Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοσοκομείο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοσοκομείο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Λήθαργος

Προσπάθησε να ξυπνήσει. Είχε αυτή την αίσθηση. Η συνείδηση του δεν ήταν πλήρης. Είχε μεγάλα κενά ενδιάμεσα. Σαν να προσπαθείς να σηκώσεις τον ηλεκτρικό διακόπτη και να πέφτει η ασφάλεια συνεχεία, μόνο που όλα εξελισσόταν μέσα στην απόλυτη σιγή. Αργότερα, πόσο δεν μπορούσε να πει, αισθανόταν το μυαλό να δίνει κάποια σημεία ζωής. Έμοιαζε σαν τις παλιές ασπρόμαυρες τηλεοράσεις που έδειχναν «χιόνια». Σαν να είχε απλωθεί παρασιτικός θόρυβος και να είχε καλύψει κάθε συναίσθηση. Απορούσε πως μπορούσε να έχει άποψη για αυτό που συνέβαινε χωρίς να έχει συναίσθηση. Τα κενά αντίληψης είχαν μικρύνει. Δεν αισθανόταν σώμα. Ήταν ακόμα βυθισμένος σε ένα απέραντο σκοτάδι. Προσπάθησε να σχηματίσει κάποιες σκέψεις, να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Τίποτε. Ξαναχάθηκε. Σαν αυτοκίνητο που γυρίζει το κλειδί και η μίζα δεν δίνει ζωή. Μετά από καιρό, άγνωστο πόσο, έμενε περισσότερη ώρα ενεργός. Δεν μπορούσε να καταλάβει εάν ήταν ζωντανός. Μια αγχωνόταν και μια ηρεμούσε, αφού δεν είχε καμία συναίσθηση της κατάστασης του. Δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχε φως, δεν υπήρχε τίποτε. Λίγο αργότερα άρχισε να σκέπτεται μήπως είχε υποστεί εγκεφαλικό, μήπως ήταν φυτό και πως θα μπορούσε να το ξέρει αυτό από την άλλη πλευρά που προφανώς βρισκόταν. Προσπάθησε να αισθανθεί το σώμα του, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει καμία επαφή με αυτό. Αναρωτιόταν μήπως ήταν κάποια εξωσωματική παραίσθηση. Έτσι και αλλιώς, αυτά τα λίγα που συναισθανόταν λάμβαναν χώρα σε ένα άχρονο περιβάλλον. Ύστερα έπεφτε πάλι σε λήθαργο και έσβηνε κάθε απόρροια. Όταν ξαναξυπνούσε τις διατύπωνε από την αρχή, ανακαλώντας αμυδρά ίχνη από τις προηγούμενες σκέψεις του, οι οποίες του φαινόταν σαν σκιές φαντασμάτων, των οποίων την ύπαρξη από τη μια δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πιστέψει, από την άλλη, όμως, αποδεχόταν σαν τη μονή αφετηρία που είχε. Μια μέρα ξύπνησε και είδε φως. Προσπάθησε να κουνήσει το σώμα του, αλλά στάθηκε αδύνατο. Παρ’ όλα αυτά το αισθανόταν και ένιωσε μια ανακούφιση που ήταν ακόμη ζωντανός. Συνάμα τρόμος τον κυρίευσε για την κατάσταση του. Θυμήθηκε την αίσθηση των σκέψεων του λήθαργου και προσπάθησε να τις ταξινομήσει και να τις καταλάβει. Εάν ήταν προϊόν φαντασίας ή μια πραγματικότητα που είχε ζήσει. Κατέληξε ότι δεν είχε σημασία. Αυτή την πραγματικότητα είχε αισθανθεί, αυτή υπήρχε μέσα του. Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε ώρες μετά. Τώρα άκουγε. Κάτι γινόταν εκεί έξω, έξω από αυτόν υπήρχε και άλλη ζωή. Ήταν ξαπλωμένος. Τώρα το αισθανόταν και ξανακύλησε στον ύπνο. Είδε όνειρα, πολλά όνειρα. Είδε ξανά το απολυτό σκοτάδι, είδε τον εαυτό του τρομαγμένο μέσα του, τον είδε και απολυτά ήρεμο, σχεδόν νεκρικά. Είδε καταπράσινα τόπια, είδε την θάλασσα, τον εαυτό του μέσα της πλήρως βυθισμένο με τον ίδιο τρόπο που ήταν πριν στο σκότος. Έβλεπε πέπλα από τούλι να λικνίζονται μπροστά του και να αποτραβιούνται σαν αυλαίες, ώσπου ένιωσε τον αέρα να φύσα σε μια πλαγία γεμάτη ξερόχορτα που έφταναν μέχρι την παράλια και αυτός λιαζόταν στο καλοκαιρινό μεσημέρι, χωρίς καμία ενόχληση από την ζεστή που αλλοιώνει πέρα τον ορίζοντα. Την επομένη φορά που ξύπνησε άκουσε αναφιλητά, άνοιξε τα μάτια και είδε δυο γυναίκες, μια σχετικά νεαρής ηλικίας και μια μεγαλύτερη της, δίπλα του. Ήθελε να της ρωτήσει ποιες είναι, αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα του. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του και η νεώτερη του έπιασε το χέρι και τον χάιδεψε. Ξαναπήγε στην αγκαλιά του Ορφέα την ώρα που εκείνη προσπαθούσε να τον φιλήσει και τα δάκρυα της έβρεχαν και τα δικά του μαγούλα. Πηρέ το άρωμα της σάρκας της και πότισε τα όνειρα του, οπού έβλεπε γυναικείες μορφές, που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Τις αγκάλιαζε και τον αφήναν. Μια πικρή γεύση απλώθηκε στο όνειρο του και είδε ένα χείμαρρο μέσα στον οποίο πνιγόταν και ξαναχάθηκε στο απέραντο σκοτάδι, πέφτοντας σε μια τρύπα που του φάνηκε μια διαβάθμιση του μαύρου πιο σκούρα και απύθμενη. Είδε την κουρτίνα μισάνοικτη και ένα απαλό φως να μπαίνει από το παράθυρο. Γαλήνεψε η ψύχη του. Σήκωσε το χέρι του και το έφερε πίσω από το κεφάλι. Έπιασε το μαξιλάρι να το σηκώσει, αλλά το κεφάλι του φάνηκε ασήκωτο. Ο λαιμός του πονούσε, σαν κάποιος να είχε μπήξει το χέρι του και να προσπάθησε να του βγάλει το λαρύγγι από μέσα. Έφερε το χέρι του στο στόμα και ένιωσε την γλωσσά του ξέρη σαν γυαλόχαρτο. Άλατα είχαν ξεραθεί στο πλάι και ένιωσε απίστευτη διψά. Μια νεαρή γυναικά τον πλησίασε και του άλειψε το στόμα με νερό. Του χαμογέλασε και τράβηξε τις κουρτίνες. Προσπάθησε να της ανταποδώσει το χαμόγελο, αλλά πίστευε ότι δεν τα είχε καταφέρει, καθώς την είδε να φεύγει σχεδόν αμέσως. Μετά από λίγο εμφανιστήκαν και άλλοι και προσπάθησε να τους μιλήσει, μόνο που δεν καταλάβαινε και ο ίδιος τι έλεγε. Πρέπει να ήταν σε νοσοκομείο. Κάτι συζήτησαν οι γιατροί μεταξύ τους, ένας τον χτύπησε στο ώμο και έφυγαν. Η νοσοκόμα του ανασήκωσε το μέρος του κρεβατιού που ήταν προς το κεφάλι του και τώρα μπορούσε να δει περισσότερα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Βαρέθηκε την σιωπή που απλώθηκε όταν έφυγε και εκείνη. Δεν ήθελε πια να κοιμηθεί. Ένιωθε να είχε χορτάσει ύπνο για χρόνια, αλλά τα λεπτά φαινόταν να μην περνούν. Ανακάλεσε όλα όσα πίστευε ότι είχε ζήσει. Τα πάντα ξεκινούσαν από το βαθύ σκοτάδι, το οποίο αντί να τον καταπιεί τον ξέβρασε στο κρεβάτι αυτό. Ποιος ήταν πριν δεν το γνώριζε ακόμη, αλλά εκείνες οι δυο γυναίκες του φανήκαν οικείες, χωρίς να είναι σίγουρος ότι τις γνώριζε. Για να είναι σε αυτό το δωμάτιο και να κλαίνε κάποια σχέση θα έχουν. Μόλις τέλειωσε αυτή την σκέψη τις είδε να μπαίνουν. Τον αγκάλιασαν και αισθάνθηκε όμορφα που κάποιος τον αγαπούσε, που το σκοτάδι είχε φύγει, που είχε κάποιον να τον αγαπήσει. Αισθάνθηκε ότι υπήρχε λόγος να ζήσει, ότι αργά η γρήγορα η ζωή θα επέστρεφε στο άδειο κεφάλι του. Δανείστηκε τα δάκρυα τους και τις φίλησε.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Νοσοκομείο

Φτάσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Ο Τάκης έβλεπε τον αγώνα σε μια καφετερία και είχε καταλάβει ότι κάτι πήγε άσχημα. Ο Γιώργος είχε τραυματιστεί και είχε βγει με το φορείο. Μετά από μια αλληλουχία τηλεφώνων μάθαμε το νοσοκομείο που τον είχαν μεταφέρει και περιμέναμε τα νέα. Ο γιατρός της ομάδας ήταν εκεί και μας είπε ότι η ζημιά στο γόνατο είναι μεγάλη, αλλά οι αθλητές είναι άλλη παστά και ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Έπρεπε να του συρράψουν τον εμπρόσθιο χιαστό που είχε αποκοπεί πλήρως, τον πλάγιο αριστερό μερικώς και θα καθάριζαν τον μηνίσκο. Η χρονιά είχε τελειώσει για τον φίλο μας που ήταν και σε λήξη συμβολαίου. Ένα ταλέντο που έγινε σταρ, που αγαπήθηκε και υβρίστηκε όσο κανένας μας, ο ήρωας της αυλής του σχολείου, η φαντασίωση κάθε έφηβης συμμαθήτριας, ο άνθρωπος που έγινε πλούσιος στα δεκαεννέα, που έβγαινε με μοντέλα, που δυστυχώς όμως ξενυχτούσε, που παντρεύτηκε και χώρισε ως τα τριάντα του δυο φόρες, που είχε πάρει τα κιλά του, που ήταν σε τριετή κάμψη, που προσπαθούσε να επανέλθει, που ο μάνατζερ του βρήκε ένα μονοετές συμβόλαιο σαν τελευταία χάρη. Όλα αυτά είχαν καταλήξει σε αυτό το φορείο και ετοιμαζόταν να μπουν στο χειρουργείο.
Φύγαμε και πήγαμε σε μια διπλανή καφετερία για να αποσυμφορήσουμε την αίθουσα αναμονής. Ήταν οι γονείς του εκεί. Μοντέλο ή σύζυγος δεν εμφανίστηκε καμία. Είχε έρθει και ένα αυτοκινητιστικό και τα φορεία είχαν συσσωρευτεί επικίνδυνα. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι επιδιδόταν σε ένα αγώνα δρόμου για να ικανοποιήσουν τους πάντες. Γύρω μας δεν βλέπαμε πρόσωπα, παρά μόνο μάσκες πόνου και απόγνωσης. Κραυγές αγχωμένες που εκλιπαρούσαν για προτεραιότητα αναμειγνυόταν με επιφωνήματα και οι καυγάδες έξω από το ακτινολογικό είχαν φουντώσει. Είχε βρέξει και είχαν μαζευτεί και ένα σωρό ηλικιωμένοι από πεσίματα και αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τους ελαφρύτερα ασθενείς σε άλλο νοσοκομείο. Οι τραυματιοφορείς έβριζαν, οι νοσοκόμοι βλαστημούσαν και οι γιατροί ωρυόταν. Η Μικρασιατική καταστροφή πιθανότατα θα είχε γίνει με μεγαλύτερη τάξη. Σκυθρωποί παραγγείλαμε και η Μαρία με την Ελένη πεταχτήκαν ως την εκκλησία να ανάψουν ένα κερί. Ήμασταν φίλοι από το νηπιαγωγείο. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Ο Γιώργος ο ποδοσφαιριστής, ο Τάκης ο δικηγόρος, η Μαρία η νηπιαγωγός και η Ελένη το μοντέλο, εκκολαπτόμενη ηθοποιός, τραγουδίστρια, πρώην μπαλαρίνα. Η θηλυκή πλευρά του Γιώργου. Με αυτούς τους δυο δεν τρώγαμε ποτέ πόρτα σε κανένα μαγαζί.
Όλοι πίστευαν ότι αυτοί είχαν σχέση, εκείνοι όμως γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να πληγώσουν ο ένας τον άλλο και έμεναν μακριά από μια τέτοια προοπτική. Ο Γιώργος περίμενε να γυρίσουν τα κορίτσια και άρχισε να περιγράφει την σκηνή του ατυχήματος όπως την είδε στην τηλεόραση. Κατά τη γνώμη του ο υπέρβαρος για ποδοσφαιριστή φίλος μας πήγε αργά και χαλαρά πάνω στην μπάλα, ενώ δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς να κάνει και το αποφάσισε την τελευταία στιγμή, και αυτό του κόστισε τον τραυματισμό. Οι φίλες μας, που δεν καταλάβαιναν τη ποδοσφαιρική φλυαρία, ήταν βέβαιες ότι έφταιγε ο αντίπαλος. Μετά από πέντε λεπτά, που ο Γιώργος προσπαθούσε να τους μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του, η σκέψη μας πήγε στην επομένη μέρα. Είχαμε την εντύπωση ότι αυτή τη φορά δεν θα ξαναγυρνούσε στην ενεργό δράση. Είχε καταναλώσει αρκετές ευκαιρίες για να έχει άλλη μια και τώρα θα ήταν το κουτσό άλογο. Εκτός του ποδόσφαιρου δεν ήξερε κάτι να κάνει. Να πάει στο μανάβικο του πατέρα του φαινόταν δύσκολο. Ο ένας άνοιγε την ώρα που ο άλλος έκλεινε. Ο Τάκης μας διαβεβαίωσε ότι είχε λεφτά στην άκρη. Τον είχε εμπιστευτεί να του τα διαχειριστεί. Ότι έπαιρνε από τις μεταγραφές δεν τα ακουμπούσε, αλλά τους μισθούς τους εξανέμιζε αριστερά και δεξιά. Επισήμανα ότι αριστερά και δεξιά από τον φίλο μας ήταν πάντα κάποια γυναίκα ή κάποιο αυτοκίνητο.
Η Ελένη θυμήθηκε τότε που είχαμε πάει όλοι μαζί στο πάρτι ενός γνωστού του Γιώργου στο Πανόραμα. Φεύγοντας από εκεί ο αυτός σταμάτησε το αυτοκίνητο του μπροστά από ένα γιαπί που είχε θέα όλη την Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν περιφραγμένο γιατί είχαν ρίξει μόνο το μπετόν και δεν είχαν μεταφέρει άλλα υλικά. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και τότε ο Γιώργος είπε παιδιά ώρα για κατούρημα. Κοίταξε προς την πόλη και μας προέτρεψε να κάνουμε το ίδιο. Είχαμε στηθεί όλοι σε μια ευθεία και κάναμε την ανάγκη μας και τότε φώναξε θα σας πνίξουμε σαν τα ποντίκια. Ο Τάκης από τα γέλια αντί να βρέξει την πόλη λέρωσε το αριστερό του μπατζάκι. Κανείς δεν έχασε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξει την Ελένη. Η Μαρία θυμήθηκε τα πειράγματα ανάμεσα στην τελευταία και το Γιώργο, τα οποία είχαν υπαινιγμούς που στους εκτός της παρέας μας θα φαινόταν αισχροί, αλλά για εμάς ήταν το απαραίτητο αλατοπίπερο. Τότε που σε μια εκδρομή στο Λιτόχωρο, σε μια ταβέρνα ο Γιώργος είχε πιει κατά λάθος από το ποτήρι της Ελένης και εκείνη τον μάλωσε. Ανταπάντησε ότι από μικρός είχε αποκτήσει ανοσία σε πολλές ασθένειες φιλώντας γυναίκες. Έτσι δεν κινδύνευε από αυτές.
Ίσως εκείνος να μην κινδύνευε, αλλά εγώ και ο Τάκης όταν βρισκόμασταν κάπου μονοί με την Ελένη αισθανόμασταν ότι κινδυνεύουμε. Οι άνδρες μας κοιτούσαν με φθόνο. Οι γυναίκες μας κοιτούσαν με καχυποψία. Άλλοτε φαινόμασταν σαν σωματοφύλακες, άλλοτε σαν αδελφές. Μας είχαν αποκαλέσει τα χίλια μύρια και διασκεδάζαμε με αυτές τις εντυπώσεις. Κάποια στιγμή, αρχίσαμε να στήνουμε σκηνές οπού βάζαμε στοιχήματα για τις αντιδράσεις των άλλων. Δεν ξέρουμε πως τα αντιμετώπιζε όλα αυτά η Μαρία. Ήταν βέβαια στον αντίποδα ως χαρακτήρας, εσωστρεφής, ήσυχη και διακριτική. Αποτελούσε την ήρεμη δύναμη αυτής της παρέας και την φωνή της λογικής. Με την Ελένη ήθελες να πας στην κόλαση, αλλά με την Μαρία θα πήγαινες σε όλα τα υπόλοιπα μέρη. Θυμόμασταν τις μικρές μας στιγμές, αλλά δεν τολμούσαμε να κάνουμε οποιαδήποτε νύξη για το μέλλον. Έπρεπε να περιμένουμε το Γιώργο.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μαρία έφυγε στην Κρήτη, οπού και παντρεύτηκε. Ο Τάκης είχε γίνει δικαστής και ήταν στην Αλεξανδρούπολη. Η Ελένη δούλευε στην Αθήνα. Ο Γιώργος ήταν προπονητής πλέον σε ακαδημία ποδόσφαιρου. Επικοινωνούσαμε μέσω Facebook κυρίως. Είχαμε βρεθεί στην βάφτιση της μικρής της Μαρίας και είχαμε γίνει τύφλα στο μεθύσι. Πρέπει να ντράπηκε πολύ για τους παλιούς της φίλους. Είχαμε καταλήξει σε μια παράλια να πετάμε βοτσαλάκια. Καλοντυμένοι και καθισμένοι στην άμμο κοιταζόμασταν να δούμε ποιος ήταν ο γνώριμος μπροστά μας, ποιος είχε αλλάξει λιγότερο, τι είχε απομείνει από το παρελθόν μας. Κάποια κιλά παραπάνω, κάποιες ρυτίδες και τόνοι αμηχανίας ανάμεσα μας. Η Ελένη είχε αρραβωνιαστεί και το γεγονός αποτέλεσε έκπληξη για όλους. Ο Γιώργος φάνηκε σαν να δέχτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα. Ο Τάκης είχε αποφασίσει να μείνει εργένης. Ήρθε και η Μαρία μαζί μας, αφού είχε ταχτοποιήσει την οικογένεια στο σπίτι της, και της μεταφέραμε τα νέα. Ο Γιώργος που καθόταν στη μέση με το χτυπημένο του πόδι τεντωμένο, χώριζε την παρέα σε άντρες και γυναίκες. Αυτή η ουλή που χώρισε την ζωή του ανάμεσα στη διασημότητα και τη αφάνεια, αυτό το σημάδι, που αφού χαράχτηκε στο σώμα του, αυλάκωσε και τη ψύχη του. Σας αγαπώ μας είπε και ας επικοινωνούσα μαζί σας λιγότερο από όλους. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την ευγνωμοσύνη μου που σας γνώρισα. Είμαι κάτι από αυτό που είστε και σας έχω πάντα μαζί μου. Είστε από τους ελάχιστους που έμειναν κοντά μου μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής μου καριέρας.
Το ξέσπασμα αυτό, τόσο αναπάντεχο και τόσο αταίριαστο με τον χαρακτήρα του Γιώργου, έφερε δάκρυα σε όλους μας. Όταν η Μαρία πρώτη βρήκε την αυτοκυριαρχία της, έβγαλε από μια τσάντα που είχε μαζί της ένα δοχείο με καφέ και πλαστικά ποτήρια. Τότε με τη βελούδινη μητρική φωνή της ρώτησε το Γιώργο πως τα πήγαινε με τα παιδιά. Ένα μεγάλο παιδί πως επιβάλλεται στα μικρά; Μπορεί; Φυσικά δεν τους φέρομαι σαν παιδιά, είπε ο Γιώργος. Τους φέρομαι όπως σε όλους. Βάζεις κανόνες λόγω θέσης, του προπονητή, κανόνες που ισχύουν για όλους και μετά δικαία ανταμείβεις και τιμωρείς κατά περίσταση. Διότι η υπάκουη δεν επιβάλετε. Είναι μια παραχώρηση που κάνουν τα παιδιά αφού τους κερδίσεις τον σεβασμό. Κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό βλέποντας ντοκιμαντέρ όταν έκανα αποθεραπεία. Έβλεπα τις αγέλες των ζώων και το πώς επέλεγαν τους ηγέτες τους και, επίσης, κατάλαβα ότι τα παιδιά τα μεγαλώνεις για να ζήσουν μονά τους. Γίνεσαι αρχηγός της ομάδας επειδή ξέρεις περισσότερο ποδόσφαιρο από εκείνα, αλλά απαιτείται αξιοκρατία, να θέτεις όρια συνύπαρξης, να θέτεις στόχους εφικτούς, να δίνεις ανταμοιβές και κίνητρο. Από την άλλη έχεις να ανταγωνιστείς τις προσδοκίες των γονέων και τις πιέσεις που εξασκούν στα παιδιά τους.
Όταν είναι μικρά οι γονείς τα ρωτούν πόσα γκολ έβαλες, εάν έκανες τριπλά, εάν βλέπουν γήπεδο και αλλά τέτοια όνειρα που έχουν στο μυαλό τους. Εάν δεν μάθεις να περπατάς πως θα τρέξεις; Το πρώτιστο είναι να μάθουν να ελέγχουν την μπάλα με τα πόδια, να την νιώθουν χωρίς να την κοιτούν. Μονό τότε θα βλέπουν συμπαίκτες και αντίπαλους και από εκεί και μετά θα αποκτήσει νόημα να τριπλάρουν και να πασάρουν. Παρενέβει η Μαρία, για να συμπληρώσει ότι το ίδιο γίνεται και στο σχολείο, οπού γονείς μάνατζερ επιθυμούν το παιδί τους να κτίσει το pedigree του προκειμένου να βρει αργότερα δουλειά. Να μπορέσει να μάθει αγγλικά και μια άλλη γλωσσά, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κυνηγώντας ότι χαρτί κατοχύρωσης γνώσης κυκλοφορεί, αγχωτικά, αδιαφορώντας για την ποιότητα της γνώσης καθαυτής. Μεγαλώνοντας τα παιδιά, είπε ο Γιώργος, εμείς, και πιθανότατα και οι δάσκαλοι, έχουμε να ανταγωνιστούμε το ιντερνέτ, διότι ένα παιδί από εκεί μαθαίνει ένα σωρό πράγματα και εμείς πρέπει να αντιπαρέλθουμε τα λάθη στην κατανόηση, την χρονική διαδοχή της γνώσης, διότι άλλο πράγμα είναι θεμιτό να ξέρει κάποιος στα οκτώ και άλλο στα δώδεκα του χρόνια, όπως και την αμφισβήτηση που πηγάζει από την γνώση αυτή. Επίσης υπάρχει μια έμμονη με τους σταρ και πραγματικά τα παιδιά προσπαθούν να τους μοιάσουν, όμως αυτό που έχει αλλάξει με την δίκη μας εποχή είναι αυτή η πίεση της επιτυχίας. Η άποψη ότι ο πρώτος είναι πρώτος και οι άλλοι τίποτε. Μα στον αθλητισμό σήμερα είσαι πρώτος και αύριο τρίτος, μεθαύριο δέκατος. Αυτό πρέπει να μάθει κανείς, να διαχειρίζεται νίκες και ήττες. Στην εποχή της ακρατής εμπορευματοποίησης του, όμως, ο αθλητισμός κατέστησε τη νίκη μονόδρομο. Τα παιδιά αντί να κλέβουν τεχνικές από τους σταρ κλέβουν νοοτροπίες. Θα πρέπει κανείς να είναι ηλίθιος για να θέλει το παιδί του να μου μοιάσει.
Η Ελένη κατέθεσε την δίκη της άποψη, ότι και στο χώρο της τέχνης βλέπεις αυτή τη εσπευσμένη προσπάθεια στην επίτευξη εμπορικής καταξίωσης. Παρακάμπτουν το πόνο της απόκτησης τεχνικής προκειμένου να συντομευόσουν τους χρόνους, αλλά δεν υπάρχει τέχνη χωρίς τεχνική. Όπως δεν αποκτά νόημα κανένα πόνημα εάν δεν έχει κάτι να κοινωνήσει, όση τεχνική και εάν εμπεριέχει, αποφάνθηκε ο Τάκης. Σαν δικηγόρος θα ξέρεις, άρχισαν τα πειράγματα. Να τας πεις στους σοφιστές συναδέλφους σου στην βουλή, του πέταξε η Μαρία. Δικαστής είμαι τώρα, αμύνθηκε. Από την άλλη τρωγόμαστε συνεχώς τι είναι εμπορικό και τι ποιοτικό σαν να είναι αντικρουόμενες έννοιες, υστερολόγησε η Ελένη. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στην μουσική, οπού το τελμάτωσαν το πράγμα και οι ποιοτικοί και οι εμπορικοί περιχαρακωμένοι από τα ταμπελάκια τους. Την πάρτη τους κοιτούσαν και οι μεν και οι δε. Όλα μπορούν να είναι τα πάντα και τίποτε. Όλοι μπορούν να γίνουν κάποιοι και κανένας. Τις ταμπέλες τις κολλάει ή η χρηστικότητα ή η αγάπη που τους έχεις. Οι πραγματικά μεγάλοι συνδυάζουν και τα δυο και το κάνουν με ιστορική συνεχεία και συνέπεια. Αυτό έμαθα εγώ, είπε ο Γιώργος. Ας δώσουμε χρόνο στα παιδιά και αυτός θα μας ανταμείψει με τους ήρωες του παρόντος και του μέλλοντος.