Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Οδηγώ σκεπτομένος

Πρωινό ξύπνημα στις έξι. Πηγαίνω στο μπάνιο. Ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου να ανοίξουν τα μάτια μου. Παίρνω την οδοντόβουρτσα και παρατηρώ ότι άρχισε να ξεθωριάζει το τριχωτό της βούρτσας. Σύντομα θα θέλει αλλαγή. Κρατά ακόμη, ευτυχώς. Σειρά έχει το ξύρισμα. Η φιάλη του αφρού είναι παραπάνω από μισογεμάτη. Δεν είναι πολύ βαρύ το περιεχόμενο, αλλά εξακολουθεί να έχει κάποια αίσθηση στο χέρι, όποτε είμαστε καλά. Ανακινώ και νωχελικά αλείφω τον αφρό. Βλέπω το ξυραφάκι. Είναι με την πλάτη της θήκης γυρισμένη προς το μέρος μου. Έχει αρκετά άλατα επάνω του και η ιδία η ξυριστική μηχανή έχει απομεινάρια αφρού που χρίζουν καθαρίσματος. Άλλες εποχές θα είχα αγοράσει καινούργια συσκευή μόνο και μόνο γιατί θα βαριόμουν να καθαρίσω την υπάρχουσα. Τώρα πρέπει να θυμηθώ να το κάνω το επόμενο σαββατοκύριακο. Για να γίνει αυτό πριν το σουπερμάρκετ θα πρέπει να σηκωθώ νωρίτερα και να διαβάσω λιγότερο στη τουαλέτα.
Δεν ξέρω πως έχω ξυριστεί. Όλα έγιναν αυτόματα. Άρχισαν να ξυπνούν και τα παιδιά. Το πρωινό ήταν έτοιμο. Το ψωμί της γυναικάς μου ήταν τέλειο. Φτιάχνουμε ψωμί μονοί μας γιατί του εμπορίου μούχλιαζε πριν προλάβουμε να το φάμε. Ανακαλύψαμε ότι έχουμε και καλύτερη γεύση. Σε αυτό την προλάβαμε την κρίση. Αποχαιρετώ και φεύγω. Ακολουθώ ότι οδηγία έχω προσλάβει τελευταία για να μην καταναλώνω πολύ βενζίνη. Η τιμή της είναι τέτοια που σκέφτομαι να βάζω αναψυκτικό στο αυτοκίνητο. Κοστίζει φθηνότερα το λίτρο. Αυτοκίνητο με μπουρμπουλήθρες, γκαζιά και ρέψιμο. Βγαίνω στον κεντρικό δρόμο. Πρώτη διασταύρωση μια παλιά γνώριμη. Μου φαίνεται απίστευτο ότι δεν λοξοδρόμησα προς αυτή την έξοδο ούτε μια φόρα από την μέρα που άλλαξα δουλεία, ενώ πρωτύτερα και για δεκατρία χρονιά ήταν μια καθημερινή συνήθεια. Συνεχίζω όσο πιο ήρεμα γίνεται. Ο ρυθμός της μεσαίας λωρίδας του περιφερειακού προδίδει την οικονομική κατάσταση της χωράς. Αρχή του μήνα με βενζίνη ενάμιση ευρώ και κάτι, μέση ταχύτητα ογδόντα χιλιόμετρα. Τέλος του μήνα με τιμή λίτρου ένα ευρώ εξήντα λεπτά και βάλε, πτώση της μέσης ταχύτητας στα εβδομήντα χιλιόμετρα.
Στο ραδιόφωνο ακούω το κανάλι για την κίνηση. Ο περιφερειακός είναι ασυντήρητος και με την πρωινή γλίτσα γίνονται σωρεία ατυχημάτων. Ποιος να αλλάζει λάστιχα τώρα. Αμορτισέρ, άφησε το καλυτέρα, μην σκέφτεσαι το ανέφιχτο. Τι θα φανέ στο σπίτι; τα λαδιά από τα παλιά. Όλοι κινούνται σαν υπνωτισμένοι. Εξελίσσονται τα πάντα σαν ριπλέι ποδοσφαιρικού αγώνα. Που είναι τα νευρά τα παλιά. Με εκατό χιλιόμετρα νιώθεις Λαούντα. Θυμάμαι τις παιδικές εκδρομές που γυρίζαμε από Χαλκιδική. Ο τοπικός Λαούντα ήταν πάντα εκεί. Στενός δρόμος μόνης λωρίδας ανά κατεύθυνση, να σερνόμαστε σε ατέλειωτα μποτιλιαρίσματα. Ο γρήγορος και ανυπόμονος έκανε πάντα την εμφάνιση του στην απέναντι λωρίδα να προσπερνά χωρίς αύριο. Δρόμος πνιγμένος στα εκκλησάκια. Ξεκλησσακια τα λέγαμε με τον αδελφό μου. Το μόνο που δήλωναν ήταν ότι κάποιος ξεκληρίστηκε. Η μητέρα μου απέδιδε στην παρουσία τους τη μορφή προειδοποίησης για να μην πάθει άλλος τα ίδια. Μόνο η γιαγιά ήξερε ότι ήταν ποτισμένα με δάκρυα που κάποιοι δεν ήθελαν να ξεχάσουν. Όταν είσαι νέος σκέφτεσαι με γνώμονα την ζωή. Σαν γεράσεις έχεις και την οπτική του θανάτου. Παλιότερα θα πήγαινα με εκατό είκοσι χιλιόμετρα μέση ταχύτητα. Θα έφτανα σε δώδεκα λεπτά στην δουλεία και κάθε μέρα θα προσπαθούσα να σπάσω το ρεκόρ. Τώρα κάνω δεκαπέντε λεπτά με είκοσι λεπτά εάν δεν υπάρχει ατύχημα και το μόνο ρεκόρ που με ενδιαφέρει είναι άμεσα συνδεδεμένο με το πορτοφόλι μου. Τα δάνεια σου ρίχνουν την όρεξη για τέτοιου είδους σπορ όσο και οι φωνές των μικρών στις πίσω θέσεις.