέπει να είμαστε ως χώρα. Εάν δεν ξέρεις ποιος θέλεις να γίνεις πως θα γίνεις κάποιος; Τα Χριστούγεννα βρίσκουν τους Έλληνες να δημιουργούν το κίνημα των ξεζουμισμένων. Σύνθημα του «Μας ξεζουμίσατε, μας σοδομίσατε, άλλα δεν μας παλιμπαιδισατε». Δημιουργήθηκε επιτροπή που θα επέβλεπε τις επικείμενες εκλογές, χωρίς κομματικά στεγανά, που θα τελούταν το επόμενο καλοκαίρι. Είναι εύκολο να κάνεις λάθος στις προβλέψεις, αλλά είναι τόσο ωραίος ο άτιμος ο τζόγος. Καλή χρονιά, καλύτερη από αυτή του Καζαμία σε κάθε περίπτωση και μην μασάτε. Τα καλύτερα είναι πάντοτε τα επόμενα.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Λήθαργος

Προσπάθησε να ξυπνήσει. Είχε αυτή την αίσθηση. Η συνείδηση του δεν ήταν πλήρης. Είχε μεγάλα κενά ενδιάμεσα. Σαν να προσπαθείς να σηκώσεις τον ηλεκτρικό διακόπτη και να πέφτει η ασφάλεια συνεχεία, μόνο που όλα εξελισσόταν μέσα στην απόλυτη σιγή. Αργότερα, πόσο δεν μπορούσε να πει, αισθανόταν το μυαλό να δίνει κάποια σημεία ζωής. Έμοιαζε σαν τις παλιές ασπρόμαυρες τηλεοράσεις που έδειχναν «χιόνια». Σαν να είχε απλωθεί παρασιτικός θόρυβος και να είχε καλύψει κάθε συναίσθηση. Απορούσε πως μπορούσε να έχει άποψη για αυτό που συνέβαινε χωρίς να έχει συναίσθηση. Τα κενά αντίληψης είχαν μικρύνει. Δεν αισθανόταν σώμα. Ήταν ακόμα βυθισμένος σε ένα απέραντο σκοτάδι. Προσπάθησε να σχηματίσει κάποιες σκέψεις, να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Τίποτε. Ξαναχάθηκε. Σαν αυτοκίνητο που γυρίζει το κλειδί και η μίζα δεν δίνει ζωή. Μετά από καιρό, άγνωστο πόσο, έμενε περισσότερη ώρα ενεργός. Δεν μπορούσε να καταλάβει εάν ήταν ζωντανός. Μια αγχωνόταν και μια ηρεμούσε, αφού δεν είχε καμία συναίσθηση της κατάστασης του. Δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχε φως, δεν υπήρχε τίποτε. Λίγο αργότερα άρχισε να σκέπτεται μήπως είχε υποστεί εγκεφαλικό, μήπως ήταν φυτό και πως θα μπορούσε να το ξέρει αυτό από την άλλη πλευρά που προφανώς βρισκόταν. Προσπάθησε να αισθανθεί το σώμα του, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει καμία επαφή με αυτό. Αναρωτιόταν μήπως ήταν κάποια εξωσωματική παραίσθηση. Έτσι και αλλιώς, αυτά τα λίγα που συναισθανόταν λάμβαναν χώρα σε ένα άχρονο περιβάλλον. Ύστερα έπεφτε πάλι σε λήθαργο και έσβηνε κάθε απόρροια. Όταν ξαναξυπνούσε τις διατύπωνε από την αρχή, ανακαλώντας αμυδρά ίχνη από τις προηγούμενες σκέψεις του, οι οποίες του φαινόταν σαν σκιές φαντασμάτων, των οποίων την ύπαρξη από τη μια δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πιστέψει, από την άλλη, όμως, αποδεχόταν σαν τη μονή αφετηρία που είχε. Μια μέρα ξύπνησε και είδε φως. Προσπάθησε να κουνήσει το σώμα του, αλλά στάθηκε αδύνατο. Παρ’ όλα αυτά το αισθανόταν και ένιωσε μια ανακούφιση που ήταν ακόμη ζωντανός. Συνάμα τρόμος τον κυρίευσε για την κατάσταση του. Θυμήθηκε την αίσθηση των σκέψεων του λήθαργου και προσπάθησε να τις ταξινομήσει και να τις καταλάβει. Εάν ήταν προϊόν φαντασίας ή μια πραγματικότητα που είχε ζήσει. Κατέληξε ότι δεν είχε σημασία. Αυτή την πραγματικότητα είχε αισθανθεί, αυτή υπήρχε μέσα του. Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε ώρες μετά. Τώρα άκουγε. Κάτι γινόταν εκεί έξω, έξω από αυτόν υπήρχε και άλλη ζωή. Ήταν ξαπλωμένος. Τώρα το αισθανόταν και ξανακύλησε στον ύπνο. Είδε όνειρα, πολλά όνειρα. Είδε ξανά το απολυτό σκοτάδι, είδε τον εαυτό του τρομαγμένο μέσα του, τον είδε και απολυτά ήρεμο, σχεδόν νεκρικά. Είδε καταπράσινα τόπια, είδε την θάλασσα, τον εαυτό του μέσα της πλήρως βυθισμένο με τον ίδιο τρόπο που ήταν πριν στο σκότος. Έβλεπε πέπλα από τούλι να λικνίζονται μπροστά του και να αποτραβιούνται σαν αυλαίες, ώσπου ένιωσε τον αέρα να φύσα σε μια πλαγία γεμάτη ξερόχορτα που έφταναν μέχρι την παράλια και αυτός λιαζόταν στο καλοκαιρινό μεσημέρι, χωρίς καμία ενόχληση από την ζεστή που αλλοιώνει πέρα τον ορίζοντα. Την επομένη φορά που ξύπνησε άκουσε αναφιλητά, άνοιξε τα μάτια και είδε δυο γυναίκες, μια σχετικά νεαρής ηλικίας και μια μεγαλύτερη της, δίπλα του. Ήθελε να της ρωτήσει ποιες είναι, αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα του. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του και η νεώτερη του έπιασε το χέρι και τον χάιδεψε. Ξαναπήγε στην αγκαλιά του Ορφέα την ώρα που εκείνη προσπαθούσε να τον φιλήσει και τα δάκρυα της έβρεχαν και τα δικά του μαγούλα. Πηρέ το άρωμα της σάρκας της και πότισε τα όνειρα του, οπού έβλεπε γυναικείες μορφές, που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Τις αγκάλιαζε και τον αφήναν. Μια πικρή γεύση απλώθηκε στο όνειρο του και είδε ένα χείμαρρο μέσα στον οποίο πνιγόταν και ξαναχάθηκε στο απέραντο σκοτάδι, πέφτοντας σε μια τρύπα που του φάνηκε μια διαβάθμιση του μαύρου πιο σκούρα και απύθμενη. Είδε την κουρτίνα μισάνοικτη και ένα απαλό φως να μπαίνει από το παράθυρο. Γαλήνεψε η ψύχη του. Σήκωσε το χέρι του και το έφερε πίσω από το κεφάλι. Έπιασε το μαξιλάρι να το σηκώσει, αλλά το κεφάλι του φάνηκε ασήκωτο. Ο λαιμός του πονούσε, σαν κάποιος να είχε μπήξει το χέρι του και να προσπάθησε να του βγάλει το λαρύγγι από μέσα. Έφερε το χέρι του στο στόμα και ένιωσε την γλωσσά του ξέρη σαν γυαλόχαρτο. Άλατα είχαν ξεραθεί στο πλάι και ένιωσε απίστευτη διψά. Μια νεαρή γυναικά τον πλησίασε και του άλειψε το στόμα με νερό. Του χαμογέλασε και τράβηξε τις κουρτίνες. Προσπάθησε να της ανταποδώσει το χαμόγελο, αλλά πίστευε ότι δεν τα είχε καταφέρει, καθώς την είδε να φεύγει σχεδόν αμέσως. Μετά από λίγο εμφανιστήκαν και άλλοι και προσπάθησε να τους μιλήσει, μόνο που δεν καταλάβαινε και ο ίδιος τι έλεγε. Πρέπει να ήταν σε νοσοκομείο. Κάτι συζήτησαν οι γιατροί μεταξύ τους, ένας τον χτύπησε στο ώμο και έφυγαν. Η νοσοκόμα του ανασήκωσε το μέρος του κρεβατιού που ήταν προς το κεφάλι του και τώρα μπορούσε να δει περισσότερα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Βαρέθηκε την σιωπή που απλώθηκε όταν έφυγε και εκείνη. Δεν ήθελε πια να κοιμηθεί. Ένιωθε να είχε χορτάσει ύπνο για χρόνια, αλλά τα λεπτά φαινόταν να μην περνούν. Ανακάλεσε όλα όσα πίστευε ότι είχε ζήσει. Τα πάντα ξεκινούσαν από το βαθύ σκοτάδι, το οποίο αντί να τον καταπιεί τον ξέβρασε στο κρεβάτι αυτό. Ποιος ήταν πριν δεν το γνώριζε ακόμη, αλλά εκείνες οι δυο γυναίκες του φανήκαν οικείες, χωρίς να είναι σίγουρος ότι τις γνώριζε. Για να είναι σε αυτό το δωμάτιο και να κλαίνε κάποια σχέση θα έχουν. Μόλις τέλειωσε αυτή την σκέψη τις είδε να μπαίνουν. Τον αγκάλιασαν και αισθάνθηκε όμορφα που κάποιος τον αγαπούσε, που το σκοτάδι είχε φύγει, που είχε κάποιον να τον αγαπήσει. Αισθάνθηκε ότι υπήρχε λόγος να ζήσει, ότι αργά η γρήγορα η ζωή θα επέστρεφε στο άδειο κεφάλι του. Δανείστηκε τα δάκρυα τους και τις φίλησε.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Ανεργία και αεργία

-Τι διαβάζεις τόσο απορροφημένος στην εφημερίδα; -Τις προσφορές των σουπερμάρκετ. Τώρα που πλησιάζουν οι γιορτές πρέπει να είμαι ενημερωμένος από πού θα πάρω το καθετί. -Υπολογίζεις και την βενζίνη για τις μετακινήσεις; -Φυσικά και όχι. Τα σουπερμάρκετ βρίσκονται όλα σε ακτίνα πεντακόσιων μέτρων από το σπίτι μου, οπότε δεν έχει νόημα κάτι τέτοιο. Συνήθως δεν χρειάζεται να πάω πιο μακριά. -Τίποτε άλλο δεν διαβάζεις; -Τα αθλητικά και τις γελοιογραφίες. -Αυτά τα διαβάζαμε όταν ήμασταν μικροί. Δεν τα ξεπέρασες να διαβάσεις τίποτε άλλο; -Τι να διαβάσω για την διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ; Έλα ρε Μπάμπη, σε είχα για πιο έξυπνο. -Όχι ρε συ, τα οικονομικά δεν τα διαβάζεις; Όλοι με αυτά καταγίνονται τελευταία. -Μπα τα οικονομικά που ξέρω μου αρκούν, είναι αυτά που η Ελλάδα είχε πάντα. Μαύρα χάλια. Διαχρονική ανικανότητα. Όσο για το ΠΑΣΟΚ να στη λύσω την απόρροια. Πρόεδρος θα βγει η Αφροδίτη Σημίτη. Είναι συγγενής πρώην πρωθυπουργού, γράφει στο γυαλί, έχει ωραία φωνή, είναι νέο πρόσωπο, άφθαρτο. Με αυτό το βιογραφικό θα μπορούσε να ανήκει στο απελθόν κόμμα του Αβραμοπούλου, θα μπορούσε να είναι η μούσα του Αντώνη Σαμαρά, αλλά αυτή επέλεξε να σηκώσει το βάρος της ανανέωσης του ΠΑΣΟΚ. Ο Τσίπρας δεν θα μπορεί να της αντισταθεί και η Παπαρήγα ενώπιον της θα σιωπά. Ο Καρατζαφερης θα προσπαθεί να την σαγηνέψει και ο Βορίδης να του την κλέψει. -Τι τηλέφωνο έχει το ΠΑΣΟΚ να πάρω να τους το πω; Πως δεν το είχαν σκεφτεί; Λες τέτοια ιδέα να έχει ανταμοιβή; -Ο πλούτος των ιδεών είναι το βραβείο που αναζητώ, αλλά να σας δώσω καλού κάκου τον τραπεζικό μου λογαριασμό. Αυτό μόνο θα τους πω. -Δεν νομίζω ότι θα βγάλεις κάτι. Η γενιά του Πολυτεχνείου που ενσωματώθηκε στο ΠΑΣΟΚ θα έχει το παρόν σαν το προσωπικό της Βιετνάμ. Όπως ήταν σωστό να αναλάβει την πολιτική πρωτοβουλία η γενιά εκείνη στην μεταπολίτευση, άλλο τόσο είναι σωστό να της καταλογίσουμε την τωρινή πανωλεθρία. Μήπως τώρα μπορείς να μου πεις γιατί αποκλείστηκε ο Ολυμπιακός; Γιατί θα του πάρει το πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός; -Αθλητικά διαβάζω, όχι τον καφέ. Χέστηκα και για τους δυο. Οπού στρώσει κοιμάται ο καθένας. Τα αθλητικά για τους άνδρες είναι σαν τις σαπουνόπερες για τις γυναίκες. Ένας τρόπος να διατηρείς επίπεδο το εγκεφαλογράφημα. Εάν διάβαζα τα οικονομικά το γράφημα θα έβγαινε σαν της Ουψάλα κατά την διάρκεια σεισμού επικών διαστάσεων. -Πως θα βρούμε τον φταίχτη της κατάστασης, πως θα αποκαταστήσουμε την ηρεμία; Ποιο είναι το μέλλον μας; -Γιατί να πρέπει να βρω κάποιον να του κολλήσω την ταμπέλα; Τι έγινε μέχρι τώρα; Το τραπεζικό σύστημα, δηλαδή τράπεζες και οίκοι αξιολόγησης, δανειζόταν λεφτά από επενδυτές και στοιχημάτιζαν και σε κρατικά ομολόγα που τα θεωρούσαν αξιόπιστη βάση. Κάποια στιγμή έβαλαν και το αντίθετο στοίχημα για να είναι καλυμμένοι σε κάθε περίπτωση. Τα κράτη δανειστήκαν λεφτά από τους παπατζήδες αυτούς και πίστευαν στην αιωνία ευημερία, σε ένα συνεχές μέλλον προόδου. Κάποιοι, τύπου Γερμανία, ήταν πιο ρεαλιστές και έμειναν μακριά από τα πάρτι της εικονικής οικονομίας, προσηλωμένοι στην παραγωγική οικονομία. Τώρα οδηγούν την κούρσα και θέλουν να βάλουν τους ορούς στους χαζοχαρούμενους των αγορών. Οι οποίες αγορές έβαλαν νέο στοίχημα. Μπορεί η ευρωζώνη να σώσει την Ελλάδα, που ήταν ο αδύναμος κρίκος και μίση μερίδα ή όχι. Εάν μπορεί, τότε αποκαθιστά τα ομολόγα στα μάτια μας, εάν όχι τα λεφτά και τώρα. Η Ευρώπη έκανε ότι αγνοεί αυτό τον υπαινιγμό και καλείτε να πληρώσει τον λογαριασμό. Η Ελλάδα απλώς είναι το άλλοθι για την μάχη. Η Γερμανία και η Γάλλια δεν εφαρμόζουν πολιτικές ευρύτερης προοπτικής γιατί έχουν επικείμενες εκλογές και οι αποφάσεις αυτές θα έχουν πολιτικό αντίκτυπο και εντός των χώρων αυτών. Η κρίση θα κοπάσει όταν γίνουν οι εκλογές σε αυτές τις δυο χώρες και παρθούν οι κατάλληλες αποφάσεις από τις νέες κυβερνήσεις. -Καταλαβαίνω ότι φταίμε που δεν έχουμε ούτε ένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και στην σχεδίαση και στην εκτέλεση. Κατανοώ ότι το πρόβλημα το δημιουργήσαμε εμείς στον εαυτό μας. Επίσης, γνωρίζω ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν υποχρέωση έναντι των πελατών τους και όχι απέναντι στα κράτη. Δεν θα είχαν πρόβλημα να αλλάξουν αξιολογήσεις εάν άλλαζαν οι καταστάσεις. Μου είναι προφανές ότι οι πολιτικοί ηγέτες αναμασούν μισές αλήθειες. Δεν μπορούν να απαγορεύσουν τα στοιχήματα, έστω και εάν τα κρίνουν ως ανήθικα, δηλαδή να έχεις παίξει και στην νίκη και στην ήττα. Ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη, ότι έπαιζαν και αυτοί. Δεν μπορούν να απαιτούν να τους δανείζουν. Δεν μπορούν να καθορήσουν αυτοί τα επιτόκια, αλλά οι δανειστές. Μπορούν, όμως, τα πλουσιότερα κράτη να δανείσουν τα φτωχότερα. Αυτή είναι μια πράξη που γίνεται με κέρδος. Απλά δεν έχουν επαρκείς διασφαλίσεις, που είναι και η αίτια για την οποία τα χρεωμένα δεν λαμβάνουν δάνεια έτσι και αλλιώς, και τώρα, που άφησαν και φούντωσε το πράγμα, δεν έχουν και επαρκή κεφάλαια. -Πως σπάει αυτός ο ατέρμονος κύκλος δυσπιστίας; Γιατί και εμείς, εάν είχαμε τα χρήματα στα χεριά μας, δεν θα τα δίναμε. Τι έχουμε κάνει για αυτό… Λοιπόν μετά από δυο χρόνια δεν έχουμε επιτύχει κανένα στόχο, εκτός από την υποβασταξη μας μέχρι εξαντλήσεως της υπομονής των άλλων. Οι πολιτικοί μας εφάρμοσαν μόνο ότι δεν θα είχε κόστος στην εκλογική τους πελατεία και τώρα που τους γύρισε και εκείνη την πλάτη νιώθουν σαν στημένες λεμονόκουπες, που τα έδωσαν όλα και ο ζωμός δεν έφτασε. Ενώ εμείς νιώθουμε σαν χρησιμοποιημένες σερβιέτες, μας έριξαν στα σκατα και το μόνο μέλλον που μοιάζει να έχουμε είναι να βουλιάξουμε και άλλο. -Αυτοί, πάει. Η πελατεία μένει έξω από το μαγαζί και περιμένει τις προσφορές, μήπως και ξαναμπεί. Αυτοί που ήταν ήδη έξω, περιμένουν μήπως και ανοίξει άλλος με κάτι καινούργιο. Όσοι τους στήριξαν, συνεχίζουν αποστασιοποιημένα, γιατί το καινούργιο δεν φάνηκε ακόμη, γιατί, όταν φάνει, δεν ξέρουν εάν τους συμφέρει και επιπλέον η αρχική τους επένδυση δεν μπορεί πλέον να αποδώσει την προσδοκώμενη προστασία. Στην ουσία είμαστε ακυβέρνητοι, για αυτό έχουμε μη εκλεγμένη κυβέρνηση και για αυτό δεν θα γίνουν εκλογές σύντομα. Δεν ξέρουμε τι να βάλουμε στην θέση της. Είναι σαν να έχεις ένα ραγισμένο βάζο και να το κοιτάς αναποφάσιστος εάν θα το πετάξεις ή όχι. -Εσύ θα ήθελες να έχεις συμβόλαιο ασφάλειας ζωής σε μια εταιρεία που τακτική της είναι να ασφαλίζει ετοιμοθάνατους; Μάλλον όχι. Αρά ποιος θα μας δώσει χρήμα και χρόνο για να βγούμε από το τέλμα; Μαζί και τα δυο και σε επάρκεια κανένας. -Λοιπόν; -Λοιπόν τι; -Πως το λύνεις; Αστυνόμος Σαϊνης. Οι πολίτες λύνουν αυτές τις καταστάσεις. Οι άλλοι τους ρίχνουν τα βάρη και επωφελούνται από την διάσπαση τους και τη φαγωμάρα τους. Χρειάζεται αρραγές μέτωπο κατά της βλακείας. Να γίνει απεργία όχι για τα εργατικά δικαιώματα που απεμπολούνται και πίσω από τα οποία κρυφτήκαν χιλιάδες κηφήνες, αλλά για δουλειές, κανονικές δουλειές, όχι τις σημερινές μαλακίες, με κανόνες, όχι αλλά να γράφει και αλλά να παίρνεις, όχι με δυο μέρες και τετράωρα. Δουλειά κανονική αυτό χρειάζεται ο κόσμος και ένα κράτος που θα πει παιδιά αυτά έχουμε, με αυτά θα ζήσουμε, αυτοί είναι οι κανόνες, ίδιοι για όλους. Φτιάξτε κάτι για να έχουμε περισσότερα. Εμείς καθόμαστε στο ξεροχωραφο, κοιτάμε τη τσάπα και αναπολούμε πως το είχε ο παππούς μας σπαρμένο, πρασινισμένο και καρπωμένο. Τώρα έφτασε η ώρα του σκαψίματος. -Εάν σκάψω θα με δανείσουν; -Εάν σκάψεις τι λόγο θα έχουν να μην σε δανείσουν; Εσύ θα έχεις λόγο να μην τα πάρεις. Εάν δεις τους ρόζους στα χέρια σου και θελήσεις να τα βάλεις στο Palmolive να μαλακώσουν θα την ξαναπατήσεις. Όταν σηκώσεις τα μανίκια μην τα αφήσεις να ξανακατεβούν. Που είναι οι άνεργοι και μένουν άεργοι; -Τι να κάνουν βρΕ Νώντα, ξερόλα; -Να ζητήσουν εισιτήρια για το Καραϊσκάκη και το ΟΑΚΑ, μη τυχόν και δεν προκριθούν οι ομάδες μας και δεν έχω τι να διαβάσω στο καφενείο και στις ουρές του ΟΑΕΔ.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Εμπιστοσύνη

Ήρθε στο ραντεβού μας, όπως πάντα, πέντε λεπτά νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα. Ήταν το πρώτο πράγμα στο οποίο διαπιστώσαμε ότι ταιριάζουμε. Το δεύτερο ήταν ότι δεν ψάχναμε φτηνές δικαιολογίες. Ακριβές ίσως, φτηνές ποτέ. Όταν τα σκατώναμε, ευτυχώς σπάνια, ήμασταν βαθιά μέσα στον βούρκο με τα γουρούνια. Πράγμα που συνέβαινε τώρα, που οι οικονομικοί δείκτες της χώρας είχαν πιάσει πάτο και έσκαβαν ορυχείο. Η εταιρεία στην οποία εργαζόμασταν βρισκόταν στο τρίτο πλάνο αναδιοργάνωσης μέσα στα δύο τελευταία έτη και οι πληροφορίες που λάμβανα για το άτομο μου δεν ήταν οι καλύτερες. Συνήθως δεν δίνω σημασία στην μπουρδολογία των φημών, αλλά τα σημάδια πλήθαιναν. Υπήρξε ο μέντορας μου στην εταιρεία, είχα δουλέψει υφιστάμενος του για τρία χρόνια, προτού με προτείνει για την θέση του, καθότι είχε ανεβεί ιεραρχικά. Η συμπάθεια ήταν αυθόρμητη και αμφίπλευρη, η αλληλοεκτίμηση εδραιώθηκε αμοιβαία μέσα στο χρόνο και η φιλία μας ήταν αναπόφευκτη και εκτός εργασίας, παρά την διάφορα ηλικίας.
Βρισκόμασταν πλέον και οικογενειακώς, αλλά το απαραίτητο ραντεβού ήταν Κυριακή στην παραλία μονοί. Είχαμε, τώρα πια το παγκάκι μας, οπού ατέρμονα αμπελοφιλοσοφούσαμε. Οι γυναίκες μας πειραχτικά αναφερόταν σε εμάς ως οι αρραβωνιαρες. Ήταν ντυμένος σαν να πήγαινε στην εκκλησία με τα καλά του, πράγμα που μπορεί να ήταν και αλήθεια. Σε αντίθεση ήμουν σαν να είχα βγει για το γυμναστήριο, παρ’ ότι είχαν περάσει δέκατες από την τελευταία φορά που το επιχείρησα. Ωραία φόρμα, σχολίασε, την κράτησες από την εφηβεία σου για τις αναμνήσεις. Τώρα που επανέκαμψαν τα εϊτις την έβγαλα από την ναφθαλίνη, την έριξα σε ζεστό νερό, και έβαλα γυναικά και παιδιά να την τραβούν μήπως και ανοίξει και χωρέσω μέσα, απάντησα. Σαν το κουστούμι που έραψα για μένα στην δουλειά. Σε συνεχεία της απόρροιας του, ανάφερα για τις αλλαγές που συντελέστηκαν και αυτές που επίκεινται στην εργασία μας. Το προ τριετίας υπόμνημα μου προς την διοίκηση που ανέφερε ότι οι προβλέψεις για τον κλάδο, αλλά και την χώρα ήταν ζοφερές, ότι ερχόταν κάμψη της ζήτησης, λόγω υπερχρέωσης των νοικοκυριών, με διάρκεια πέντε ετών, που ήταν την εποχή εκείνη η μέση διάρκεια ενός καταναλωτικού δάνειου, με συνέπεια την σταδιακή ύφεση της αγοράς.
Θυμήθηκε και συνέχισε παραθέτοντας το συμπέρασμα ότι υπήρχαν δυο προτεινόμενοι οδοί. Η μια ήταν η μείωση των αμοιβών και η άλλη οι απολύσεις. Δηλαδή ή διαχέουμε την μιζέρια οριζόντια, ή την κόβουμε σε παιδιά και αποπαίδια. Αντέτεινα ότι οι επιχειρήσεις δεν είναι κράτος να έχουν ανάγκη το κοινωνικό προσωπείο τους, όπου στην ουσία δεν εκβιάζονται από ψήφους. Είναι οργανισμοί παραγωγής κέρδους. Οπότε δεν υπάρχουν εξ’ ορισμού παιδιά και αποπαίδια. Υπάρχει ένα κριτήριο, μπορείς να κανείς μια δουλειά με χαμηλό κόστος; μένεις, δεν μπορείς φεύγεις. Στην αρχή επικρατήσαν οι μετριοπαθείς στο διοικητικό συμβούλιο και εφαρμόστηκε η πρώτη λύση, μετά μειωθήκαν οι ώρες εργασίας και τώρα φαίνεται ότι περνάμε στην άλλη πρακτική, των απολύσεων. Εντύπωση μου είναι ότι έχω επιλεχτεί ανάμεσα στους αποδιοπομπαίους. Δεν έχω καμία πρόθεση να σε καθησυχάσω μου αντέτεινε, αλλά, εάν το δεις πιο ψύχραιμα, σε χρειάζονται ακόμη, υπάρχουν τομείς που δεν υπάρχει αντικαταστατής σου. Παρόλα αυτά, τον διέκοψα, διαχέετε ότι με την απόλυση μου κρατούν ένα πρόσχημα αντικειμενικότητας και δικαιοσύνης.
Από το γραφείο του Ιωαννίδη βγαίνουν αυτές οι φήμες, ρώτησε και συνέχισε πριν απαντήσω, αυτός ο άχρηστος μόνο λόγια είναι. Βέβαια αυτή είναι η δουλειά του, αλλά από την μέρα που κυκλοφόρησε η βιογραφία του Τζομπς, το έχει παρακάνει. Καλό το μάνατζμεντ, αλλά υπάρχει και η κυνική αλήθεια. Στην θέση σου δεν θα φοβόμουν τόσο. Δεν μπορείς να εφησυχάσεις, είπα, τα πάντα μοιάζουν τόσο ρευστά. Οι άνθρωποι δείχνουν απελπισμένοι και το μόνο που σκέπτονται είναι να πετάξουν όσα πιο πολλά βάρη μπορούν από πάνω τους, άσχετα από το που θα προσγειωθούν αυτά. Τις προάλλες σε συνέλευση της πολυκατοικίας ένας πρότεινε να γίνεται πλέον η κατανομή των κοινοχρήστων εξόδων δια του αριθμού των διαμερισμάτων και όχι με τα χιλιοστά ιδιοκτησίας. Ήταν δίκαιο χτυπιόταν. Δηλαδή είναι δίκαιο το μικρό διαμέρισμα να επιβαρύνεται το ίδιο με το μεγάλο. Το πρότεινε αυτό έχοντας την εντύπωση ότι οι άλλοι θα το δεχτούν αμάσητο, κάτι που δεν έγινε και ξεκίνησε ένας ωραίος καυγάς που ξαναζέστανε και όλες τις προηγούμενες κόντρες ανάμεσα μας.
Δηλαδή τις βγάλατε και τις μετρούσατε, σαν τα αγοράκια στις τουαλέτες του σχολειού. Ποιανού η δυστυχία είναι μεγαλύτερη, ποιανού το δίκαιο πνίγηκε πιο βαθιά, και άλλες σαχλές επιφάσεις. Τα ξεστόμισε όλα αυτά συνοδεύοντας τα με μια γρήγορη ανδροπρεπή παλινδρομική κίνηση του χεριού. Ακριβώς, είπα, αλλά το λυπηρό, είναι ότι οδυρόμαστε για την ανεπάρκεια των πολιτικών μας, όταν απλώς είναι σαν και εμάς, μόνο που τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Στην ουσία, σχολίασε, αυτό που γίνεται είναι μικροί καθημερινοί συμβιβασμοί. Αυτό δεν είναι δίκαιο για τον ένα, το άλλο θα είναι μια βοήθεια για τον τάδε. Μετά έρχονται και άλλοι, απαιτώντας τα ίδια προνόμια. Ύστερα αυτά θεωρούνται ιστορικά κεκτημένα και εξαπλώνονται σαν το συνάχι, αδιακρίτως. Μαζεύεται ένα βουνό καταστρατηγήσεων κάθε απλού κανόνα και έτσι αυτός καταργείτε. Για αυτό έχουμε αντίληψη περί δικαιοσύνης αλά καρτ. Οι νομοί μας είναι κινητοί, σε ένα συμπάν αστάθμητο, με μια αντίληψη ευκίνητη. Για αυτό το μάνατζμεντ μπορεί να διατυπώνει οποία φράση θέλει και να περιστρέφει τον κόσμο μέχρι να το βολεύει η οπτική γωνιά.
Από την άλλη όταν αρχίζεις να μιλάς στο διοικητικό συμβούλιο για λογιστικά κανείς δεν θέλει να σε ακούσει, παρενέβη. Τα θεωρούν την γλώσσα των νεκρών. Στην ουσία αυτό είναι. Μια πρόσθεση και μια αφαίρεση πάνω σε γεγονότα που πλέον δεν αλλάζουν. Βαφτίζουμε το κάθε είδος εξόδου με ένα ονοματάκι για να διευκολύνουμε την αρχειοθέτηση μας, αλλά το μόνο που κάνουμε είναι οι πράξεις της πρώτης δημοτικού. Τα αποτελέσματα που ανακοινώνουμε είναι μονοσήμαντα. Είμαστε πολύ πεζοί, κυνικοί και προβλέψιμοι. Εάν, όμως, ξεκινήσεις να εκστομίζεις σαν την Πύθια προβλέψεις με βάση αυτά, τότε όλοι εκστασιάζονται και νομίζουν ότι τους αφόρα. Η βάση είναι η ίδια, το περιτύλιγμα είναι διαφορετικό. Μπράβο, είπε, τώρα μπορείς να γίνεις και οικονομολόγος. Πάρε τα μοντέλα σου και έλα να παίξεις.
Δυστυχώς, και έφερα το πρόσωπο μου σαν κίνηση απελπισίας ανάμεσα στα χέρια μου, δεν εννοείς τις γυναίκες, αλλά τα μαθηματικά. Εάν παίζαμε με τις σάρκες όλοι θα μας αγαπούσαν. Τώρα σε αυτό το κράτος μας έχουν μόνο για να τα βρίσκουν με την εφορία. Χέστηκα για την εφορία, για την κάθε μαλάκια που το κράτος σκαρφίζεται για να επαιτεί επιπλέον χρήματα. Οι εταιρείες που θέλουν να έχουν μέλλον πρέπει να παράγουν και να πωλούν. Αυτό συμβαίνει όταν ξέρεις τι σου κοστίζει και ποιος θα το αγοράσει σε ποια τιμή. Αυτή είναι η δουλειά μου και όχι ο ανίκανος που δεν ξέρει πόσους εργαζόμενους έχει, πόσους πελάτες και τι του κοστίζουν όλα αυτά. Αυτός ο χαραμοφάης είναι φυσικό να πτωχεύσει και εμείς αν ανακαλέσουμε τις έτοιμες φράσεις που χρησιμοποιούσαμε τόσα χρόνια, είναι φανερό ότι γνωρίζαμε πως αυτό ήταν αναπόφευκτο, μόνο το πότε δεν ξέραμε. Κάθε γενιά πίστευε ότι τον λογαριασμό θα τον πληρώσει η επομένη και συνέχιζε.
Το θέμα είναι έτσι, έχει όμως και άλλη οπτική γωνιά, είπε με τον γνωστό ήπιο τρόπο που είχε για να διαφωνεί. Οι άνθρωποι, ο καθένας μεμονωμένα, στην πλειονότητα τους προσπάθησαν για το καλύτερο. Κάποιοι δεν είχαν επαρκή παιδεία, κάποιοι στάθηκαν πλεονέκτες, αλλά η πλειοψηφία προσπάθησε να κάνει την δουλειά της. Το καράβι όμως δεν κυβερνήθηκε καλά και αυτό είναι εμφανές από το αποτέλεσμα. Ο κυβερνήτης είναι εκλεγμένος οπότε το φταίξιμο γυρίζει στον καθένα και αυτός ο καθένας πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του σαν το κανένα και να επαναδραστηριοποιηθεί πολιτικά. Δεν μπορεί να ρίχνει το φταίξιμο στις αρχές και να πηγαίνει στο mall και για καφέ. Εάν δεν θέλει αυτά τα κόμματα να φτιάξει άλλα, εάν δεν θέλει αυτούς τους αρχηγούς να γραφτεί σε οποίο κόμμα θέλει και να εκλέξει άλλον. Με το τηλεκοντρόλ δεν κυβερνάς, αγοράζεις απόψεις και η τηλεόραση παράγει απόψεις ποικιλότροπες για να γεμίζει το τραπέζι και να πουλά την άποψη που τελικά την συμφέρει. Είναι προϊόν, δεν είναι, καν, λαϊκό δικαστήριο.
Αυτά όλα είναι διαπίστωση, αλλά δεν είναι πρόταση, είπα και συνέχισα να χειρονομώ ενώ εκείνος καθόταν ήρεμα με τα χέρια του διπλωμένα στο στήθος απολαμβάνοντας τον ήλιο που προσπαθούσε να μας ζεστάνει με τις ανεμικές χειμερινές του ακτίνες, λίγο πριν μας αποχαιρετήσει. Πάλι θα καταλήξουμε ότι όλα ξεκινούν από την παιδεία και ότι τα αποτελέσματα είναι μακροχρόνια, για τα μακρόπνοα σχεδία, για την επένδυση στους ανθρώπους… Το τώρα πως το λύνεις; Το παρόν μου, μετά την μείωση στο μισθό, είναι τουλάχιστον στριφνό, κοιτάζω, όμως, γύρω μου και βλέπω ότι όλα πια υπολογίζονται όχι ως διαβάθμιση του πλούτου, αλλά σε μια σκάλα φτώχιας. Υπάρχει ο άφραγκος που έχει πληρώσει τις υποχρεώσεις του, αλλά με δυσκολία την βγάζει ως το τέλος του μηνά, αυτός που το κάνει με συγγενική βοήθεια, ο άλλος τύπος άφραγκου που δεν μπορεί να πληρώσει τα πάντα, επιλέγει και συσσωρεύει χρέη και αυτός που δεν έχει καμία δυνατότητα. Όλοι αυτοί απορούν που πήγαν τα κέρδη των εταιρειών των προηγούμενων ετών και γιατί δεν εμφανίζονται τώρα, ειδικά στις χρεωκοπημένες τράπεζες.
Απλά, απάντησε, η μονομανία του κέρδους δεν τους επιτρέπει να ανεχτούν την ζημιά. Το χρήμα μετακινείται μόνο σαν επένδυση. Μόνο οι φόροι το ξεκολλούν από πάνω τους. Το χρήμα δεν έρχεται ποτέ για να μπαλώσει τρύπες. Αυτές γεμίζουν με το μόχθο των εργαζομένων. Αυτοί που έχουν το χρήμα περιμένουν από τα κράτη να καταστήσουν τους εαυτούς τους επένδυση. Είναι ένα γελοίο μοντέλο που βασίζεται στην συνεχή πρόοδο και υποστηρίχτηκε και από τα κράτη και από το χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Τα τελευταία, όμως, έβαλαν στοιχήματα και για το αντίθετο της έκβασης, προκειμένου να επωφεληθούν από όλα τα πιθανά αποτελέσματα. Τώρα καλούμαστε να αποδώσουμε το προϊόν του στοιχήματος σε ένα παιχνίδι μονοπόλη, που ένας από τους παίκτες είχε αγόρασε όλα τα οικόπεδα. Το θέμα είναι σαν κράτος πως χειρίζεσαι τους κανόνες αυτούς, πως καθίστασαι από επαίτης σε δανειστής. Το παιχνίδι ήταν εκεί με τους κανόνες του από την αρχαιότητα. Εσύ πως το προσεγγίζεις, τι επιδιώκεις; Δεν θες να χάσεις; ‘Η δεν θα παίξεις, με ότι συνέπειες έχει αυτό, ή προετοιμάσου να μην χάσεις. Εμείς ήμασταν πολύ αφελείς και πιστεύαμε ότι οι άλλοι θα είναι επιεικής μαζί μας όσα και να χάσουμε.
Τώρα τι πρέπει να κάνω, να φέρω έξι και να βγω από την φυλακή σε ένα παιχνίδι ουσιαστικά χαμένο, ή να ξεκινήσω την παρτίδα από την αρχή; Ενώ αναρωτιόμουν, ο ήλιος μας αποχαιρετούσε με ένα τεράστιο πορτοκαλί χαμόγελο, έτοιμος να κρυφτεί πίσω από τα βουνά, δίνοντας ραντεβού για το επόμενο πρωί. Δεν ξέρω να σου απαντήσω, αποκρίθηκε, δεν ξέρω ποιος μπορεί να πάρει την απόφαση και δεν μπορώ να κρίνω εύκολα εάν αυτή θα είναι η αντικειμενικά σωστή. Οποία απόφαση και να είναι αυτή θα δημιουργήσει δύσκολες καταστάσεις στην αρχή και θα χρειαστεί τεραστία υπομονή και επιμονή στην εφαρμογή της. Δεν γνωρίζω εάν ο δρόμος που έχουμε πάρει είναι ο σωστός, μου φαίνεται, όμως ότι εκτελείται, ούτως ή άλλως, λάθος. Ουσιαστικά εκεί που καταλήγει το πράγμα είναι ότι κανείς δεν ξέρει και πρέπει να λάβεις ένα ρίσκο, να το υποστηρίξεις και να εργαστείς για αυτό. Να το διορθώσεις σε επιμέρους σημεία που δεν λειτουργούν και να προχωρήσεις.
Αυτά για να γίνουν κάποιον πρέπει να εμπιστευτείς. Πάντα στην ζωή, όσο ορθολογισμό και να βάλεις, πάντα θα πρέπει κάποιον να εμπιστευτείς. Είτε είναι ο μανάβης που σου πουλά τα μήλα για φρέσκα, είτε είναι ο συντηρητής του αυτοκίνητου που σε διαβεβαιώνει ότι τα ανταλλακτικά είναι μανισια… Οτιδήποτε, εάν δεν το εμπιστεύεσαι μην το ακόλουθεις. Πάμε, είπε, έρχεται η νύκτα και τα πράγματα, πλέον δεν θα είναι τόσο φιλικά γύρω από το παγκάκι μας. Το σκοτάδι έχει καταστεί επικίνδυνο στις μέρες μας. Συμφωνώ, αποκρίθηκα, μόνο που εάν με απολύσουν κινδυνεύω να γίνω μέρος της νύκτας.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Χιονάτη

Κόκκινη κλώστη δεμένη
Στην ανέμη τυλιγμένη
Δωστης κλωτσο να γυρίσει
Παραμύθι θα αρχινίσει

Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα κόσμο μακρινό, μια άλλη εποχή, ζούσε μια πολύ όμορφη κοπέλα, η Χιονάτη. Το όνομα της αντικατόπτριζε το λευκό της επιδερμίδας της. Η τιμή της δεν ήταν το ίδιο άσπιλη. Κάτι μικροκρίματα τα είχε μαζεμένα και καταχωνιασμένα στην ντουλάπα της, αλλά, σε γενικές γραμμές, ήταν από τις καλόκαρδες κοπελιές του παραμυθοκόσμου. Το μεγαλείο κάποιου φαίνεται από τον τρόπο που διαχειρίζεται την δύναμη του, όμως η Χιονάτη ήταν ένα αδύναμο πλάσμα που κατοικούσε σ’ ένα δάσος, φιλοξενούμενη των επτά νάνων. Άλλοι την αποκαλούσαν ονειροπαρμένη, ότι σκεπτόταν και έλπιζε να την σώσει κάποιος πρίγκιπας από την φτώχεια, ενώ άλλοι την θεωρούσαν προσκολλημένη στο ένδοξο παρελθόν της, τότε που ήταν βασιλοπούλα, από οπού εξέπεσε μετά τον εκθρονισμό του πατέρα της και την εξορία. Αφού περιπλανήθηκε για αρκετά χρόνια βρήκε καταφύγιο στο σπίτι των νάνων και σαν αντάλλαγμα έκανε τις δουλειές του σπιτιού.
Η ζωή κυλούσε ήρεμα, ωσότου μια μέρα η κάκια μάγισσα – βασίλισσα κοιτώντας στον καθρέφτη αναρωτήθηκε ποια είναι η πιο πλούσια. Τότε ο καθρέφτης της απάντησε ότι δεν μπορούσε να απαντήσει, διότι οι συσχετισμοί στον παραμυθοκόσμο είχαν γίνει δυσνόητοι. Δεν της άρεσε η αόριστη απάντηση και είπε ότι εκείνη θα στραφεί ενάντια στην Χιονάτη, άσχετα εάν φταίει ή όχι. Ήταν η πιο φτωχή και η πιο εύκολη αντίπαλος. Όταν θα ξεκαθάριζε η κατάσταση με τους υπόλοιπους θα έβλεπε τι θα έκανε. Κάλεσε τον Terminator Ι και του υπέδειξε τον στόχο. Αυτός πλησίασε την Χιονάτη, που όμως ήταν περιστοιχισμένη από τους νάνους. O Terminator I είχε ένα ελάττωμα στο λογισμικό του και δεν μπορούσε να επιτεθεί σε άτομο κάτω του 1,40. Έτσι πρότεινε στην Χιονάτη, που την προστάτευαν οι μικροί της φίλοι, να του δώσει κάτι πολύτιμο, προκειμένου να γίνει φτωχότερη και να πάψει να υφίσταται ο ανταγωνισμός της με τη βασίλισσα. Εκείνη έβγαλε τα σκουλαρίκια που είχε από τη μαμά της και του τα παρέδωσε. Έτρεμε για την τύχη της, καθώς και για τους μικρούς της συντρόφους, τους οποίους σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να ενοχλήσει.
Η βασίλισσα θύμωσε αφάνταστα με τον Terminator I και ζήτησε από την εργοδότρια του εταιρεία να τον πετάξουν στην ανακύκλωση. Κράτησε, όμως, τα σκουλαρίκια και ξαναρώτησε τον καθρέφτη την ίδια μονότονη ερώτηση. Εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε ακόμη να βρει ικανοποιητική απάντηση, διότι παρά την θυσία αυτή της Χιονάτης, η θέση της στον παραμυθοκόσμο απειλούσε την δομή του. Διότι ένας πρίγκιπας είχε δει γυμνές φωτογραφίες της, την ώρα που λουζόταν στην λίμνη, που κάποιος αφελής νάνος άφησε να διαρρεύσουν στο διαδίκτυο, και την είχε ερωτευτεί. Κατά αυτό τον τρόπο παρέμενε δυνητικά ανάμεσα στους πλούσιους. Η κατάσταση ήταν ρευστότερη από πριν. Η βασίλισσα που είχε ζητήσει από τους καλυτέρους κοσμηματοπώλες να της φτιάξουν κάθε είδους γυναίκειου στολιδιού, που είχε εξωθήσει τα ορυχεία της σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας προκειμένου να αυξήσουν την παράγωγη τους, που είχε καταστρατηγήσει κάθε εργατικό δικαίωμα, που είχε κάνει το outsourcing, το leasing, το factoring, το franchising, το flat tax προς τους εύπορους τις σημαίες της και είχε περιχαρακώσει το βασίλειο της ως οικονομικό παράδεισο δεν μπορούσε, τώρα, να δεχτεί την τελμάτωση των οικονομικών της δεικτών και την ανάστροφη του κλίματος προς την μηδενική ανάπτυξη. Μια σπίθα άναψε μέσα στον θυμό της και κόπασε τον καταιγισμό των σκέψεων της. Ήταν ανείπωτη ευχαρίστηση όταν έβρισκε τη λύση ανάμεσα σε τόσους γρίφους. Κάγχασε σαρδόνια και στρώθηκε στη δουλειά.
Πηρέ τρία κουτιά. Κάλεσε τους τρεις μάγους και τους τα έδωσε. Ένα για την Χιονάτη και δυο για τους νάνους. Τους ζήτησε να μην αποκαλύψουν την πηγή αυτής της γενναιόδωρης πράξης, καθότι οι παραλήπτες ήταν πολύ περήφανοι και δεν θα τα αποδεχόταν. Η Χιονάτη ήταν μόνη στο σπίτι όταν είδε τους μάγους στο κατώφλι της. Αυτοί κοίταξαν περίεργα το σπίτι και αφού εκείνη τους καλωσόρισε και τους προσκάλεσε να περάσουν, αυτοί καθότι ανατολίτες, άρχισαν να την βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, όπως πόσα χρήματα έβγαζε, πόσα ξόδευε, εάν είχαν τα δωμάτια κεντρική θέρμανση ή αυτόνομη, και άλλες τέτοιες ενοχλητικές απόρροιες. Στις οποίες παρότι δεν θα απαντούσε υπό άλλες συνθήκες, τώρα καταδέχτηκε, προκειμένου να ικανοποιήσει την περίεργα της και να δει το περιεχόμενο των τριών κουτιών, που έμοιαζαν με δώρα. Της έδωσαν το δικό της, άφησαν τα αλλά δυο για τους νάνους πιο εκεί με κάποιες οδηγίες τοποθετώντας τα όπως τους είχε ζητήσει η βασίλισσα και την αποχαιρέτησαν. Αυτή ανυπόμονα άνοιξε το δικό της και είδε το πιο υπέροχο μήλο που μπορούσε να υπάρξει. Ήταν και κοντά μεσημέρι, είχε αργήσει να φτιάξει φαγητό με την επίσκεψη και αποφάσισε να πάρει ένα δεκατιανο. Δάγκωσε και η γεύση του την πλημμύρισε, το άρωμα του την ζάλισε, μια νύστα αισθάνθηκε ξαφνικά και έγειρε πίσω στην πολυθρόνα της. Αποκοιμήθηκε και έτσι ακριβώς την βρήκαν μερικές ώρες αργότερα οι νάνοι.
Σάστισαν με την κατάσταση της και προσπάθησαν μάταια να την ξυπνήσουν. Την ώρα που ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσουν στον γιατρό, ένας τους είδε τα δεματά και το γράμμα. Έγραφε ότι απευθυνόταν σε αυτούς. Ήταν ο ίδιος αφελής που είχε χάσει τις φωτογραφίες της Χιονάτης από πειρατές του διαδικτύου που είχαν παρεισδύσει λαθραία στον κομπιούτερ του όταν αυτός προσπάθησε να απαντήσει σε ένα e-mail με ένα διαγωνισμό. Άνοιξε αμέσως το δέμα και έδωσε το γράμμα στον πρεσβύτερο των νάνων. Αυτός τους διάβασε ότι η Χιονάτη θα έμενε κοιμώμενη μέχρι να την σώσει ένας βασιλιάς. Τέρμα τα αστεία με τα χαζά πριγκιπόπουλα. Είχαν αποδειχτεί πολύ ανεύθυνα, γιατί σε όλο τον παραμυθοκόσμο μόλις έβλεπαν καμία που τους γυάλιζε, έπαιρναν πορεία μαζί της για την εκκλησία. Βασιλιάς και μάλιστα με προϋπηρεσία απαιτούταν για να ξυπνήσει. Τώρα μπορούσαν να ανοίξουν το γκρι κουτί πρώτο και να διαβάσουν τις υπόλοιπες οδηγίες. Ο Χαζούλης έδωσε αυτό το γράμμα στο σοφό αδελφό του αμέσως, καθότι το είχε ήδη αποσυσκευάσει, και διάβασαν ότι έπρεπε να πάρουν σειρά μέτρων, ώστε το βασίλειο στο οποίο άνηκαν να παραμείνει εύρωστο, χωρίς να κινδυνεύει από τους υπηκόους του και τους λοιπούς φιλοξενούμενους τους. Έπρεπε να στέλνουν τα διαμάντια που έβγαζαν στην βασίλισσα, να κρατούν σταθερή ποιότητα και ποσότητα, να μειώσουν τα διαλλείματα για φαγητό, να μειώσουν τις δαπάνες υγιεινής και διατροφής και να υπογράψουν ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα που θα ρυθμίζει κάθε ποτέ θα άλλαζαν εργαλεία, σεντόνια και πετσέτες.
Οι νάνοι ξεκίνησαν ένα μεγάλο καυγά, οπού ο ένας έριχνε ευθύνες στον άλλο, πιάνοντας όλα τα ζητήματα της ύπαρξης τους από την αρχή του γενεαλογικού τους δέντρου ως την σημερον. Γιατί ήταν κοντοί, γιατί ζούσαν πολύ, γιατί έτρωγαν πολύ αλλά έπιναν λίγο… Άκρη δεν έβρισκαν, και συνέχισαν φωνάζοντας για πολλές ώρες, ποιος ήταν ο πιο σοβαρός, ο πιο συνεπής, τσιγκούνης, σπάταλος, οραματιστής, ανεύθυνος, ψηλός, κοντός και αφού πέρασαν όσα επίθετα είχαν πρόχειρα πάλι δεν κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα. Ο σοφός είχε αποτραβηχτεί λίγο πιο εκεί, και όσο οι υπόλοιποι συνέχιζαν τον φαύλο κύκλο των αλληλοκατηγοριών, εκείνος ξαναδιάβασε τα δυο γράμματα της βασίλισσας και της απάντησε ότι δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν πλήρως και άμεσα τα ζητήματα καθημερινότητας που τεθήκαν, διότι αυτά ήταν υπευθυνότητα της Χιονάτης. Τα διαμάντια θα τα έστελναν κρατώντας ένα για αυτούς και δίνοντας ένα σε εκείνη. Τα υπόλοιπα ζητήματα δεν τα θεωρούσαν ειδικού βάρους και επέμεναν να τηρηθούν ως έχουν. Η βασίλισσα ικανοποιήθηκε μερικώς και ανταπάντησε ότι θα τεθούν σε περίοδο έλεγχου προσαρμογής. Εφόσον απέδιδε θα έβρισκε εκείνη τον κατάλληλο για την Χιονάτη. Εάν όχι θα ελάμβαναν ειδοποίηση για να ανοίξουν και το τρίτο κουτί.
Τα υπόλοιπα βασιλεία στον παραμυθοκόσμο είχαν πληροφορηθεί τις ενέργειες αυτές της βασίλισσας και ασφάλισαν εντός των τειχών τους μονάρχες τους, προκειμένου να μην εκτεθούν στους κινδύνους που η κάκια βασίλισσα είχε υφάνει. Κανείς δεν ήθελε να σχετιστεί με την Χιονάτη με αυτή την κατάρα να την βαρύνει και επεδίωξαν να μείνουν όσο γίνεται μακριά της. Είχαν ανάγκη όμως τα διαμάντια για τα κοσμήματα τους. Επίσης το χώμα από τις εξορύξεις των νάνων ήταν ξακουστό για τη ευφορία του και μια διακοπή της παροχής του θα ήταν αντιπαραγωγική για όλους. Εγκαλέστηκε συμβούλιο και αποφάσισαν να στηρίξουν την βασίλισσα, εφόσον αυτή τους κρατούσε σε σταθερά επίπεδα την γεωργική παράγωγη. Τους έδωσε διάφορα μαντζούνια να τα ανακατεύουν με τα δικά τους χώματα, αλλά τους προειδοποίησε ότι η ισχύ τους ήταν περιορισμένη και σε δύναμη και σε χρόνο. Συνυπέγραψαν όλοι μαζί μια προειδοποίηση προς τους νάνους ότι τα διαμάντια τους δεν ήταν πλέον αρκετά κάτω από τις παρούσες συνθήκες και ότι θα έπρεπε, πλέον, να αυξήσουν την παράγωγη τους περαιτέρω. Επίσης ήταν επιτακτική ανάγκη να αναπροσαρμόσουν τις καθημερινές του συνήθειες στις οδηγίες που ανάφερε το γράμμα της βασίλισσας και ότι επί του θέματος αυτού κωλυσιεργούσαν ασκόπως.
Ο Θυμωμένος νάνος απείχε από την εργασία του και ήταν πάντα σε απεργία. Ο Χαζούλης είχε αναλάβει τις δουλειές της Χιονάτης, που τώρα την είχαν ξαπλώσει σε ένα ξέφωτο κοντά στο σπίτι τους μήπως και την δει κανένας βασιλιάς στο διάβα του και επέλθει ο έρως. Πλησίαζε το καλοκαίρι, εποχή αναπαραγωγής, και ο άτιμος φτερωτός θεός είχε πολύ δουλειά. Τώρα και όχι του χρόνου, μονολογούσε ο Σοφός, κάνε το θαύμα σου μεγαλόχαρε. Κάποιος, έστω και στραβός να ξυπνήσει την Χιονάτη, να πιάσει και αυτή κανένα ξεσκονόπανο, που ο Χαζούλης μας έχει γεμίσει όλα τα έπιπλα με το όνομα του και το «θέλω καθάρισμα». Αποφάσισε να πάει στην βασίλισσα και να ζητήσει ακρόαση. Αυτή τον δέχτηκε και όταν την παρακάλεσε να άρει την κατάρα από την Χιονάτη σε αντάλλαγμα της καλής διαγωγής τους, αυτή τον αποπήρε ότι με αυτό τον τρόπο έθετε σε κίνδυνο το βασίλειο. Η κοιμισμένη λεγάμενη αποτελούσε ωρολογιακή βόμβα για τις ισορροπίες του παραμυθοκόσμου, ο όποιος δεν έπρεπε με τίποτε να σημειώσει έλλειψη μύθων και ανισορροπία ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς. Η Χιονάτη ήταν γραφτό να γίνει καλή μητέρα, οπότε θα επελθοταν ανατροπή της ισοκατανομής των ρόλων στο συμπάν τους. Ο νάνος παρακάλεσε τότε, ωσότου αυξηθούν οι γεννήσεις των κακών, να μπορέσει να προβεί σε νέα πρόσληψη οικιακής βοηθού. Η βασίλισσα αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο, χλευάζοντας την ανεύθυνη αυτή στάση των νάνων. Δεν μπορούσε να επέλθει αλλαγή στα εργασιακά, αντιθέτως επιβαλλόταν μειώσεις, ώστε να καταστεί πιο ανταγωνιστική η αγορά του παραμυθοκόσμου έναντι αυτής των troll, των gargoyle, των underworld και του σύμπαντος των υπερηρώων, οι οποίοι εσχάτως είχαν κατακλύσει το σινεμά παράγοντας το ένα blockbuster μετά το άλλο.
Ο νάνος προσπάθησε να υπενθυμίσει στην βασίλισσα ότι είχαν συγγράψει ένα σενάριο παλαιοτέρα οπού ο Batman, o Superman και άλλοι από την League of Justice θα ερχόταν σε βοήθεια τους όταν εξωγήινοι θα απειλούσαν με εξαφάνιση τον Bambi και τον Winnie, αλλά η βασίλισσα δεν ήθελε άλλους κακούς χειρότερους αυτής, και απέρριψε το ενδεχόμενο της συνεργασίας. Τι θυμάσαι τώρα, αναρωτήθηκε αυτή, εδώ καράβια χάνονται… Μέχρι να βγάλουμε την ταινία εμείς, ανέκαμψαν τα κόμικς με τους αρχαίους Έλληνες και την μυθολογία τους. Εδώ δεν είναι Σπαρτή. Εδώ έχουμε καταπράσινα λιβάδια, όμορφα δέντρα, λίμνες, παλάτια που υψώνονται σε ύψος, ήρωες με κολάν, ήρωες από το ζωικό βασίλειο. Ξέρεις τι ήταν οι ήρωες αυτοί στους 300 αναρωτήθηκε. Τροφή απάντησε κραυγάζοντας. Τώρα μας πρόεκυψαν και τα Strumfs. Τα μισώ τα απαίσια μπλε μικρά πλασματακια. Πήγαινε πίσω και θα δεις την λύση που προτείνω στο δεύτερο κουτί. Ήρθε η ώρα του. Όταν το άνοιξε δεν πίστευε στα μάτια του. Όσα αναφερόταν στο πρώτο κουτί ήταν προαπαιτούμενα και, επίσης, έπρεπε να μειωθούν κι’ άλλο οι μισθοί των νάνων, τα μειωθεί η αξία της γης τους, να πέσουν οι τιμές του χώματος που εξαγόταν, γιατί είχαν προκύψει νέα λιπάσματα. Μετά από την αναγγελία αυτών των μέτρων ο Χαζούλης σταμάτησε να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Ο Υπναράς δεν ξανασηκώθηκε από το κρεβάτι. Η παράγωγη των διαμαντιών και κατά συνέπεια η εξαγωγή χώματος πήραν την κάτω βόλτα. Με τρεις νάνους άεργους οι υπόλοιποι τέσσερις δεν κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα και οι απαιτήσεις των υπολοίπων βασιλέων του παραμυθοκόσμου συνεχώς συσσωρευόταν.
Προτίμησε να επισκεφτεί την κάκια βασίλισσα άλλη μια φορά ο Σοφός και της ζήτησε να αυξηθούν οι αμοιβές όσων εργαζόταν, προκειμένου να συνδράμουν τους υπόλοιπους που αδυνατούσαν πλέον να εργαστούν. Τα αποθεματικά των νάνων είχαν εξανεμιστεί και έπρεπε να σπαταλούν συνεχώς χρήματα σε προϊόντα που τα υπόλοιπα βασιλεία είχαν αυξήσει σε τιμή υπέρογκα. Η βασίλισσα τον απείλησε ότι εάν αναφέρει ξανά θέμα αυξήσεων θα του πάρει την φωνή. Μονό ο αντίλαλος της σκέψης μέσα στο μυαλό του θα του μείνει και από Σοφός θα γίνει Μουγγός. Της ζήτησε να εκτυπώσει η κεντρική της τράπεζα χρήματα προκειμένου να τους δανείσει και αυτοί να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους. Εξοργίστηκε η βασίλισσα και τον αποκάλεσε ελαφρόμυαλο που θα άφηνε τα χρυσά της νομίσματα να κατρακυλήσουν σε αξία και να τα κοιτούν στην Κόρωνα τα ασημένια των υπολοίπων, που δεν ήταν σε θέση ούτε τα Γράμματα να τους σκουπίσουν. Κόρωνα γράμματα παίζεις το κεφάλι σου νάνε με αυτές τις προτάσεις του απεύθυνε τελικά. Μάζεψε τότε εκείνος όσο θάρρος είχε και τις είπε ότι το μονό που τους άφησε είναι να εκτυπώσουν εκείνοι χρήματα. Ο ουρανός συννέφιασε, σκοτάδι απλώθηκε και κεραυνοί ξεπήδησαν από τα χεριά της. Σαν τον αυτοκράτορα από τον Πόλεμο των Άστρων τους εξαπέλυσε εναντίον του άτυχου Νάνου - Λουκ , αφελή Σοφού. Μαυρισμένος σαν από σολαρίουμ που απορρυθμίστηκε, φαλακρός και ασκεπής, κουρελής και κατηφής κίνησε για να επιστρέψει στο δάσος και στο σπίτι του.
Σκεπτόμενος όλα τα ενδεχόμενα, ψάχνοντας συμμάχους και βοήθεια, αναλογιζόμενος τις συνέπειες των πράξεων των νάνων και το μέλλον τους αποφάσισε να λοξοδρομήσει προς το Sherwood. Εκεί τον σταμάτησαν οι άνθρωποι του Robin Hood και τον οδήγησαν σ’ αυτόν. Αφού μίλησαν οι δυο άνδρες συμφωνώντας ότι χρειάζεται ανακατανομή του πλούτου στο βασίλειο, ότι η βασίλισσα τον είχε συσσωρεύσει όλο στο παλάτι της, ότι χρησιμοποιούσε τους νάνους σαν παράδειγμα για τους απλούς πολίτες του βασιλείου, να μην αξιώσουν ποτέ άλλο ρολό από του κομπάρσου, διαφώνησαν στις υπόλοιπες των προσπαθειών. Ο Robin Hood επέμενε στον ένοπλο αγώνα και την βίαιη ανατροπή, πράγματα που έβρισκαν αντίθετο το νάνο. Έπειτα έστειλε γράμμα στον ξάδελφο του Gimli από τον Άρχοντα των δακτυλιδιών. Αυτός κατανοούσε το πρόβλημα του, αλλά δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Η ζωή στα ορυχεία ήταν πάντα κόλαση. Τα Orcs, τα Uruk Hai, τα λοιπά τελώνια και δαιμόνια ήταν συνεχή παρενόχληση και οι πόλεμοι διαδεχόταν ο ένας τον άλλο. Οι άνθρωποι, οι μάγοι και τα elf λάμβαναν και αυτοί μέρος. Ο Gollum δεν ξεκολλούσε από το δακτυλίδι. Χάλια.
Στην απόγνωση του στράφηκε σε ένα άλλο μακρινό του συγγενή τον Penguin, που ήταν βασιλιάς του υποκόσμου στη Gotham. Τον κάλεσε να φιλήσει την Χιονάτη. Δυστυχώς ο Batman τον είχε προλάβει και τον έκλεισε για άλλη μια φορά στο Arkham Asyloum. Επίσης του διαμήνυσε ότι εάν ξαναενοχλήσει οποιοδήποτε άλλο σουπερ ηρώα θα κλείσει όλους τους νάνους στο ίδιο ίδρυμα. Οι προσπάθειες για έξωθεν βοήθεια αποτύγχαναν η μια μετά την άλλη. Τότε συγκάλεσε δημοψήφισμα ανάμεσα στους νάνους. Έπρεπε να αποφασίσουν οι ίδιοι για το μέλλον τους. Ο Χαζούλης όμως ήταν σε μπαρ. Ο Γκρινιάρης ήθελε να την κάνει από τον παραμυθοκόσμο και να πάει σε ένα νέο μέρος να δουλέψει και να ηρεμήσει. Ο Υπναράς έβλεπε reality και ήταν έτοιμος να κοιμηθεί μπροστά στην τηλεόραση. Ο Ντροπαλός δεν είχε γνώμη και εάν είχε ντρεπόταν να την πει. Ο Καλόκαρδος δεν ήθελε τις αντιπαραθέσεις και δεν μπορούσε να βρει κάτι που να μην το φέρει σε αυτή την κατάσταση με τουλάχιστον ένα από τους αδελφούς του. Ο Συναχωμένος είχαν βουλώσει τα αυτιά του, δεν άκουγε, και είχε ήδη κλείσει ραντεβού στον γιατρό το οποίο δε μπορούσε να αναβάλει και έλειπε. Το δημοψήφισμα στέφτηκε από πλήρη αποτυχία. Ο Σοφός αναγνώρισε ότι κατείχε την θέση και το τίτλο λόγω της υπευθυνότητας του να λαμβάνει αυτός τις αποφάσεις και ότι δεν μπορούσε να την μεταβιβάσει στους καθόλα ικανούς σε άλλες δραστηριότητες αδελφούς του. Έπρεπε να πάρει μια μοναχική απόφαση και να βρει τρόπο να την επιβάλλει. Πηρέ τηλέφωνο την Sarah Connor και της ζήτησε τα σχεδία του Terminator και ένα επαναπρογραμματισμό του, ώστε να δουλεύει στα ορυχεία. Πηρέ τον ξάδελφο του Gimli και του ζήτησε τα καλυτέρα του κράματα και του διαμήνυσε ότι θα έστελνε τα σχεδία για τα καλούπια που έπρεπε να φτιάξει για το νέο τους ρομπότ. Πηρέ το Robin Hood και του ζήτησε χρηματοδότηση με χαμηλό επιτόκιο. Κράτησε χαμηλά την παράγωγη διαμαντιών αυξάνοντας την τιμή τους, καθώς και του χώματος, καλώντας τον Batman να τους παράσχει προστασία από το άπληστο χέρι της βασίλισσας. Τέλος αφού ένιωσε σαν βασιλιάς φίλησε την Χιονάτη και αυτή ξύπνησε. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Νοσοκομείο

Φτάσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Ο Τάκης έβλεπε τον αγώνα σε μια καφετερία και είχε καταλάβει ότι κάτι πήγε άσχημα. Ο Γιώργος είχε τραυματιστεί και είχε βγει με το φορείο. Μετά από μια αλληλουχία τηλεφώνων μάθαμε το νοσοκομείο που τον είχαν μεταφέρει και περιμέναμε τα νέα. Ο γιατρός της ομάδας ήταν εκεί και μας είπε ότι η ζημιά στο γόνατο είναι μεγάλη, αλλά οι αθλητές είναι άλλη παστά και ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Έπρεπε να του συρράψουν τον εμπρόσθιο χιαστό που είχε αποκοπεί πλήρως, τον πλάγιο αριστερό μερικώς και θα καθάριζαν τον μηνίσκο. Η χρονιά είχε τελειώσει για τον φίλο μας που ήταν και σε λήξη συμβολαίου. Ένα ταλέντο που έγινε σταρ, που αγαπήθηκε και υβρίστηκε όσο κανένας μας, ο ήρωας της αυλής του σχολείου, η φαντασίωση κάθε έφηβης συμμαθήτριας, ο άνθρωπος που έγινε πλούσιος στα δεκαεννέα, που έβγαινε με μοντέλα, που δυστυχώς όμως ξενυχτούσε, που παντρεύτηκε και χώρισε ως τα τριάντα του δυο φόρες, που είχε πάρει τα κιλά του, που ήταν σε τριετή κάμψη, που προσπαθούσε να επανέλθει, που ο μάνατζερ του βρήκε ένα μονοετές συμβόλαιο σαν τελευταία χάρη. Όλα αυτά είχαν καταλήξει σε αυτό το φορείο και ετοιμαζόταν να μπουν στο χειρουργείο.
Φύγαμε και πήγαμε σε μια διπλανή καφετερία για να αποσυμφορήσουμε την αίθουσα αναμονής. Ήταν οι γονείς του εκεί. Μοντέλο ή σύζυγος δεν εμφανίστηκε καμία. Είχε έρθει και ένα αυτοκινητιστικό και τα φορεία είχαν συσσωρευτεί επικίνδυνα. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι επιδιδόταν σε ένα αγώνα δρόμου για να ικανοποιήσουν τους πάντες. Γύρω μας δεν βλέπαμε πρόσωπα, παρά μόνο μάσκες πόνου και απόγνωσης. Κραυγές αγχωμένες που εκλιπαρούσαν για προτεραιότητα αναμειγνυόταν με επιφωνήματα και οι καυγάδες έξω από το ακτινολογικό είχαν φουντώσει. Είχε βρέξει και είχαν μαζευτεί και ένα σωρό ηλικιωμένοι από πεσίματα και αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τους ελαφρύτερα ασθενείς σε άλλο νοσοκομείο. Οι τραυματιοφορείς έβριζαν, οι νοσοκόμοι βλαστημούσαν και οι γιατροί ωρυόταν. Η Μικρασιατική καταστροφή πιθανότατα θα είχε γίνει με μεγαλύτερη τάξη. Σκυθρωποί παραγγείλαμε και η Μαρία με την Ελένη πεταχτήκαν ως την εκκλησία να ανάψουν ένα κερί. Ήμασταν φίλοι από το νηπιαγωγείο. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Ο Γιώργος ο ποδοσφαιριστής, ο Τάκης ο δικηγόρος, η Μαρία η νηπιαγωγός και η Ελένη το μοντέλο, εκκολαπτόμενη ηθοποιός, τραγουδίστρια, πρώην μπαλαρίνα. Η θηλυκή πλευρά του Γιώργου. Με αυτούς τους δυο δεν τρώγαμε ποτέ πόρτα σε κανένα μαγαζί.
Όλοι πίστευαν ότι αυτοί είχαν σχέση, εκείνοι όμως γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να πληγώσουν ο ένας τον άλλο και έμεναν μακριά από μια τέτοια προοπτική. Ο Γιώργος περίμενε να γυρίσουν τα κορίτσια και άρχισε να περιγράφει την σκηνή του ατυχήματος όπως την είδε στην τηλεόραση. Κατά τη γνώμη του ο υπέρβαρος για ποδοσφαιριστή φίλος μας πήγε αργά και χαλαρά πάνω στην μπάλα, ενώ δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς να κάνει και το αποφάσισε την τελευταία στιγμή, και αυτό του κόστισε τον τραυματισμό. Οι φίλες μας, που δεν καταλάβαιναν τη ποδοσφαιρική φλυαρία, ήταν βέβαιες ότι έφταιγε ο αντίπαλος. Μετά από πέντε λεπτά, που ο Γιώργος προσπαθούσε να τους μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του, η σκέψη μας πήγε στην επομένη μέρα. Είχαμε την εντύπωση ότι αυτή τη φορά δεν θα ξαναγυρνούσε στην ενεργό δράση. Είχε καταναλώσει αρκετές ευκαιρίες για να έχει άλλη μια και τώρα θα ήταν το κουτσό άλογο. Εκτός του ποδόσφαιρου δεν ήξερε κάτι να κάνει. Να πάει στο μανάβικο του πατέρα του φαινόταν δύσκολο. Ο ένας άνοιγε την ώρα που ο άλλος έκλεινε. Ο Τάκης μας διαβεβαίωσε ότι είχε λεφτά στην άκρη. Τον είχε εμπιστευτεί να του τα διαχειριστεί. Ότι έπαιρνε από τις μεταγραφές δεν τα ακουμπούσε, αλλά τους μισθούς τους εξανέμιζε αριστερά και δεξιά. Επισήμανα ότι αριστερά και δεξιά από τον φίλο μας ήταν πάντα κάποια γυναίκα ή κάποιο αυτοκίνητο.
Η Ελένη θυμήθηκε τότε που είχαμε πάει όλοι μαζί στο πάρτι ενός γνωστού του Γιώργου στο Πανόραμα. Φεύγοντας από εκεί ο αυτός σταμάτησε το αυτοκίνητο του μπροστά από ένα γιαπί που είχε θέα όλη την Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν περιφραγμένο γιατί είχαν ρίξει μόνο το μπετόν και δεν είχαν μεταφέρει άλλα υλικά. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και τότε ο Γιώργος είπε παιδιά ώρα για κατούρημα. Κοίταξε προς την πόλη και μας προέτρεψε να κάνουμε το ίδιο. Είχαμε στηθεί όλοι σε μια ευθεία και κάναμε την ανάγκη μας και τότε φώναξε θα σας πνίξουμε σαν τα ποντίκια. Ο Τάκης από τα γέλια αντί να βρέξει την πόλη λέρωσε το αριστερό του μπατζάκι. Κανείς δεν έχασε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξει την Ελένη. Η Μαρία θυμήθηκε τα πειράγματα ανάμεσα στην τελευταία και το Γιώργο, τα οποία είχαν υπαινιγμούς που στους εκτός της παρέας μας θα φαινόταν αισχροί, αλλά για εμάς ήταν το απαραίτητο αλατοπίπερο. Τότε που σε μια εκδρομή στο Λιτόχωρο, σε μια ταβέρνα ο Γιώργος είχε πιει κατά λάθος από το ποτήρι της Ελένης και εκείνη τον μάλωσε. Ανταπάντησε ότι από μικρός είχε αποκτήσει ανοσία σε πολλές ασθένειες φιλώντας γυναίκες. Έτσι δεν κινδύνευε από αυτές.
Ίσως εκείνος να μην κινδύνευε, αλλά εγώ και ο Τάκης όταν βρισκόμασταν κάπου μονοί με την Ελένη αισθανόμασταν ότι κινδυνεύουμε. Οι άνδρες μας κοιτούσαν με φθόνο. Οι γυναίκες μας κοιτούσαν με καχυποψία. Άλλοτε φαινόμασταν σαν σωματοφύλακες, άλλοτε σαν αδελφές. Μας είχαν αποκαλέσει τα χίλια μύρια και διασκεδάζαμε με αυτές τις εντυπώσεις. Κάποια στιγμή, αρχίσαμε να στήνουμε σκηνές οπού βάζαμε στοιχήματα για τις αντιδράσεις των άλλων. Δεν ξέρουμε πως τα αντιμετώπιζε όλα αυτά η Μαρία. Ήταν βέβαια στον αντίποδα ως χαρακτήρας, εσωστρεφής, ήσυχη και διακριτική. Αποτελούσε την ήρεμη δύναμη αυτής της παρέας και την φωνή της λογικής. Με την Ελένη ήθελες να πας στην κόλαση, αλλά με την Μαρία θα πήγαινες σε όλα τα υπόλοιπα μέρη. Θυμόμασταν τις μικρές μας στιγμές, αλλά δεν τολμούσαμε να κάνουμε οποιαδήποτε νύξη για το μέλλον. Έπρεπε να περιμένουμε το Γιώργο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μαρία έφυγε στην Κρήτη, οπού και παντρεύτηκε. Ο Τάκης είχε γίνει δικαστής και ήταν στην Αλεξανδρούπολη. Η Ελένη δούλευε στην Αθήνα. Ο Γιώργος ήταν προπονητής πλέον σε ακαδημία ποδόσφαιρου. Επικοινωνούσαμε μέσω Facebook κυρίως. Είχαμε βρεθεί στην βάφτιση της μικρής της Μαρίας και είχαμε γίνει τύφλα στο μεθύσι. Πρέπει να ντράπηκε πολύ για τους παλιούς της φίλους. Είχαμε καταλήξει σε μια παράλια να πετάμε βοτσαλάκια. Καλοντυμένοι και καθισμένοι στην άμμο κοιταζόμασταν να δούμε ποιος ήταν ο γνώριμος μπροστά μας, ποιος είχε αλλάξει λιγότερο, τι είχε απομείνει από το παρελθόν μας. Κάποια κιλά παραπάνω, κάποιες ρυτίδες και τόνοι αμηχανίας ανάμεσα μας. Η Ελένη είχε αρραβωνιαστεί και το γεγονός αποτέλεσε έκπληξη για όλους. Ο Γιώργος φάνηκε σαν να δέχτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα. Ο Τάκης είχε αποφασίσει να μείνει εργένης. Ήρθε και η Μαρία μαζί μας, αφού είχε ταχτοποιήσει την οικογένεια στο σπίτι της, και της μεταφέραμε τα νέα. Ο Γιώργος που καθόταν στη μέση με το χτυπημένο του πόδι τεντωμένο, χώριζε την παρέα σε άντρες και γυναίκες. Αυτή η ουλή που χώρισε την ζωή του ανάμεσα στη διασημότητα και τη αφάνεια, αυτό το σημάδι, που αφού χαράχτηκε στο σώμα του, αυλάκωσε και τη ψύχη του. Σας αγαπώ μας είπε και ας επικοινωνούσα μαζί σας λιγότερο από όλους. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την ευγνωμοσύνη μου που σας γνώρισα. Είμαι κάτι από αυτό που είστε και σας έχω πάντα μαζί μου. Είστε από τους ελάχιστους που έμειναν κοντά μου μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής μου καριέρας.
Το ξέσπασμα αυτό, τόσο αναπάντεχο και τόσο αταίριαστο με τον χαρακτήρα του Γιώργου, έφερε δάκρυα σε όλους μας. Όταν η Μαρία πρώτη βρήκε την αυτοκυριαρχία της, έβγαλε από μια τσάντα που είχε μαζί της ένα δοχείο με καφέ και πλαστικά ποτήρια. Τότε με τη βελούδινη μητρική φωνή της ρώτησε το Γιώργο πως τα πήγαινε με τα παιδιά. Ένα μεγάλο παιδί πως επιβάλλεται στα μικρά; Μπορεί; Φυσικά δεν τους φέρομαι σαν παιδιά, είπε ο Γιώργος. Τους φέρομαι όπως σε όλους. Βάζεις κανόνες λόγω θέσης, του προπονητή, κανόνες που ισχύουν για όλους και μετά δικαία ανταμείβεις και τιμωρείς κατά περίσταση. Διότι η υπάκουη δεν επιβάλετε. Είναι μια παραχώρηση που κάνουν τα παιδιά αφού τους κερδίσεις τον σεβασμό. Κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό βλέποντας ντοκιμαντέρ όταν έκανα αποθεραπεία. Έβλεπα τις αγέλες των ζώων και το πώς επέλεγαν τους ηγέτες τους και, επίσης, κατάλαβα ότι τα παιδιά τα μεγαλώνεις για να ζήσουν μονά τους. Γίνεσαι αρχηγός της ομάδας επειδή ξέρεις περισσότερο ποδόσφαιρο από εκείνα, αλλά απαιτείται αξιοκρατία, να θέτεις όρια συνύπαρξης, να θέτεις στόχους εφικτούς, να δίνεις ανταμοιβές και κίνητρο. Από την άλλη έχεις να ανταγωνιστείς τις προσδοκίες των γονέων και τις πιέσεις που εξασκούν στα παιδιά τους.
Όταν είναι μικρά οι γονείς τα ρωτούν πόσα γκολ έβαλες, εάν έκανες τριπλά, εάν βλέπουν γήπεδο και αλλά τέτοια όνειρα που έχουν στο μυαλό τους. Εάν δεν μάθεις να περπατάς πως θα τρέξεις; Το πρώτιστο είναι να μάθουν να ελέγχουν την μπάλα με τα πόδια, να την νιώθουν χωρίς να την κοιτούν. Μονό τότε θα βλέπουν συμπαίκτες και αντίπαλους και από εκεί και μετά θα αποκτήσει νόημα να τριπλάρουν και να πασάρουν. Παρενέβει η Μαρία, για να συμπληρώσει ότι το ίδιο γίνεται και στο σχολείο, οπού γονείς μάνατζερ επιθυμούν το παιδί τους να κτίσει το pedigree του προκειμένου να βρει αργότερα δουλειά. Να μπορέσει να μάθει αγγλικά και μια άλλη γλωσσά, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κυνηγώντας ότι χαρτί κατοχύρωσης γνώσης κυκλοφορεί, αγχωτικά, αδιαφορώντας για την ποιότητα της γνώσης καθαυτής. Μεγαλώνοντας τα παιδιά, είπε ο Γιώργος, εμείς, και πιθανότατα και οι δάσκαλοι, έχουμε να ανταγωνιστούμε το ιντερνέτ, διότι ένα παιδί από εκεί μαθαίνει ένα σωρό πράγματα και εμείς πρέπει να αντιπαρέλθουμε τα λάθη στην κατανόηση, την χρονική διαδοχή της γνώσης, διότι άλλο πράγμα είναι θεμιτό να ξέρει κάποιος στα οκτώ και άλλο στα δώδεκα του χρόνια, όπως και την αμφισβήτηση που πηγάζει από την γνώση αυτή. Επίσης υπάρχει μια έμμονη με τους σταρ και πραγματικά τα παιδιά προσπαθούν να τους μοιάσουν, όμως αυτό που έχει αλλάξει με την δίκη μας εποχή είναι αυτή η πίεση της επιτυχίας. Η άποψη ότι ο πρώτος είναι πρώτος και οι άλλοι τίποτε. Μα στον αθλητισμό σήμερα είσαι πρώτος και αύριο τρίτος, μεθαύριο δέκατος. Αυτό πρέπει να μάθει κανείς, να διαχειρίζεται νίκες και ήττες. Στην εποχή της ακρατής εμπορευματοποίησης του, όμως, ο αθλητισμός κατέστησε τη νίκη μονόδρομο. Τα παιδιά αντί να κλέβουν τεχνικές από τους σταρ κλέβουν νοοτροπίες. Θα πρέπει κανείς να είναι ηλίθιος για να θέλει το παιδί του να μου μοιάσει.
Η Ελένη κατέθεσε την δίκη της άποψη, ότι και στο χώρο της τέχνης βλέπεις αυτή τη εσπευσμένη προσπάθεια στην επίτευξη εμπορικής καταξίωσης. Παρακάμπτουν το πόνο της απόκτησης τεχνικής προκειμένου να συντομευόσουν τους χρόνους, αλλά δεν υπάρχει τέχνη χωρίς τεχνική. Όπως δεν αποκτά νόημα κανένα πόνημα εάν δεν έχει κάτι να κοινωνήσει, όση τεχνική και εάν εμπεριέχει, αποφάνθηκε ο Τάκης. Σαν δικηγόρος θα ξέρεις, άρχισαν τα πειράγματα. Να τας πεις στους σοφιστές συναδέλφους σου στην βουλή, του πέταξε η Μαρία. Δικαστής είμαι τώρα, αμύνθηκε. Από την άλλη τρωγόμαστε συνεχώς τι είναι εμπορικό και τι ποιοτικό σαν να είναι αντικρουόμενες έννοιες, υστερολόγησε η Ελένη. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στην μουσική, οπού το τελμάτωσαν το πράγμα και οι ποιοτικοί και οι εμπορικοί περιχαρακωμένοι από τα ταμπελάκια τους. Την πάρτη τους κοιτούσαν και οι μεν και οι δε. Όλα μπορούν να είναι τα πάντα και τίποτε. Όλοι μπορούν να γίνουν κάποιοι και κανένας. Τις ταμπέλες τις κολλάει ή η χρηστικότητα ή η αγάπη που τους έχεις. Οι πραγματικά μεγάλοι συνδυάζουν και τα δυο και το κάνουν με ιστορική συνεχεία και συνέπεια. Αυτό έμαθα εγώ, είπε ο Γιώργος. Ας δώσουμε χρόνο στα παιδιά και αυτός θα μας ανταμείψει με τους ήρωες του παρόντος και του μέλλοντος.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ποδήλατο

Ακόμη μια μέρα πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά. Αυτή την άτιμη την ανηφόρα. Μου βγάζει την ψύχη. Είναι καλυτέρα τώρα, καμία σχέση με τις πρώτες μέρες. Θυμάμαι με οδύνη τα πιασίματα. Το γαλακτικό οξύ στα πόδια μου ήταν περισσότερο από το αίμα. Έκανα τον ίδιο χρόνο που θα έκανα πεζοπόρος. Στις ανηφόρες περπατούσα σέρνοντας το ποδήλατο δίπλα μου. Έπαιρνα κουράγιο απ’ την πείνα μου και της οικογενείας μου. Ήμουν τυχερός που ένας φίλος μου βρήκε αυτή τη δουλειά. Τέσσερις ώρες την ημέρα, τρεις ημέρες την εβδομάδα για εκατό ευρώ το μήνα και μερικά οπωρικά. Ήταν όμως τριάντα χιλιόμετρα μακριά και το λεωφορείο δεν με βόλευε καθόλου. Μετά την κρίση είχαν βάλει δελτίο στα καύσιμα. Δεν υπήρχαν χρήματα για εισαγωγές. Εξαγόταν ότι είχε αξία και ότι χρήματα έβγαζε η χώρα πήγαιναν στις αποπληρωμές των δάνειων. Τα δρομολόγια ήταν σαν τις άγονες γραμμές. Δυο την ημέρα, ένα πήγαινε νωρίς το πρωί και ένα στο γυρισμό αργά το απόγευμα.
Τα αυτοκίνητα χάθηκαν από τους δρόμους όπως τα δόντια από το στόμα ενός υπερήλικα. Τώρα έβρισκες σκουριασμένα κουφάρια στις άκρες των πεζοδρόμιων. Στην αρχή τα ξήλωναν συμμορίες για τα μέταλλα και τα έδιναν σε παράνομα χυτήρια που έλεγχαν και μεταπουλούσαν το εμπόρευμα στην μαύρη. Τα δένδρα είχαν εξαφανιστεί από τους δρόμους. Τα έκοψαν οι περίοικοι προκειμένου να ζεσταθούν τους πρώτους χειμώνες. Πολλοί εγκαταλείψαν τις πόλεις και πήγαν στα χωριά καταγωγής τους. Άλλοι που δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια κατέλαβαν δημόσια γη και έφτιαξαν νέους οικισμούς. Άδειασαν αποθήκες από τα τρόφιμα, λεηλατηθήκαν σουπερ μάρκετ, έγινε επέμβαση του στρατού και για δύο χρόνια είχαμε άγαλμα στρατιωτικού καθεστώτος και κυβέρνησης συνασπισμού προκειμένου να μην εκδιωχτεί η χώρα από τη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ οι άλλοι χτυπούσαν τα σουπερμάρκετ με ένα φίλο μου είχαμε μπει σε μια αποθήκη ηλεκτρολογικού υλικού με ένα φορτηγό και πήραμε ηλιακούς θερμοσίφωνες, κυψέλες, καλώδια, βολτόμετρα, ένα υποσταθμό και λάμπες led. Μετά πήγαμε στη διπλανή με υδραυλικές εγκαταστάσεις και πήραμε αντλίες, ένα τρυπάνι, φίλτρα και διάφορα σίδερα. Τέλος από μια μάντρα με οικοδομικά υλικά πήραμε μονωτικά, ξυλεία, τσιμέντο, πέτρες και άμμο.
Γυρνώντας πίσω στην πολυκατοικία τα κατεβάσαμε όλα στο υπόγειο. Ενισχύσαμε την εξώπορτα με τα ξύλα και φτιάξαμε μπάρα πίσω της σαν να ήταν κάστρο. Καλύψαμε με τα μονωτικά τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών, ανεβάσαμε τους ηλιακούς θερμοσίφωνες και τους βάλαμε στην ταράτσα μαζί με τις κυψέλες των φωτοβολταϊκών, κατεβάσαμε σωληνώσεις και καλωδιώσεις στο υπόγειο μονώνοντας συγχρόνως. Συνδέσαμε αυτά σε ένα ηλεκτρικό πινάκα, ένα μικρό υποσταθμό και μια δεξαμενή νερού, ανάλογα με την χρήση τους. Γνωρίζαμε ότι υπήρχε νερό στο υπέδαφος και με το τρυπάνι, αφού αδειάσαμε μια αποθήκη σκάψαμε για να φτιάξουμε πηγάδι. Το βραδύ βγάζαμε τα χώματα με κουβάδες και τα πετούσαμε σε ένα διπλανό ρέμα. Τοποθετήθηκε η αντλία και τα φίλτρα. Κατεβάσαμε όλα τα ψυγεία στο υπόγειο. Ορίσαμε μια μαγείρισσα ανά μέρα για όλη τη πολυκατοικία, βάζοντας πρόγραμμα και τις ώρες συσσιτίου. Στην ταράτσα με τη ξυλεία φτιάξαμε σαν φράκτη ώστε να εμποδίσουμε την όραση προς τις εγκαταστάσεις μας. Φτιάξαμε γούρνες από τσιμέντο για να μαζεύουμε βρόχινο νερό και το στέλναμε και αυτό στο υπόγειο φιλτράροντας το. Σε μια άλλη δεξαμενή πλέναμε τα ρούχα. Αποσυνδεθήκαμε από τα δίκτυα κοινής ωφέλειας που είχαν εξελιχτεί σε εισπρακτικά μέσα.
Οι δουλειές ήταν λίγες και κακοπληρωμένες. Τα ταμεία πρόνοιας είχαν εκλείψει. Τα νοσοκομεία υπολειτουργούσαν. Οι άνθρωποι μετά το πρώτο σοκ άρχισαν να αυτοοργανώνονται σε ομάδες ανά γειτονιά. Έπειτα άρχισαν να βλέπουν την μεγαλύτερη εικόνα και πέρασαν σε επιτροπές συνοικιών και τέλος πόλεων που ερχόταν σε συνεννόηση με το στρατό που υποκαθιστούσε το κράτος. Στο τέλος συνδεθήκαν με τη κυβέρνηση και έλαβαν τη μορφή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έγινε έκκληση από το στρατό να δηλώσουν όσοι θέλουν να συμμετάσχουν ως υποψήφιοι σε επικείμενες εκλογές και έτσι μετά από δυο χρόνια αποκτήσαμε κανονική κυβέρνηση. Οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να επαναλειτουργήσουν. Συσπειρώθηκαν σε συνεταιρισμούς κατά κάποιο τρόπο, βάζοντας ο καθένας ότι του είχε μείνει, είτε ήταν φορτηγό, είτε κάποια αποθήκη, είτε υλικά που είχε καταφέρει να περισώσει. Τηλεοπτικά κανάλια είχαμε δυο. Ένα δημόσιο και ένα ιδιωτικό γερμανό – ιταλικών συμφερόντων. Εταιρείες τροφίμων, που δούλεψαν και αυτές στην αρχή με δελτίο, είχαμε δυο, μια ελληνική και μια γερμανό - γαλλική. Κάπως έτσι ήταν δομημένοι όλοι οι κλάδοι. Τα ξένα προϊόντα ήταν σχεδόν απλησίαστα για τους ελληνικούς μισθούς. Υπήρχε άνθιση μαύρης αγοράς σε διάφορα είδη και έξαρση στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Ήταν και τα δυο χειρίστης ποιότητας και υπήρχαν πολλά θύματα. Έβλεπες σβησμένους ανθρώπους σε εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ερείπιο ήταν πιο ετοιμόρροπο.
Με το ποδήλατο είχα χρόνο για να σκέπτομαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι που προσπαθούσαμε να κάνουμε δίαιτα με τη γυναικά μου και πριν ξεσπάσει η καταστροφή της είπα είμαστε τυχεροί που δεν τα καταφέραμε, τώρα θα κάνουμε δίαιτα έτσι και αλλιώς. Με κάτι τέτοια γελάμε τώρα. Με τις συγκρίσεις του σπάταλου εαυτού μας με το σήμερα. Το πώς εκείνος ο μακρινός συγγενής θα βίωνε το παρόν, εάν κάποιος τον φύτευε βιαία στη τωρινή κατάσταση. Στα γλέντια μας πετάμε τις πιστωτικές κάρτες και τις κάρτες αναλήψεως από τα ΑΤΜ αντί για χαρτοπετσέτες, μετά τις ξαναπαίρνουμε για το επόμενο. Έχουν έρθει στην μόδα οι ταινίες του Ιταλικού ρεαλισμού, ειδικά το Ladri di biciclette και Rosco ed i suoi fratelli. Μας έχουν κατακλείσει με ταινίες από τις BRIC. Για τις χώρες αυτές έχουμε και το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κίνημα αυτή τη στιγμή. Η Σιβηρία έχει γεμίσει Έλληνες. Από Οδησσό μέχρι Βλαδιβοστόκ βρίσκεις πλέον περισσότερα ελληνικά εστιατόρια από ότι στην ίδια την Ελλάδα. Ένας συρμός που ανταγωνίζεται τον υπερσιβηρικό. Το ιντερνέτ είναι το μοναδικό πράγμα που ποτέ δεν σταμάτησε να λειτούργει στη χώρα. Ήταν επικοινωνιακός μονόδρομος της εποχής μας. Μας έδενε και με τους αναρίθμητους μετανάστες.
Η Ευρώπη είχε καταρρακωθεί από την κρίση. Είχε διατηρήσει μια πολιτιστική έπαρση που προσπαθούσε να αντιτάξει στην εξ‘ ανατολών οικονομική ηγεμονία. Πρόβαλλε τα φτιασιδωμένα ιδεολογήματα της περί του ανθρώπου ως επίκεντρο και αντιτεινόταν στην ασέβεια των άπω ανατολιτών στην φύση, που έπρεπε να μείνει άσπιλη, ενώ εκείνοι την μεταχειριζόταν κατά το δοκούν. Προσπαθούσαν να ξεπεράσουν με τους κλασικούς συγγραφείς τα manga, τις cult ταινίες με τους ανθρώπους - όπλα και τους μεταλλαγμένους. Προειδοποιήσεις υπάρχουν πάντα, αλλά κατά βάση το παιχνίδι χάθηκε όταν η παράγωγη μετακινήθηκε ανατολικά. Αφού τους την φορτίσαμε, αρχίσαμε να τους κατηγορούμε για την μόλυνση στο περιβάλλον που προκαλούσαν. Όταν δυνάμωσαν αρκετά μας καπέλωσαν, πριν τους καπελώσουμε. Η διαδρομή του Marco Polo είχε αντιστραφεί. Τώρα καραβάνια Ινδών, Κινέζων και των γειτονικών τους λαών ερχόταν στην Ευρώπη μονό για τουρισμό. Όλη η ήπειρος ήταν ένα πάρκο αναψυχής, μια γιγαντία καρτ ποστάλ. Η Αμερική αντιστάθηκε περισσότερο, αλλά, απλώς έβαζε τα καραβάκια της σε μια μεγάλη μπανιερά, τον Ειρηνικό, και προσποιούταν ότι αυτό έχει κάποια σημασία. Τα πανεπιστήμια της Άπω Ανατολής είχαν απορροφήσει τους περισσότερους επιστήμονες του κόσμου και το κυριότερο προβάδισμα της τελευταίας δυτικής αυτοκρατορίας είχε υποσκελιστεί. Οι μισθοί σε όλο το κόσμο είχαν περίπου εξισωθεί. Η παγκοσμιοποίηση είχε νικήσει. Η ομογενοποίηση είχε επιτελεστεί και τα τελευταία πεδία διαμάχης ήταν για την Αφρική. Μετά την Αραβική άνοιξη, είχε έρθει η άνοιξη της υποσαχαρίας Αφρικής, που είχε ποτιστεί με τόσο αίμα που έκανε την έρημο να πρασινίσει. Τα σινο - ινδικά κεφάλαια είχαν κατακλίσει την ήπειρο αυτή, ολοκληρώνοντας τον κύκλο αντεκδίκησης των αποικιών έναντι των σταυροφόρων δυτικών. Αντί, όμως, να στείλουν τις βιομηχανίες τους εκεί, έστειλαν τα πανεπιστήμια τους και τις υπηρεσίες. Νέο πείραμα ξεκινούσε, νέα αποτελέσματα περιμένουμε.
Περνούσα έξω από ένα χωράφι με ηλίανθους και πάντα μου ερχόταν στο νου ο Βαν Γκονγκ. Θυμάμαι που έδειχνα στο γιο μου τη Καπελα Σιστίνα σε ένα βιβλίο και του εξηγούσα για το Μικελαντζελο και πως αυτός ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που ζωγράφισε ανθρώπους σαν ιπτάμενους να αποδράμουν από το βάρος της γης και εκείνος μου απάντησε ότι απλώς ζωγράφισε τον μπαμπά του Σούπερμαν. Αυτά ήταν πλέον τα ταξίδια μας. Από τα βιβλία, από τις φωτογραφίες και τις μουσικές. Στο ιντερνέτ δεν ταξιδεύεις, είσαι ήδη εκεί. Δεν φαντάζεσαι, γεύεσαι. Προχθές ήμασταν με κάτι φίλους και αναπολούσαμε τα παλιά μας τραπέζια, τις ταβέρνες, τα γυράδικα, τις πίτσες. Συγκρίναμε που φάγαμε το μεγαλύτερο ψαρί, που το ακριβότερο φιλέτο, που τη νοστιμότερη μακαρονάδα, πιο έδεσμα ήταν το πιο παράξενο, το πιο πρωτότυπο. Έλεγες ένα, εισέπραττες δυο και ανέβαινες σε ένα λεκτικό ποντάρισμα για τη δημιουργία εντυπώσεων, συγκρίναμε συνεχώς με βάση το μέγεθος και τελικά κάποια στιγμή αφού τα γαστρικά υγρά μας είχαν κατακλύσει και σφίχτηκαν τα στομάχια μας από την πείνα βάλαμε τα γέλια και αλληλομουντζωθήκαμε. Το γέλιο φέρνει μια χαλάρωση άνευ προηγούμενου, αλλά για την πείνα είχαμε ένα καλύτερο γιατρικό. Ο Πέτρος, που είχε φυτέψει πεπόνια στο μπαλκόνι του, είχε κρατήσει τους σπόρους και τους αλάτισε. Αφού φάγαμε τα σποριά ήπιαμε και δυο τρία ποτήρια νερό να φουσκώσει το πράγμα μέσα μας, να δέσει. Θυμηθήκαμε μια φράση από τον Καραγκιόζη που είχε πει γυναικά φέρε κρεμμύδια να φανέ τα παιδιά φρούτα και σωριαστήκαμε στο πάτωμα.
Όσοι πολιτεύτηκαν πριν την κρίση είχαν φύγει οι περισσότεροι . Ο καθένας για τον πολιτικό του παράδεισο που μας έταζε. Οι δεξιοί προς Αμερική, Αγγλία και Αυστραλία, οι σοσιαλιστές δυτικά και βόρεια για Αμερική και Ευρώπη. Οι πιο πονηροί από αυτούς Λατινική Αμερική. Οι άκρα δεξιοί και αυτοί Λάτιν, για να μην χαθεί το συναίσθημα. Οι άκρα αριστεροί έμειναν, καθότι δεν τους ήξερε κανένας. Από πολιτικούς αρχηγούς έμεινε μόνο η γραμματέας του ΚΚΕ. Δυστυχώς είχε υποστεί κάποια ασθένεια και δεν ήταν σε θέση πια να αντιληφτεί πλήρως την πραγματικότητα. Νόμιζε ότι είχε διαφύγει και αυτή στην Κουβά. Τον νοσοκόμο που την βοηθούσε τον φώναζε Μιγκέλ και τον έβαζε να ξεσκονίζει τις φωτογραφίες των ομοϊδεατών ηρώων που στόλιζαν την κρεβατοκάμαρα της. Η εικόνα που είχαν πλέον οι πόλεις μας ήταν όμοια με της Κουβάς του Κάστρο, του πρεσβύτερου αδελφού. Ήμασταν η χώρα της πατέντας. Όλα έμοιαζαν με κάτι από το παρελθόν, αλλά συγχρόνως είχαν και νέο σχήμα. Ήταν κολάζ από οποίο υλικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Η βιομηχανική μας παράγωγη μόλις που άρχιζε να παίρνει μπροστά. Στον Πειραιά είχε ξεκινήσει ένα εργοστάσιο από τους Κινέζους και στη Θεσσαλονίκη ένα άλλο από τους Ινδούς και οι πιο τυχεροί από τους συντοπίτες μας δούλευαν εκεί. Έφτιαχναν ηλεκτρικές συσκευές που απευθυνόταν στις αγορές της Αφρικής που ακόμη γοητευόταν από το Made in UE.
Έφτανα στη κατηφόρα και έβγαλα την εφημερίδα από το σακίδιο της πλάτης, άνοιξα το μπουφάν και την άπλωσα στο στήθος μου και το ξαναέκλεισα, για να προφυλαχτώ από την υγρασία. Τώρα που ήμουν στα εύκολα έβγαλα και ένα μήλο για να έχω δυνάμεις στην επομένη ανηφόρα. Βρισκόμασταν με άλλους συνταξιδιώτες ποδηλάτες στον περιφερειακό. Πλέον ήμασταν εμείς και τα φορτηγά. Αυτοκίνητα είχε μόνο ο στρατός και η αστυνομία που είχε ανασυγκροτηθεί. Μπαίναμε ο ένας πίσω από τον άλλο και αλλάζαμε επικεφαλή ανά τακτά διαστήματα. Μου ήρθαν εικόνες από τον Fausto Coppi και Gino Bartali και γύρος της Ιταλίας, ο γύρος της Γαλλίας και προπαντός ο γύρος της Φλάνδρα, οπού κυριολεκτικά πρέπει να έχεις μπάλες από ατσάλι, καθότι διεξάγεται σε πλακόστρωτο. Μπροστά μου ήταν ο Πέτρος και ετοιμαζόμασταν για την ανηφόρα. Γύρισε και μου χαμογέλασε η αδελφή, καθότι στο σημείο αυτό το γραναζωμα του ήταν καλύτερο από το δικό μου και μου ξέφευγε. Τώρα πια το φωνητικό μας εθνόσημο δεν ήταν ο μάλακας. Ήταν η αδελφή. Είχαμε αισθανθεί βιασμένοι και ατιμασμένοι από την κατάσταση που μας επιφύλαξαν και αποφασίσαμε να μην ξαναγινούμε ποτέ πια μάλακες. Έτσι υιοθετήσαμε το επιφώνημα της αδελφής που μας αντιπροσώπευε επακριβώς. Η αδελφότητα των guy αποδέχτηκε το γεγονός με ανοικτές αγγαλες και το μεγαλύτερο πανευρωπαϊκό gay parade διεξάγονταν πλέον στο καρναβάλι της Πάτρας. Οι πιο ξεφωνημένοι ντυνόταν πολιτικοί και ήξερες από την μάσκα που είχαν επιλέξει την χώρα καταγωγής τους.
Αγρία οργιά για αγρία αγόρια, αλλά ήταν άγριοι και οι καιροί. Στην τέχνη επικρατούσε το μαύρο χρώμα και το πορφυρό του βυζαντίου, που ευφημιστικά το ονομάζαμε έτσι, καθότι απλώς αντιπροσώπευε το αίμα του πρόσφατα σφαγμένου. Στο σχήμα είχαμε μια μίξη της ζωγραφικής των σπηλαίων με αφρικάνικες επιρροές, έντονα παχιά περιγράμματα και την επιβλητικότητα των φιγούρων του Μικελαντζελο. Την ανάδειξη ενός ανθρώπου που υποφέρει, αλλά αντιστέκεται ψυχικά. Ο κόσμος είχε βαρεθεί τα ιδεογράμματα των Η/Υ και την αθυροστομία των manga. Ήθελε λιτή γραφή και ήθελε και τέχνη σε ανθρωπινό μέγεθος, όχι υπερπαραγωγές. Ένας αιρετικός Βιετναμέζος ανερχόταν χρησιμοποιώντας ένα πράσινο της χολής μονοχρωματικά, φτιάχνοντας τις γραμμές του με τις στρώσεις της μπόγιας και τις διαβαθμίσεις της φωτεινότητας, εστιάζοντας στον εμετικό αποτροπιασμό της τωρινής κατάστασης. Κόντευα να ξεράσω από την προσπάθεια να πιάσω το Πέτρο. Τα πόδια μου ήταν σαν σίδερο, είχα σηκωθεί όρθιος στην σελά και είχα φέρει το βάρος όσο μπροστά μπορούσα. Τα χέρια μου βοηθούσαν επίσης και το ποδήλατο πήγαινε πέρα δωθε. Άτιμα γρανάζια που με εξουσιάζεται. Όταν αποκτήσω λίγα λεφτά θα σας αλλάξω. Φτάσαμε στην δουλειά και το αφεντικό μας είπε άδικα ήρθατε δεν σας χρειάζομαι, τελειώσαμε. Ο Πέτρος διαμαρτυρήθηκε που δεν πηρέ ένα τηλέφωνο, που δεν έστειλε ένα μήνυμα. Δεν πειράζει του είπα. Σπίτι έχω ένα γιο και μια κόρη, εννέα και δέκα χρονών. Και η γυναικά μου είναι ακόμη καλή. Εάν νιώσεις την ανάγκη να ρίξεις ένα μην διστάσεις. Είμαστε καλές αδελφές. Μας ζήτησε συγγνώμη και το έριξε στην συγκατάβαση. Του αντέτεινα ότι δεν μας νοιάζει, ένα γρανάζι ήταν και αυτός. Θα τον άλλαζα στην πρώτη ευκαιρία.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Τι έμαθα από την κρίση

Δεν υπήρχε τίποτε δωρεάν. Δηλαδή δεν είχα δωρεάν παιδεία ή δωρεάν υγεία. Απλώς εγώ που πλήρωνα φόρους, κρατήσεις και τα συναφή είχα προπληρωμένη παιδεία, υγεία και ου το καθεξής. Αυτοί που φοροδιαφεύγουν είχαν δωρεάν, καθώς και όσοι παρεισφρήσανε στο σύστημα άνευ καταβολής οβόλου. Εάν έκανα χρήση των υπηρεσιών αυτών ή εάν ήταν ικανοποιητικές το αφήνουμε για άλλη φορά.
Κανένα σωματείο δεν απεργεί για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, νέες επενδύσεις, νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Απεργούν για να μείνουν όλα όπως ήταν. Γιατί εγώ να συμπράξω μαζί τους, για να συνεχίσουν να με αφαιμάσσουν;
Εάν επισκεφτείς ένα πάμπτωχο σπίτι θα έχεις απαίτηση να φας αστακό; Πως οι συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι επιθυμούν να βρουν στο τραπέζι το ίδιο φιλέτο; Γίνεται να μείνουν όλοι τους στην κιβωτό του δημόσιου απαιτώντας την ιδία μερίδα φαγητό; Η μοιρασιά της πείνας γίνεται, δυστυχώς, με πείνα. Όσο και να θες να δεις το ποτήρι μισογεμάτο η κοιλιά σου θα γουργουρίσει.
Εάν ο σκύλος για τους δικούς του λογούς, συνήθως αναπαραγωγικούς (προκειμένου να μην παρεξηγηθεί η παρομοίωση δείτε το ως βιοποριστικούς ή / και ψυχαγωγικούς), αφήσει αφύλακτο το μαντρί φταίει ο κακός ο λύκος που δεν θα μείνει πρόβατο; Γιατί ταΐζει ο τσοπάνος τον σκύλο, για τα κουτάβια; Έφταιγε ο ιδιωτικός τομέας που ήταν αφύλακτο κάστρο το δημόσιο; Φταίνε οι φοροφυγάδες που υπάρχουν επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι; Μην αρχίσουμε το φαύλο κύκλο με τις τριγωνικές επιρρίψεις ευθυνών τύπου πόρνη – πελάτης – προαγωγός που αλλάζουν ρόλους συνεχώς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα μεταξύ τους. Ο δυνατός φταίει, δηλαδή το δημόσιο. Αυτοκαταστήθηκε αδύναμο.
Η δημόσια διοίκηση δεν ξέρει να ξεχωρίζει ποιότητες. Θέτει αριθμητικά κριτήρια. Απέλυσε ποτέ κανείς στον ιδιωτικό τομέα με παρόμοιο κριτήρια; Εάν δεν κανείς την δουλειά φεύγεις, εάν κανείς μένεις. Αυτό είναι το πρωταρχικό κριτήριο. Για πια αδικία μιλάμε; Αυτός που βάζει τα λεφτά, αυτός έχει το ρίσκο, αυτός και το κέρδος. Είναι δυνατό να βάζω τους πάντες στο ίδιο επίπεδο και να τσεκουρώνω αδιάκριτα; Τι βλακείες είναι η εφεδρεία και τα συναφή της θα φανεί τάχιστα. Άτομα που στέλνονται αδιακρίτως στον πάγκο περιμένοντας απόλυση ή στα χειμαζόμενα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ μέχρι πρότινος επιχειρήθηκε να μείνουν ενεργοί εργαζόμενοι.
Υπάρχει κοινωνική υποκρισία σχετικά με τις αμοιβές στο δημόσιο. Γίνεται να υπάρχει πλαφόν στις αμοιβές των ανώτατων δημοσίων υπάλληλων; Κατά την γνώμη μου όχι. Δεν βάζεις κάποιον να διαχειρίζεται δις πληρώνοντας τον με μονοψήφιες χιλιάδες. Εκτός του ότι δεν θα λάβεις την απαιτουμένη ποιότητα σε πρώτη παρουσία (πρόσληψη) και η συνεχεία θα είναι καταδικασμένα ανάλογη.
Όλα τα εισπρακτικά μετρά που πάρθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια είχαν μονό χαρακτήρα να αναχαιτίσουν την στατιστική εικόνα της χώρας. Κανένα από αυτά δεν απελευθέρωσε ούτε μια δημιουργική δύναμη της, τουναντίον κατέστησαν ανέφικτη ακόμη και την ελπίδα ανάδειξη της. Μπορεί να μου διαφεύγει κάτι, αλλά νομίζω ότι έχουμε καπιταλιστές με σοσιαλιστικό μανδύα που εφαρμόζουν μια διεστραμμένη κουμμουνιστική φαντασίωση. Απορρόφησαν όλο το χρήμα με μια μαύρη τρύπα και κοινωνικοποίησαν το δημόσιο πλούτο, ήτοι την πλήρη έλλειψη αυτού.
Είτε πτωχεύσει η χώρα είτε δεν πτωχεύσει το κόστος θα το πληρώσω εγώ. Πτωχεύει; Αποχαιρετώ κάποιες από τις τράπεζες μας, είτε γιατί θα φαλιρίσουν είτε γιατί θα εξαγοραστούν από το δημόσιο. Το ίδιο και με τις ασφαλιστικές εταιρείες. Για τα ταμεία πρόνοιας τα ξεχνάμε. Ραντεβού το Σεπτέμβρη με τις νέες ταινίες. Το κράτος αφού καταστεί φερέγγυο (πάλε με ποτέ με καιρούς) θα ξαναδανειστεί για να περισώσει ότι διασώζεται. Ο λογαριασμός στο πιάτο μου. Δεν πτωχεύει; Η φορολογική μέγγενη θα γίνει περισσότερο ασφυκτική μέχρι να βρεθεί το θάρρος να ανατραπούν νοοτροπίες και ιδεολογήματα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που καθιστούν την χώρα ανίκανη να παράγει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και να τους εφαρμόζει. Στο εννεάμηνο του 2011 η χώρα έχει έλλειμμα (δηλαδή από μηδέν χρέος τη πρωτοχρονιά του 2011 έως 30/9/2011) 19,163 δις. Για να ισοσκελιστεί θα έπρεπε να δώσει κάθε Έλληνας (ακόμη και μη φορολογούμενος) 1.916,30€. Εφόσον έχω 4μελη οικογένεια θα έπρεπε να δώσουμε έκτακτη εισφορά 7.665,20€. Χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο…
Εάν περίκοψες τους μισθούς των υπάλληλων πως θα έχεις φορολογικά έσοδα με τα σημερινά δεδομένα; Τι πόσο θα αντιστοιχεί σε κάθε ενεργό εργαζόμενο; Δεν εννοούμαι φυσικά αυτούς των εκ περιτροπής, μειωμένου οραρίου, κλπ. που απλώς αμβλυνουν την στατιστική της ανεργίας. Τους υπάλληλους πλήρους απασχόλησης θεωρούμε ως φορολογικούς στυλοβάτες αυτής της χώρας. Να βάλω τα δίπλα να τελειώνουμε. Συνταξιούχοι και πλήρους απασχόληση, χοντρικά, 15.000,00€ το κεφάλι. Συγγνώμη δεν προβλέψαμε ότι έχετε ανάγκες. Η χώρα, όμως θα σωθεί. Σας ευχαριστούμε.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Το Μηλοχώρι και το Αγγελοχώρι

Σε μια πράσινη πλαγιά οπού οι λόφοι έσβηναν στην θάλασσα φώλιαζε ανάμεσα τους το Μηλοχώρι. Πίσω από τους λόφους ήταν τα χωράφια του, στα ανατολικά του κάμπου η βιομηχανική του ζώνη, στην δυτική πλευρά οι στάβλοι. Στην παράλια δεξιά κοιτώντας την θάλασσα ήταν η ιχθυόσκαλα και αριστερά ήταν τα κέντρα διασκέδασης, οι χώροι άθλησης και η παράλια των λουόμενων. Υπήρχε και βιολογικός καθαρισμός λίγο πέρα από την ιχθυόσκαλα που την εξυπηρετούσε, καθώς και το χωριό με τη βιομηχανική της παράγωγη. Η φύση το είχε προικίσει με καλό κλίμα και είχε μακριά γεωργική παράδοση.
Μέχρι πρόσφατα δεν διακινούταν χρήματα στο Μηλοχώρι. Οι κάτοικοι είχαν την δίκη τους αποτίμηση των αγαθών και τα άλλαζαν μεταξύ τους αντί αμοιβής. Την άνοιξη μπορούσες να πληρώσεις με ένα κιλό φράουλες τον υδραυλικό, ενώ το χειμώνα με δυο κιλά μήλα. Με παγιωμένες από την παράδοση αμοιβές και βάσει των εκαστοτε αναγκών επέλεγε κανείς το επάγγελμα του. Δεν υπήρχε ραγδαία ανάπτυξη, αλλά δεν είχε ποτέ σημειωθεί και καταρράκωση του βιοτικού επίπεδου. Μια μέρα ο τυπογράφος του χωριού απεβίωσε και δημιουργήθηκε πρόβλημα, καθότι δεν είχε απογόνους και κανείς Μηλοχώριτης δεν γνώριζε την τέχνη του. Ο Δήμαρχος κάλεσε το συμβούλιο και αποφάσισαν να προσκαλέσουν κάποιον άλλο από την πόλη που σίγουρα θα της περίσσευαν.
Αφού επιλέχτηκε ο κατάλληλος, ενημερώθηκε για την ιδιαιτερότητα του χωριού έναντι της υπόλοιπης χώρας. Ο νέος τυπογράφος είδε μπροστά του πεδίον δόξης λαμπρόν. Τα μάτια του άστραψαν και σκοπός του ήταν να μεταλαμπαδεύσει την συσσωρευμένη γνώση του στο Μηλοχώρι προς ίδιον όφελος. Πριν εγκαταλείψει την πόλη αγόρασε νέο αυτοκίνητο με πολυτελή δερμάτινα καθίσματα, γυαλιστερά φιλέτα νίκελ περιμετρικά των παραθύρων και στις χειρολαβές, ζάντες δίχρωμες γκρι – ασήμι, φαρδιά λάστιχα, τετραπλή εξάτμιση, οκτακύλινδρο μοτέρ, άφθονα βαθιά ντεσιμπέλ, μεγάλο μήκος, μεγάλο φάρδος, σκούρα φάμε τζάμια. Έραψε ρούχα στους καλυτέρους των μόδιστρων για όλη την οικογένεια. Παρήγγειλε έπιπλα εισαγωγής από μασίφ ξύλα. Έφτασε πρώτα αυτός στο Μηλοχώρι με το αυτοκίνητο του και η εντύπωση που δημιούργησε στους συγχωριανούς του, πλέον, ήταν αντίστοιχα μεγαλόπρεπη με το όχημα του. Έπειτα από μια εβδομάδα, αφού επέλεξε σπίτι, ήρθαν τα φορτηγά με τα πράγματα του και αμέσως μετά και η υπόλοιπη οικογένεια.
Ήταν οι πιο καλοντυμένοι στο Μηλοχώρι και όλοι ήθελαν να τους γνωρίσουν. Οι γυναίκες ήθελαν να μοιάσουν στην νέα κυρία, τα παιδιά τους στα παιδιά της, τα σπίτια τους στο σπίτι της, τα αυτοκίνητα τους στο δικό της. Αφού εκτυπώθηκαν τα βιβλία για το σχολείο και τα φυλλάδια της εκκλησιάς και του δημαρχείου ο τυπογράφος αντί αμοιβής πρότεινε στο δήμαρχο την υιοθέτηση τοπικού νομίσματος που θα εκτύπωνε αυτός, το οποίο θα είχε αντίκρισμα στις επιδοτήσεις του δήμου από την κεντρική εξουσία της χώρας που συσσωρευόταν στα ταμεία του δήμου τόσα χρόνια και τα αποταμίευαν. Θα ίδρυαν και μια τράπεζα καλώντας ένα γνωστό τραπεζίτη του τυπογράφου στο Μηλοχώρι. Ελέγχοντας το χρήμα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την συνεχή επανεκλογή του δήμαρχου.
Ο τοπικός άρχοντας είδε με καλό μάτι την προοπτική αυτή και επηρέασε το δημοτικό συμβούλιο ώστε να αποφασιστεί η δημιουργία νομίσματος και τράπεζας στο χωριό τους. Ορίστηκε η αναλογία με τα αποθεματικά του δήμου και το νόμισμα της χώρας στο ένα προς ένα. Ο Τραπεζίτης μετά από λίγο καιρό ίδρυσε και το χρηματιστήριο του χωριού, ενώ ο τυπογράφος έγινε μεγαλοεκδότης, καναλάρχης και επεκτάθηκε και στις μεταφορές. Ασχολήθηκε με τις διαφημίσεις και προέβαλε ένα πολιτιστικό μοντέλο από τα μέσα του που σαν δούρειος ίππος προωθούσε την κατανάλωση προκειμένου να επωφεληθούν οι πελάτες του και αργότερα το κατέστησε εξαγώγιμο προϊόν. Μετέτρεψαν τις τιμές από είδος σε νομισματική αξία αυθαίρετα και άφησαν τις δυνάμεις της αγοράς να αποφασίσουν για την πορεία τους. Έτσι ο καθένας κρίνοντας εκ πεποιθήσεως απαιτούσε και περισσότερα. Οι τιμές σύντομα φούσκωσαν και τότε άρχισαν τα δάνεια προκειμένου να καλυφτούν οι ανάγκες των χωρικών. Η τηλεόραση τους μετέδωσε ένα τρόπο ζωής που δεν γνώριζαν, αλλά για ένα παράξενο προς αυτούς λόγο επιθυμούσαν και προκειμένου να τον αποκτήσουν κατέφυγαν σε μεγαλύτερο δανεισμό.
Ο δήμος προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία στο ένα προς ένα με το νόμισμα της χώρας και να μην υπάρξει διαταραχή με την οικονομική του σχέση με αυτή, προεβει σε δανεισμό ώστε να συντηρήσει τα αποθεματικά του στο απαιτούμενο ύψος. Τα αποθηκευμένα αγαθά του Μηλοχωρίου ήταν επαρκή και καθότι σημειώθηκε αύξηση της ζήτησης αυτών στην υπόλοιπη χώρα παρατηρήθηκε αύξηση των οικονομικών δεικτών στο χωριό. Το χρηματιστήριο πηρέ φωτιά και οι νέοι του χωριού δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις δουλειές. Χτίστηκαν νέοι οικισμοί κοντά στην βιομηχανική ζώνη ώστε να έρθει νέο προσωπικό. Η αισιοδοξία ήταν διάχυτη και παρότι ο δήμος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί με την ίδια ταχύτητα στις νέες απαιτήσεις υποδομών κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτό, παρά μόνο αφήναν τις εκκρεμότητες για το απώτερο μέλλον προκειμένου να επικεντρωθούν στο κερδοφόρο παρόν. Πίστευαν ότι αυτή η ευημερία θα διαρκέσει εις το διηνεκές και το χρήμα θα μπορέσει να λύσει ότι πρόβλημα προκύψει.
Στη τράπεζα παρουσιαζόταν συνεχώς νέα προϊόντα με τα πιο απίθανα σενάρια κέρδους. Ένα από τα πιο ευφάνταστα ανέφερε ότι εάν η ανακύκλωση λυμάτων ανά ώρα στον βιολογικό καθαρισμό αυξανόταν μεταξύ 8:00-16:00 κατά 5% και συγχρόνως η μετοχή της εταιρείας Ύδρευσης & Αποχέτευσης επιτύγχανε αύξηση 3%, εκτός της δεκαπενθήμερης περιόδου των σχολικών διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, θα δινόταν στον επενδύτη κέρδος 2%. Μονό που η εν λόγω εταιρεία χρησιμοποιούσε το βραδινό τιμολόγιο και κατά την ημέρα αποστράγγιζε τα ύδατα και τα επεξεργαζόταν το βραδύ. Έτσι ενώ η μετοχή της είχε εκτοξευτεί στα ύψη, χάρη και στην ύπαρξη αυτού του επενδυτικού προγράμματος κανένας επενδυτής δεν αποκόμισε κέρδη γιατί δεν εκπληρώθηκε ποτέ το πρώτο μισό των προαπαιτούμενων προδιαγραφών της επένδυσης. Επίσης δινόταν αφειδώς στεγαστικά δάνεια στους εποίκους, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις.
Έπειτα φτιαχτήκαν πακέτα που περιελάμβαναν τα επενδυτικά προγράμματα αυτά και τα δάνεια σε διάφορα ποσοστά συμμετοχής, και αλλά επ’ αυτών, ένα είδος πακέτο στο πακέτο. Το Μηλοχώρι έγινε ένα ατελείωτο χαρτοβασίλειο και σταμάτησε να κινείται οποιοδήποτε υλικό αγαθό και νόμισμα, παρά μονό πιστώσεις και χρεώσεις που πηγαινοερχόταν από χέρι σε χέρι μέσα στο χρηματιστήριο. Όλοι νόμιζαν ότι είχαν απεριόριστα χρήματα και δανειζόταν ασύστολα. Τα πάρτι, οι αγαθοεργίες, οι εκδρομές, τα εγκαίνια εμπορικών κέντρων, οι συνάψεις συνεργασιών ήταν στην καθημερινή βάση. Ο αντιδήμαρχος ζηλεύοντας την δόξα που απολάμβανε ο ανώτερος του αποφάσισε να διεκδικήσει το δημαρχικό θώκο και ασπαζόμενος ως πολιτικό σύνθημα την αυτονόμηση του Μηλοχωρίου από την υπόλοιπη χώρα εξασφάλισε την εύνοια του τραπεζίτη. Πίστευαν ότι η αναλογία ένα προς ένα ανάμεσα στο τοπικό νόμισμα και αυτό της χώρας τους έπεφτε στενή και ήθελαν να υπερτιμηθεί το δικό έναντι αυτού της χώρας, που κρατούσε κατά κάποιο τρόπο το Μηλοχώρι δέσμιο της. Ο τραπεζίτης έλπιζε έτσι να αποπληρώσει τα υποτιμημένα πλέον δάνεια που είχε λάβει και μετά να ανοίξει την επιχείρηση του και στο εξωτερικό. Ο πρώην τυπογράφος και νυν καναλάρχης κατάλαβε προς τα πού κινούταν ο ανταγωνισμός και για να μην μείνει από έξω προσεταιρίστηκε την ιδέα τους θέτοντας τα μέσα εν-ημέρωσης στον κοινό σκοπό.
Μια μέρα μετά από την δημόσια εμφάνιση της πρότασης τους το κράτος έστειλε τελεσίγραφο στον δήμο ότι απαιτούσε τα χρήματα που του είχε δανείσει προκειμένου να μπορέσει αυτός να ανεξαρτητοποιηθεί. Ο δήμαρχος παρασυρμένος από την γενικευμένη ευμάρεια είχε προσεταιριστεί μέρος της αντίπαλης ιδεολογίας και αποφάσισε να στείλει πίσω τα χρήματα που είχε δανειστεί, εμμένοντας στον στόχο της αυτονόμησης. Απέσυρε τα λεφτά αυτά από την τράπεζα και κατάφερε να σβήσει το πόσο που αφορούσε το κεφάλαιο. Δυστυχώς όμως παρέμεναν οι τόκοι. Η τράπεζα υπέστη σοκ και έμεινε χωρίς επαρκή αποθεματικά. Από την στιγμή που κάποιοι εκ των επιφανέστερων οικονομικά πελατών της απέσυραν και αυτοί με την σειρά τους τα λεφτά τους προκειμένου να τα καταθέσουν σε τράπεζα της υπόλοιπης χώρας, έμεινε περαιτέρω εκτεθειμένη σε μια πρωτοφανή εισροή αιτήσεων ρευστοποίησης των μετοχών της και των επενδυτικών της προγραμμάτων. Το χαρτοβασίλειο του Μηλοχωρίου κατέρρευσε σε λίγες μέρες και η τράπεζα μετά από βιαία επεισόδια που σημειωθήκαν στον περίγυρο της ανέστειλε την λειτουργία της.
Άλλες τράπεζες συνδεδεμένες μαζί της έστελναν τελεσίγραφα αποπληρωμής τους και καθότι η κεντρική κυβέρνηση της χώρας ήθελε να παραδειγματίσει τους πάντες, την άφησε να χρεοκοπήσει. Οι κάτοικοι του Μηλοχωρίου προσπάθησαν να κατανοήσουν τα μελλούμενα, αλλά οι δημεύσεις περιουσιών, οι δημοπρασίες, η μετανάστευση, η ερήμωση των νεόκτιστων περιοχών, τα βιομηχανικά κουφάρια ήταν το παρόν τους. Με αποτέλεσμα την κοινωνική αναταραχή και τις συγκρούσεις. Η ερήμωση που είχε επέλθει στην επαρχία από την εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων σε ολιγοπώλια έπνιξε κάθε ελπίδα ορθοπόδησης. Οι μισθοί εξανεμίστηκαν και η εγκληματικότητα έσπασε κάθε ρεκόρ. Η κρίση εξαπλώθηκε σαν τα κύματα στην λίμνη. Αφού έσκασε το βότσαλο η χώρα σαρώθηκε από απελπισμένες κινήσεις δύσπιστων επενδυτών οι οποίοι παρέσερναν σαν χιονοστιβάδα ο ένας τον άλλο σε αναλήψεις και ρευστοποιήσεις. Η κεντρική τράπεζα της χώρας για να σταματήσει τον κατήφορο προσπάθησε να εμφυσήσει εκ νέου εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και εξαγόρασε τις προβληματικές τράπεζες, ωσότου αυτές ορθοποδήσουν, με σκοπό να τις πουλήσει όταν εξυγιανθούν, προκειμένου να επαναεισπράξει την αρχική της τοποθέτηση ή και να κερδίσει επ’ αυτής.
Τα απόνερα έμοιαζε να κοπάζουν και σε μια άλλη χώρα μακριά από το Μηλοχώρι υπήρχε ένα μικρό χωριό με ανυπότακτους κατοίκους, πάντα έτοιμους για καυγά, οι οποίοι συνέχιζαν μια μακρόχρονη πολιτική παράδοση, δηλαδή την ατέρμονη διύλιση του κώνωπα, προκειμένου να μην διαταραχτεί η ισορροπία της εξουσίας. Όλα τα είχαν υπό την επίβλεψη τους οικογενειακές κάστες και όσοι ήταν έξω από αυτές είτε προσέτρεχαν μέσω γνωριμιών να επωφεληθούν είτε δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και συνεχώς τους απομυζούσαν.
Στο Αγγελοχώρι οι προύχοντες έστηναν συνεχώς γιορτές και σαν τον τζίτζικα κοιτούσαν τα μυρμήγκια να δουλεύουν. Τους καλοθελητές τους βόλευαν κοντά τους και τους υπόλοιπους απλώς τους καθιστούσαν ανώδυνους. Η παράγωγη αυτής της χώρας ήταν μηδαμινή και η κοινωνική της ηρεμία βασιζόταν σε δημόσιο δανεισμό και αντίστοιχες δαπάνες. Είχε σχηματίσει συν το χρόνο ένας ιστός αλληλοσυγκαλυμμένων ενοχών και κανείς δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να σπάσει τα δεσμά του φοβούμενος το άλμα στο κενό. Οι Αγγελοχώριτες μάλωναν συνεχώς μεταξύ τους για τα πιο μικρά πράγματα, μα ποτέ δεν άγγιζαν τα μεγάλα. Είχαν βάλει την πίτα με τα δανεικά στη μέση και τσιμπούσαν ο καθένας ότι μπορούσε και ότι προλάβαινε. Έχοντας μακρόχρονη ιστορία πίσω τους ένιωθαν ότι είχαν εξασφαλισμένη την μακροζωία και ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν εις το διηνεκές να διάγουν το βίο τους ανενόχλητοι από τους υπόλοιπους λιγότερο προικισμένους όσο αναφορά την πολιτιστική κληρονομία.
Το Αγγελοχώρι πριν από μερικά χρόνια είχε συνασπίσει με αρκετά αλλά γειτνιάζοντα χώρια μια οικονομική ένωση. Μέτα από διάφορα χρόνια που οι οικισμοί αυτοί μάλωναν μεταξύ τους για τα χωράφια και για τα ποταμιά με τις θάλασσες χρησιμοποιώντας σαν πρόφαση τα πιστεύω τους, αποφάσισαν ότι μαζί ήταν ισχυρότεροι. Δυστυχώς είχαν κουβαλήσει και κάποιες από τις βαθιά ριζωμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις τους και για να ανταπεξέλθουν αυτών των αγκυλώσεων έφτιαξαν ένα γραφειοκρατικό μεγαθήριο που φαινομενικά θα έλεγχε κεντρικά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των χωριών μεταξύ τους και προς και από την ένωση. Όρισαν κοινό νόμισμα και έθεσαν κανόνες. Το χρήμα έτρεξε άφθονο και στο Αγγελοχώρι βρεθήκαν με μια δύναμη πρωτόγνωρη στα χέρια. Αντί να συμμαζέψουν τα προηγούμενα λάθη και να κοιτάξουν μπροστά, σαν καλή νοικοκυρά, σήκωσαν το χαλί και έβαλαν τα σκουπίδια από κάτω. Κάθισαν πάνω στο βουνό που αυτά είχαν σχηματίσει και ονειρευόταν ότι ήταν στο μαγικό χαλί και πετούσαν.
Χαρές και εδώ το χρηματιστήριο. Μια το Μηλοχώρι, δυο εμείς, τρεις το Μηλοχώρι, τέσσερις εμείς. Χαρά στην χαρά, χέρι με χέρι, μαζί στην άνοδο μαζί στην κατηφόρα. Όταν αυτοί που έδιναν τα χρήματα της χαράς ζήτησαν το λογαριασμό ανακάλυψαν ότι καμία τράπεζα της ένωσης δεν ήταν φερέγγυα, αλλά δεν μπορούσαν να ξεδοντιαστούν από μονοί τους, οι πιστωτές και οι τράπεζες ήταν κολλητοί. Ζήτησαν λοιπόν τα λεφτά από τα χωριά. Αυτά που δεν χρωστούσαν πέρασαν σε άμυνα και άφησαν τα οικονομικώς αφελή εκτεθειμένα. Επί της ουσίας η ένωση ήταν πιο χαλαρή από όσο τα χρεωμένα χωριά επιθυμούσαν. Τα χρέη ήταν ασύνδετα μεταξύ τους και οι λογαριασμοί έφτασαν μεμονωμένα στον καθένα. Το Αγγελοχώρι ήταν στη δυστυχέστερη κατάσταση και έτσι βγήκε πρώτο μπροστά και παραδόθηκε εις βορά της χλεύης των γειτόνων του. Σαν τα μικρά παιδιά που έχουν πάρει όλα μέρος στην ζαβολιά αλλά ξεμπροστιάζουν τον μικρότερο ή τον ασθενέστερο ή τον αφελέστερο. Το Αγγελοχώρι είχε και τους τρεις χαρακτηρισμούς. Ανήμπορο να αντιδράσει παραδόθηκε αμάχητη στη μοίρα που οι υπόλοιποι του ετοίμασαν.
Σαν πειραματόζωο κάθισε υπάκουα και φοβισμένα να υποστεί την γιατρειά του. Ήρθαν από όλα τα μέρη του κόσμου να συνδράμουν με τις γνώσεις τους χειροπρακτικοί, φυσιοδίφες, αλχημιστές, μαμές, νοσοκόμες, ιατροί και ψυχίατροι. Δέκα διαφορετικές φόρμουλες ανάπτυξαν και κράτησαν μονό αυτές που δεν θα είχαν παρενεργείας και στα υπόλοιπα χωριά και κράτη. Η ασθένεια όμως δεν ήταν περιορισμένη στο Αγγελοχώρι, δεν ήταν ένα απλό κρυολόγημα, ήταν ένας ιός σαρωτικός. Το Αγγελοχώρι είχε κολλήσει τελευταίο, αποφάσισαν να το θεραπευόσουν πρώτο. Επειδή, όμως ήταν και το μικρότερο, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι εάν η θεραπεία αποτύχει σε αυτό δεν θα μπορέσουν θεραπευτούν ποτέ οι μεγάλοι και άρχισαν να τρέμουν από το κακό που μας βρήκε όλους. Έτσι το Αγγελοχώρι έγινε το παγκόσμιο στοίχημα.
Το σώμα του αποδείχτηκε αδύναμο. Είχε μια μυϊκή ατονία από το παρατεταμένο καθισιό που έκανε το σαλιγκάρι να μοιάζει με δεκαθλητή. Είχε την δύναμη μιας μύγας και προσπαθούσε να σηκώσει ένα βουνό. Τα εγκεφαλικά του κύτταρα είχαν ατροφήσει από τη χρόνια αναβλητικότητα και τα αντανακλαστικά του ήταν ένα βήμα πριν την ακινησία. Το ανοσοποιητικό του σύστημα παραδομένο στην διαφθορά δεν μπορούσε να αντιδράσει σε καμία κακόβουλη εισβολή. Αντιθέτως στράφηκε κατά του ιδίου του εαυτού και παραδομένο στις τύψεις για το ανέμελο παρελθόν του άρχισε να κατασπαράζει τις σάρκες του. Τα υπόλοιπα χωριά ένιωσαν μια κάποια συμπόνια για το άδοξο τέλος του τρελού του χωριού. Μέτα από ένα κακόγουστο αστείο που κράτησε περισσότερο από όσο έπρεπε οι συγχωριανοί ανακάλυψαν ότι ασθενούσαν και αυτοί και ότι έπρεπε να δοθεί ολική γιατρειά. Το Αγγελοχώρι είχε πιει το πιο πικρό ποτήρι, ημίτρελο και σχεδόν απόβλητο από την ένωση έμεινε μαζί της μέχρι τα βαθιά γεράματα. Για μερικούς ποτέ δεν ανέκαμψε, για άλλους επανήλθε υγιέστερο και δυνατότερο. Το μονό όμως που έχει σημασία είναι τι εστί Αγγελοχώρι για τους δικούς του ανθρώπους και αυτό ακόμη δεν μας το έχουν πει.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Διαζύγιο

Κατέβαινε στο κέντρο με το λεωφορείο. Πριν από μερικά χρόνια θα είχε πάρει το αυτοκίνητο. Κάποτε το έβαζε σε παρκινγκ. Αργότερα το άφηνε έξω. Πρόσεχε να είναι απόμερα. Εάν κάποιο αυτοκίνητο είχε κλίση κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα την έπαιρνε και την έβαζε στο δικό του. Επιστρέφοντας την επανατοποθετούσε στον πρότερο παραβάτη, εφόσον ήταν ακόμη εκεί, διαφορετικά την πετούσε. Τώρα το αμάξι του το είχε κατασχέσει η τράπεζα. Ευτυχώς δεν είχε πολλές δόσεις υπόλοιπο και βρήκε ένα ξαδέρφη του να το αγοράσει στον πλειστηριασμό ώστε να μην χρεωστάει κάποιο υπόλοιπο. Σε λίγο θα έφτανε στο γραφείο του δικηγόρου. Η γυναικά του δεν ήταν εκεί. Ο πεθερός του είχε πληρώσει για να βγει το διαζύγιο και είχαν κοινό δικηγόρο. Περίμενε στωικά να λάβει τέλος και αυτή η διαδικασία.
Χτύπησε το κινητό του που το είχε μετατρέψει σε καρτοτηλέφωνο. Είχε τέσσερις μήνες να βάλει κάρτα. Ήταν από άλλη τράπεζα και τον έπαιρναν για μια επιταγή που είχε σφραγιστεί. Έπρεπε να τελειώσει όλες τις εκκρεμότητες σήμερα που δεν είχε δουλειά. Τους είπε ότι θα περνούσε από το υποκατάστημα να βάλει τα χρήματα μέχρι το μεσημέρι. Δούλεψε μια εβδομάδα στην κρεαταγορά στις γιορτές και είχε το αναγκαίο υπόλοιπο. Με αυτό τον τρόπο θα έκλεινε το παρελθόν με το κατάστημα ψιλικών που διατηρούσε σαν δεύτερη δουλειά, όταν είχε πρώτη. Το πρωί η γυναίκα του και από το απόγευμα αυτός και έπειτα μόνο αυτός. Είχαν πουλήσει κοψοχρονιά ένα οικόπεδο που τους είχε αφήσει η μάνα του στο χωρίο για να κλείσουν με τους προμηθευτές και τα δημόσιο. Τέλειωσε κατά το μεσημέρι και καθώς προλάβαινε την τράπεζα πετάχτηκε από τον ΟΑΕΔ. Η ουρά τον τρόμαξε και έφυγε.
Έμενε στο πατρικό του με την μητέρα του. Κοιμόταν ξανά στο δωμάτιο του, που είχε μείνει απαράλλακτο από τα εφηβικά του χρόνια. Ακόμη και τα σεντόνια ήταν τα ιδία. Αναρωτιόταν πως γίνεται όταν ήταν φοιτητής τα χρήματα να του φτάνουν και όταν δούλευε να μην περισσεύει σάλιο. Κοιτούσε τις αφίσες που είχαν μείνει στους τοίχους να του θυμίζουν τα ινδάλματα και τα όνειρα ενός απόμακρου παρελθόντος. Κάποτε έπρεπε να γίνει η αποκαθήλωση. Καλυτέρα πριν από το Πάσχα, γιατί εάν ξαναποκτήσει η δουλειά της Κρεαταγοράς που να βρει το κουράγιο για τέτοια νοικοκυρέματα. Πήγε σε ένα ιντερνέτ καφέ που το έχει ένα φίλος του από το στρατό και έπινε καφέ τζάμπα, έμπαινε στο ιντερνέτ και έψαχνε για δουλειά. Του τηλεφώνησε η πρώην πλέον σύζυγος του και του ζήτησε να πάει τον μικρό στο ποδόσφαιρο γιατί της είχαν αλλάξει την βάρδια στην νέα της δουλειά.
Έδωσε μια μονολεκτική κατάφαση και από μέσα του έσυρε τα χίλια μύρια. Δε με χέει το κωλοσοϊ σου πουτ… που φαγωθήκατε να χωρίσουμε επειδή πέσαμε έξω οικονομικά και σας έτρωγα τα λεφτά και τώρα πρέπει να ξαναδώ τον τρύπιο τον πεθερό μου και να του αφήσω το παιδί; Σας γ… πατόκορφα ψ… αρπάχτρες. Χωρίσαμε μωροί καρ… και με πηρές δυο ώρες μετά για θελήματα; Συνενωτικό διαζύγιο και του κάλου τα εννιάμερα. Η πουτ… τα έχει με το αφεντικό της εδώ και ένα χρόνο. Για αυτό την κράτησε στην δουλειά, γιατί έχει προσόντα. Να η βάρδια που έχει παλιομα… πεθερέ. Σου σκίζουν το παιδί καρ… Τον σακάτη τον πρώην στρατιωτικό και την βλαμμένη την μάνα της που να τους εμπιστευτεί να πάρουν το παιδί η ρουφούν. Συνέχισε να απαγγέλει ποίηση καθώς πήγαινε με τα πόδια στο παλιό τους σπίτι. Ο κόσμος τον κοιτούσε έτσι αναψοκοκκινισμένο να βρίζει και άνοιγε μπροστά του σαν την Ερυθρά Θάλασσα. Έφτασε και χτύπησε το κουδούνι. Φώναξε «στείλε τον κάτω» με το που αντιλήφθητε τον θόρυβο του ακουστικού. Θα μπορούσε να τον ακούσει στον τρίτο που έμεναν και χωρίς να το έχει σηκώσει. Κάποιοι γείτονες βγήκαν στο μπαλκόνι να δουν από πού ήρθε η φωνή.
Όταν είδε το παιδί το αγκάλιασε σαν να είχαν χρόνια να συναντηθούν. Τι κρίμα να της μοιάζει σκέφτηκε. Τον πήρε σπίτι του και του έδωσε ρούχα που είχε αφήσει ο αδελφός του εκεί από τα παιδιά του που ήταν μεγαλύτερα. Τον έβαλε να κοιμηθεί στο δικό του κρεβάτι και αυτός πήγε στο σαλόνι. Μάλωσε με την μάνα του γιατί πήρε το παιδί και για την φασαρία που θα ξεκινούσε, για τον κίνδυνο να μη το ξαναδεί. Ο μικρός ξύπνησε και πήρε το μέρος της γιαγιάς. Σάστισε και βγήκε από το σπίτι, αφήνοντας μονούς γιαγιά και εγγονό, και πήγε σε μπαρ. Έκανε μερικά μεροκάματα εκεί όταν είχε κόσμο τα Σάββατα και σε μια ταβέρνα τις Κυριακές. Του κέρασαν το ποτό και άναψε τσιγάρο μετά από δέκα τρία χρόνια. Είδε ένα παλιό του φίλο, ρεμάλι, έκαναν παρέα στην εφηβεία. Τους είχε χωρίσει η μάνα του, για να μπορέσει να περάσει στο πανεπιστήμιο, στέλνοντας τον σε άλλο σχολείο. Κάθισαν μαζί και άρχισαν να καπνίζουν μαύρο.
Γυρνώντας σπίτι μέσα στην παραζάλη δεν κατάλαβε ότι το περιπολικό είχε έρθει για τον ίδιο. Με το που πήγε να μπει στο σπίτι βγήκαν δυο αστυνομικοί και η πρώην σύζυγος του από το αυτοκίνητο και τον συνέλαβαν. Στο τμήμα κατάλαβαν ότι βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών και τον έχωσαν μέσα για ένα βραδύ. Του πήραν αποτυπώματα και την άλλη μέρα του έκαναν συστάσεις και για το παιδί και για τις κακές συνήθειες που είχε αποκτήσει τις οποίες και τις οποίες επανέλαβαν λιγότερο δεικτικά παρουσία και του δικηγόρου τους. Το βραδύ γύρισε στο ίδιο μπαρ για δουλειά. Ο παλιός του φίλος έμαθε τα γεγονότα και τον πηρέ στο ψιλό. Νεύριασε και τον χτύπησε με το δίσκο. Έχασε σε μια στιγμή δουλειά, φίλιες, την κηδεμονία του παιδιού και τέσσερις μήνες στην φυλακή. Εκεί έμαθε νέα κόλπα και βγήκε έτοιμος στην κοινωνία για να της ανταποδώσει την καλοσύνη που του είχε επιδείξει.