Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Comics

Έπρεπε να γράψω κάτι να παραδώσω. Ο αρχισυντάκτης μου είπε ότι όλες οι τελευταίες ιστορίες μου ξεκινούσαν από το πρωινό ξύπνημα. Ο κόσμος δεν νιώθει γοητεία για το πρωινό ξύπνημα, προτίμα την νύχτα, το μυστήριο της, την γοητεία των φώτων, τις εκμυστηρεύσεις στα μπαρ, τις σχέσεις που αναπτύσσονται σε αυτά. Αντιπρότεινα ότι αυτά ήταν χιλιοειπωμένα, σαν σαπουνόπερα για εγγραμμάτους, εάν η νύχτα έχει γοητεία το πρωί έχει ζωή, βιοπάλη, αγώνα. Το κυριότερο ταυτίζεσαι με αυτό από εμπειρία. Μετά από μιάμιση ώρα ατερμόνων συζητήσεων και λεκτικών διαξιφισμών, συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε. Αντιπαρέθετε ο ένας τα επιχειρήματα του και ο άλλος άρχιζε την φράση του με το «Αλλά». Είχαμε πάει μαζί σε σεμινάριο για μάνατζερ, οπού στο μέρος που αναφερόταν στις διαπραγματεύσεις μας υπέδειξαν ότι ο τρόπος για να καταλάβεις ότι ο άλλος δεν σε ακούει και απλώς μονολογεί μέχρι να πειστείς είναι όταν αρχίζει την φράση του με το «Αλλά». Τώρα το χρησιμοποιήσαμε χλευαστικά ο ένας ενάντια στον άλλο.
Είχα ένα ραντεβού με τη Δώρα, την νέα μου κοπέλα, για αυτό έπρεπε να ελέγξω τον χρόνο που θα κατανάλωνε αυτή η συζήτηση. Άφησα τα λογοπαίγνια να κρατήσουν όλη αυτή την ώρα γιατί βαριόμουν να δουλέψω στο γραφείο και γιατί το απολαμβάναμε και οι δυο, αλλά ήταν επιτακτικό, εάν ήθελα να γευτώ αυτό το υπέροχο δώρο της νεαρής συμβίας μου, να κλείσω το θέμα πάραυτα. Ο λαμπτήρας πάνω από το κεφάλι μου άναψε, ίσως και να βρόντηξε. Ένα σαρκαστικό γέλιο αυτοϊκανοποίησης σαν του Τζοκερ αναδύθηκε από τα βάθη της ψυχής μου και βιαία πνίγηκε αποτυπωμένο σε ένα απλό μορφασμό ευδαιμονίας στο πρόσωπο μου. «Θα γράψω κάτι από την ζωή ενός νυχτοφύλακα, νύχτα υπό την οπτική της μέρας, μέρα παγιδευμένη στην νύχτα. Εργατοπατέρα σε χαιρετώ, έχω υποχρεώσεις, έφυγα…»
Φώναζα και χανόταν η φωνή μου στον διάδρομο των ανελκυστήρων. Το γιλέκο μου ανέμιζε σαν την μπέρτα του Σούπερμαν. Το ασανσέρ ήταν στο ισόγειο και εγώ στον έκτο. Μακάρι να πετούσα σαν τον Σουπυ. Βουτιά θανάτου στις σκάλες. Αισθανόμουν ότι έτρεχα να ξεφύγω από τέρατα που με κυνηγούσαν σαν τον Σκουμπυ Ντου. Δώρα που είσαι είπε μια φωνή μέσα μου και προσπάθησα να επιταχύνω αλλά κινδύνεψα να πέσω. Αφού ισορρόπησα σαν από θαύμα λικνίζοντας την μέση μου και κουνώντας τα ποδια μου σαν τον Φρεντ Ασταιρ, σκέφτηκα ότι ίσως και να είμαι ο Σκουμπυ. Ευτυχώς είχα αρχίσει να τρέχω στο πάρκο τους τελευταίους μήνες και άντεχα αυτή τη σωματική καταπόνηση. Μερικούς μήνες πριν θα είχα φτύσει την χολή μου, πράσινο υγρό σαν το Μπλομπ θα κυλούσε από τις σκάλες, τόσο πράσινο που θα έκανε τον Γκριν Λατερν να φαίνεται σκούρος λεκές. Θα φωσφόριζε σαν τον κρυπτονιτη και … Να γιατί δεν μπορώ να πάω πιο γρήγορα, έχω καταπιεί τον κρυπτονιτη. Με τις ηλίθιες αυτές σκέψεις είχα κατέβει και τις σκάλες του υπόγειου. Γιατί έφτιαξαν το κλιμακοστάσιο σε αυτή την πολυκατοικία τόσο άσχημα δεν το ξέρω. Η σκάλα κατέβαινε δεξιόστροφα και για να βρεις την έξοδο έπρεπε να μπεις σε ένα μικρό διάδρομο αριστερά στο ισόγειο πίσω από ένα τοίχο. Ίσως αρχιτέκτονας να ήταν ο Αιγύπτιος από το Αστεριξ και η Κλεοπάτρα. Θα καλέσω το Σκοτυ να με διακτινισει στο ραντεβού. «Beam me up». Τίποτε, σαν τον Σπαιντερμαν πάντα αργώ όταν δεν φορώ την στολή μου. Ανέβηκα τις σκάλες όπως είχα ανέβει την ιεραρχία της εφημερίδας. Με μεγάλες απότομες δρασκελιές διακοπτόμενες από ατέλειωτες παύσεις. Ίσως έπρεπε να πάω γυμναστήριο. Το τρέξιμο δεν αρκούσε. Έπρεπε να κόψω το τσιγάρο, αλλά όποιον συμπαθούσα στην ζωή μου κάπνιζε. Ο Χεντριξ, ο Χαμφρεϋ, το μωρό στο Ροτζερ Ραμπιτ…
Ονειρευόμουν όλη νύχτα χθες ότι ήμουν αυτό το μωρό, ότι έλεγα τα ιδία αυτά λογια που είπε και στην ταινία και κάναμε όλα όσα δεν έγιναν στην ταινία με την γλυκιά φλογερή Τζέσικα Δώρα Ραμπιτ Τζούνιορ. Μικρή Τινγκερμπελ με την νεραιδοσκόνη σου μπήκες στην ζωή μου και, εκτός από το να πετάω, άρχισα να ξεσκονίζω το σπίτι. Πώς να παραδώσω κομμάτι στην εφημερίδα και πώς να θέλω να δουλέψω μετά από αυτά. Σαν τον Γουλβεριν δεν θυμόμουν τίποτε, από την άλλη δεν ήθελα κιόλας. Ψόφιος σαν ρωμαίος λεγεωνάριος μετά από το ξύλο που του έδωσε ο Οβελιξ, με τρεμάμενα ποδια και υποβασταζόμενος από όση δύναμη είχα από την κουπαστή της σκάλας σύρθηκα μέχρι την εξώπορτα και με χτύπησε ο ήλιος στα μάτια. Ένιωσα ένα τσούξιμο σαν το Σκοτ των Χ-Men και φοβήθηκα ότι θα έσπερνα τον όλεθρο οπού κοιτούσα μπροστά μου. Κράτησα σφραγισμένα τα βλέφαρα μου και προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί της με την Δύναμη, «Αδελφή μου Δώρα - Λεϊλα άργησε και εσύ στο ραντεβού, η Δύναμη είναι μαζί μας».
Έβαλα το καπέλο και παρατηρούσα τον δρόμο. Έψαξα το μαστίγιο για να σταματήσω τον τύπο και να του πάρω το μηχανάκι, αλλά ο Ιντι μέσα μου δεν βρήκε τίποτε από τον εξοπλισμό του. Σήκωσα το χέρι μου για να σταματήσει το ταξί που περνούσε από μπροστά μου και το οδηγούσε ένας τύπος σαν τον Ντε Νιρο. Στο κέντρο του είπα, έξω από τη Βουλή. Με κοίταξε σαν να είχα σκοτώσει την Τζουντι Φοστερ. Φιλέ μου δεν συμμερίζομαι τις σεξουαλικές της προτιμήσεις, αλλά όχι και να την σκοτώσω. Εάν συναντηθούμε ίσως μετά από αρκετά ποτά να της ζητήσω να τα φτιάξουμε. Από το φωτογραφικό μου γιλέκο άδραξα το καταφύγιο κάθε αξιοσέβαστου πρώην μπεκρή, ένα τσιγάρο με λίγο καπνό μέσα και μπόλικο καλό πράγμα. Το έφερα στο στόμα μου και αμέσως ο Ντε Νιρο μου την είπε. Τον καθησύχασα ότι δεν θα το ανάψω. Απλώς έκανα τις κινήσεις μηχανικά, σαν τον αυνανισμό του ανέραστου. Ο Κερουακ ήρθε στο μυαλό μου καθώς όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν αργά προς τα πίσω, ενώ εμείς κινούμασταν γρήγορα μπροστά. Εάν αυτό ήταν ένα ταξί τρανσφορμερ… Εάν είχα τη μηχανή του Μπατμαν… Ποια ήταν η καλύτερη… Σε ποιο στριπ, σε ποια ταινία…
Πιο σκοτεινός και από τον σκοτεινό ιππότη, σαν μαύρη κοιλάδα μελάνης πάνω στο λευκό χαρτί, σαν πρωτόλεια ιδέα, σαν τα ημιτελή αγάλματα του Μικελαντζελο ήμουν βυθισμένος στο πίσω κάθισμα αυτού του ταξί από το οποίο βγήκα με την ιδία μεγαλοπρέπεια που ανοίγει ο Κόμης Δράκουλα το μνήμα που κοιμάται, οσμίστηκα το καυσαέριο που τόσα χρονια με ανατρέφει, χαιρέτησα τα αιωρούμενα σωματίδια που μεταλλάσουν την ζωή μου και τα παρακάλεσα να γίνω ο Σιλβερ Σερφερ, να πάω παράλια και να γράψω τον κόσμο στο τατουάζ που θα έβαζα την Δώρα να χαράξει στο κορμί της. Χτύπησε το κινητό και ήχησε στο μυαλό μου σαν την εισαγωγή από το Time των Pink Floyd αλλά στην συνεχεία έπαιξε το “the lunatic is in your head”… Ναι άργησα, εκλιπαρώ για έλεος, γονυπετής εάν χρειαστεί, θα συρθώ μέχρι εσένα σαν το Χριστό με τον σταυρό. Με αποπήρε λέγοντας μου ότι δεν χρειαζόταν τέτοιες υπερβολές για ένα τέταρτο. Εντάξει είπα, εάν είναι για το ακαδημαϊκό τέταρτο δασκαλίτσα μου με τα χρυσά μαλλιά… Έκλεισα και την φίλησα από πίσω στον λαιμό. Ήταν σαν κορίτσι του Μποντ της χρυσής εποχής. Ο Q μου είχε δώσει το μπλε χάπι; Πρότεινε να πάμε για καφέ και εγώ την οδήγησα σε ξενοδοχείο. Έγινε ότι είχα ονειρευτεί. Η Μαναρα θα ένιωθε ευχαριστημένη για την ανατροφή που μου είχε δώσει. Έβγαλα το σαλιωμένο μου τσιγάρο και το άναψα. Το άρωμα έπνιξε το δωμάτιο. Ήρθαν και οι καφέδες που είχε παραγγέλλει.
Για τον καφέ δεν είπα ψέματα της φώναξα και με διαολοστειλε. Επίσης, με μάλωσε για την έμμονη μου να γίνονται όλα μέρα. Τι να κάνω είμαι αντιδραστικό στοιχείο, τι θέλουν οι άλλοι; εγώ θέλω το αντίθετο. Γιατί πρέπει οι συναυλίες να γίνονται νύχτα, ο έρωτας νύχτα, τα γλέντια νύχτα, η κοινωνική ζωή νύχτα; Όλα στο φως, εκεί που υπάρχει ζωή πρέπει κανείς να ζει. Το σκοτάδι είναι βιολογικός θάνατος που εμείς προσπαθούμε απλώς να ξορκίσουμε. Δεν θέλω να ξορκίσω κανένα, διαολια και δαιμόνια είναι έκπτωτοι άγγελοι, όπως έκπτωτος υπήρξα και εγώ με καταχρήσεις ένα σωρό. Τώρα θέλω μόνο ζωή.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Άγγελος

Άπληστο ον ο άνθρωπος μερικές φορές και, παρότι χιλιοειπωμένο, το καταλαβαίνεις από την έλλειψη κάποιων πραγμάτων. Όταν κάτι αλλάξει και συνταραχτείς από την απώλεια, όταν προβείς σε κάποιες επανεκτιμήσεις. Εκείνη ήταν συχνά αποδέκτης των πειραγμάτων μου, την αγαπούσα και την εκτιμούσα αφάνταστα, αλλά πίστευα ότι σε κάποια πράγματα έπρεπε να είναι πιο τολμηρή. Ποτέ δεν πρόσβαλα την αυτοδιαχείριση της και ποτέ δεν προσπάθησα να επιβάλλω την άποψη μου, αλλά με έθλιβε κατά κάποιο τρόπο ότι δεν έφτανε στις κορυφές που της είχα οριοθετήσει με μόνο δικαίωμα το ενδιαφέρον μου για εκείνη.
Δεν ήμουν λάθος, αλλά δεν ήμουν και σωστός. Αυτή, αντιθέτως ήταν πάντα στον σωστό δρόμο, πάντα συνεπής στην δική της οπτική. Εγκρατής σαν καλόγερος, που στα μάτια μου έμοιαζε με κοσμοκαλόγερο. Επιφυλακτική για να μην προσβάλει, ενώ κατά την γνώμη μου ήταν κοινωνική δείλια που εκδηλώνεται ως φιλοδοξία να γίνει αρεστή σε όλους. Αισθητικά άψογη, ενώ κατά την γνώμη μου ήταν μια υπερφίαλη ενασχόληση από την στιγμή που δεν εξυπηρετούσε κανένα υποκειμενικό σκοπό. Πολλά τέτοια θα μπορούσε κάνεις να αναφέρει, η αλήθεια, όμως είναι ότι πρόκειται απλώς για αποκλίνουσες αποχρώσεις που αποτυπωμένες στο χαρτί αποκτούν μεγαλύτερη ένταση από όση τους αντιστοιχούσε.
Κάποιος με συντηρητική ζωή ίσως κάνει ακραία αθλήματα (extreme sport) για να προκαλέσει εκρήξεις αδρεναλίνης, να έρθει αντιμέτωπος με τον θάνατο, για να νιώσει ζωντανός. Αυτή είχε έρθει τόσες φορές αντιμέτωπη με τον θάνατο που επιζητούσε μια συντηρητική ζωή. Μπήκε και κυρίως βγήκε από νοσοκομεία σε καταστάσεις που μπορούσαν να της είχαν κόψει το νήμα της ζωής με την άνεση του πιο επιδέξιου ακροβάτη ισορροπώντας πάνω σε ένα τεντωμένο ισχνό σχοινί κλινικών πιθανοτήτων. Φαινομενικά χωρίς σημάδια, χωρίς συνέπειες. Η εξωτερικής της εμφάνιση δεν άφηνε να διαφανεί κανένα από αυτά τα γεγονότα.
Μια σωματική παρουσία που την καθιστούσε θηλυκή κυνηγό και όχι απλώς κάποια που θα ήταν ευχαριστημένη με όσα η μοίρα της παρουσίαζε. Παρ’ όλα αυτά εκείνη έμεινε μακριά από τέτοια θέματα, αποφεύγοντας σχέσεις που θα έπρεπε να περπατήσουν στο ίδιο με εκείνη μονοπάτι. Υπήρξε η τέλεια φίλη, η τέλεια συγγενής, η τέλεια συνάδελφος, το τέλειο παιδί. Ώσπου μια μέρα παίζοντας, για άλλη μια φορά, το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου με τον Χάρο έχασε και πέρασε με την βάρκα απέναντι, αφήνοντας μας εμβρόντητους από την ξαφνική και πρώιμη απώλεια.
Χάνεις μια συγγενή και αποκτάς έναν Άγγελο. Η ταφή είναι το κουκούλι που θα βοηθήσει τα φτερά να ωριμάσουν. Δεν είναι δυνατό τόση τελειότητα να πάει χαμένη. Κάνεις δεν είπε στην κηδεία «ο Θεός να την συγχωρέσει», αντιθέτως στην περίπτωση της Εκείνος θα μπορούσε να ζητήσει συγγνώμη. Ο δικός μου άγγελος είναι ψήλος, αδύνατος και μελαχρινός. Έχει θηλυκή μορφή. Νιώθω τυχερός που τον γνώρισα εν ζωή, που φάγαμε και ήπιαμε μαζί, που χάθηκε παρασύροντας όλη την έπαρση μου να τον συμβουλεύω, που με τον τρόπο αυτό μου υπέδειξε ότι το αξιόλογο στην ζωή είναι το σήμερα, που μου έδειξε τι σημαίνει να σε αγαπούν.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Οικονομικός Πρόσφυγας

Ετοιμαζόμουν να πάω στην κλινική. Η γυναικά μου είχε εισάχθει για μια αφαίρεση κύστης από τις ωοθήκες. Τα παιδιά ήταν στο σχολειό. Δεν δούλευα εκείνη την ημέρα. Είχε αρχίσει η μείωση των ωρών εργασίας από πέντε ήμερες σε τρεις την εβδομάδα και έπειτα σε 4 ώρες ανά ημέρα και τέλος, όπως και να το περιέγραφες για τις δημοσιές υπηρεσίες, για την τσέπη μου και για τον χρόνο μου ήταν 2 ήμερες των έξι ωρών. Ένα μεροκάματο έκανα το Σάββατο το βραδύ σε εστιατόριο ενός φίλου ως μαύρη εργασία και είχα πουλήσει και κάποιες ασφάλειες αυτοκίνητου από τις οποίες έπαιρνα μια μικρή προμήθεια ετησίως που συνεχώς έφθινε. Η γυναικά μου είχε ένα ενοίκιο από το πατρικό της και είχαμε έρθει σε συμφωνία με τον ενοικιαστή της για να μας δώσει τα οφειλόμενα. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε την εγχείρηση της. Χτύπησε το τηλέφωνο και πίστευα ότι θα ήταν για να πάω να πάρω αυτά τα χρήματα να τα έχω μαζί μου στην κλινική. Απάντησα και άκουσα μια γυναικεία φωνή. Σάστισα και περίμενα εξηγήσεις να δω ποιος είναι και γιατί. Ο γιος μου είχε χτυπήσει στο σχολειό και έσπασε το χέρι του. Τον είχαν μεταφέρει στο νοσοκομείο και πήραν να μου πουν που τον έχουν. Το πάτωμα κόντεψε να φύγει κάτω από τα πόδια μου. Πισωπάτησα σαν να προσπαθούσα να αποφύγω τον γκρεμό μπροστά μου. Σκοτείνιασαν τα ματιά μου. Η άβυσσος της σιωπής έσπασε όταν είπα την πιο ηλίθια φράση που είχα ξεστομίσει, ευχαριστώ. Έκλεισα το ακουστικό και κοίταξα στο άπειρο. Πηρά την αδελφή της γυναικάς μου και πήγε εκείνη στη κλινική. Δεν πρόλαβα να συνεννοηθώ μαζί της για τίποτε. Δεν ήξερα τι θα της έλεγε, ούτε και πως. Έκλεισα τα φωτά και έφυγα.
Είχε απίστευτη κίνηση. Δεν είχα χρήματα για ταξί, ούτε αρκετή βενζίνη στο αμάξι. Αποφάσισα να την φυλάξω για την μέρα που θα έβγαινε από τη κλινική. Πήγα μέχρι ένα σημείο με τα πόδια, μετά με το λεωφορείο και πάλι με τα πόδια. Βρήκα τον μικρό που έκλαιγε. Τον είχαν δέσει και είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά μιας άγνωστης σε εμένα γυναικάς. Ήταν η γυμνάστρια του στο σχολειό. Μου εξήγησε τι είχε συμβεί και τι είπαν οι γιατροί. Τον αγκάλιασα και τον μύρισα, τον ιδρώτα, τον φόβο, τον πόνο. Τον έσφιξα επάνω μου προσεκτικά μήπως και σβήσω κάτι από το κακό που τον βρήκε. Τον ξάπλωσα και του είπα ότι θα έψαχνα τον γιατρό να συνεννοηθώ και μετά θα φεύγαμε. Ευχαρίστησα την δασκάλα του και ψάχνοντας τον βρήκα μια γνώστη μου από το χωριό της μάνας μου, μακρινή μου εξαδέλφη. Σε λίγο από πίσω της ξεπρόβαλαν και άλλοι μακρινοί συγγενείς. Βιαζόμουν και ίσως τους φάνηκα ψυχρός. Η προϊστάμενη ορόφου μου εξήγησε ότι ο γιατρός είχε φύγει από τα επείγοντα και πήγε στους ορόφους. Θα γυρνούσε σε μια δύο ώρες όταν τέλειωνε τις επισκέψεις. Ξαναγύρισα στο παιδί περνώντας λίγα μπισκότα και νερό από το κυλικείο. Τηλεφώνησα στην κουνιάδα μου να δω πως τα πηγαίνουν εκεί και μου έδωσε την σύζυγο μου να μιλήσουμε. Το έφερε βαριά που μας άφησε μονούς, και ότι είχε ένα άσχημο προαίσθημα από το πρωί, και ότι το παιδί την χρειαζόταν τώρα. Προσπάθησα να την καθησυχάσω με την γνώστη κοινοτυπία ότι όλα θα πάνε καλά. Το παιδί είναι παιδί και σαν παιδί γρήγορα θα γιάνει. Έτοιμες φράσεις σαν διαφημιστικά σποτ, όταν δεν ξέρεις τι να πεις λες ότι λένε οι άλλοι. Άλλο δάνειο και αυτό σκέφτηκα.
Μετά από δυο ώρες και έχοντας λάβει οδηγίες από τον γιατρό δια στόματος της προϊσταμένης χωρίς να τον έχω αντικρύσει ποτέ φύγαμε για την κλινική που βρισκόταν η γυναικά μου. Όλα είχαν πάει καλά, τον πήρε αγκαλιά και πέρασε ο πόνος και των δυο. Η αδελφή της προθυμοποιήθηκε να τον πάρει μαζί της καθώς και την αδελφή του από το σχολειό. Κάθισα στην καρέκλα σαν να ήμουν πεντακόσια κιλά, σαν να είχα ζήσει δυο ζωές σε ένα πρωί. Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα πονοκέφαλο. Βγήκα να βρω μια νοσοκόμα να ζητήσω κάποιο χάπι για τον πονοκέφαλο. Θυμήθηκα τον ενοικιαστή και πηρά τηλέφωνο στο κινητό του. Δεν απάντησε. Πηρά το χάπι και πίστεψα ότι μαζί του θα κατάπινα και όλα τα αλλά προβλήματα μου. Με νέα αισιοδοξία ότι όλα τα άσχημα είχαν περάσει ξανακάλεσα. Άργησε να απαντήσει και πάλι ακούστηκε γυναικεία φωνή. Ήταν η αδελφή του. Ο ενοικιαστής είχε εμπλακεί σε αυτοκινητιστικό. Το βραδύ τον παρέσυρε ένας μεθυσμένος οδηγός που παραβίασε το φανάρι. Πέθανε σήμερα το πρωί. Την συλλυπήθηκα εμβρόντητος. Έκλεισα το τηλέφωνο και το κεφάλι μου κόντευε να εκραγεί. Αισθανόμουν σαν μια μέγγενη να σφίγγει τα μηνίγγια μου, ο σβέρκος μου έμοιαζε βαρύς και δύσκαμπτος. Ένα βάρος πάτησε το στήθος μου και ένα κάψιμο αναδύθηκε από το στομάχι μου. Μου ήρθε τάση για έμετο. Έτρεξα όσο μπορούσα στην τουαλέτα, βρόντηξα την πόρτα της εισόδου, χτύπησα τον ωμό μου παραπατώντας, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι επικίνδυνα. Έβγαλα τα λίγα μπισκότα που είχα φάει νωρίτερα. Τα αναγνώρισα σαν ανάμνηση του νοσοκομείου. Τράβηξα το καζανάκι και κάθισα στην τουαλέτα. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να πληρώσω την κλινική μέχρι αύριο.
Όταν συνήλθα κάπως πηρά τηλέφωνο στην δουλειά να τους ζητήσω τα χρήματα που μου χρωστούσαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη δέχθηκαν αμέσως, μόνο που ήθελαν να πάω από εκεί. Μετέβηκα στην γυναικά μου και της ανακοίνωσα τα νέα. Ευχήθηκε να μην μας βρει άλλο κακό και με φύλλισε. Είχε περάσει το μεσημέρι. Μου έδωσαν τα λεφτά και ανακοίνωσαν την απόλυση μου. Δεν παραξενεύτηκα. Ήταν αναμενόμενο. Το ίδιο είχε συμβεί και σε άλλους πριν από εμένα. Σαν φρούτο που ξεκολλά σιγά σιγά από το κλαρί. Περνάς από το πενθήμερο στην ημιαπασχόληση, στο εκ περιτροπής, στο ωρομίσθιο, στην απόλυση. Γύρισα στη κλινική και πλήρωσα σαν να φοβόμουν μήπως εξαφανιστούν τα λεφτά από την τσέπη μου. Δεν ανέβηκα να την δω. Πήγα στο σπίτι. Αποφάσισα να γυρίσω αργότερα. Αισθανόμουν ότι χρειαζόμουν ένα καλό μπάνιο και λίγο φαγητό. Όταν έφτασα η πόρτα ήταν ανοικτή και το σπίτι ανάστατο. Δεν είχαμε τίποτε να μας κλέψουν. Πήραν μονό τις αναμνήσεις μας καταστρέφοντας φωτογραφίες, ρούχα, έπιπλα, την παλιά μας τηλεόραση και ραδιόφωνο, σκόρπισαν τα CD και πέταξαν στο πάτωμα την οθόνη του Η/Υ, κλώτσησαν το κουτί του και έσπασε η μητρική. Δεν ξέρω εάν η τύχη είναι τυφλή, αλλά η γκαντεμιά βλέπει άψογα. Σήκωσε το δάκτυλο της και με στόχευσε. Εσύ φώναξε, εσύ είσαι σήμερα. Άμοιρο θύμα. Τηλεφώνησα στην αστυνομία. Μου είπαν να μην αγγίξω τίποτε και να περιμένω την σήμανση. Μετά από τρεις ώρες έφτασαν σπίτι αναφέροντας μου απολογητικά και παρηγορητικά ότι είχαν έξαρση οι ληστείες. Μιλήσα ξανά με την κουνιάδα μου να δω πως είναι τα παιδιά. Θα έμεναν εκεί για την ώρα. Προσφέρθηκε να μου φτιάξει κάτι να φάω. Αρνήθηκα, σήμερα είχα μονό μια τροφή, φαρμάκι. Είχα μπουχτίσει. Ψάχνοντας τα συρτάρια ένας αστυνομικός, αφού είχαν μαυρίσει όλο το σπίτι με τις πούδρες τους, με ρώτησαν εάν είχα λεφτά σε κάποιο από αυτά για τι βρήκε ένα λαστιχάκι ανάμεσα στα ρούχα.
Πως ήταν δυνατόν να το έχω ξεχάσει; ήταν η δόση του στεγαστικού δάνειου. Είχα δυο ήμερες για να την καταθέσω. Έφερα το κεφάλι μου μέσα στα χεριά μου και έκλαψα. Έφυγε η αστυνομία και έφυγε και η τελευταία ικμάδα ψυχής από μέσα μου. Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν ανοικτή και μπορούσες άνετα να βλέπεις το χάος που επικρατούσε μέσα. Προσπάθησα να την κλείσω, αλλά μετά την μια και μοναδική απόπειρα την άφησα στην τύχη της. Πήγα στο μπάνιο ψάχνοντας ηρεμία. Το νερό και τα δάκρυα ξεχείλιζαν με την ιδία ορμή από τις πηγές τους, το σιφόνι τα κατάπινε το ίδιο αχόρταγα όπως κάθε ώρα αυτής της δαιμονισμένης ημέρας κατάπινε ότι είχε απομείνει από τη ζωή μου και το κουράγιο μου. Θυμήθηκα ένα παλιό μου συμμαθητή που είχε μάντρα αυτοκίνητων. Τηλεφωνηθήκαμε, του εξήγησα και πήγα με το αυτοκίνητο. Το αγόρασε και με τα λεφτά κατέθεσα στο αυτόματο μηχάνημα τη δόση του δάνειου. Το υπόλοιπο του χρηματικού ποσού το έβαλα στον λογαριασμό των παιδιών. Κράτησα ένα μικρό μέρος και τους πηρά δύο παιχνίδια και ένα ψευτοκόσμημα στην γυναικά μου. Πήγα σπίτι και μάζευα τα πράγματα μας από τα πάτωμα πετώντας τα άχρηστα. Κόντευε μεσάνυχτα. Κατέβηκα στον δρόμο και έξω από το σουπερμάρκετ πηρά κουτιά και άρχισα να βάζω τα πράγματα του σπιτιού που είχαν απομείνει άθικτα και τα ρούχα σαν να επρόκειτο για μετακόμιση και τα κατέβασα στο υπόγειο. Κράτησα ελάχιστα πράγματα για να τα πάω στα παιδιά και στη γυναικά μου την επομένη. Αυτά τα λίγα τα έβαλα σε δυο σακούλες. Το πρωί ειδοποίησα την κουνιάδα μου να μην πάει τα παιδιά στο σχολειό. Πέρασα από εκεί και άφησα την μια σακούλα και τα δώρα τους. Βρήκα μια δικαιολογία σχετικά με τα υδραυλικά για να δικαιολογήσω την όψη μου από το ξενύχτι και να ζητήσω ακόμη μια χάρη, την φιλοξενία για μερικές μέρες ακόμη πλέον των παιδιών και της γυναικάς μου.
Έπειτα έφυγα για την κλινική. Με το ίδιο ψέμα πηρά την γυναικά μου και με ταξί πήγαμε στην αδελφή της. Τους είπα ότι εκτάκτως έπρεπε να πάω στην δουλειά και έφυγα. Κράτησα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, άφησα στην έξοδο την δεύτερη σακούλα με ένα γράμμα, τα ρούχα της γυναικάς μου και το κλειδί του υπόγειου. Έκλεισα την πόρτα, γύρισα στο σπίτι, ξανακατέβηκα με το ποδήλατο, πηρά το σάκο με τα δικά μου ρούχα και κίνησα για τον φίλο μου με την μάντρα αυτοκίνητων. Αγόρασε και το ποδήλατο. Αυτά ήταν τα μονά λεφτά που είχα. Μου έδωσε χώρο σε μια αποθήκη να περάσω την νύχτα και με διαβεβαίωσε ότι μακάρι να είχε δουλειά, αλλά και αυτός αναγκάστηκε να τους απολύσει όλους και να βγάζει όλη την δουλειά μόνος του. Το άλλο πρωί παρακάλεσα ένα νταλικέρη που σταμάτησε εκεί κοντά να με πάρει μαζί του. Αφού πιάσαμε ψιλοκουβέντα για πολιτική, αθλητικά και γκόμενες, είδε ότι απόφευγα να αγγίξω ότι είχε να κάνει με προσωπικά, μου πρότεινε εάν ήθελα να ξεκουραστώ να κοιμηθώ πίσω στα κρεβάτια. Του είπα ότι προτιμώ να μείνω όπως είμαι για την ώρα και σε λίγο κοιμήθηκα στην θέση μου. Είδα σκηνές από το πρώτο καιρό του γάμου μας με τα παιδιά μικρά, είδα συγγενείς και φίλους, είδα συμμαθητές από το δημοτικό και το γυμνάσιο… Είδα εικόνες ευχάριστες, είδα εικόνες πόνου. Πέρασαν από μπροστά μου νεκροί και ζωντανοί. Είδα τον πάτερα μου και την μητέρα μου και τους ρώτησα είναι δυνατό να συμβούν όλα αυτά σε μια μέρα μόνο και αντί απάντησης αναρωτήθηκαν τι θα άλλαζε εάν συνέβαιναν σε περισσότερες ήμερες; Αμέσως μετά είδα την γιαγιά μου να μου μιλά για μετανάστευση και προσφυγιά και ξύπνησα. Έφευγα και εγώ …