Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Παιδεία



Ως άσχετος προσεγγίζω το θέμα της εκπαίδευσης. Θα πρέπει να σημειώσω ότι για μεγάλο διάστημα φερόμουν ενώπιων της ως παθών, πάρα ως απολαβών και ευγνώμων το σύστημα της. Είναι αυτό το αίσθημα χαμένου χρόνου και εξαναγκασμού που είχε μείνει μέσα μου από τις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου και της εκπαραθύρωσης μου από το παιχνίδι της γνώσης που ενυπήρχε μέχρι την πρώτη λυκείου και το οποίο έως ένα σημείο απολάμβανα. Αρκετά αργότερα αναθεώρησα και επανεκτίμησα τα πρώτα αυτά χρόνια έως το Λύκειο, περισσότερο από τύχη. Και από τα ύστερα δικά μου χρόνια στη εκπαίδευση δεν βλέπω να έχουν αλλάξει οι αντιδράσεις των μαθητών, οπότε μέσα στην άγνοια μου μπορεί να έχει ενθυλακωθεί και κάποιος σπόρος γνώσης...
Είναι πολλά αυτά που δεν κατανοώ. Δεν καταλαβαίνω  τους  εκπαιδευτικούς, όπως και τους αγρότες και λοιπούς κλάδους, γιατί εμμένουν σε ένα τρόπο διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, όπως είναι η απεργία, με τον τρόπο και το χρόνο που την πραγματοποιούν, που δεν έχει επιφέρει κάποιο μακροχρόνιο όφελος στον κλάδο τους. Διαφορετικά ποιος ο λόγος της ετήσιας επανάληψης της; Οι αιτίες είναι διαφορετικές ανά έτος; Εάν ναι γιατί δεν μπορούν να προβλέψουν; Γιατί παρουσιάζουν μια χρονίζουσα αναποτελεσματικότητα; Το μόνο εύλογο συμπέρασμα στο οποίο μπορώ να φτάσω σχετικά με τα άνωθεν είναι ότι έχουμε μια ήττα του θεσμού του συνδικαλισμού στη χώρα, όπου προκρίνεται η πολιτική ανέλιξη κάποιων λίγων, συνηθεστέρα ενός και της αυλής του, έναντι των αναγκών του κλάδου.
Στα περισσότερα θέματα στην Ελλάδα έχει επέλθει δαιμονοποίηση, όπου παρουσιάζονται σαν άλυτοι δεσμοί, όπου όλα τα μέρη συμμετέχουν με ποσοστά ευθύνης που κυμαίνονται ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του κρίνοντος. Έτσι όλα μένουν σε ένα μετέωρο χώρο, όπου πρέπει να τα επιλύσει κάποιος άγνωστος τρίτος, που εικάζεται και ποτέ δεν κατονομάζεται. Πχ. λέμε  η κυβέρνηση και όχι ο υπουργός παιδείας ταδοπουλος, ο πρόεδρος της συνδικαλιστής ένωσης δεινοπουλος και ο υπουργός οικονομικών παζαροπουλος έως την 31/12 του έτους της εθνοσωτήριας.  Κατά αυτό τον τρόπο οι ανεπιτυχείς μπορούν να συνεχίσουν επιτυχώς την καριέρα τους. Επίσης περιχαρακωμένοι πίσω από τσιτάτα όπως η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, το οποίο εμείς ταυτίζουμε πάντα με το βραχυπρόθεσμο, ασχολούμαστε με το μπάλωμα και ποτέ με το πάπλωμα.  Δευτερευόντως έχουμε μια στρέβλωση που χρήζει ιστορικής ψυχανάλυσης. Ενώ όταν αντιμετωπίζουμε το όλον πρόβλημα είμαστε επιφυλακτικοί και ψάχνουμε να κάνουμε μικρά βήματα, όταν καλούμαστε να βρούμε λύσεις στα μικρά μας πιάνει ένα αίσθημα αισιοδοξίας και μεγαλειότητας και υπέρμετρης φιλοδοξίας. Με αυτό τον τρόπο τα μικρά γίνονται γίγαντες που πραγματοποιούνται δύσκολα και τα μεγάλα καθίστανται άλυτα.
Όταν κανείς επέρχεται σε διανοητό τέλμα, όπως το δικό μας, όταν οι ευθύνες δεν βρίσκουν υπευθύνους, όταν ζητείται σχέδιο, πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη ερώτηση που να βάζει τις βάσεις των απαντήσεων. Εμείς από πνευματική οκνηρία, στο πλαίσιο της υποταγής μας στις συλλογές αδυναμίες μας, προσπαθούμε να δώσουμε απαντήσεις χωρίς να έχουμε θέσει καλά καλά τις ερωτήσεις. Το πρώτιστο ερώτημα θα έπρεπε να είναι τι παιδεία θέλουμε; Έπειτα μπορεί κανείς να απαντήσει με ποιους και πόσους… και ύστερα δεν θα είναι και τόσο δύσκολο να απαντηθεί και το με πόσα. Κατά τη γνώμη μου η ερώτηση που έχει τεθεί και γεννά τις μοδατες αυτές απεργίες  στον χώρο της παιδείας είναι η περίπου ανάποδη, δηλαδή πόσα, πόσους… Όπου βολεύτηκαν όλα τα μέρη απαντώντας, πάρα τις φαινομενικές συγκρούσεις τους, με όσο γίνεται περισσότερα και όλοι, αψηφώντας να απαντήσουν στο ποιοι και σε ποια παιδεία. Αυτός ο διάλογος υποδορίως συμφωνούντων και έξωθεν αντιφρονούντων είναι ένα καλό παιχνίδι πολίτικο φιδάκι, όπου ανεβοκατεβαίνουν στις σκάλες της πολιτικής διάφοροι οπορτουνιστές κομματοπατέρες, αλλά σε εμάς δεν αφήνει τίποτε.
Τι παιδεία θέλουμε λοιπόν; Δεν μπορώ να δώσω καθολική απάντηση. Είμαι και άσχετος του πράγματος. Μπορώ, όμως να κάνω μια προσέγγιση στο πλαίσιο της ιδιότητας μου ως πολίτη. Πιστεύω ότι η μόνη υπεραξία που έχει αυτή η χώρα είναι το μόρφωμα της Ελληνικής Γλώσσας. Πχ. περά από τη τετριμμένη προγονολατρεία και τους τεχνικούς όρους επιστήμων, εταιρείες παγκοσμίως χρησιμοποιούν άλλες εταιρείες ή έχουν τμήματα για να τους βρίσκουν ονόματα προϊόντων. Δείτε γύρω σας πόσα από αυτά έχουν ελληνικές ρίζες. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους επεξεργαστές κινητών τηλεφώνων της Samsung. Το όνομα τους είναι Exynos, το οποίο αποτελεί συνένωση των Έξυπνος και Πράσινος. Επομένως εάν επιθυμούμε η παιδεία μας να παραμείνει ελληνική θα πρέπει να συμφωνήσουμε τι θα περιχαράξει την Ελληνική Γλώσσα. Οι γλώσσες είναι «ζώντες» οργανισμοί. Ευημερούν άσχετα από το γεωγραφικό και πολιτικό περίγυρο τους, αρκεί να έχουν θέση στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Άρα δεν χρειαζόμαστε οχυρωματικά έργα, χρειαζόμαστε να γαντζωθεί η γλώσσα στη ζωή των ανθρώπων.
Στη συνεχεία θα πρέπει κάποιος να αναρωτηθεί τι ανθρώπους θέλει. Όχι με την αγοραία λογική της διασύνδεσης με τις ανάγκες της αγοράς, που ορίζεται από μόδες. Αλλά θα είναι πολίτες, θα είναι αυτάρκεις, θα είναι ευτυχείς, θα εντάσσονται στην κοινωνία; Δηλαδή περά από τις πρωτεύοντες βασικές γνώσεις το κύριο μέλημα της παιδείας θα έπρεπε να είναι η ευθυκρισία και η καλαισθησία των εκπαιδευμένων. Η ευθυκρισία θα τους χαρίσει την ικανότητα να απαντούν σε κάθε νέο πρόβλημα, να το διαχειρίζονται και η καλαισθησία θα τους βοήθα να βρίσκουν ανάμεσα σε όλες τις λύσεις την πιο κομψή και εντελει την πιο αποδοτική για όλους μακροχρόνια. Αναλογιστείτε τι θυμάστε από το σχολειό το οποίο πλέον δεν βρίσκεται στο γνωστικό επίπεδο που απαιτεί η καθημερινή σας εργασία; Οπότε το κυνήγι της μνήμης είναι εκ του προοιμίου χαμένο. Αυτό που μένει είναι συμπεράσματα, βιώματα και συγκινήσεις.
Είναι καθαρός τζόγος να κατευθύνεις παιδιά προς συγκεκριμένες επιστήμες, άσχετα από τις κλίσεις του καθενός, χωρίς προηγουμένως να τους δώσεις τα κίνητρα να αποκτήσουν γνώσεις σε όλους τους τομείς. Δηλαδή εάν αναφέρεις ότι οι τεχνικές της ζωγραφικής χρησιμοποιούνται και στον προγραμματισμό των καρτών οδήγησης οθονών κάθε συσκευής που τις περικλείει, Η/Υ, τηλεοράσεις, κινητά, θα κερδίσεις το ενδιαφέρον και του εικαστικά και του μαθηματικά διακείμενου μαθητή. Υπάρχουν κοινοί τόποι που συναντιούνται επιστήμες που μοιάζουν ετερόκλητες. Είναι καθήκον του δάσκαλου να τα βρίσκει, είναι δικός του ο αγώνας εναντίον του ανταγωνισμού που δέχεται από ιντερνέτ και τηλεόραση και είναι καθήκον των προϊσταμένων του να τον βοηθήσουν. Οι τελευταίοι είναι όλες οι βαθμίδες και πρωτεύοντος του Υπουργού Παιδείας. Είναι πιο εύκολο να φέρεις ανθρώπους να μιλήσουν στα παιδιά από το να τα βάζεις να διαβάζουν για αυτούς. Πχ. πολιτικούς, τον δήμαρχο, κάποιο δικαστή, ένα εργάτη. Θα μπορούσαν να επισκέπτονται τα σχολεία και να μιλούν για την εργασία τους και να απαντούν σε ερωτήσεις. Και είναι ευθύνη του διευθυντή του σχολειού να επιλέξει μόνο τους ενδιαφέροντες εξ’ αυτών. Είναι σημαντικό να υπάρξει αξιολόγηση, επανεκτίμηση, ανταγωνισμός και διάλογος ανάμεσα στα μελή της διδακτικής κοινότητας.  Αυτά, λίγα, σκόρπια και επιγραμματικά, ψήγματα μιας μη πρότασης για την παιδεία από έναν άσχετο…