Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Το καταφύγιο


Η κορυφή του Χορτιάτη μερικές μέρες νωρίτερα  ήταν περιστεφανωμένη από ένα εκτυφλωτικό κόκκινο.  Ο ήλιος, στην προσπάθεια του να ανατείλει, είχε βάψει με το χρώμα της φωτιάς τη γειτονιά του βουνού. Ένα κόκκινο εκτυφλωτικής ομορφιάς, ένα πορφυρό που είχε δραπετεύσει από αγιογραφία, από το φόρεμα μιας μαντόνας της Αναγέννησης, ντυμένης όπως οι ευγενείς της εποχής της. Σήμερα, όμως, ήταν σαν νύμφη του φθινόπωρου, ντυμένη σε άσπρο τούλι, που κάλυπτε τους πρόποδες του, όπως ένα σκούρο βελούδινο φόρεμα  που καταλήγει σε μια παχιά άσπρη μπορντούρα. Τα σύννεφα είχαν φωλιάσει στα πόδια του βουνού και περίμεναν τις ακτίνες του ηλίου λίγη ώρα αργότερα να τα διαλύσουν. Αντικρίζοντας αυτές τις εικόνες ξέρεις γιατί πρέπει να σηκωθείς από το κρεβάτι. Η ομορφιά σε ευφραίνει και σε δυναμώνει. Δίνει τροφή στο άλογο σου και φωνάζεις τον Πάντσο που φωλιάζει στη συνείδηση σου να ξυπνήσει για να πάτε να κυνηγήσετε νέους γίγαντες, τους κολοσσούς της καθημερινότητας σου.
Ήμουν στο ξημέρωμα, όμως ήθελα η μέρα να πάει στο fast forward, να πατήσω το τηλεκοντρόλ και να παίξω τη σκηνή που μου αρέσει περισσότερο. Καρέ οκτώ, το κρησφύγετο. Μπαίνω μέσα με τις μπύρες και τους βλέπω όλους εκεί. Σαν ιστιοφόρο κόντρα στον άνεμο, μια πάω ζερβά και μια δεξιά. Μια στο τώρα και μια στο μετά. Πλέω ως το μεσημέρι αργά, περιμένω να σχολάσω και από το απόγευμα έχω πλανάρει, έχω ρυθμίσει την καρίνα σε φουλ ταχύτητα και μπουκάρω στο σουπερμάρκετ . Αποστολή μου είναι η προμήθεια αλκοόλ. Παίρνω ότι επιτρέπει η τσέπη μου και ελπίζω να είναι αρκετό. Φτάνω στο καταφύγιο και κοιτώντας το ρόλοι μου φαντάζομαι ότι θα είμαι ο πρώτος. Κατεβαίνω τα σκαλάκια που οδηγούν από το πεζοδρόμιο στο παλιό ημιυπόγειο κατάστημα. Στη βιτρίνα έχουμε βάλει κάποιες παρατημένες κούκλες από τον προηγούμενο ένοικο, ντυμένες με  ρούχα που πέταξαν οι γυναίκες μας και που ποτέ δεν έφτασαν στο σκουπιδοτενεκέ. Τοποθετήσαμε επάνω εξωφρενικές τιμές που θα ζήλευε κάθε γάλλος και ιταλός μόδιστρος. Η κακογουστιά βασίλευε. Ο «R2D2» ή  αλλιώς «Ρομποτάκι»  είχε τοποθετήσει μια μικρή ψηφιακή κάμερα και κατάγραφε τις αντιδράσεις των περαστικών. Είχε φτιάξει και ένα μοντάζ με τα best of. Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, που έλεγε ότι δεν πρέπει να φοράς ποτέ πάνω από τρία χρώματα, και τότε, τουλάχιστον τα δυο να είναι χρώματα που βρίσκεις στη φύση, όπως το καφέ, το πράσινο, το γαλάζιο. Αφύσικα χρώματα όπως μωβ, το πορτοκαλί, να το φοράς μόνα τους. Αυτή η βιτρίνα ήταν σαν να είχε συγκρουστεί με το ουράνιο τόξο. Η κοκέτα γιαγιά μου θα διερρήγνυε τα ιμάτια τούτα.
Τα ρεμάλια της Φωκίωνος Νέγρη και οι αλήτες των Ταμπουριών είναι πασίγνωστα ανά το πανελλήνιο. Ανοίγοντας την πόρτα βλέπω τα κοπροσκυλά της Χαριλάου, εξίσου χαριτωμένα, αλλά παντελώς άσημα. Τι γίνεται ρε καρντασια, ρωτώ, διψάτε; Άντε ρε χαμένε, από τη διψά αδειάσαμε και το καζανάκι, φωνάζει ο «Εξτρέμ». Εξτρέμ διότι είναι αριστερός στις πεποιθήσεις, έπαιζε άκρα αριστερό εξτρέμ μπάλα, έκανε μόνο αριστερό μπάσιμο στο μπάσκετ και τον νικούσαν πάντα οι δεξιοί. Στο βόλεϊ δεν μπορούσε να καρφώσει, είναι κοντός ο καημένος. Του την έμπαινε και ο «Χούντας», γιος στρατιωτικού, ότι το ύψος του πήγαινε ανάλογα με τα ποσοστά του κόμματος. Ο Εξτρέμ, όμως του έψηνε το ψάρι στα χείλη στα αθλητικά, καθότι Παοκτσής, ενώ ο Χούντας είναι Ηρακλακιας. Νόμιζα ότι το νερό σε σκουριάζει, του απάντησα; Είσαι πολύ μάλακας, μου είπε, και Σοφός, ο φιλόλογος της παρέας τον αποπήρε, ρε Χούντα όταν την έμαθες τη λέξη κοιταζόσουν στον καθρέφτη; Ο Σοφός είχε φροντιστήριο, μια φόρα δούλεψε στο δημόσιο, αλλά δεν τον σήκωνε το κλίμα και παραιτήθηκε. Τώρα οι παλιοί του συνάδελφοι τον έχουν στο face book σαν παράδειγμα κοινωνικής αντίστασης. Μπήκε ο «Κοσκωτας», πληθωρικός, όπως η περιουσία του. Στο δικό του μαγαζί βρισκόμαστε, από τότε που έφυγε ο τελευταίος του ενοικιαστής. Σωπάστε κουφάλες να πιούμε και σε λίγο έρχονται τα σουβλάκια, μετά τσακωνόμαστε όσο θέλετε, είπε.
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας πολλές φορές, φάγαμε πολλά σουβλάκια. Στο καταφύγιο δεν ενοχλούσαμε κανένα. Ο Κοσκωτας έπαιρνε από τη λαϊκή τις χάρτινες αυγοθήκες που τις πετούσαν και μ’ αυτές είχε επενδύσει το ταβάνι. Ο Χούντας είχε μανία με τον μοντελισμό και πήρε τον ιερογράφο του και τις έβαψε σαν να ήταν ουρανός με συννεφάκια. Τα διπλανά υπόγεια ήταν άδεια τις ώρες που βρισκόμασταν. Μέσα ο Κοσκωτας είχε βάλει το παλιό του στερεοφωνικό, αλλά από τη μέρα που το Ρομποτάκι είχε φέρει το χιλιοστό παροπλισμένο φορητό υπολογιστή του βάλαμε ένα σεμεδάκι στο στερεοφωνικό και το αφήσαμε να μαζεύει σκόνη. Είχαμε πτυσσόμενες καρέκλες, πτυσσόμενα τραπέζια, πλαστικά πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα. Μόνο ένα μεγάλο μαχαίρι ήταν σιδερένιο και ένα ανοιχτήρι. Δυο παλιά ψυγεία βρισκόταν σε μια άκρη, ένα μεγάλο οικιακό και ένα σαν μίνι μπαρ ξενοδοχείου. Αφίσες από οίκους μόδας κοσμούσαν τους τοίχους, όπως τους είχε αφήσει ο προηγούμενος ένοικος και η μόνη γυναίκεια παρουσία εδώ μέσα ήταν οι κούκλες βιτρίνας  που είχαμε αφήσει γυμνές και διάσπαρτες στο χώρο να μας κοιτούν όπως καθόμαστε στο τραπέζι.
Ο Ντοκτορ είχε φέρει ένα παλιό κλιματιστικό που είχε στο ιατρείο του και έτσι γλυτώναμε ένα μέρος της κάπνας από τα τσιγάρα του Εξτρέμ. Άφιλτρα και πάντα καπνισμένα με το αριστερό χέρι. Ο Ντοκτορ προσπαθούσε να το κόψει και έκανε είτε πουρα, είτε πίπα. Τα πειράγματα για στοματικό ερώτα αφθονούσαν, αλλά πάντα ανταπαντούσε με αντίστοιχα για ενέσεις. Στο τέλος κάθε γεύματος, μαζεύαμε τα σκουπίδια, ο Κοσκωτας τα πετούσε στον κάδο, ο Χούντας έριχνε ένα σιγυρίσμα και ο Ντοκτορ σκούπιζε. Έπειτα μαζευόμασταν με τα ποτήρια στο χέρι και ο «Χάρος», ο δικηγόρος της παρέας, έβγαζε το κονιάκ Courvoisier που είχε πάρει από ένα πλειστηριασμό με κατασχεμένα. Ο Σοφός άνοιγε πάντα τη συζήτηση. Σήμερα η κόρη μου, είπε, έκανε τη πιο συνηθισμένη ερώτηση. Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τους άνδρες, μπορείς να με βοηθήσεις; Τι να σου πω παιδί μου, απάντησα, και ‘γω δεν τους καταλαβαίνω. Πώς να καταλάβεις κάποιον  που θέλει μια γυναίκα εύκολη και μετά, μόλις την βρει, την απαξιώνει και συνεχίζει ψάχνοντας για μια «καλή» κοπέλα για να αποκατασταθεί. Ο Χάρος, συμπλήρωσε, και που δημιουργεί μια αντίρροπη αντίδραση στη γυναίκα, η όποια θέλει να είναι εύκολη, αλλά κοινωνικά δεν της επιτρέπεται, γιατί και αυτή προσδόκα σε ένα «κάλο» παιδί για να αποκατασταθεί.
Ο Εξτρέμ δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστες αυτές τις προκλητικά συντηρητικές τοποθετήσεις και πέρασε στην αντεπίθεση. Μπορείς να είσαι εύκολος μέχρι μια ηλικία και έπειτα να περάσεις στο δρόμο της κοινωνικά αποδέκτης αρετής. Οπότε και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα γεμάτη. Ο R2D2, που ήταν από ένα χωριό των Σερρών, του απάντησε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, αλλά πολύ λιγότερο σε άλλες πόλεις και καθόλου στα χωριά. Ο Χούντας, που είχε γυρίσει χάρη στο επάγγελμα του πατέρα του αρκετά μέρη είπε, αφήστε την επαρχία, είναι άλλο κεφάλαιο. Εκεί ο καθένας πιστεύει ότι το χωριό του έχει τους πήδουλες και ότι οι γυναίκες των διπλανών χωριών είναι πουτανες. Μια μέρα στο Βόλο, που μου έλεγε ένας για τις Λαρισαίες ,του απάντησα, καλά, το δέχομαι ότι είναι πουτανες, εσύ μπορείς να μου πεις ποσά έδωσες για να τις πηδήξεις; Μουγκα, λέξη δεν είπε. Αφήστε, σε κάθε πόλη και χωριό στην Ελλάδα πρέπει να προσεχείς που πατάς, είναι γεμάτο φίδια. Πάντως η κόρη σου, είπε ο Ντοκτορ, δεν πήρε ικανοποιητική απάντηση. Φυσικά και όχι, αποφάνθηκε ο Σοφός, εάν δεν μπορείς να βρεις απάντηση για εσένα, πώς να την δώσεις σε άλλον. Και μετά την έστειλες στη μανά της τρελό αγόρι, ρώτησα. Βεβαίως, βεβαίως, Καπταιν, είπε ο Σοφός. Μου κόλλησαν το παρατσούκλι επειδή ο πατέρας μου είχε μια βάρκα με την όποια πηγαίναμε για ψάρεμα, μόνο που εγώ δεν ψάρευα. Από τότε κουβαλούσα απλώς τις μπύρες.
                Παλαιοτέρα, τους ανέφερα, όταν μίκραιναν οι ήμερες, μου έτυχε να νιώσω κατάθλιψη. Πέρυσι την αισθάνθηκα όταν μεγάλωναν. Τότε που μας είχαν βάλει εκ περιτροπής με μειωμένο ωράριο στη δουλειά. Μόλις μίκρυναν και μπορούσα να κρύψω τη ντροπή μου στο σκοτάδι ένιωσα ανακούφιση. Φέτος δεν με νοιάζει καθόλου. Έτσι είναι η ζωή, μια πάνω, μια κάτω, το φιλοσόφησε ο Ντοκτορ. Μόνο ο Κοσκωτας μας έχει εδώ κάτω, είπε ο Εξτρέμ. Κανένα ρετιρέ δεν άδειασε ακόμη; Όταν θα αδειάσει θα σου δώσω τη διεύθυνση να το νοικιάσεις, του απάντησε ο χοντρούλης. Για να ξαναευθυμήσουμε τους λέω τι μου συνέβη σήμερα πηγαίνοντας στο σουπερμάρκετ. Στην είσοδο του βλέπω μια PORSCHE 911. Είχε παρκάρει άβολα για τους υπόλοιπους, αλλά δεν μπορούσες να κατηγορήσεις τον οδηγό της μόνο με ταξικά κριτήρια. Υπήρχαν δίπλα της και αλλά λιγότερο πολυτελή αυτοκίνητα στον ιδιότυπο ρόλο του εμποδίου, κλείνοντας το μισό δρόμο. Άνοιξε κάποια στιγμή η πόρτα και βγήκε από μέσα μια από τις ωραιότερες γυναίκες που έχω δει. Ψήλη, ξανθιά, αδύνατη, σμιλεμένο στο γυμναστήριο κορμί, σωστό φωτομοντέλο. Ισορροπούσε άνετα πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της, ακριβώς το υπόδημα για το σουπερμάρκετ, με αντίστοιχο φόρεμα, πράσινο κολλητό. Θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στη φαντασία κάθε άνδρα και γυναίκας.
Ωραία φτιαχτήκαμε Καπταιν, το λοιπόν, είπε ο Ντοκτορ. Κατάλαβα ότι το ακροατήριο μου είναι αδυσώπητο και πριν στραφούν αλλού, πέρασα αστραπιαία στα συμπεράσματα μου. Λοιπόν μάγκες, τους είπα, είμαι πολύ γέρος για αυτές, πιν απ με σουπερ αυτοκίνητο, με υπόνοιες για το πώς βρέθηκε στη κατοχή της… Άστα ρε Καπταιν, το ‘κάψες, είπε ο Σοφός διακόπτοντας με, όσα δεν φτάνει η αλεπού ούτε τα πηδάει, ούτε τα κοιτάζει. Μας το άρχισες από τη πενία και το τελείωσες στη μαλακια. Το Ρομποτάκι παρέβηκε σωτήρια αποτρέποντας τον  επικείμενο λεκτικό εκτροχιασμό, αναφέροντας ότι και εκείνος την πιο ωραία γυναίκα της ζωής του την είδε να οδηγεί το ίδιο αυτοκίνητο. Όταν σπούδαζε στο εξωτερικό, σε ένα από τα πάρκα της πόλης πάρκαρε μια PORSCHE 911. Βγήκε από τη θέση του συνοδηγού ένας κύριος και πήγε και άνοιξε τη πόρτα του οδηγού, απ’ οπού ξεπρόβαλε ένα μπαστούνι και έπειτα μια ηλικιωμένη κύρια. Ήταν τόσο καλοντυμένη και φαινόταν τόσο καλοζωισμένη. Δεν ήταν νεόπλουτη, ήταν όπως θα έπρεπε να είναι ένας χορτάτος άνθρωπος και τη ζήλεψε, με τη καλή έννοια. Θα ήθελε να πήγαιναν για ένα καφέ να του διηγηθεί τι είχε κάνει στη ζωή της, μήπως και ανακάλυπτε κάποιο μυστικό.
Όπως λέμε και εμείς οι Καπταιν, πετάχτηκα για να δείξω ότι το χτύπημα δεν με είχε πτοήσει, σημασία έχει πως τελειώνει ο αγώνας, όχι πως αρχίζει. Ο Σοφός, όμως, με τάπωσε πάλι παραδειγματικά αναφέροντας ότι, η κουβέντα για σπορ αρχίζει όταν τελειώνει ο πραγματικός αθλητισμός, το ίδιο και το σεξ. Έχετε δει κάποιον να έχει πολλές σχέσεις και να μιλάει για αυτές, αντίθετα όποιος δεν έχει, το μπλαμπλαδοσεξ το κάνει εργόχειρο. Έτσι δεν είναι Εξτρέμ, ρώτησε σέρνοντας τη φωνή του και αφήνοντας την απόρροια να πλανάται. Ο Χάρος που θυμόταν ποτέ πήγε για κατούρημα ο καθένας μας, του πέταξε ακόμη μια μπήχτη. Τι θυμάσαι τη Μαρία που ήταν μαζί μας στο λύκειο, από τις Συκιές, την συνάντησα στα δικαστήρια. Ο Ντοκτορ, που είχαν αστράψει τα μάτια του, πετάχτηκε πρώτος και ρώτησε, ποια ρε άτιμοι, αυτή για την όποια που είχαμε πλακωθεί στο ξύλο με το διπλανό σχολείο; Ακριβώς, απάντησε ο Χάρος, αυτή για την όποια ο Χούντας και ο Εξτρέμ μάζεψαν ότι καλύτερο είχαν σε γνωριμίες και μπήκαμε σε Τρωικό πόλεμο. Ηλίθιε χασοδικη, του είπε ο Εξτρέμ, εάν δεν είχαμε φέρει εκείνα τα καλόπαιδα με την έντονη θεατρική παρουσία ακόμη στο νοσοκομείο θα ήμασταν με τους μπετατζήδες που είχαν μαζέψει οι αντίπαλοι μας. Κόρακας κορακιού μάτι δε βγάζει. Τέλος, πάντων τι κάνει το Μαράκι ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον ο Ντοκτορ, κοιτώντας όμως στα μάτια τον Εξτρέμ, ο όποιος, πάρα τις βάσιμες υπόνοιες ότι τα είχε καταφέρω εκεί που όλοι οι υπόλοιποι είχαν αποτύχει, ποτέ δεν άνοιξε το στόμα του σχετικά με αυτό. 
Είναι ακόμη εντυπωσιακή γυναίκα, τουλάχιστον στα μάτια μου, είπε ο Χάρος, αλλά σας έχω μια έκπληξη. Είχε ατυχίες στη ζωή. Όπως, ίσως θυμάστε, είχε παντρευτεί πρώτη από όλους μας, αλλά τρία χρόνια αργότερα ο άντρας της πέθανε σε εργατικό ατύχημα. Κάηκε ζωντανός. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είχαν παιδιά και η Μαρία, όσο και να μην το πιστεύετε, βρήκε παρηγοριά στην εκκλησία. Τον διέκοψε ο Χούντας σχολιάζοντας, κοίτα να δεις, εκεί που ψάχναμε παρηγοριά εμείς στη Μαρία, αυτή την έψαξε στην εκκλησία. Ρε Εξτρέμ δε πας να κοινωνήσεις; Αστό βρε τρελό αγόρι, εάν ανοίξω το στόμα μου τώρα θα χάσω κάθε πιθανότητα για τον παράδεισο, άσε να μας πει τη συνεχεία για τη Μαρία, απάντησε ο αριστερός επιθετικός μας. Ο Χάρος έπιασε το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει. Λοιπόν, για να το μαζέψουμε το πράγμα, η Μαρία παντρεύτηκε ένα παιδί της ενορίας, κάλο χριστιανό και τώρα έχει τέσσερα παιδιά. Όλοι έμειναν άφωνοι με τον αριθμό των τεκνών, πάρα μόνο ο Εξτρέμ, όπως πάντα όταν αφορούσε γυναίκες, έμεινε ατάραχος. Άτιμη κουφάλα, ακόμη και τώρα δεν ανοίγεσαι, τον τσίγκλησα, γνωρίζοντας εκ των πρότερων την αποτυχία μου. Μάγκες, καθότι είμαστε όλοι παντρεμένοι, θα σας πω το μυστικό μου, αποκρίθηκε ο Εξτρέμ. Στις σχέσεις ξεκινάς πάντα από άσπρο χαρτί, τι συνέβη πριν είτε σε σένα, είτε σε καινή δεν έχει καμιά σημασία.
Εντάξει Εξτρεμακο, δεν θα ξαναρωτήσουμε, είπε ο Ντοκτορ. Αλλά είσαι μεγάλη κουφάλα και θα σε δώσω, πάρα το ιατρικό απόρρητο, γιατί δεν ήσουν ασθενής μου τότε. Που λέτε παιδιά, ο λεγάμενος είχε πάει στο ιατρείο του πατέρα μου όταν ήμασταν στο γυμνάσιο,  κρυφά από μένα, απλώς έτυχε να είμαι εκεί και όταν μπήκε έμεινα στη τουαλέτα να δω τι  ήθελε, χωρίς να με δει. Τον έκαιγε το πούλι του και δεν ήξερε σε ποιον να το πει και πήγε στον πατέρα μου. Ο καταφερτζής τον έβαλε να ορκιστεί ότι δεν θα το έλεγε πουθενά. Αφήστε το παλικάρι μας ήσυχο που ανασκαλίζετε το παρελθόν και τον τσιγκλάτε για τις γκόμενες. Στο χέρι έπλενε και το έπαθε, είπε ο Χάρος. Μετά τη Μαρία, λες και ήταν η μέρα των συμμαθητών, όπως επέστρεφα στο γραφείο βλέπω τον Γιωργάκη, τον θυμάστε, που έκανε παρέα με τον Γιάννη τον ψηλό από το Ασβεστοχωρι; Που τον θυμήθηκες αυτόν άτιμε Χάρε, ρώτησα, κάλο παιδί αλλά παράξενο. Κάλος ήταν μωρέ, αλλά παρεξηγημένος, απάντησε. Δεν τα αγαπούσε τα σπορ και δεν είχε θέματα συζήτησης μαζί σας. Ωχ αδελφέ, μονόχνοτος ήταν, είπε ο Χούντας, ούτε στη πενταμερή ήρθε. Στις πανελλήνιες, όμως, πέρασε πρώτος του απάντησε ο Χούντας. Ξαναπήρε το λόγο ο Χάρος και είπε ότι με τον Γιώργο είχαν σχέσεις, βρισκόταν για κανένα καφέ κάπου κάπου, άλλες φορές μιλούσαν στο τηλέφωνο. Το τελευταίο διάστημα είχε χαθεί, ώσπου του τηλεφώνησε τις προάλλες. Η γυναίκα του είχε φύγει νικημένη από τον καρκίνο. Έπειτα ξαναχάθηκε, ανέφερε, ώσπου τον βρήκα σε κακό χαλί. Τον ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπε ότι σκοτώθηκε η κόρη του σε αυτοκινητιστικό. Καλά ρε Χάρε βόλτα βγαίνεις  και παίρνεις κόσμο και κοσμάκη στο λαιμό σου, είπε ο Χούντας. Μπα, γκαντέμης ήταν από μικρός ο Γιώργος, είπα, οπότε παίζαμε Προ-Πο και ήταν κοντά δεν πιάναμε παιχνίδι. Έλα ρε μπαγάσες, σταματήστε τις πλάκες, είπε ο Κοσκωτας, η  ηλικία μας φταίει, όλο τέτοια ακούς. Τι έγινε μετά, ρώτησε τον Χάρο. Τι να κάνει, αναρωτήθηκε, έχει αλλά δυο παιδιά, στη δουλειά έκαναν υπομονή, λόγω της κατάστασης, αλλά στο τέλος τον απέλυσαν. Πήγα μια μέρα από το σπίτι να του δώσω κάτι χαρτιά σχετικά με τα κληρονομικά και δεν είχε νερό.  Του το είχαν κόψει.
Κοίτα να δεις Χαρούλη, έχω ένα φίλο στο λογιστήριο της ύδρευσης. Πάρε τα λεφτά αυτά και πήγαινε να τον βρες να κανείς την επανασύνδεση και μη του πεις τίποτε. Έβγαλε τα λεφτά από πορτοφόλι του και του τα παρέδωσε ο Κοσκωτας. Τότε πετάχτηκε ο Εξτρέμ και τον ρώτησε εάν έμενε ακόμη στη γειτονιά και αφού άκουσε την απάντηση που επιθυμούσε, του ζήτησε τη διεύθυνση για να πάει από εκεί ο παππάς της ενορίας να του συμπαρασταθεί και ψυχικά και έμπρακτα. Ήταν γνωστοί από μικροί. Ο ένας πήγαινε από εδώ, ο άλλος από εκεί, αλλά μεταξύ τους τα είχαν βρει. Τον κάλεσες στο συμπόσιο, στο άντρο των ρέμπελων, ρώτησα. Του το πρότεινα, αλλά δεν έχει που να αφήσει τα παιδιά, είπε ο Χάρος. Η πεθερά δεν του μιλάει και οι δικοί του είχαν φύγει νωρίτερα. Εν τω μεταξύ και μια θεια που έχει, πήγε να του συμπαρασταθεί και τα έκανε χειρότερα. Όταν ήμουν στο σπίτι του ήταν παρούσα και του έλεγε να μην κάνει έτσι, ότι και εκείνη είχε χάσει το γαμπρό της. Δεν την πέταξε από το σπίτι, ρώτησε ο Εξτρέμ. Όχι, μόνο έτριβε τα χέρια του και κοιτούσε τα χαρτιά που του είχα δώσει. Δεν της έδινε και πολύ σημασία, σαν να είχε κάποιο ραδιόφωνο ανοιχτό για συντρόφια και αυτός βυθισμένος στις σκέψεις του. Καλυτέρα, γιατί αυτή η επιμονή των ανθρώπων να ανταγωνίζονται συναισθηματικά με παρόμοιες κατά αυτούς καταστάσεις είναι σαν μια άκαρπη προσπάθεια αυτοπαρηγοριάς.
Πολύ πέσαμε, είπε ο Κοσκωτας. Θυμάστε τον Αρβύλα, εκείνο τον άξεστο ροκαμπιλα που προωθούσα στα ξεκινήματα μου, μας ρώτησε και πριν καλά καλά ολοκληρώσουμε έστω και με κάποιο καταφατικό νεύμα, συνέχισε λέγοντας μας ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Σε αυτόν έλαχε κατεψυγμένη πίτσα και, ενώ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να φάει έστω και ένα κομμάτι, όταν τη δοκίμασε ήταν ένα από τα καλυτέρα πιάτα που είχε γευτεί. Τον πέτυχε στο αεροδρόμιο. Πήγαιναν και οι δυο στην Αθήνα. Έτυχε να καθίσουν σε διπλανές θέσεις. Ο Αρβύλας ήταν φανερά σπασμένος, σαν να τον είχαν προλάβει οι καταχρήσεις του παρελθόντος και να του ζητούσαν τα ρέστα. Κάπως έτσι θα έπρεπε να έμοιαζε η γιαγιά του μετά τα εξήντα. Θυμάστε πόσο το συμπαθούσα αυτό το τρελό αγόρι, είπε, με είχε τρελάνει, αλλά ήταν ο πρώτος μου μεγάλος πελάτης και καθόμουν και υπόμενα σαν τη πόρνη το νταβατζη. Άρχισε τα προκαταρτικά για το που χαθήκαμε, το γύρισε στο παλιό καιρό, στο πόσο κάλος ήμουν μαζί του και στο πόσο τον βοήθησα να ανεβεί. Τον άφησα, όπως έκανα παλιά, να λέει τα δικά του, τον έβαλα σε ρυθμό ψυχανάλυσης, μου είπε για τη ζωή που του γύρισε τη πλάτη, για τις δισκογραφικές που έχασαν πια το παιχνίδι… Όταν πια τέλειωσε το παραλήρημα για τον κατήφορο της ζωής του σα τη Ζωή Λάσκαρη, το μόνο που αποκρίθηκα ήταν να τον ρωτήσω γιατί δεν το περίμενε.
Τότε άρχισα, σαν μην είχα ακούσει τίποτε από όσα είπε, να εξιστορώ το δικό μου ανήφορο. Του είπα ότι τον ευχαριστώ για τη συνεργασία μας. Χάρη σε αυτή έφτιαξα κάλο όνομα στη πιάτσα και βρεθήκαν πολλοί να συνεργαστούν μαζί μου αφού χωρίσαμε. Φυσικό ήταν, είχα ένσημα από τον πιο στριφνό και αλλοπρόσαλλο. Την κράτησα τη δουλειά του μάνατζερ μερικά χρόνια, έτσι και αλλιώς για πλακά την είχα αρχίσει. Όταν βαρέθηκα την άφησα. Τα λεφτά τα είχα από τους γονείς μου, αλλά τα αυγάτισα, δεν τα έτρωγα. Όταν ήμασταν μαζί αγόραζα οικόπεδα, μετά μετοχές, μετά χρυσό… Πάντα ένα βήμα μπροστά από το ευρύ κοινό. Τώρα τελευταία αγόραζα έργα τέχνης. Με την κρίση είναι ένα κάλο επενδυτικό αποκούμπι  για τους εύπορους. Αυτή τη στιγμή τα πουλάω. Του εξήγησα ότι το θέμα είναι να βρίσκομαι ένα βήμα μπροστά από την αγορά. Να έχω πάντα μετρητά και να αγοράζω αυτό που θα εκτοξευτεί, όχι ότι ανεβαίνει ήδη. Εάν, πάντως, χρειαστείς την βοήθεια μου, του είπα, το παλιό μου κινητό το έχεις. Τώρα ανήκει σε μια βοηθό μου. Μόνο μην της μιλήσεις όπως μιλούσαμε μαζί. Έχει διδακτορικό από Αγγλία στην Τέχνη και Μάρκετινγκ και δε θεωρεί τις πίστες τέχνη.
Μπορεί τέχνη να μην είναι ,είναι, όμως μάρκετινγκ χοντρουλή, του είπε ο Εξτρέμ. Ο παλιός σου κολλητός σίγουρα δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς που θα εκτοξευτούν. Δεν τους βλέπεις τους καημένους τους νυχτόβιους. Το σκατο τους ξεραίνουν, αφού ξέρουν ότι οι σεζόν της φήμης είναι μετρημένες στα δάκτυλα. Να φτιάξουν κομπόδεμα για τα γεράματα. Τι να κάνουν Εξτρεμακο, είπε ο Χούντας, κάπως πρέπει να επιβιώσουν και αυτοί. Κρέας πουλάνε, όσο είναι φρέσκο κάτι γίνεται, μόλις μπαγιατέψει ποιος θα το ζητήσει;  Ο συγκεκριμένος θα πάει χορτάτος, είπε ο Ντοκτορ. Όταν ήσασταν μαζί βαρέθηκα να σου τον φτιάχνω. Φυσικό είναι τώρα να κατάντησε σαράβαλο. Δεν πειράζει τον είχε ένας καναλάρχης, τον έκανε ανακύκλωση στις εκδόσεις, στη τηλεόραση, στο ραδιόφωνο… Τον αγόρασε μια φόρα, του έβγαλε φωτογραφίες σε διαφορές φάσεις της ζωής του, και τον πούλησε δέκα χρόνια. Ούτε σκάνδαλο δεν χρειάστηκε να του στήσει. Τα κατάφερνε και από μόνος του. Έτσι είναι παιδιά, είπε ο Εξτρέμ. Όλοι έχουμε κάποιο εκκεντρικό γούστο καταπνιγμένο. Απλώς εάν έχεις χρήμα και θράσος μπορείς να το ξεδιπλώσεις.
Έξω έπιασε βροχή. Είχε νυκτώνει για τα καλά και ο δρόμος ήταν έρημος. Ένα ζευγαράκι προσπάθησε να βρει καταφύγιο κάτω από το δέντρο που γειτόνευε με το κατάστημα μας. Από τα βάθη που βρισκόμασταν εμείς δεν μπορούσαν να μας διακρίνουν . Ήταν αγκαλιασμένοι κάτω από μια μικροσκοπική ομπρέλα και μετά από λίγο αγνοούσαν τη βροχή και απλώς φιλιόταν. Είχε πέσει απόλυτη σιγή στο μαγαζί. Τους χαζεύαμε μαζί με τη βροχή, τα φωτά που λαμπυρίζουν τόσο όμορφα όταν βρέχονται. Ο Ντοκτορ έσπασε τη ησυχία αναρωτώμενος ποιος είναι ποιος ευτυχισμένος εμείς ή εκείνοι. Ο Χούντας είπε ότι τους ζήλευε και αναπολούσε τη ηλικία στη όποια βρισκόταν. Ο Εξτρέμ είπε εμείς, γιατί αυτοί έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο, εμείς είμαστε αυτάρκεις στην ευτυχία μας ο καθένας από μονός του. Ο Κοσκωτας διαφώνησε, γιατί διαφορετικά δεν θα ήμασταν μαζεμένοι όλοι μαζί στο μαγαζί κάθε τόσο. Το Ρομποτάκι ψήφισε τους νέους γιατί εμείς χρειαζόμαστε και το πότο με το φαγητό. Εγώ δεν είχα γνώμη, πάντα έτσι ήμουν. Ρακοσυλλέκτης της στιγμής, ότι έρθει και ότι πάει. Ο Σοφός συμφώνησε μαζί μου αλλά με ποιο λόγιο τρόπο.
Μόλις σταμάτησε η βροχή και έφυγαν και οι τελευταίοι περαστικοί βγήκαμε σαν τα ποντίκια στη νύχτα και ψάχναμε εκείνη τη κουβέντα που θα μας έκανε να μείνουμε να πούμε δυο λόγια ακόμη στη πόρτα. Κοιταζόμασταν σαν τους συνωμότες και ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι, σαν να είχαμε κερδίσει στη μπάλα την αντίπαλη γειτονιά, σαν να χαιρόμασταν μια πετυχημένη  φάρσα. Ψηλά το φεγγάρι αγκομαχούσε να ρίξει λίγο από το φως της Πανσέληνου μέσα από τα σύννεφα. Το φθινόπωρο τελικά μας πρόλαβε, υποσκελίσει το καλοκαίρι. Από αύριο θα έχει συνεχεία βροχές είπε ο Ντοκτορ. Ποιος στο είπε Ντοκ, οι ινδιάνοι του Χορτιάτη, τον ρώτησε ο Σοφός. Ανταλλάξαμε καληνύχτα και κάποια τελευταία πειράγματα ανεβαίνοντας τα σκαλάκια. Έπιασε ξανά ψιλόβροχο. Ο καιρός μας χάιδευε το κεφάλι να το πάρουμε απόφαση πως το καλοκαίρι τέλειωσε και ότι πολύ είχε κρατήσει φέτος. Σε λιγότερο από ένα μηνά ημερολογιακά θα ήταν χειμώνας. Είχα ένα ελαφρύ πανωφόρι με κουκούλα. Πήγα λίγο πιο εκεί κάτω από ένα μπαλκόνι Ήρθε δίπλα μου ο Χάρος που προθυμοποιήθηκε να με πετάξει με το αυτοκίνητο λόγω της βροχής. Τι σκέφτεσαι τον ρώτησα. Τη γενιά μας μου απάντησε. Τώρα έρχεται η σειρά της να είναι στα πράγματα και αυτά είναι δύσκολα. Φοβάμαι πως θα αισθάνομαι εάν αποτύχουμε. Φοβάμαι πως θα μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι εάν δεν τα καταφέρουμε. Μην ανησυχείς απάντησα, είμαστε η γένια των σιξτις – σεβεντις. Έπαιρναν πολλά ναρκωτικά τότε. Θα είμαστε ευτυχισμένοι ότι και να γίνει.