Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Κρυολόγημα

Το κεφάλι μου ήταν βαρύ σαν αμόνι. Ένιωθα το μέτωπο μου να καίει και το συνάχι είχε νεκρώσει τις αισθήσεις μου. Η γλώσσα μου από το καυτό τσάι είχε γίνει σαν γυαλόχαρτο και κοιμόμουν με το στόμα ανοικτό, κάτι που δικαιολογούσε απολυτά γιατί είχα μέρες να φιληθώ με τη γυναικά μου. Η μύτη μου είχε μέρες να δεχτεί αέρα μέσα της, την ένιωθα σαν να είχε ξυθεί. Ολόκληρα δάση είχαν κατασπαταληθεί στην ανακούφιση της, με συνέπεια να έχει γδαρθεί και να καίγομαι κάθε φορά που ερχόμουν σε επαφή με τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα. Από τα αυτιά δεν άκουγα σχεδόν καθόλου, σαν DJ που γυρνά στο σπίτι μετά το πρόγραμμα του. Το τηλέφωνο που είχα δεχτεί τα ξημερώματα δεν είχε βοηθήσει καθόλου. Τουναντίον από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν έκλεισα μάτι. Πέρασα από την απελπισία της φυσικής μου κατάστασης στη λύπη που έφεραν τα άσχημα νέα. Μετά από λίγο είχα σηκωθεί από το κρεβάτι και καθόμουν στο σαλόνι, τραβώντας την κουρτίνα και κοιτάζοντας το άπειρο σκοτάδι, όπου μικρά φωτάκια πολιτισμού δήλωναν την ανθρωπινή ύπαρξη. Ακόμη και όταν σηκώθηκαν οι υπόλοιποι, βρισκόμουν ο μισός στην ώρα που νύσταζα και πήγαινα να ξαπλώσω και ο άλλος μισός στο τηλεφώνημα που είχα δεχτεί. Απορούσα πως δεν ξύπνησε άλλος κανείς από τον ήχο του. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν όλα ένα κακό όνειρο και σε λίγη ώρα θα βρισκόμασταν στο γραφείο. Κανείς δεν με είδε να κλαίω, αλλά η σύζυγος μου με ρώτησε πως ήμουν με περισσότερη ανησυχία από όση θα επέβαλε ένα απλό ενδιαφέρον για την υγεία μου. Της είπα τα νέα και έφυγα. Οδηγούσα μηχανικά πηγαίνοντας προς το σπίτι του. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε. Στο κρανίο μου επικρατούσε ένας σιωπηλός αναβρασμός, με συνέπεια ένας ατέλειωτος βόμβος να κυριαρχεί στα αυτιά μου. Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου την πρώτη μας συνάντηση. Ήμουν στο εξωτερικό αρκετούς μήνες σπουδάζοντας Καλές Τέχνες. Είχα περάσει από το στάδιο της ανακάλυψης της νέας γης, που σου φέρνει χαρά και έξαψη, στο επόμενο στάδιο, του Οδυσσέα που θέλει να γυρίσει στην Ιθάκη. Αποτέλεσμα ήταν να είμαι μέσα στην γκρίνια και όλα να μου φταίνε. Όταν είχα κατάθλιψη έπινα μόνος. Εκείνη τη μέρα βρισκόμουν σε ένα μπαρ και με ένα ποτήρι μπύρα συντρόφια. Δυστυχώς δεν είχα καθόλου χρήματα και ήθελα ένα καφάσι από αυτές. Ευχαριστούσα την ανθρωπότητα που με την φτωχιά μας προστατεύει από τα βιτσιά μας. Πριν καλά καλά τελειώσω αυτές τις σκέψεις μου συστήθηκε, κάθισε στο διπλανό σκαμπό και προσφέρθηκε να με κεράσει ένα ποτό. Σαν τους ναρκομανείς που μυρίζονται ο ένας τον άλλο από μακριά, τον ρώτησα μήπως είναι Έλληνας. Μου απάντησε αμέσως στην γλώσσα μας και έτσι κύλησε εκείνο το βραδύ ανάμεσα σε ποτό και διηγήσεις. Είπε ότι βρισκόταν εκεί για δουλειές, ότι χρειαζόταν να ταξιδεύει συχνά και ότι είχε τελειώσει νομική και είχε ειδικότητα στις εταιρικές συμφωνίες. Πηρέ το μεταπτυχιακό του στη Βοστώνη, λίγα μέτρα από εκεί που καθόμασταν και τα πίναμε. Όταν άρχισα να γκρινιάζω, με ρώτησε πια μέρη έχω επισκεφτεί στην πόλη. Τα βρήκε λίγα και μου πρότεινε την επομένη ημέρα, που ήταν Σάββατο, να βρεθούμε για μια βόλτα. Πήγαμε σε μουσεία και πάρκα, σε εκκλησιές, σε μνημεία και καταλήξαμε σε ένα στέικ χάους. Πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες βρέθηκα μπροστά σε ένα μπουκάλι και δεν το άδειασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Είδε πως το κοιτούσα και μου είπε ότι οι Άγγλοι κάνουν στην Γαλλία όπως οι Γάλλοι. Η ζωή δεν είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Εδώ είσαι γιατί το επέλεξες, γιατί σου δίνονται κάποιες ευκαιρίες που δεν είχες στην Ελλάδα. Εκμεταλλεύσου τες, μην αυτοπυροβολείσαι με τη μιζερια του μετανάστη. Το βραδύ τρώγαμε ποπ κορν στο Μποστον Γκάρντεν βλέποντας τους Σελτικς. Με άφησε στο σπίτι μου και δώσαμε ραντεβού για μερικούς μήνες μετά που θα ξαναγυρνούσε. Από εκείνη τη μέρα και μετά δεν ξανακοίταξα πίσω. Έκοψα το ποτό, άρχισα να αποδίδω στην σχολή, βρήκα κοπέλα και κοινωνικοποιήθηκα. Παράδεισος δεν υπάρχει πουθενά, αλλά κόλαση είναι μόνο εκεί που δεν επικοινωνείς με κανένα. Αφού ίσιωσε η βάρκα του μυαλού μου, έβαλα ρότα ανάπτυξης της καριέρας μου αποσκοπώντας στη πρώτη συμμέτοχη μου σε ομαδική έκθεση. Είχα βγάλει παρά πολλές φωτογραφίες, αλλά έπρεπε να βρω χρηματοδότηση για να συμμετάσχω. Ήταν ένα είδος απογαλακτισμού από την σχολή, με τις δίκες της παραινέσεις και οργάνωση βεβαίως, καθότι αποτελούσε ένα είδος προπτυχιακής εργασίας. Εκείνες τις ήμερες που ξανακατέβαινα τα σκαλιά της απελπισίας και της κατήφειας, πηρέ τηλέφωνο ότι ήταν πάλι πίσω στην πόλη για μερικές ήμερες. Συναντηθήκαμε σε ένα εστιατόριο. Σχολίασε την θετική αλλαγή μου στην εμφάνιση, αλλά όχι στο ύφος. Του ανέφερα το χρηματικό πρόβλημα που είχα λέγοντας του ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό, θα τα κατάφερνα. Είμαι σίγουρος, μου είπε και με προσκάλεσε σε μια μικρή εκδρομή την επομένη ημέρα. Όταν με οδήγησε σε μια μαρίνα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Με σύστησε σε μερικούς από τους πιο επιφανείς κατοίκους της πόλης και βγήκαμε στα ανοιχτά με τρία σκάφη. Βρήκα χρηματοδότηση για δέκα εκθέσεις. Δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Μου πρότεινε μια θέση εργασίας σε μια εταιρεία ερευνών σχετική με τις σπουδές μου. Θα ήμουν ένα είδος πράκτορα. Θα έπρεπε να οσμίζομαι τις νέες τάσεις στην τέχνη και στην μόδα. Να κυκλοφορώ σε underground εκθέσεις, κλαμπ, να παρατηρώ τους ανθρώπους και να αναφέρω ότι πίστευα ότι μπορεί να γίνει προϊόν. Εκεί έμαθα πως λειτουργούν οι επιχειρήσεις, πως παρακολουθούν τους πελάτες τους και πως διαχειρίζονται τα προσωπικά τους στοιχεία, αλλά είχα και την ευκαιρία να παρατηρώ τους ανθρώπους, να δω την επίδραση του ντιζάιν, την δημιουργία μόδας, τα social network και την χρήση τους, την ανταλλαγή πληροφοριών και την διαχείριση τους. Γυρνούσα και παρατηρούσα εάν οι δυο αλυσίδες γύρω από το λαιμό γίνουν τρεις ή μια, τα νέα τατουάζ, ιδιοκατασκευές, παραλλαγές σε ρούχα που έκαναν διάφορα παιδιά στο κολέγιο. Μια μέρα έπιασα μια καλή τάση με ένα καινούργιο είδος σαντάλου. Το δώσαμε σε μια εταιρεία. Δυο μήνες μετά το φόρεσε μια σελεμπριτι, μετά προστέθηκε άλλη μια και συνέπεια ήταν να γεμίσει ο τραπεζικός λογαριασμός όλων των άλλων εκτός από τον δικό μου και της κοπέλας από την οποία έκλεψα την αρχική ιδέα. Είχα εκνευριστεί αφάνταστα και δεν ήξερα πώς να εκδικηθώ το σύστημα για το οποίο εργαζόμουν. Έπειτα από αυτά τα δυο χρόνια εργασίας, που ερχόταν κάθε τόσο και με επισκεπτόταν, δίνοντας μου διευκρινήσεις και οδηγίες πάνω στην δουλειά μου, οπού στην ουσία μου παρέδιδε σπουδές στα οικονομικά, μια ακόμη άφιξη του συνέπεσε με μια δύσκολη δίκη μου στιγμή, όπου ήμουν έτοιμος να τα βροντήξω όλα. Είσαι έτοιμος, μου είπε και εκείνος, κλέβοντας τις λέξεις από το στόμα μου. Τον ρώτησα τι εννοεί και απάντησε να παραιτηθείς. Με προσηλύτισε στην δίκη του εργασία και έγινα μεσάζοντας. Αφανής διαμεσολαβητής ανάμεσα σε εταιρείες ή πρόσωπα. Δεν υπήρχαμε επίσημα. Δεν είχαμε ιατρική κάλυψη, νομική κάλυψη, επιτήδευμα, δεν είχαμε στην ουσία τίποτε, εκτός από μια τυπική έδρα στο Λουξεμβούργο και τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς. Πριν, όμως πάρεις οποιαδήποτε απόφαση πρέπει να ξέρεις σε τι μπλέκεις, μου είπε. Αφού μου ανέλυσε τα τυπικά φτάσαμε μπροστά στο μεγάλο «αλλά». Ο δικός μου χαρακτήρας είναι μετριοπαθής, μου είπε, και απόμακρος, αντιθέτως εσύ είσαι συνέχεια στην τσίτα. Από απολυτά χαρούμενος, κατευθείαν απολυτά στεναχωρημένος και τούμπλαλιν. Σαν διακόπτης. Αυτό στην δουλειά μας, συνδυασμένο με την ανυπομονησία σου, δεν βοηθά. Εάν δε μπορείς να το αλλάξεις, πρέπει να το τιθασεύσεις. Η δουλειά φτιάχνει τους άντρες έλεγε ο πατέρας μου, αντίθετα από την μανά μου που πίστευε ότι το έκανε ο στρατός. Έγινα αυτό που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Από την εφηβική παρόρμηση πέρασα σε ένα κυνικό μακιαβελικό συμπάν. Στην αρχή με έσερνε μαζί του σαν άτυπο γραμματέα. Αναγκάστηκα να πάρω και μαθήματα αυτοάμυνας και χειρισμού όπλου. Δεν κουβαλούσαμε ποτέ κανένα μαζί μας και οπότε χρειαζόμασταν αμυντική προστασία την αποκτούσαμε επ’ αμοιβής. Απλώς έπρεπε να είμαστε πάντα έτοιμοι. Συμπληρώναμε συνεχώς την εκπαίδευση μας παρακολουθώντας σεμινάρια που στην αρχή μου έμοιαζαν άσχετα με την εργασία μας. Μετά ανακάλυψα ότι είχαν σχέση με κάθε επομένη αποστολή. Είχαμε ένα κεντρικό αρχείο πληροφοριών που το χειριζόταν ένας παιδικός του φίλος. Δεν γνώριζα τίποτε για εκείνον προσωπικά. Χρόνια αργότερα γνώρισα την οικογένεια του, αυτή της όποιας την πόρτα καλούμε να περάσω τώρα. Μπήκα μέσα και είδα το φέρετρο. Ζαλίστηκα, αλλά προσπάθησα να συγκρατηθώ. Αγκάλιασα την γυναίκα και τα παιδιά του, χωρίς να μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια. Το βλέμμα μου είχε επικεντρωθεί στα παπούτσια μου. Ίσως και να πήγα τρέχοντας, αλλά μου έμοιαζε ένας αιώνας μέχρι να φτάσω σε μια άδεια καρέκλα και να σωριαστώ. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω στο φέρετρο. Έμοιαζε τόσο οικείος και τόσο ξένος σύναμμα. Εκεί βρισκόταν όλα όσα είχα ζήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια και τώρα πήγαιναν να μπουν σε μια τρύπα χώματος. Κάποιος μου πάσαρε ένα καφέ και το μόνο που έκανα ήταν να βυθίσω το βλέμμα μου στο καϊμάκι. Περίμενα υπομονετικά να σκάσουν οι φουσκάλες. Κανείς εκεί μέσα δεν ήξερε τι δουλειά κάναμε, εάν ήμασταν πλούσιοι ή απένταροι. Ήταν μόνο συγγενείς. Η ζωή του εκτός οικογενείας ήμουν μόνο εγώ. Πίστευαν ότι θα αμειβόταν καλά γιατί χρειαζόταν να ταξιδεύει συχνά. Παλιότερα είχε ένα γραφείο ναυτιλιακών διαμεσολαβήσεων στον Πειραιά και είχαν την εντύπωση ότι ακόμη καταγινόταν με τα ναυτιλιακά. Από πλεούμενα χρησιμοποιούσαμε ενοικιαζόμενα κότερα για να κλείνονται συμφωνίες στην θάλασσα κάθε μορφής. Εμείς προσφέραμε γνωριμίες και πληροφορίες. Στην δουλειά αυτή οι πιο επιτυχημένοι ήταν όσοι δεν είχαν οικογένεια και σπίτι ονόμαζαν το εκαστοτε ξενοδοχείο. Το κακό ήταν ότι έβγαζαν άσχημα βιτσιά, όπως πόρνες και ναρκωτικά. Στην αρχή την είχα δει και ‘γω επικυρίαρχος του κόσμου. Κάθε λιμάνι και καημός. Στην δουλειά δεν έχανα στροφές, αλλά μια μέρα με πηρέ και μου είπε ότι θα αναλάμβανα την Ελλάδα γιατί οι δουλειές εκεί είχαν ανοίξει πολύ λόγω της Ολυμπιάδας και έπρεπε να υπάρχει κάποιος μόνιμα. Αλλά υπήρχε ένα ακόμη «αλλά» που έπρεπε να καταπιώ. Να αλλάξω στάση ζωής. Να τιθασεύσω τις ορέξεις μου. Δεν πρέπει να δίνεις δικαιώματα, μου συνέστησε. Σκέψου μόνο ότι οι περισσότερες πληροφορίες που παίρνουμε για τους εμπλεκομένους στις δουλειές μας είναι, εάν εξαιρέσεις την οικονομική τους κατάσταση, οι γνωριμίες και τα προσωπικά τους βιτσιά. Δέχτηκα και άρχισε να μου αναλύει την ματιά του πάνω στην νέα μου αποστολή σαν να ήμασταν από άλλη χώρα. Μου είπε ότι η Ελλάδα είναι ένα θεολογικό κράτος με την έννοια ότι αποζήτα συνεχώς την θεϊκή εύνοια. Με την δραχμή είχε την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, ότι τα χρέη θα λυνόταν κάποια στιγμή σε ένα μακρινό μέλλον και ότι για το παρόν αρκούσε η εκτύπωση χρήματος και η υποβάθμιση του. Με το ευρώ ενισχύθηκε η αίσθηση του αδιάβλητου. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει… Σιγουρεύτηκα, μου είπε, άλλη μια φορά σήμερα, οπού έτυχε να συναντήσω έναν να οδηγεί ανάποδα σε ένα στενό μονόδρομο. Έπειτα, πριν προλάβω να συνέλθω από την απόρροια, μερικά λεπτά αργότερα, είδα ακόμη έναν να κάνει το ίδιο. Κάτι σαν δεξί κροσέ, αριστερό και βλέπω και το απερκατ στο σαγόνι μου. Ένας στυλοβάτης της διανόησης έκανε ανάστροφη σε κεντρική λεωφόρο. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι πρέπει να είμαστε ευτυχείς για την σημερινή μας κατάσταση, διότι εάν έπρεπε να βρισκόμαστε εκεί που μας αξίζει τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Έτσι επαλήθευσα το αρχικό μου συμπέρασμα. Ο Θεός είναι μαζί μας. Το γιατί δεν ξέρω. Υποπτεύομαι ότι φταίει η εκκλησία, που είναι στα πράγματα από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, είπε και μου παρέδωσε ένα φάκελο με στοιχεία για πιθανούς στόχους. Αυτός ήταν ο τρόπος του. Οπού πηγαίναμε είχαμε κάνει μια έρευνα πάνω στις τοπικές αντιλήψεις, στην τέχνη, στις εθνικές πεποιθήσεις και νευρώσεις. Βλέπαμε μαζί ταινίες και πινάκες. Διαβάζαμε τους κυρίους εθνικούς συγγραφείς και ποιητές και ανταλλάσαμε απόψεις. Έπειτα βρίσκαμε τους ανθρώπους μας στις πρεσβείες και ανταλλάσαμε πληροφορίες. Μετά συναντούσαμε τους πελάτες και τους στόχους τους και κλείναμε τις λεπτομέρειες του τόπου συνάντησης και του απαιτούμενου χρόνου, καθώς και οποιασδήποτε άλλης παροχής θα διευκόλυνε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Νοικιάζαμε γυναίκες, βίλλες, κότερα, αυτοκίνητα, μπράβους, δικηγόρους, λογιστές… Αγοράζαμε πληροφορίες, ουσίες, λουλούδια, γεύματα και προπαντός σιωπή. Λειτουργούσαμε έτσι ώστε να κολακεύουμε την ματαιοδοξία των εμπλεκόμενων, χρησιμοποιούσαμε τα τοπικά και προσωπικά στερεότυπα προς όφελος μας, ψάχναμε και βρίσκαμε τα βιτσιά του καθενός προκειμένου να τα εκμεταλλευτούμε κατά ανάγκη. Όταν εγκαταστάθηκα μετά από χρόνια στην Ελλάδα, άνοιξα ένα γραφείο ανακαινίσεων. Τυπικά έκανα εισαγωγές επίπλων και εσωτερικής διακόσμησης, καθώς και μελέτες. Προσέλαβα γραμματέα και ένα υπεύθυνο πωλήσεων και μετά από τον πρώτο μηνά τους ανέθεσα όλη την εργασία. Επανασύνδεσα σχέσεις με όλους τους γνωστούς μου από το Αμερικανικό Κολλέγιο. Επισκέφτηκα τους φίλους μας στην Ασφάλεια, άλλους σε μια εταιρεία δημοσκοπήσεων, γνωστούς δημοσιογράφους, ρουφιανους της νύχτας που προσποιούταν τους σελεμπριτι και παρείχαν υπηρεσίες χαμηλότερου επίπεδου από τις δίκες μας. Μάζεψα όλα τα βιτσιά του επιχειρηματικού και του πολίτικου κόσμου και άρχισα τις βολιδοσκοπήσεις για επικείμενους διαγωνισμούς και αναθέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μετά από μερικούς μήνες άνοιξα και μια γκαλερί. Εκτός από επανασύνδεση με καλλιτέχνες και με διαμορφωτές κοινής γνώμης, μου επέτρεπε να έχω δυο εταιρείες με παρεμφερείς δραστηριότητες και να διακινώ χρήματα από υπηρεσίες που τιμολογούταν βάσει προσωπικής εκτίμησης και μπορούσαν να δικαιολογήσουν οποιοδήποτε ποσό. Επίσης είχα πρόσβαση σε ένα κόσμο, όπως η τέχνη, που το μαύρο χρήμα δεν είναι αμελητέο και η ομερτα βασιλεύει. Όταν κάναμε μια έκθεση αγιογραφιών έπλεξα νέες σχέσεις με τοπικούς άρχοντες και με την εκκλησιαστική εξουσία. Μετά έλαβε χώρα μια έκθεση για πολιτική γελοιογραφία και από απέκτησα πρόσβαση σε συνδικαλιστές και επιθεωρητές εργασίας που θα πήγαιναν σε ανταγωνιστές και σε δικούς μου πελάτες με τα αντίστοιχα αποτελέσματα, εξασφαλίζοντας την τιμωρία και εξασθένηση των πρώτων και την ασυλία των δεύτερων. Πρώτα τους έστελνα στους ημέτερους, εξασφαλίζοντας τους και μετά στην αντίπερα όχθη. Έκοβαν κανένα μικροπρόστιμο για τα μάτια του κόσμου στους πρώτους και αυστηροποιουταν στους δεύτερους. Πληρωμένα δημοσιεύματα και κατευθυνόμενες διαφημίσεις ήταν άλλα όπλα που χειριζόμασταν με ευχέρεια. Είχα καταλαγιάσει και τα προσωπικά μου πάθη και είχα γνωρίσει μια κοπέλα με την όποια τα πράγματα έμοιαζαν να παίρνουν σοβαρότερη τροπή. Όταν κάποια στιγμή ο ανταγωνισμός με πηρέ χαμπάρι και άρχισε να ψάχνει το παρελθόν μου άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Δεν είχα δώσει αφορμές στην Ελλάδα, αλλά μπορούσαν να βρουν ένα σωρό στοιχεία για αταξίες μου από το εξωτερικό. Ανάμεσα σε όλα αυτά εκείνος γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Ήρθε και είπε για την τελευταία του μπάζα. Έδωσε τις έξω επιχειρήσεις σε άτομα που εξυπηρετούσε και τον εξυπηρέτησαν, άλλες τις έκλεισε και άλλες τις άφησε στην τύχη τους. Μάζεψε τα μετρητά και ήρθε στην Αθήνα. Δεν θα έμπλεκε στα πόδια μου, είπε, εκτός εάν του το ζητούσα. Έπειτα με ρώτησε πως τα πήγαινα στα προσωπικά μου και αναφέροντας αυτή τη σχέση με παροτρύνε να προχωρήσω γιατί στον κόσμο μας η αμετροέπεια είναι το συχνότερο φαινόμενο, αντιθέτως η οικογένεια σε δένει με την πραγματικότητα. Μαθαίνεις να υπολογίζεις και τους άλλους. Σκοπός μας δεν είναι να επιβάλλουμε αυτό που εμείς επιθυμούμαι, μου είπε. Η τέχνη μας είναι να κάνουμε αυτό που οι άλλοι θέλουν, και έτσι να τους έχουμε ευτυχισμένους, όταν εμάς μας βολεύει. Δεν θέλουμε να ενοχλούμε, δεν θέλουμε οι άλλοι να σκέπτονται ότι υπάρχουμε, παρά μόνο όταν μας χρειαστούν. Μου συνέστησε να μην μεγαλοπιαστώ. Ζήσε καλά, αλλά κρυφά από τους άλλους, είπε. Η αλήθεια είναι ότι όσο γερνούσε, τόσο λιγότερα άτομα γνώριζαν την ύπαρξη και την δύναμη του. Μια φορά μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχαν υπάρξει και άλλοι πριν από εμένα. Τους είχε για την βιτρίνα των δραστηριοτήτων του, περιμένοντας να βρει τον διάδοχο του. Όταν ήθελε να τους εγκαταλείψει τους έβρισκε δουλειά σε μεγάλες εταιρείες. Κατά αυτό τον τρόπο είχε προσβάσεις παντού. Μου έδωσε μια ατζέντα με τα ονόματα. Φεύγοντας άφησε το τηλέφωνο του σπιτιού για πρώτη φορά και με προέτρεψε να παντρευτώ αυτή τη κοπέλα. Δεν πρόλαβα να του μιλήσω για τα επαγγελματικά προβλήματα μου και αυτός όχι μόνο δεν ήταν εδώ να με βοηθήσει, αλλά είχε αποσυρθεί. Έμεινα σκεπτικός αρκετή ώρα, όταν και αποφάσισα να αγοράσω ένα δακτυλίδι και να τηλεφωνήσω στην μέλλουσα γυναίκα μου. Μήνες αργότερα ανακάλυψα ότι ο κύριος αντίπαλος μου ήταν ο πατέρας της. Σε ένα από τα πρώτα οικογενειακά τραπέζια αποφασίσαμε να μην μπλέκουμε ο ένας στα πόδια του αλλού και οπότε μπορούμε να συνεργαζόμαστε. Με την τύχη να μου χαμογέλα και τον πακτωλό χρημάτων των Ολυμπιακών αγώνων να γεμίζει τα σεντούκια μου, αποφάσισα ότι έπρεπε να αρχίσω την σταδιακή και αργή απεμπλοκή μου. Δεν είναι μια δουλειά στην όποια μπορείς να κανείς κάτι απροετοίμαστα και δεν φεύγεις κλείνοντας μια πόρτα. Άκουσα μια άλλη να ανοίγει. Είχε έρθει το γραφείο κηδειών για να τον μεταφέρουν. Παρ’ ότι ήμουν βυθισμένος στις αναμνήσεις μου, τα δάκρυα, συνέχιζαν να κυλούν στα μαγούλα μου ασυναίσθητα. Δεν ήμασταν πολλά άτομα στο σπίτι και στην εκκλησία προστεθήκαν λίγοι ακόμη. Ο καιρός ήταν υγρός, με τον ουρανό τόσο μαυρισμένο όσο και η ψυχή της χήρας. Άναψα ένα κερί και αφού τον αποχαιρέτησα νοερά άλλη μια φορά έκανα και μια προσωπική ευχή. Οι περισσότεροι επιτυχημένοι επιχειρηματίες που είχε γνωρίσει, όπως μου ανέφερε, ήταν τελειομανείς και προσηλωμένοι στην οργάνωση. Επίσης τρεφόταν από το δημιουργικό τους άγχος. Χωρίς αυτό αισθανόταν ξεφούσκωτοι. Για αυτό στην συνεργασία μας έπρεπε να τους μειώσουμε το άγχος, χωρίς να το εξαφανίσουμε, να είμαστε καλυτέρα οργανωμένοι από ότι ήταν οι ίδιοι. Εάν δεν είχαμε όλες τις λύσεις, έπρεπε να δίνουμε τις περισσότερες και να απαντούσαμε τις υπόλοιπες ερωτήσεις πριν από εκείνους. Έπρεπε να τους κάνουμε να αισθάνονται ότι μας χρειάζονται, αλλά από την άλλη να είμαστε σαν τo ραντεβού της μιας νύχτας. Έπρεπε να αφήσουμε μια ανάμνηση γλυκιά, για να ξαναέρθουν. Στην εκκλησία ένιωθα πάντα, παρ’ ότι δεν είμαι θρησκευόμενος, μια πνευματική χαλάρωση, που με έστελνε σε ονειρώδεις σκέψεις, σε ατέρμονες συνειρμούς. Χαιρόμουν που βρισκόμουν εδώ και παρ’ ότι ήταν ανάμενα μόνο τα κεριά, είχε περισσότερο φως και ζέστη σε σχέση με εκτός αυτής. Θυμήθηκα μια στιχομυθία του με ένα επιχειρηματία στην όποια ήμουν μπροστά. Την ώρα που φεύγαμε είχαν πιάσει το γνωστό κουτσομπολιό πριν από το οριστικό αντίο και πάνω στην συζήτηση ο πελάτης μας αναφέρθηκε σε ζητήματα διαχείρισης προσωπικού λέγοντας ότι τους υπάλληλους πρέπει να το κρατάς από το λαιμό. Στην σχέση μας, που ήταν στην ουσία εργοδότη υπαλλήλου, εμείς συμπεριφερόμασταν σαν χαλαροί συνεργάτες. Όλα ήταν ρευστά γύρω μας και από την στιγμή που θα υπήρχε η παραμικρή ρωγμή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης κατέρρεαν όλα. Η συμφωνία της μοιρασιάς γινόταν ανά περίσταση, αλλά ποτέ δεν διαφωνήσαμε για το παραμικρό. Η απάντηση που έδωσε στον επιχειρηματία ήταν ότι συμφωνούσε εν μέρει. Στόχος ενός επιχειρηματία είναι να κρατά τον υπάλληλο του πάντα πεινασμένο, δηλαδή να του δίνει όσα χρειάζεται να επιβιώσει, αλλά όχι όσα χρειάζεται για να ευημερήσει. Κατά αυτό τον τρόπο είναι πάντα «πεινασμένος», έχει «ελπίδα» μπροστά του, δεν μπορεί να φτιάξει το απαιτούμενο κεφάλαιο για να δημιουργήσει δίκη του εργασία, κυρίως της ιδίας φύσης με του εργοδότη του. Όταν αργότερα τον ρώτησα εάν τα εννοούσε όλα αυτά, μου απάντησε περίπου. Ότι ήταν το μέρος της αλήθειας που ο πελάτης ήθελε να ακούσει. Ένα άλλο μέρος είναι ότι πρέπει πάντα να βρίσκεις εργαζόμενους που είναι καλύτεροι στον τομέα που θα εργαστούν από εσένα. Η διάφορα του εργοδότη από τον εργαζόμενο είναι η λήψη του ρίσκου. Ο επιχειρηματίας είναι διατιθέμενος να ρισκάρει, ο υπάλληλος όχι. Για αυτό το κέρδος το έχει ο κεφαλαιούχος και ο εργαζόμενος παίρνει ένα μικρό μέρος. Ο πρώτος έχει την περιουσία και παραχωρεί ένα μέρος στον δεύτερο να το διαχειριστεί, όχι να το καρπωθεί. Αυτό είναι που αγνοούν οι περισσότεροι εργαζόμενοι. Αυτό πρέπει να τους υπενθυμίζει ο εργοδότης. Ο πρώτος νοικιάζει τον χρόνο και τις δεξιότητες των δεύτερων, γι’ αυτό ο εργοδότης πρέπει να σέβεται και να αμείβει αυτά τα δυο και ο δεύτερος να τα παρέχει χωρίς εκπτώσεις. Διαφορετικά είναι γάμος ανάμεσα σε ανοργασμικούς. Ο επιχειρηματίας πάντα θα αναζητά περισσότερα από το εργαζόμενο του, προσπαθώντας να δώσει λιγότερα και ο υπάλληλος το αντίθετο του απάντησα. Υπάρχουν καλοί και κακοί παντού και πάντα θα βρίσκονται μεταξύ τους σε ποσότητες και ποικιλίες που δεν μπορούμε να καθορίσουμε. Όπως δεν μπορείς να διαχωρίσεις σε ένα γάμο μετά από μερικά χρόνια, ποιος πρόσφερε τι στην σχέση έτσι και στην εργασία δεν μπορείς να ποσοτικοποιήσεις την προσφορά. Εάν κάποιος παραστεί κατώτερος των περιστάσεων είναι πάντα υπευθυνότητα του εργοδότη και μαζί με την αρμοδιότητα έρχεται και η εξουσία και μαζί με την τελευταία έρχεται και η μοναξιά. Ξέρεις πόσοι επιχειρηματίες αναρωτιούνται εάν η θηλιά είναι στο δικό τους λαιμό ή στον λαιμό των εργαζομένων, αναρωτήθηκε. Όλα καταλήγουν στην επιλογή και στην διαχείριση και όπλο είναι όχι μόνο η αμοιβή, αλλά και το εργασιακό περιβάλλον, η δικαιοσύνη και η κατανομή των καθηκόντων. Πάντα κάποιος θα δουλεύει στο μέγιστο και άλλος λιγότερο, το θέμα είναι να διαχωρίζεις τις ποιότητες. Ο εν λόγω επιχειρηματίας απλώς προσπαθεί να βάλει κάτω από το χαλί την δίκη του ανικανότητα να διαχειριστεί τα του οίκου του και περιμένει την δίκη μας επιβράβευση των προσπαθειών του. Γιατί το όριο μιας εταιρείας είναι ταυτόσημο με το όριο των ανθρώπων που την διοικούν. Τελειώνοντας τον συνειρμό μου ευχήθηκα να μην γνωρίσω ποτέ την θηλιά γύρω από τον λαιμό μου και να απεμπλακώ από το χώρο εργασίας μου, τον οποίο τελευταία αισθανόμουν σαν σφιχτό κορσέ. Περνώντας το κατώφλι των πενήντα ετών σκεπτόμουν ότι είχα προ πολλού φτάσει στην κορυφή της βιολογικής ζωής μου και ήδη κατηφόριζα σταθερά, και το μόνο που ήθελα ήταν να πετάξω από πάνω μου τα περιττά. Την εργασία, την όποια πλέον δεν την είχα βιοποριστική ανάγκη, το άγχος που δεν ήθελα να με συντροφεύει άλλο. Ήθελα να πηγαίνω τα παιδιά μου στο σχολείο, να τρώω μαζί με την οικογένεια μου, να σταματήσω να ζητώ και να δίνω χάρες. Τα βαρέθηκα όλα, τα επιτηδευμένα λόγια, τα στατιστικά, τις δοσοληψίες. Η εσωτερική βενζίνη κάποια στιγμή τελειώνει και το άλγος της εργασίας είναι μεγαλύτερο από την οποιαδήποτε επιφαινόμενη επιτυχία. Είχα υπάρξει τυχερός και κάποια στιγμή και αυτό θα στέρευε και δεν ήθελα να είμαι εκεί να το δω. Μπορούσα να περιοριστώ στη γκαλερί, να κρατήσω και μερικά πτώματα στην ντουλάπα δια παν ενδεχόμενο και να ζούσα επιτέλους με την οικογένεια που είχα φτιάξει και την έβλεπα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, προτού φτάσει η στιγμή που θα συναντηθούμε για πρώτη φορά σε περίσταση όπως η σημερινή. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και έπιασα το κουτάκι με τα χάπια. Θυμήθηκα τις νεανικές μου καταχρήσεις. Αλλά χάπια, αλλά γούστα. Φύγαμε από την εκκλησία με τα αυτοκίνητα μας για τα μνήματα. Εκεί στον λόφο μας περίμενε η ομίχλη με τον υγρό ανατριχιαστικό της μανδύα, έτοιμη να καταπιεί τα πάντα και να τα αφανίσει από πρόσωπου γης. Σχεδόν έγλυφε τον αυλόγυρο των κοιμητηριών. Χαθήκαμε μέσα και έσφιξα το παλτό γύρω μου. Ένιωσα το σβέρκο μου να ανατριχιάζει και λούφαξα όσο μπορούσα μέσα στα ίδια μου τα ρούχα. Η χήρα υποβασταζόμενη από τα παιδιά της στήθηκε στην άκρη του μνήματος. Μου έκανε ένα νεύμα να πάω κοντά τους. Την στιγμή που τον κατέβαζαν ήταν μια από τις χειρότερες της ζωής μου. Αισθανόμουν ότι θα μπορούσα πανεύκολα να πέσω μέσα και εγώ και το μόνο που με κρατούσε ήταν ότι έπρεπε να βοηθήσω την καημένη την γυναικά του και τα παιδιά της να μην πάθουν το ίδιο. Εδώ τελειώνουν και οι παντοκρατορίες, εδώ καταλήγουν και οι φεουδάρχες, εδώ ισοπεδώνονται οι αξίες, εδώ το ταμείο μηδενίζει, εδώ περνάς από την μορφή στην ανάμνηση. Η φύση σε ξεχορταριάζει και ένα νέο ζιζάνιο γεννιέται κάπου και παίρνει την θέση σου. Ένας άλλος μεγιστάνας θα αρχίσει να διαγράφει την πορεία του για να έρθει χρόνια αργότερα να σε συναντήσει αγαπημένε φίλε. Μια πορεία της όποιας τα περισσότερα χιλιόμετρα έχω διαγράψει ήδη. Ποιο το νόημα; Την ώρα που πίναμε καφέ ήταν οι πρώτες που ουσιαστικά μίλησα με κάποιον από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι. Με ρώτησε η γυναίκα του τι θα θυμόμουν μετά από χρόνια από εκείνον και της ανέφερα τα τελευταία του λόγια προς εμένα, όταν μια εβδομάδα νωρίτερα τον είχα επισκεφτεί στο νοσοκομείο, οπού ο καρκίνος είχε αφήσει στην θέση του ανθρώπου που γνώριζα ένα κακέκτυπο πλημμυρισμένο από καλώδια και σακουλάκια. Τι έχουμε πετύχει, με ρώτησε, πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, ακόμη κάτω από το σοκ της όψης του. Εμείς είμαστε τα παράσιτα που κάνουν τον κόσμο να λειτούργει μου είπε. Γι’ αυτό ο κόσμος μας έχει ανάγκη, γιατί είναι ελαττωματικά φτιαγμένος. Γιατί ασχολείται με μεγέθη και τα θέλει γρήγορα, και ει δυνατόν άκοπα. Αλλά κατά βάθος το μόνο που μας καίει ως άνθρωποι είναι να είμαστε ευτυχισμένοι.