Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Το καταφύγιο


Η κορυφή του Χορτιάτη μερικές μέρες νωρίτερα  ήταν περιστεφανωμένη από ένα εκτυφλωτικό κόκκινο.  Ο ήλιος, στην προσπάθεια του να ανατείλει, είχε βάψει με το χρώμα της φωτιάς τη γειτονιά του βουνού. Ένα κόκκινο εκτυφλωτικής ομορφιάς, ένα πορφυρό που είχε δραπετεύσει από αγιογραφία, από το φόρεμα μιας μαντόνας της Αναγέννησης, ντυμένης όπως οι ευγενείς της εποχής της. Σήμερα, όμως, ήταν σαν νύμφη του φθινόπωρου, ντυμένη σε άσπρο τούλι, που κάλυπτε τους πρόποδες του, όπως ένα σκούρο βελούδινο φόρεμα  που καταλήγει σε μια παχιά άσπρη μπορντούρα. Τα σύννεφα είχαν φωλιάσει στα πόδια του βουνού και περίμεναν τις ακτίνες του ηλίου λίγη ώρα αργότερα να τα διαλύσουν. Αντικρίζοντας αυτές τις εικόνες ξέρεις γιατί πρέπει να σηκωθείς από το κρεβάτι. Η ομορφιά σε ευφραίνει και σε δυναμώνει. Δίνει τροφή στο άλογο σου και φωνάζεις τον Πάντσο που φωλιάζει στη συνείδηση σου να ξυπνήσει για να πάτε να κυνηγήσετε νέους γίγαντες, τους κολοσσούς της καθημερινότητας σου.
Ήμουν στο ξημέρωμα, όμως ήθελα η μέρα να πάει στο fast forward, να πατήσω το τηλεκοντρόλ και να παίξω τη σκηνή που μου αρέσει περισσότερο. Καρέ οκτώ, το κρησφύγετο. Μπαίνω μέσα με τις μπύρες και τους βλέπω όλους εκεί. Σαν ιστιοφόρο κόντρα στον άνεμο, μια πάω ζερβά και μια δεξιά. Μια στο τώρα και μια στο μετά. Πλέω ως το μεσημέρι αργά, περιμένω να σχολάσω και από το απόγευμα έχω πλανάρει, έχω ρυθμίσει την καρίνα σε φουλ ταχύτητα και μπουκάρω στο σουπερμάρκετ . Αποστολή μου είναι η προμήθεια αλκοόλ. Παίρνω ότι επιτρέπει η τσέπη μου και ελπίζω να είναι αρκετό. Φτάνω στο καταφύγιο και κοιτώντας το ρόλοι μου φαντάζομαι ότι θα είμαι ο πρώτος. Κατεβαίνω τα σκαλάκια που οδηγούν από το πεζοδρόμιο στο παλιό ημιυπόγειο κατάστημα. Στη βιτρίνα έχουμε βάλει κάποιες παρατημένες κούκλες από τον προηγούμενο ένοικο, ντυμένες με  ρούχα που πέταξαν οι γυναίκες μας και που ποτέ δεν έφτασαν στο σκουπιδοτενεκέ. Τοποθετήσαμε επάνω εξωφρενικές τιμές που θα ζήλευε κάθε γάλλος και ιταλός μόδιστρος. Η κακογουστιά βασίλευε. Ο «R2D2» ή  αλλιώς «Ρομποτάκι»  είχε τοποθετήσει μια μικρή ψηφιακή κάμερα και κατάγραφε τις αντιδράσεις των περαστικών. Είχε φτιάξει και ένα μοντάζ με τα best of. Θυμήθηκα τη γιαγιά μου, που έλεγε ότι δεν πρέπει να φοράς ποτέ πάνω από τρία χρώματα, και τότε, τουλάχιστον τα δυο να είναι χρώματα που βρίσκεις στη φύση, όπως το καφέ, το πράσινο, το γαλάζιο. Αφύσικα χρώματα όπως μωβ, το πορτοκαλί, να το φοράς μόνα τους. Αυτή η βιτρίνα ήταν σαν να είχε συγκρουστεί με το ουράνιο τόξο. Η κοκέτα γιαγιά μου θα διερρήγνυε τα ιμάτια τούτα.
Τα ρεμάλια της Φωκίωνος Νέγρη και οι αλήτες των Ταμπουριών είναι πασίγνωστα ανά το πανελλήνιο. Ανοίγοντας την πόρτα βλέπω τα κοπροσκυλά της Χαριλάου, εξίσου χαριτωμένα, αλλά παντελώς άσημα. Τι γίνεται ρε καρντασια, ρωτώ, διψάτε; Άντε ρε χαμένε, από τη διψά αδειάσαμε και το καζανάκι, φωνάζει ο «Εξτρέμ». Εξτρέμ διότι είναι αριστερός στις πεποιθήσεις, έπαιζε άκρα αριστερό εξτρέμ μπάλα, έκανε μόνο αριστερό μπάσιμο στο μπάσκετ και τον νικούσαν πάντα οι δεξιοί. Στο βόλεϊ δεν μπορούσε να καρφώσει, είναι κοντός ο καημένος. Του την έμπαινε και ο «Χούντας», γιος στρατιωτικού, ότι το ύψος του πήγαινε ανάλογα με τα ποσοστά του κόμματος. Ο Εξτρέμ, όμως του έψηνε το ψάρι στα χείλη στα αθλητικά, καθότι Παοκτσής, ενώ ο Χούντας είναι Ηρακλακιας. Νόμιζα ότι το νερό σε σκουριάζει, του απάντησα; Είσαι πολύ μάλακας, μου είπε, και Σοφός, ο φιλόλογος της παρέας τον αποπήρε, ρε Χούντα όταν την έμαθες τη λέξη κοιταζόσουν στον καθρέφτη; Ο Σοφός είχε φροντιστήριο, μια φόρα δούλεψε στο δημόσιο, αλλά δεν τον σήκωνε το κλίμα και παραιτήθηκε. Τώρα οι παλιοί του συνάδελφοι τον έχουν στο face book σαν παράδειγμα κοινωνικής αντίστασης. Μπήκε ο «Κοσκωτας», πληθωρικός, όπως η περιουσία του. Στο δικό του μαγαζί βρισκόμαστε, από τότε που έφυγε ο τελευταίος του ενοικιαστής. Σωπάστε κουφάλες να πιούμε και σε λίγο έρχονται τα σουβλάκια, μετά τσακωνόμαστε όσο θέλετε, είπε.
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας πολλές φορές, φάγαμε πολλά σουβλάκια. Στο καταφύγιο δεν ενοχλούσαμε κανένα. Ο Κοσκωτας έπαιρνε από τη λαϊκή τις χάρτινες αυγοθήκες που τις πετούσαν και μ’ αυτές είχε επενδύσει το ταβάνι. Ο Χούντας είχε μανία με τον μοντελισμό και πήρε τον ιερογράφο του και τις έβαψε σαν να ήταν ουρανός με συννεφάκια. Τα διπλανά υπόγεια ήταν άδεια τις ώρες που βρισκόμασταν. Μέσα ο Κοσκωτας είχε βάλει το παλιό του στερεοφωνικό, αλλά από τη μέρα που το Ρομποτάκι είχε φέρει το χιλιοστό παροπλισμένο φορητό υπολογιστή του βάλαμε ένα σεμεδάκι στο στερεοφωνικό και το αφήσαμε να μαζεύει σκόνη. Είχαμε πτυσσόμενες καρέκλες, πτυσσόμενα τραπέζια, πλαστικά πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα. Μόνο ένα μεγάλο μαχαίρι ήταν σιδερένιο και ένα ανοιχτήρι. Δυο παλιά ψυγεία βρισκόταν σε μια άκρη, ένα μεγάλο οικιακό και ένα σαν μίνι μπαρ ξενοδοχείου. Αφίσες από οίκους μόδας κοσμούσαν τους τοίχους, όπως τους είχε αφήσει ο προηγούμενος ένοικος και η μόνη γυναίκεια παρουσία εδώ μέσα ήταν οι κούκλες βιτρίνας  που είχαμε αφήσει γυμνές και διάσπαρτες στο χώρο να μας κοιτούν όπως καθόμαστε στο τραπέζι.
Ο Ντοκτορ είχε φέρει ένα παλιό κλιματιστικό που είχε στο ιατρείο του και έτσι γλυτώναμε ένα μέρος της κάπνας από τα τσιγάρα του Εξτρέμ. Άφιλτρα και πάντα καπνισμένα με το αριστερό χέρι. Ο Ντοκτορ προσπαθούσε να το κόψει και έκανε είτε πουρα, είτε πίπα. Τα πειράγματα για στοματικό ερώτα αφθονούσαν, αλλά πάντα ανταπαντούσε με αντίστοιχα για ενέσεις. Στο τέλος κάθε γεύματος, μαζεύαμε τα σκουπίδια, ο Κοσκωτας τα πετούσε στον κάδο, ο Χούντας έριχνε ένα σιγυρίσμα και ο Ντοκτορ σκούπιζε. Έπειτα μαζευόμασταν με τα ποτήρια στο χέρι και ο «Χάρος», ο δικηγόρος της παρέας, έβγαζε το κονιάκ Courvoisier που είχε πάρει από ένα πλειστηριασμό με κατασχεμένα. Ο Σοφός άνοιγε πάντα τη συζήτηση. Σήμερα η κόρη μου, είπε, έκανε τη πιο συνηθισμένη ερώτηση. Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τους άνδρες, μπορείς να με βοηθήσεις; Τι να σου πω παιδί μου, απάντησα, και ‘γω δεν τους καταλαβαίνω. Πώς να καταλάβεις κάποιον  που θέλει μια γυναίκα εύκολη και μετά, μόλις την βρει, την απαξιώνει και συνεχίζει ψάχνοντας για μια «καλή» κοπέλα για να αποκατασταθεί. Ο Χάρος, συμπλήρωσε, και που δημιουργεί μια αντίρροπη αντίδραση στη γυναίκα, η όποια θέλει να είναι εύκολη, αλλά κοινωνικά δεν της επιτρέπεται, γιατί και αυτή προσδόκα σε ένα «κάλο» παιδί για να αποκατασταθεί.
Ο Εξτρέμ δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστες αυτές τις προκλητικά συντηρητικές τοποθετήσεις και πέρασε στην αντεπίθεση. Μπορείς να είσαι εύκολος μέχρι μια ηλικία και έπειτα να περάσεις στο δρόμο της κοινωνικά αποδέκτης αρετής. Οπότε και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα γεμάτη. Ο R2D2, που ήταν από ένα χωριό των Σερρών, του απάντησε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, αλλά πολύ λιγότερο σε άλλες πόλεις και καθόλου στα χωριά. Ο Χούντας, που είχε γυρίσει χάρη στο επάγγελμα του πατέρα του αρκετά μέρη είπε, αφήστε την επαρχία, είναι άλλο κεφάλαιο. Εκεί ο καθένας πιστεύει ότι το χωριό του έχει τους πήδουλες και ότι οι γυναίκες των διπλανών χωριών είναι πουτανες. Μια μέρα στο Βόλο, που μου έλεγε ένας για τις Λαρισαίες ,του απάντησα, καλά, το δέχομαι ότι είναι πουτανες, εσύ μπορείς να μου πεις ποσά έδωσες για να τις πηδήξεις; Μουγκα, λέξη δεν είπε. Αφήστε, σε κάθε πόλη και χωριό στην Ελλάδα πρέπει να προσεχείς που πατάς, είναι γεμάτο φίδια. Πάντως η κόρη σου, είπε ο Ντοκτορ, δεν πήρε ικανοποιητική απάντηση. Φυσικά και όχι, αποφάνθηκε ο Σοφός, εάν δεν μπορείς να βρεις απάντηση για εσένα, πώς να την δώσεις σε άλλον. Και μετά την έστειλες στη μανά της τρελό αγόρι, ρώτησα. Βεβαίως, βεβαίως, Καπταιν, είπε ο Σοφός. Μου κόλλησαν το παρατσούκλι επειδή ο πατέρας μου είχε μια βάρκα με την όποια πηγαίναμε για ψάρεμα, μόνο που εγώ δεν ψάρευα. Από τότε κουβαλούσα απλώς τις μπύρες.
                Παλαιοτέρα, τους ανέφερα, όταν μίκραιναν οι ήμερες, μου έτυχε να νιώσω κατάθλιψη. Πέρυσι την αισθάνθηκα όταν μεγάλωναν. Τότε που μας είχαν βάλει εκ περιτροπής με μειωμένο ωράριο στη δουλειά. Μόλις μίκρυναν και μπορούσα να κρύψω τη ντροπή μου στο σκοτάδι ένιωσα ανακούφιση. Φέτος δεν με νοιάζει καθόλου. Έτσι είναι η ζωή, μια πάνω, μια κάτω, το φιλοσόφησε ο Ντοκτορ. Μόνο ο Κοσκωτας μας έχει εδώ κάτω, είπε ο Εξτρέμ. Κανένα ρετιρέ δεν άδειασε ακόμη; Όταν θα αδειάσει θα σου δώσω τη διεύθυνση να το νοικιάσεις, του απάντησε ο χοντρούλης. Για να ξαναευθυμήσουμε τους λέω τι μου συνέβη σήμερα πηγαίνοντας στο σουπερμάρκετ. Στην είσοδο του βλέπω μια PORSCHE 911. Είχε παρκάρει άβολα για τους υπόλοιπους, αλλά δεν μπορούσες να κατηγορήσεις τον οδηγό της μόνο με ταξικά κριτήρια. Υπήρχαν δίπλα της και αλλά λιγότερο πολυτελή αυτοκίνητα στον ιδιότυπο ρόλο του εμποδίου, κλείνοντας το μισό δρόμο. Άνοιξε κάποια στιγμή η πόρτα και βγήκε από μέσα μια από τις ωραιότερες γυναίκες που έχω δει. Ψήλη, ξανθιά, αδύνατη, σμιλεμένο στο γυμναστήριο κορμί, σωστό φωτομοντέλο. Ισορροπούσε άνετα πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της, ακριβώς το υπόδημα για το σουπερμάρκετ, με αντίστοιχο φόρεμα, πράσινο κολλητό. Θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στη φαντασία κάθε άνδρα και γυναίκας.
Ωραία φτιαχτήκαμε Καπταιν, το λοιπόν, είπε ο Ντοκτορ. Κατάλαβα ότι το ακροατήριο μου είναι αδυσώπητο και πριν στραφούν αλλού, πέρασα αστραπιαία στα συμπεράσματα μου. Λοιπόν μάγκες, τους είπα, είμαι πολύ γέρος για αυτές, πιν απ με σουπερ αυτοκίνητο, με υπόνοιες για το πώς βρέθηκε στη κατοχή της… Άστα ρε Καπταιν, το ‘κάψες, είπε ο Σοφός διακόπτοντας με, όσα δεν φτάνει η αλεπού ούτε τα πηδάει, ούτε τα κοιτάζει. Μας το άρχισες από τη πενία και το τελείωσες στη μαλακια. Το Ρομποτάκι παρέβηκε σωτήρια αποτρέποντας τον  επικείμενο λεκτικό εκτροχιασμό, αναφέροντας ότι και εκείνος την πιο ωραία γυναίκα της ζωής του την είδε να οδηγεί το ίδιο αυτοκίνητο. Όταν σπούδαζε στο εξωτερικό, σε ένα από τα πάρκα της πόλης πάρκαρε μια PORSCHE 911. Βγήκε από τη θέση του συνοδηγού ένας κύριος και πήγε και άνοιξε τη πόρτα του οδηγού, απ’ οπού ξεπρόβαλε ένα μπαστούνι και έπειτα μια ηλικιωμένη κύρια. Ήταν τόσο καλοντυμένη και φαινόταν τόσο καλοζωισμένη. Δεν ήταν νεόπλουτη, ήταν όπως θα έπρεπε να είναι ένας χορτάτος άνθρωπος και τη ζήλεψε, με τη καλή έννοια. Θα ήθελε να πήγαιναν για ένα καφέ να του διηγηθεί τι είχε κάνει στη ζωή της, μήπως και ανακάλυπτε κάποιο μυστικό.
Όπως λέμε και εμείς οι Καπταιν, πετάχτηκα για να δείξω ότι το χτύπημα δεν με είχε πτοήσει, σημασία έχει πως τελειώνει ο αγώνας, όχι πως αρχίζει. Ο Σοφός, όμως, με τάπωσε πάλι παραδειγματικά αναφέροντας ότι, η κουβέντα για σπορ αρχίζει όταν τελειώνει ο πραγματικός αθλητισμός, το ίδιο και το σεξ. Έχετε δει κάποιον να έχει πολλές σχέσεις και να μιλάει για αυτές, αντίθετα όποιος δεν έχει, το μπλαμπλαδοσεξ το κάνει εργόχειρο. Έτσι δεν είναι Εξτρέμ, ρώτησε σέρνοντας τη φωνή του και αφήνοντας την απόρροια να πλανάται. Ο Χάρος που θυμόταν ποτέ πήγε για κατούρημα ο καθένας μας, του πέταξε ακόμη μια μπήχτη. Τι θυμάσαι τη Μαρία που ήταν μαζί μας στο λύκειο, από τις Συκιές, την συνάντησα στα δικαστήρια. Ο Ντοκτορ, που είχαν αστράψει τα μάτια του, πετάχτηκε πρώτος και ρώτησε, ποια ρε άτιμοι, αυτή για την όποια που είχαμε πλακωθεί στο ξύλο με το διπλανό σχολείο; Ακριβώς, απάντησε ο Χάρος, αυτή για την όποια ο Χούντας και ο Εξτρέμ μάζεψαν ότι καλύτερο είχαν σε γνωριμίες και μπήκαμε σε Τρωικό πόλεμο. Ηλίθιε χασοδικη, του είπε ο Εξτρέμ, εάν δεν είχαμε φέρει εκείνα τα καλόπαιδα με την έντονη θεατρική παρουσία ακόμη στο νοσοκομείο θα ήμασταν με τους μπετατζήδες που είχαν μαζέψει οι αντίπαλοι μας. Κόρακας κορακιού μάτι δε βγάζει. Τέλος, πάντων τι κάνει το Μαράκι ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον ο Ντοκτορ, κοιτώντας όμως στα μάτια τον Εξτρέμ, ο όποιος, πάρα τις βάσιμες υπόνοιες ότι τα είχε καταφέρω εκεί που όλοι οι υπόλοιποι είχαν αποτύχει, ποτέ δεν άνοιξε το στόμα του σχετικά με αυτό. 
Είναι ακόμη εντυπωσιακή γυναίκα, τουλάχιστον στα μάτια μου, είπε ο Χάρος, αλλά σας έχω μια έκπληξη. Είχε ατυχίες στη ζωή. Όπως, ίσως θυμάστε, είχε παντρευτεί πρώτη από όλους μας, αλλά τρία χρόνια αργότερα ο άντρας της πέθανε σε εργατικό ατύχημα. Κάηκε ζωντανός. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είχαν παιδιά και η Μαρία, όσο και να μην το πιστεύετε, βρήκε παρηγοριά στην εκκλησία. Τον διέκοψε ο Χούντας σχολιάζοντας, κοίτα να δεις, εκεί που ψάχναμε παρηγοριά εμείς στη Μαρία, αυτή την έψαξε στην εκκλησία. Ρε Εξτρέμ δε πας να κοινωνήσεις; Αστό βρε τρελό αγόρι, εάν ανοίξω το στόμα μου τώρα θα χάσω κάθε πιθανότητα για τον παράδεισο, άσε να μας πει τη συνεχεία για τη Μαρία, απάντησε ο αριστερός επιθετικός μας. Ο Χάρος έπιασε το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει. Λοιπόν, για να το μαζέψουμε το πράγμα, η Μαρία παντρεύτηκε ένα παιδί της ενορίας, κάλο χριστιανό και τώρα έχει τέσσερα παιδιά. Όλοι έμειναν άφωνοι με τον αριθμό των τεκνών, πάρα μόνο ο Εξτρέμ, όπως πάντα όταν αφορούσε γυναίκες, έμεινε ατάραχος. Άτιμη κουφάλα, ακόμη και τώρα δεν ανοίγεσαι, τον τσίγκλησα, γνωρίζοντας εκ των πρότερων την αποτυχία μου. Μάγκες, καθότι είμαστε όλοι παντρεμένοι, θα σας πω το μυστικό μου, αποκρίθηκε ο Εξτρέμ. Στις σχέσεις ξεκινάς πάντα από άσπρο χαρτί, τι συνέβη πριν είτε σε σένα, είτε σε καινή δεν έχει καμιά σημασία.
Εντάξει Εξτρεμακο, δεν θα ξαναρωτήσουμε, είπε ο Ντοκτορ. Αλλά είσαι μεγάλη κουφάλα και θα σε δώσω, πάρα το ιατρικό απόρρητο, γιατί δεν ήσουν ασθενής μου τότε. Που λέτε παιδιά, ο λεγάμενος είχε πάει στο ιατρείο του πατέρα μου όταν ήμασταν στο γυμνάσιο,  κρυφά από μένα, απλώς έτυχε να είμαι εκεί και όταν μπήκε έμεινα στη τουαλέτα να δω τι  ήθελε, χωρίς να με δει. Τον έκαιγε το πούλι του και δεν ήξερε σε ποιον να το πει και πήγε στον πατέρα μου. Ο καταφερτζής τον έβαλε να ορκιστεί ότι δεν θα το έλεγε πουθενά. Αφήστε το παλικάρι μας ήσυχο που ανασκαλίζετε το παρελθόν και τον τσιγκλάτε για τις γκόμενες. Στο χέρι έπλενε και το έπαθε, είπε ο Χάρος. Μετά τη Μαρία, λες και ήταν η μέρα των συμμαθητών, όπως επέστρεφα στο γραφείο βλέπω τον Γιωργάκη, τον θυμάστε, που έκανε παρέα με τον Γιάννη τον ψηλό από το Ασβεστοχωρι; Που τον θυμήθηκες αυτόν άτιμε Χάρε, ρώτησα, κάλο παιδί αλλά παράξενο. Κάλος ήταν μωρέ, αλλά παρεξηγημένος, απάντησε. Δεν τα αγαπούσε τα σπορ και δεν είχε θέματα συζήτησης μαζί σας. Ωχ αδελφέ, μονόχνοτος ήταν, είπε ο Χούντας, ούτε στη πενταμερή ήρθε. Στις πανελλήνιες, όμως, πέρασε πρώτος του απάντησε ο Χούντας. Ξαναπήρε το λόγο ο Χάρος και είπε ότι με τον Γιώργο είχαν σχέσεις, βρισκόταν για κανένα καφέ κάπου κάπου, άλλες φορές μιλούσαν στο τηλέφωνο. Το τελευταίο διάστημα είχε χαθεί, ώσπου του τηλεφώνησε τις προάλλες. Η γυναίκα του είχε φύγει νικημένη από τον καρκίνο. Έπειτα ξαναχάθηκε, ανέφερε, ώσπου τον βρήκα σε κακό χαλί. Τον ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπε ότι σκοτώθηκε η κόρη του σε αυτοκινητιστικό. Καλά ρε Χάρε βόλτα βγαίνεις  και παίρνεις κόσμο και κοσμάκη στο λαιμό σου, είπε ο Χούντας. Μπα, γκαντέμης ήταν από μικρός ο Γιώργος, είπα, οπότε παίζαμε Προ-Πο και ήταν κοντά δεν πιάναμε παιχνίδι. Έλα ρε μπαγάσες, σταματήστε τις πλάκες, είπε ο Κοσκωτας, η  ηλικία μας φταίει, όλο τέτοια ακούς. Τι έγινε μετά, ρώτησε τον Χάρο. Τι να κάνει, αναρωτήθηκε, έχει αλλά δυο παιδιά, στη δουλειά έκαναν υπομονή, λόγω της κατάστασης, αλλά στο τέλος τον απέλυσαν. Πήγα μια μέρα από το σπίτι να του δώσω κάτι χαρτιά σχετικά με τα κληρονομικά και δεν είχε νερό.  Του το είχαν κόψει.
Κοίτα να δεις Χαρούλη, έχω ένα φίλο στο λογιστήριο της ύδρευσης. Πάρε τα λεφτά αυτά και πήγαινε να τον βρες να κανείς την επανασύνδεση και μη του πεις τίποτε. Έβγαλε τα λεφτά από πορτοφόλι του και του τα παρέδωσε ο Κοσκωτας. Τότε πετάχτηκε ο Εξτρέμ και τον ρώτησε εάν έμενε ακόμη στη γειτονιά και αφού άκουσε την απάντηση που επιθυμούσε, του ζήτησε τη διεύθυνση για να πάει από εκεί ο παππάς της ενορίας να του συμπαρασταθεί και ψυχικά και έμπρακτα. Ήταν γνωστοί από μικροί. Ο ένας πήγαινε από εδώ, ο άλλος από εκεί, αλλά μεταξύ τους τα είχαν βρει. Τον κάλεσες στο συμπόσιο, στο άντρο των ρέμπελων, ρώτησα. Του το πρότεινα, αλλά δεν έχει που να αφήσει τα παιδιά, είπε ο Χάρος. Η πεθερά δεν του μιλάει και οι δικοί του είχαν φύγει νωρίτερα. Εν τω μεταξύ και μια θεια που έχει, πήγε να του συμπαρασταθεί και τα έκανε χειρότερα. Όταν ήμουν στο σπίτι του ήταν παρούσα και του έλεγε να μην κάνει έτσι, ότι και εκείνη είχε χάσει το γαμπρό της. Δεν την πέταξε από το σπίτι, ρώτησε ο Εξτρέμ. Όχι, μόνο έτριβε τα χέρια του και κοιτούσε τα χαρτιά που του είχα δώσει. Δεν της έδινε και πολύ σημασία, σαν να είχε κάποιο ραδιόφωνο ανοιχτό για συντρόφια και αυτός βυθισμένος στις σκέψεις του. Καλυτέρα, γιατί αυτή η επιμονή των ανθρώπων να ανταγωνίζονται συναισθηματικά με παρόμοιες κατά αυτούς καταστάσεις είναι σαν μια άκαρπη προσπάθεια αυτοπαρηγοριάς.
Πολύ πέσαμε, είπε ο Κοσκωτας. Θυμάστε τον Αρβύλα, εκείνο τον άξεστο ροκαμπιλα που προωθούσα στα ξεκινήματα μου, μας ρώτησε και πριν καλά καλά ολοκληρώσουμε έστω και με κάποιο καταφατικό νεύμα, συνέχισε λέγοντας μας ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Σε αυτόν έλαχε κατεψυγμένη πίτσα και, ενώ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να φάει έστω και ένα κομμάτι, όταν τη δοκίμασε ήταν ένα από τα καλυτέρα πιάτα που είχε γευτεί. Τον πέτυχε στο αεροδρόμιο. Πήγαιναν και οι δυο στην Αθήνα. Έτυχε να καθίσουν σε διπλανές θέσεις. Ο Αρβύλας ήταν φανερά σπασμένος, σαν να τον είχαν προλάβει οι καταχρήσεις του παρελθόντος και να του ζητούσαν τα ρέστα. Κάπως έτσι θα έπρεπε να έμοιαζε η γιαγιά του μετά τα εξήντα. Θυμάστε πόσο το συμπαθούσα αυτό το τρελό αγόρι, είπε, με είχε τρελάνει, αλλά ήταν ο πρώτος μου μεγάλος πελάτης και καθόμουν και υπόμενα σαν τη πόρνη το νταβατζη. Άρχισε τα προκαταρτικά για το που χαθήκαμε, το γύρισε στο παλιό καιρό, στο πόσο κάλος ήμουν μαζί του και στο πόσο τον βοήθησα να ανεβεί. Τον άφησα, όπως έκανα παλιά, να λέει τα δικά του, τον έβαλα σε ρυθμό ψυχανάλυσης, μου είπε για τη ζωή που του γύρισε τη πλάτη, για τις δισκογραφικές που έχασαν πια το παιχνίδι… Όταν πια τέλειωσε το παραλήρημα για τον κατήφορο της ζωής του σα τη Ζωή Λάσκαρη, το μόνο που αποκρίθηκα ήταν να τον ρωτήσω γιατί δεν το περίμενε.
Τότε άρχισα, σαν μην είχα ακούσει τίποτε από όσα είπε, να εξιστορώ το δικό μου ανήφορο. Του είπα ότι τον ευχαριστώ για τη συνεργασία μας. Χάρη σε αυτή έφτιαξα κάλο όνομα στη πιάτσα και βρεθήκαν πολλοί να συνεργαστούν μαζί μου αφού χωρίσαμε. Φυσικό ήταν, είχα ένσημα από τον πιο στριφνό και αλλοπρόσαλλο. Την κράτησα τη δουλειά του μάνατζερ μερικά χρόνια, έτσι και αλλιώς για πλακά την είχα αρχίσει. Όταν βαρέθηκα την άφησα. Τα λεφτά τα είχα από τους γονείς μου, αλλά τα αυγάτισα, δεν τα έτρωγα. Όταν ήμασταν μαζί αγόραζα οικόπεδα, μετά μετοχές, μετά χρυσό… Πάντα ένα βήμα μπροστά από το ευρύ κοινό. Τώρα τελευταία αγόραζα έργα τέχνης. Με την κρίση είναι ένα κάλο επενδυτικό αποκούμπι  για τους εύπορους. Αυτή τη στιγμή τα πουλάω. Του εξήγησα ότι το θέμα είναι να βρίσκομαι ένα βήμα μπροστά από την αγορά. Να έχω πάντα μετρητά και να αγοράζω αυτό που θα εκτοξευτεί, όχι ότι ανεβαίνει ήδη. Εάν, πάντως, χρειαστείς την βοήθεια μου, του είπα, το παλιό μου κινητό το έχεις. Τώρα ανήκει σε μια βοηθό μου. Μόνο μην της μιλήσεις όπως μιλούσαμε μαζί. Έχει διδακτορικό από Αγγλία στην Τέχνη και Μάρκετινγκ και δε θεωρεί τις πίστες τέχνη.
Μπορεί τέχνη να μην είναι ,είναι, όμως μάρκετινγκ χοντρουλή, του είπε ο Εξτρέμ. Ο παλιός σου κολλητός σίγουρα δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς που θα εκτοξευτούν. Δεν τους βλέπεις τους καημένους τους νυχτόβιους. Το σκατο τους ξεραίνουν, αφού ξέρουν ότι οι σεζόν της φήμης είναι μετρημένες στα δάκτυλα. Να φτιάξουν κομπόδεμα για τα γεράματα. Τι να κάνουν Εξτρεμακο, είπε ο Χούντας, κάπως πρέπει να επιβιώσουν και αυτοί. Κρέας πουλάνε, όσο είναι φρέσκο κάτι γίνεται, μόλις μπαγιατέψει ποιος θα το ζητήσει;  Ο συγκεκριμένος θα πάει χορτάτος, είπε ο Ντοκτορ. Όταν ήσασταν μαζί βαρέθηκα να σου τον φτιάχνω. Φυσικό είναι τώρα να κατάντησε σαράβαλο. Δεν πειράζει τον είχε ένας καναλάρχης, τον έκανε ανακύκλωση στις εκδόσεις, στη τηλεόραση, στο ραδιόφωνο… Τον αγόρασε μια φόρα, του έβγαλε φωτογραφίες σε διαφορές φάσεις της ζωής του, και τον πούλησε δέκα χρόνια. Ούτε σκάνδαλο δεν χρειάστηκε να του στήσει. Τα κατάφερνε και από μόνος του. Έτσι είναι παιδιά, είπε ο Εξτρέμ. Όλοι έχουμε κάποιο εκκεντρικό γούστο καταπνιγμένο. Απλώς εάν έχεις χρήμα και θράσος μπορείς να το ξεδιπλώσεις.
Έξω έπιασε βροχή. Είχε νυκτώνει για τα καλά και ο δρόμος ήταν έρημος. Ένα ζευγαράκι προσπάθησε να βρει καταφύγιο κάτω από το δέντρο που γειτόνευε με το κατάστημα μας. Από τα βάθη που βρισκόμασταν εμείς δεν μπορούσαν να μας διακρίνουν . Ήταν αγκαλιασμένοι κάτω από μια μικροσκοπική ομπρέλα και μετά από λίγο αγνοούσαν τη βροχή και απλώς φιλιόταν. Είχε πέσει απόλυτη σιγή στο μαγαζί. Τους χαζεύαμε μαζί με τη βροχή, τα φωτά που λαμπυρίζουν τόσο όμορφα όταν βρέχονται. Ο Ντοκτορ έσπασε τη ησυχία αναρωτώμενος ποιος είναι ποιος ευτυχισμένος εμείς ή εκείνοι. Ο Χούντας είπε ότι τους ζήλευε και αναπολούσε τη ηλικία στη όποια βρισκόταν. Ο Εξτρέμ είπε εμείς, γιατί αυτοί έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο, εμείς είμαστε αυτάρκεις στην ευτυχία μας ο καθένας από μονός του. Ο Κοσκωτας διαφώνησε, γιατί διαφορετικά δεν θα ήμασταν μαζεμένοι όλοι μαζί στο μαγαζί κάθε τόσο. Το Ρομποτάκι ψήφισε τους νέους γιατί εμείς χρειαζόμαστε και το πότο με το φαγητό. Εγώ δεν είχα γνώμη, πάντα έτσι ήμουν. Ρακοσυλλέκτης της στιγμής, ότι έρθει και ότι πάει. Ο Σοφός συμφώνησε μαζί μου αλλά με ποιο λόγιο τρόπο.
Μόλις σταμάτησε η βροχή και έφυγαν και οι τελευταίοι περαστικοί βγήκαμε σαν τα ποντίκια στη νύχτα και ψάχναμε εκείνη τη κουβέντα που θα μας έκανε να μείνουμε να πούμε δυο λόγια ακόμη στη πόρτα. Κοιταζόμασταν σαν τους συνωμότες και ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι, σαν να είχαμε κερδίσει στη μπάλα την αντίπαλη γειτονιά, σαν να χαιρόμασταν μια πετυχημένη  φάρσα. Ψηλά το φεγγάρι αγκομαχούσε να ρίξει λίγο από το φως της Πανσέληνου μέσα από τα σύννεφα. Το φθινόπωρο τελικά μας πρόλαβε, υποσκελίσει το καλοκαίρι. Από αύριο θα έχει συνεχεία βροχές είπε ο Ντοκτορ. Ποιος στο είπε Ντοκ, οι ινδιάνοι του Χορτιάτη, τον ρώτησε ο Σοφός. Ανταλλάξαμε καληνύχτα και κάποια τελευταία πειράγματα ανεβαίνοντας τα σκαλάκια. Έπιασε ξανά ψιλόβροχο. Ο καιρός μας χάιδευε το κεφάλι να το πάρουμε απόφαση πως το καλοκαίρι τέλειωσε και ότι πολύ είχε κρατήσει φέτος. Σε λιγότερο από ένα μηνά ημερολογιακά θα ήταν χειμώνας. Είχα ένα ελαφρύ πανωφόρι με κουκούλα. Πήγα λίγο πιο εκεί κάτω από ένα μπαλκόνι Ήρθε δίπλα μου ο Χάρος που προθυμοποιήθηκε να με πετάξει με το αυτοκίνητο λόγω της βροχής. Τι σκέφτεσαι τον ρώτησα. Τη γενιά μας μου απάντησε. Τώρα έρχεται η σειρά της να είναι στα πράγματα και αυτά είναι δύσκολα. Φοβάμαι πως θα αισθάνομαι εάν αποτύχουμε. Φοβάμαι πως θα μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι εάν δεν τα καταφέρουμε. Μην ανησυχείς απάντησα, είμαστε η γένια των σιξτις – σεβεντις. Έπαιρναν πολλά ναρκωτικά τότε. Θα είμαστε ευτυχισμένοι ότι και να γίνει.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Γλέντι


Μπροστά μου βάδιζε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Αυτός ήταν αδύνατος, σχεδόν καχεκτικός. Δεν ήταν σημάδι υγείας κάτι τέτοιο. Έγερνε προς τα αριστερά και το κεφάλι του σχημάτιζε μια γωνία που έμοιαζε σαν να παίρνει στροφή πάνω σε μηχανή. Η γυναίκα του λίγο πιο κοντή και σίγουρα πιο εύρωστη τον υποβάσταζε, βάζοντας κόντρα με τον ώμο της και προσπαθώντας να τον κάνει να κινηθεί ευθεία. Ακολουθούσαν μια τεθλασμένη γραμμή στο πεζοδρόμιο. Όταν ο κάματος υπερνικούσε τη σύζυγο έφευγαν προς το δρόμο. Μόλις αναπτερωνόταν το κουράγιο της, ξαναγύριζαν προς τα δεξιά. Κατηφόριζαν την Εθνικής Αντιστάσεως από την Περικλεούς προς τη Νομαρχία. Στην αρχή πίστευα ότι θα πήγαιναν στο σουπερμάρκετ και ότι δεν είχε που να τον αφήσει. Αλλά προσπέρασαν το κατάστημα και συνέχισαν. Μου κέντρισαν την περιέργεια και είπα να τους ακολουθήσω διακριτικά, να δω που θα καταλήξουν.
                Κάποιες στιγμές σταματούσαν να ξεκουραστούν. Ανταγωνιζόταν ποιος βαριανάσαινε περισσότερο. Έκαναν πως κοιτούσαν στις βιτρίνες, αλλά όταν κοντοσταθήκαν σε ένα κατάστημα με είδη γυμναστηρίου προδοθήκαν. Μόλις η γυναίκα έβρισκε τις δυνάμεις της συνέχιζαν. Αναρωτήθηκα εάν πήγαιναν σε κάποιον γνωστό τους, κάποιον με χειρότερη υγεία από αυτούς. Τι σύνταξη να είχαν και τι ιατροφαρμακευτική κάλυψη; Παιδιά, εγγόνια; Είχαν φύγει και τους άφησαν πίσω στο κατακαλόκαιρο; Έφτασαν έξω από ένα από αυτά τα υπερμεγέθη αρτοζαχαροπλαστεία – καφετερίες, οπού αδυνατώ να κατανοήσω πως βγάζουν τα έξοδα τους. Είχα προσπαθήσει να κάνω ένα πρόχειρο υπολογισμό. Έξι χιλιάδες το νοίκι ανά μήνα, τριακόσια τουλάχιστον ευρώ ΟΑΕΕ, ρεύμα δε θα θέλει ένα τετρακοσαριά, μισθοδοσία κανένα εξαχίλιαρο… Έβαζα, έβαζα… Έκανα μια πρόχειρη σούμα. Διαίρεσα με τις ήμερες του μήνα, έπειτα με μια μέση κατανάλωση λίγο πάνω από το κόστος ενός καφέ και μου βγήκαν διακόσιοι πελάτες τη μέρα. Έχουν τόσους με αντίστοιχο κατάστημα στα διακόσια μέτρα, χώρια οι μπουγάτσες που υπάρχουν τριγύρω; Δεν ξέρω, ίσως το έχω σκεφτεί λάθος.
                Εκείνοι σταμάτησαν, τον βοήθησε να καθίσει, τον χάιδεψε στον ώμο από τον οποίο τον κρατούσε και μπήκε μέσα στο κατάστημα. Βγήκε με δυο κυπελλάκια παγωτό. Εκείνος της χαμογέλασε και πάρα τα τόσα μέτρα που είχαν διασχίσει και τους είχε βγει η ψυχή μέσα στην κάψα έμοιαζαν πιο ζωντανοί από οποιοδήποτε άλλο υπήρχε γύρω τους. Μου έφτιαξαν τη διάθεση και αποφάσισα να πάρω το λεωφορείο να κατεβώ στο κέντρο. Στη στάση περιμένοντας ήταν και ένα ζευγάρι που νεαρό δεν το έλεγες, ούτε όμως τους είχαν πάρει τα χρόνια. Μια δεκαετία πίσω θα είχαν υψηλό δείκτη κεφαλογυρίσματος και οι δυο. Τώρα κάποια περιττά κιλά από τη δουλειά γραφείου και τις μπύρες, κάτι οι γέννες, κάτι οι λοιπές δικαιολογίες που έχουμε όλοι, αλλοίωσαν εκείνη την εικόνα. Είχαν μια υπόκωφη λογομαχία, από αυτές που διεξάγονται σε δημόσιο χώρο, που θέλεις ο άλλος να το βουλώσει πρώτος, εσύ να μην υποχωρήσεις ποτέ. Που εάν διεξαγόταν στο σπίτι θα ούρλιαζαν, αλλά τώρα εν δήμω, φωνάζουν οι γκριμάτσες. Κάποιες κορώνες ξεφεύγουν. Οι γύρω το παίζουν αδιάφοροι, αυτοί κοιτούν εάν τους βλέπουν, παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν σαν να τους έχουν προγραμματίσει να μην σταματήσουν και το λεωφορείο μοιάζει να βρίσκεται μια αιωνιότητα από την άφιξη του. Οι διαφωνίες πήγαζαν από την οικονομική κρίση.
                Ξαφνικά εκείνης της ξέφυγε λίγο πιο έντονα η φράση είμαι τριάντα έξι ετών. Εκείνος έκανε μια παύση. Έσκυψε και κοίταζε το πεζοδρόμιο σαν να σκεπτόταν κάτι. Η γυναίκα σάστισε και έμοιαζε να περιμένει. Αυτός κοιτούσε τα παπούτσια του, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κουνηθεί. Το νούμερο τρία είχε έρθει και οι περισσότεροι επιβιβάστηκαν και έφυγαν. Είχα μείνει μαζί τους, λίγο πιο πίσω από εκείνους. Αυτός σήκωσε το βλέμμα και της ζήτησε συγγνώμη. Έχεις δίκιο είπε, εσύ είσαι τριάντα έξι και εγώ σαράντα δυο. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο με στενοχώριες, πρόσθεσε και την παρακάλεσε να επιστρέψουν στο σπίτι τους, τονίζοντας με νόημα τις τελευταίες λέξεις. Έφυγαν σχεδόν τρέχοντας και μετά από δυο ευτυχισμένα ζευγάρια αποφάσισα να πάρω ταξί. Ο τύπος έκανε σαν να κέρδισε τζακ ποτ. Φίλε, μου είπε, μόνο όποιος έχει μανά και αδελφό στο νοσοκομείο παίρνει ταξί σήμερα. Αδελφέ στο ταξί είμαι και η μανά μας είναι καλά του απάντησα από μέσα μου στο ίδιο λαϊκίζον μοτίβο.  Όμως δεν του αποκρίθηκα,  μόνο έγνεψα καταφατικά για να μην χαλάσω το κέφι σε κανένα από τους δυο μας. Αφού αρχίσαμε να τσουλάμε στα δεξιά του δρόμου, γλύφοντας τα πεζοδρόμια, βρίζοντας όσους είχαν διπλοπαρκάρει για να πληρώσουν το κινητό τους, για τσιγάρα και λοιπές σοβαρές προφάσεις, κάνοντας σφήνες στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας για την αποφυγή των εμποδίων αυτών και βρίζοντας συγχρόνως τα θύματα μας, ξεμπερδέψαμε με τη κουβέντα του καυτού καιρού και περάσαμε στις καυτές γυναίκες.
                Άρχισε να μου μιλά για μεθυσμένα κοριτσάκια που μπορείς να τα κανείς ότι θέλεις, για γονείς που δεν τα προσέχουν, για ανθρώπους έτοιμους να τα εκμεταλλευτούν… Είμαι πεπεισμένος ότι τα προβλήματα της χώρας μπορούν άνετα να λυθούν από τους ταξιτζήδες και τις κομμώτριες. Λίγο πιο κάτω στην κατάταξη μου είναι οι καφενόβιοι και οι τηλεπαρουσιαστές. Μετά από τόση ευτυχία θα έπρεπε να προκαλέσω την τύχη μου και έτσι τον ρώτησα εάν αυτός έχει εκμεταλλευτεί κανένα από αυτά. Μόνο που δεν βγήκε το πόδι του από το πάτωμα φρενάροντας. Τι λες ρε φιλαράκι, είπε, για ποιον με πέρασες; Είχα εμπειρία από ταξιτζή που μου διηγούταν ερωτικές περιπτύξεις με πελάτισσες εν ώρα εργασίας, αλλά δεν είχα τέτοια πρόθεση, του είπα, ούτε ήθελα να μου εκμυστηρευτεί τα προσωπικά του. Αλλού το πήγαινα. Στην ηλικία αυτών των παιδιών και εμείς με τις ορμόνες σκεπτόμασταν, αλλά τώρα δεν θέλουμε να συγχωρέσουμε τίποτε. Ποιος λοιπόν φταίει πιο πολύ, αυτός που μέθυσε στα δεκαέξι ή αυτός που τον εκμεταλλεύεται; Οι γονείς, μου λέει, που το αφήνουν να βγουν… Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά για να ζήσουν μονά τους, απαντώ. Εάν δεν τα αφήσεις πως θα ξέρεις εάν τα καταφέρνουν; Τι σκέπτεται η κλωσά όταν το κλωσσόπουλο επιχειρεί να πετάξει την πρώτη φόρα;
                Σταματήσαμε στην αρχή της Τσάμικη, απέναντι από τη ΧΑΝΘ. Φίλε έχεις γούστο, είπε, εάν το ταξί ήταν δικό μου θα σου χάριζα τη κούρσα. Μην ανησυχείς τα παιδιά βρίσκουν το δρόμο τους, τους αποπροσανατολισμένους μεγάλους να φοβάσαι, είπα και άφησα δέκα ευρώ. Αυτή τη γύρα κερνάω ένα καφέ, άσε τα ρέστα. Χαιρέτησα και πήγα προς το κέντρο της πόλης. Κοιτούσα τα κλειστά καταστήματα, ειδικά στα στενά. Θυμήθηκα την πτώση του τείχους και την διάλυση της Σοβιετικής ένωσης. Η ιταλική μαφία, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, είχε μετακομίσει στην Γερμάνια για να αποφύγει τον νομό που είχε θεσπιστεί εναντίον της στην Ιταλία και «στεγαζόταν» σε πιτσαρίες και εστιατόρια. Με την πτώση των ανατολικών καθεστώτων πεταχτήκαν από τη Γερμάνια στη Ρωσία και αγόρασαν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, ειδικά μέσα στη Μόσχα, εδραίωσαν τους δεσμούς τους με την τοπική μαφία και έπιασαν δουλειά σε μια παρθένα τεραστία χώρα. Με την οικονομική κρίση ευκαιρίες δημιουργούνται και για τους νόμιμους και για τους παράνομους. Ειδικά για τους τελευταίους.
                Άνθρωποι θα οδηγηθούν στον γκρεμό και άνθρωποι θα επωφεληθούν από το κενό. Στη φυσική υπάρχει ο χωρόχρονος και στην οικονομία ο χρημαχρόνος. Σε κάθε περίπτωση σκοπός σου είναι να μείνεις μακριά από τις ελκτικές δυνάμεις των μαύρων οπών, διαφορετικά μαύρο φίδι που σε έφαγε. Κάποιοι ισορροπούν στις κορυφές και κάποιοι κατρακυλούν στις κοιλάδες. Εάν βρουν που να γαντζωθούν επιβιώνουν, διαφορετικά τέλος χρόνου. Πρέπει να βρουν νέα πιστά για να τους παίξουν. Οι δρόμοι, όπως είχε αρχίσει να δύει ο Ήλιος, σκοτείνιαζαν. Τα αυτοκίνητα είναι λιγοστά τέτοια εποχή και οι άδειες βιτρίνες είναι σαν κόγχες χωρίς μάτια. Μαύρες σπηλιές που ρούφηξαν ζωή, που έστυψαν τα όνειρα των διαχειριστών τους, τις ανάγκες των υπάλληλων τους και άφησαν τα κουφάρια των επαγγελματικών σχεδίων να πουν το πικρό τους τραγούδι. Κάτω από τις πόρτες οι φάκελοι με τους λογαριασμούς χαιρετίζονται με τα διαφημιστικά, κυλιούνται στην σκόνη σαν ξαναμμένοι θερινοί εραστές στην άμμο, ξεδιάντροπα χλευάζοντας τους παραλήπτες τους, που τώρα πια θα παρακολουθούν τα μπάνια του υπολοίπου λαού από κάποια τηλεόραση. Ανάμεσα στο σκοτάδι ένα φως σαν πυγολαμπίδας, ένα ασπριδερό, ασθενές φως να δίνει το μήνυμα της ζωικής αντίστασης. Πλησίασα πιο κοντά. Δεν είχε την ένταση της ζωής, μάλλον ο ρόγχος του μελλοθάνατου. Ένα ανθοπωλείο, οπού από την πόρτα εισόδου έμπαινε μια μπαλαντέζα που χανόταν κάπου στο βάθος και το μόνο φως που άναβε ήταν από γκαζολάμπα για κάμπινγκ. Εάν ζητήσω ελληνικό καφέ θα πέσουμε στο σκοτάδι συλλογίστηκα. Του ζήτησα ένα μπουκέτο λευκά χρυσάνθεμα. Η ψευδοροφή είχε χάσει τα περισσότερα σποτάκια, τα ψυγεία ήταν σχεδόν άδεια. Μου ζήτησε ένα ποσό που μάλλον θα αφορούσε αγορά από ορχιδέες. Τα είχε τυλίξει με τρόπο που μου θύμισε την εποχή που συνόδευα την μητέρα μου στη Μοδιανο να αγοράσει ψάρια και έφυγα χωρίς να πάρω ποτέ απόδειξη.
                Η θλίψη δεν τον άφηνε να μιλήσει, ευχαριστώ δε άκουσα ποτέ, η μελαγχολία είχε κάτσει σαν αποκαΐδια στην ψυχή του κολλώντας πάνω της σαν τη σταχτή μετά τη βροχή. Μια θάλασσα με μαύρα βότσαλα απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου, άγρια με κύματα που σου έβγαζαν τη γλώσσα και σε προκαλούσαν. Δεν μπορούσες να προσδιορίσεις ποσό βαθιά είναι τα νερά, δεν ήξερες εάν από κάτω έχει βράχους. Ήξερες μόνο ότι έπρεπε να τη διασχίσεις, έπρεπε να γυρίσεις στην προσωπική σου Ιθάκη. Αντιθέτως αυτός έμοιαζε να προσμένει τον Αχέροντα. Οπού γης πατρίς και εδώ στα γόνιμα εδάφη της Μακεδονίας έχουν απομείνει μόνο στερεότυπα του παρελθόντος που οι κάτοικοι προσπαθούν να διατηρήσουν στη ζωή αναπλάθοντας μέσα στο μυαλό τους ένα ένδοξο κατά αυτούς παρελθόν. Ερωτική πόλη ο ένας, φτωχομάνα ο άλλος, συμπρωτεύουσα ο τάδε…  Φυτεύουν τα όνειρα τους, τα μπολιάζουν με τις επιτυχημένες ρύμες του παρελθόντος και περιμένουν να ζήσουν από τους χυμούς τους την ευτυχία σαν αναδυομένη ανάμνηση. Ένα φυσικό ναρκωτικό, από όραμα σε ονείρωξη. Όταν ξυπνάς σε πνιγεί το παρόν, σε απωθούν οι άλλοι που δεν καταλαβαίνουν και ψάχνεις να ξαναϋφάνεις το πέπλο που σου έκλεινε γλύκα τα μάτια. Έπρεπε να βγω από το στενό της παραίτησης και της μιζέριας. Έπρεπε να βγω στο φως. Εδώ θα χρειαστούν ένα Προμηθέα, κάποιον να τους φέρει το σπόρο της ελπίδας.
                Πηρά τα λουλούδια, περπάτησα τη Τσιμισκη και λίγο πριν φτάσω στο Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο αγόρασα από ένα περίπτερο χαρτί και στυλό. Ύστερα έγραψα ένα σημείωμα που το άφησα στις σκάλες του κτιρίου μαζί με τα λουλούδια, αναφέροντας ότι εδώ κείται ο Προμηθέας. Συνέχισα με ένα υστερόγραφο οπού δήλωνα ότι καμιά αρχή της πόλης δεν μπόρεσε να τον αναστήσει, ούτε αυτή που κατά επάγγελμα διατείνεται την δυνατότητα αυτή. Φαρισαίοι οι μελλοθάνατοι σας χαιρετούν. Υπέγραψα, ο ανθοπώλης. Γύρισα προς τα πίσω και έβλεπα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, όχι σαν τίτλους, σαν στυλ, το λεϊουτ. Αυτό είναι δάνειο από Repubblica και το άλλο από Corriere della Sera, γενικά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας είναι «αλωμένα» από τους Ιταλούς,. Θυμήθηκα τον Κοσκωτα και τη μόνη δίκη που κέρδισε, αυτή για τις 24ωρες που είχε αντιγράψει τη USA Today. Βρίσκομαι σε μια πόλη που ανθεί η γραφιστική τέχνη και παρακολουθώ τους μεγάλους να ψαρεύουν από τις κόπιες. Λίγο πιο εκεί μια παρέα μιλούσε έξω από ένα μαγαζί με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ο προφανής μαγαζάτορας εκμυστηρευόταν στους φίλους του ότι για να βρει ανταγωνιστικές τιμές ψώνιζε από το Amazon. Έλα, όμως, που η οθόνη που είχε πουλήσει είχε εγγύηση καμένων pixel και αποδείχτηκε κατώτερη της περίστασης. Έτσι αυτός για να είναι αξιόπιστος έναντι του πελάτη έπρεπε να πάρει την οθόνη και να τη στείλει πίσω. Κατά αυτό τον τρόπο , βέβαια, θα επιβαρυνόταν από τα ταχυδρομικά τέλη και θα εξανεμιζόταν το κέρδος του. Τον πουλάς το πελάτη ή δεν τον πουλάς; Εμπορικό ρίσκο, όποιος δεν το θέλει γίνεται υπάλληλος. Οι υπόλοιποι ζουν με τις συνέπειες των πράξεων τους.
                Μπήκα σε μια αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών να ψάξω για μίξερ. Είχα κάνει μια «έρευνα αγοράς» στο ιντερνέτ, οπού συγκεκριμένη μάρκα συνόδευε τα προϊόντα της με πέντε χρόνια εγγύηση. Στο κατάστημα που βρισκόμουν την ιδία αυτή εγγύηση την πουλούσαν τέσσερα ευρώ το έτος. Αυτά έχουν οι παράλληλες εισαγωγές. Αγοράζεις και εάν σου κάτσει η στραβή θα τα φτύσεις τα λεφτά που έδωσες σαν μασημένο καπνό. Δεν είναι άμοιρες ευθυνών οι αντιπροσωπείες, αλλά η τιμή δεν μπορεί να ισοπεδώνει τα πάντα. Ένιωσα υπογλυκαιμία από τόση έντονη σκέψη και βγήκα να πάρω ένα μπουκάλι νερό και ένα παστέλι από ένα σουπερμάρκετ. Διάλεξα ένα φτηνό και κοίταξα την ετικέτα. Μέλι με σουσάμι έγραφε στη περιγραφή, όπως όλα του είδους. Το δάγκωνες, όμως και ανακάλυπτες ότι είναι πεπιεσμένο σουσάμι με επικάλυψη μείγματος μελιού και γλυκόζης. Αγοράζουμε, πολλές φορές πράγματα κατώτερα των περιστάσεων και των απαιτήσεων μας, μόνο και μόνο για να καλύψουμε υποτιθέμενες ανάγκες μας και δεν αισθανόμαστε ποτέ την υποχρέωση να περιφρουρήσουμε τα χρήματα μας και τους υγιείς επιχειρηματίες. Το ακριβό δεν είναι πάντα ακριβό, ούτε το φθηνό πάντα φθηνό.
                Πολλοί από αυτούς που έκλεισαν, είχαν αποτύχει σε διάφορα στάδια του επιχειρείν. Δυστυχώς η αποτυχία τους διαχέεται εύκολα , ενώ αντίθετα η επιτυχία τους δεν ήταν το ίδιο γαλαντόμος, κάτι η εισφοροδιαφυγή, κάτι η φοροδιαφυγή, κάτι τα φέσια... Το να κατηγορεί όμως ο ένας τον άλλο συνεχώς είναι σαν ένα ζευγάρι παντρεμένων που ξέρει ότι για διαφόρους λογούς δεν μπορούν να προβούν σε διαζύγιο, όμως αλληλοκατηγορούνται όλη μέρα. Όσο μπορεί να βρει ένα ζευγάρι ποιο μέλος του έχει το ηθικό ή υλικό  πλεονέκτημα στην σχέση τους, άλλο τόσο μπορεί να βρεθεί αυτό σε μια μακροχρόνια σχέση εργαζομένου εργοδότη ή κοινωνικών ομάδων. Εξαπατούσαμε ο ένας τον άλλο και αυτό εξακολουθούμε να κάνουμε αρνούμενοι να δεχτούμε την πατρότητα των πράξεων μας.
                Στην παραλία περπατούσαν ζευγάρια πιασμένα χέρι με χέρι, οικογένειες με παιδιά, ποδηλάτες, τουρίστες. Θα μπορούσε να είναι εικόνα ξεγνοιασιάς, μιας άλλης εποχής, αλλά στα αριστερά μου καθώς κατευθυνόμουν ανατολικά προς το Λευκό Πύργο, έβλεπα τα άλλοτε κραταιά μαγαζιά να έχουν υποστεί απώλειες στην πελατεία τους, τόσες ώστε αρκετά να έχουν κλείσει. Όλοι κάποια στιγμή έρχονται αντιμέτωποι με τις υπερβολές τους. Έξω από το Βασιλικό Θέατρο βρισκόταν μια παρέα με κιθάρες καθισμένοι στο γρασίδι, δίπλα άλλοι που έκαναν γιόγκα, κόσμος που τους παρακολουθούσε και τους ενθάρρυνε. Μερικά μέτρα πιο κάτω ένα ζευγάρι έβγαζε φωτογραφίες γάμου. Οι μουσικοί σηκώθηκαν, πήγαν γύρω από το ζευγάρι και συνέχισαν να παίζουν. Το γλέντι μεγάλωνε και σε λίγο γύρω από το άγαλμα του Μεγάλου Αλέξανδρου στήθηκε πανηγύρι. Πλησίασαν οι καντίνες, άρπαξε φωτιά ο τόπος, γέμισε μυρωδιές, χάρη στα τηλέφωνα ο κόσμος συνεχώς συνωστιζόταν. Το ζευγάρι αναγκασμένο να αποχωρήσει έκανε μια υπόκλιση, δέχτηκε το χειροκρότημα και τις ευχές και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του. Ένα μικρό αγοράκι ρώτησε τον παππού του τι έγινε και αυτός του απάντησε ότι πρέπει να παντρεύεις τα φαινομενικά αταίριαστα για να φτιάχνεις τα μεγάλα.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Κανιβαλισμός


Κατεβαίνεις από Δερβένι προς Λαγκαδά. Στο φανάρι πρέπει να στρίψεις αριστερά προς το εργοστάσιο της ΑΓΝΟ. Η διάρκεια του κόκκινου είναι σαράντα δευτερόλεπτα. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν γνώστες του δρόμου, που στρίβουν δεξιά προς Λαγήνα, διανύουν μερικά μέτρα και κάνουν ανάστροφη για να προλάβουν το φανάρι εκείνης της πλευράς με πράσινο και να γλιτώσουν αυτά τα σαράντα δευτερόλεπτα ακινησίας. Παρανομία με κέρδος σαράντα δευτερόλεπτα. Εάν ρωτηθούν οι διαπράττοντες για το επουσιώδες έγκλημα τους κανείς εξ αυτών δεν θα γνωρίζει πόσο μηδαμινό είναι το κέρδος, όλοι τους όμως θα είναι πεπεισμένοι ότι επέλεξαν την ευφυέστερη οδό και θα μεμψιμοιρούν τα κορόιδα που περιμένουν καρτερικά, όσο εκείνοι πορεύονται ανενόχλητοι προς την δουλειά τους και φυσικά δεν θεωρούν την πράξη τους αυτή αξιόποινη.
Χθες στην διασταύρωση Καππαδοκίας με Μεγ. Αλέξανδρου στην Κηφισιά Θεσσαλονίκης συγκρούστηκαν δυο οχήματα, καθώς ένας εξ’ αυτών παραβίασε το ΣΤΟΠ. Δυο ώρες αργότερα Ζηργάνου και Μεγ. Αλέξανδρου αλλά δυο οχήματα είχαν της ίδιας φύσεως ατύχημα. Σύμπτωση; Αμέλεια; Ανικανότητα; Κάρμα; Στις επτά το πρωί στον περιφερειακό όχημα της Θεσσαλονίκης ένα όχημα κινείται με ενενήντα χιλιόμετρα στην ακραία αριστερή λωρίδα με όλο τον υπόλοιπο δρόμο κενό. Όταν τον προσπερνούν από δεξιά ταράζεται και μετά από ώρα ξεκίνα μια αργόσυρτη πορεία προς τα δεξιά την όποια ποτέ δεν ολοκληρώνει καταλαμβάνοντας τις δυο από τις τρεις λωρίδες και έχοντας φτάσει δίπλα σε ένα φορτηγό, επί της ουσίας έχει μπλοκάρει όλο το δρόμο. Του έρχεται και μια ανηφόρα και για να εξοικονομήσει όσο ποιο πολύ καύσιμο μπορεί, δεν αλλάζει ταχύτητα και συνεχίζει ακόμη πιο αργά να παλινδρομεί ανάμεσα στις δυο λωρίδες αποφασίζοντας τελικά να μείνει στην μεσαία και έχοντας σχηματίσει μια ουρά δεκάδων οχημάτων πίσω του. Σεβασμός; Γνώσεις; Κοινωνικές (και οδικές) συμβάσεις;
Μαζεύονται τα ερωτηματικά από την καθημερινή συμπεριφορά των συνάνθρωπων μας και στην αρχή απορείς, έπειτα θλίβεσαι και μετά αντιδράς. Προσπαθείς να ψυχολογήσεις αυτόν που έχεις απέναντι σου, να κατανοήσεις τις ενέργειες του και να προβλέψεις τις αντιδράσεις του. Δρας προνοητικά, θεωρώντας όσους σε περιστοιχίζουν σαν εν δυνάμει τρελούς, αναξιόπιστους, βραδύνους ή βαρβάρους. Προσπαθείς να χωθείς όταν σου χώνονται στο δρόμο, προσπαθείς να υπερασπίσεις μια θέση στη σειρά σαν να είναι το υπέρτατο αγαθό, δεν αναγνωρίζεις προτεραιότητες, δεν αισθάνεσαι υπόλογος πουθενά. Αργότερα απορείς που οδηγείται η πατρίς, που πήγε ο παλιός σεβασμός, που είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, η ευπρέπεια, η ευγένεια. Νιώθεις μονός, αποκομμένος, ευάλωτος. Ταμπουρώνεσαι, αμύνεσαι, γίνεσαι ακόμη πιο καχύποπτος και περισσότερο αντιδραστικός. Αυξάνεται το άγχος σου, δυσπιστείς, αποτροπιάζεις.
Κάποιοι ρίχνουν το φταίξιμο στους άλλους, αυτοί είναι πάντα σωστοί. Άλλοι αναγνωρίζουν ότι έχουν μερίδιο ευθύνης, αλλά είναι σχετικά μικρό, το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στους άλλους. Υπάρχουν αυτοί που τα ρίχνουν όλα στην άτιμη την κοινωνία ή στο κράτος. Βρίσκεται και μια μειονότητα που προσπαθεί να δραπετεύσει από το φαύλο κύκλο της απαξίωσης, που αναγνωρίζει το πρόβλημα ως έλλειμμα παιδείας. Που μπορεί να διακρίνει ότι εάν συμπεριφέρεσαι στον άλλο σαν να είναι κάτι, πχ. ηλίθιος, τότε έχεις περισσότερες πιθανότητες να εισπράξεις αυτού του είδους τη συμπεριφορά. Όταν θεωρείς κάποιον επικίνδυνο είναι σχεδόν βέβαιο ότι η δίκη σου συμπεριφορά στο τέλος θα τον καταστήσει τέτοιο.
Ας σκεφτούμε ποια ήταν η Ελληνική Αστυνομία πριν από τριάντα χρόνια και ας την συγκρίνουμε με τη σημερινή. Ας αναρωτηθούμε σε αυτές τις γενιές ένστολων πως πέρασε αυτή η αλλαγή, πως άλλαξε η στελέχωση της, πως της συμπεριφέρθηκε το κράτος και πως της συμπεριφέρονται οι πολίτες. Τέλος ας πιάσουμε το νήμα της από την αρχή. Η αστυνομία είναι η πρώτη γραμμή δικαιοσύνης απέναντι στο έγκλημα και η πρώτη γραμμή αποτροπής του, εκτός από καταστολής του. Μήπως η κοινωνία αυτά τα τελευταία χρόνια έχει άρει την αποστολή της αποτροπής από την αστυνομία; Μήπως ψάχνοντας, δικαίως στην αρχή της μεταπολίτευσης, περισσότερη ελευθερία πετάξαμε στα άχρηστα ένα κομμάτι λειτουργίας της αστυνομίας μας; Πως θα αισθανόσασταν εσείς ως αστυνομικοί σε αυτή τη χώρα; Μήπως η κοινωνία οδήγησε αστυνομικούς στην Χρυσή Αυγή;
Υπάρχει στο υπουργείο Δικαιοσύνης (και αμύνης και εξωτερικών) εσωτερική έρευνα ποιοι ένστολοι (και λοιποί υπάλληλοι) είναι εάν όχι μέλη, έστω συμπαθούντες της Χρυσής Αυγής; Πως αντιλαμβάνονται αυτή τη συμπάθεια και πως την διαχειρίζονται; Για ποιους λογούς οδηγηθήκαν σε αυτή; Ποια είναι τα κοινωνιολογικά τους χαρακτηριστικά; Με ποιο τρόπο η κεντρική εξουσία αντιλαμβάνεται αυτή τη πολιτική τους τοποθέτηση; Ως εσωτερικούς εχθρούς; Ως συμμάχους; Ως αποκλίσεις; Έχει σχέδιο διαχείρισης; Δεδομένου του παρελθόντος του ελληνικού κράτους και της προνοητικότητας που αυτό επιδεικνύει θα καταφύγω σε μια δίκη μου πρόβλεψη. Δεν έχει κανένα σχέδιο και δεν έχει καμιά πρόθεση να φτιάξει ένα. Ούτε στον υποθάλαμο ενός εκ των πολιτικών μας δεν υπάρχει τέτοια υποψία. Εάν βρεθεί ένας υπάλληλος που θα αντιληφτεί αυτό το κίνδυνο θα αναζητήσει μέσα από γνωστούς του ένα τέτοιο σχέδιο αντίστοιχης υπηρεσίας από άλλη χώρα, πχ. σε συνέδριο καταπολέμησης του εμπορίου ναρκωτικών ένας ανώτερος τελωνειακός παραλαμβάνει το αντίστοιχο σχέδιο από γάλλο συνάδελφο του, το οποίο προωθεί στους πολιτικούς του προϊστάμενους και αυτοί εάν οι πολιτικές καταστάσεις το ευνοούν το παρουσιάζουν σαν την έμπνευση της στιγμής. Δηλαδή το γνωστό ελληνικό στίγμα: φιλότιμο, καιροσκοπισμός και συμπτώσεις. Ένα από τα τρία να λείπει ο βασιλιάς θα μείνει γυμνός. Φυσικά από το copy paste και τη μετάφραση στα ελληνικά το σχέδιο θα είναι για κλάματα. Εάν το πασπαλίσεις και με πολιτικές ζυμώσεις, κάτι αριστερίζουσες εγγυήσεις και δεξιές τύψεις θα βγει της στραβής μαμής το μαϊμουδάκι.
Ναζισμός, φασισμός, φανατισμός και οτιδήποτε άλλο σε –σιμός, εκτός του κανιβαλισμός, οφείλετε σε παρανόηση των δεδομένων και σε μονοδρόμηση της σκέψης. Εάν τα βάλεις όλα κάτω από ένα μεγεθυντικό φακό, εάν τα αποσυνδέσεις από περιρρέουσες καταστάσεις, εύκολα καθοδηγείς τα αισθήματα του άλλου, ειδικότερα μπολιάζοντας φόβο. Τα περισσότερα εγκλήματα στην Ελλάδα που διαπράττονται από αλλοδαπούς έχουν θύματα αλλοδαπούς. Στα υπόλοιπα, ως επί το πλείστον, αρχηγικές μορφές είναι Έλληνες. Οι αλλοδαποί είναι απλοί συνεργοί. Είναι καταπληκτικό να ακούει κανείς τον κο Σαμαρά να αναφέρετε στη μεταναστευτική πολιτική  και να μη θυμηθεί την εποχή που ήταν Υπουργός Εξωτερικών και τη διαχείριση του κατά την πτώση που Αλβανικού καθεστώτος της εποχής. Ή το ΠΑΣΟΚ με το ΓΑΠ υπουργό εξωτερικών επί πολλά έτη και αλλά λαμπρά δείγματα προγραμματισμού και διευθέτησης των μεταναστευτικών θεμάτων που διετέλεσαν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ούτε η παρουσία ακροδεξιών στοιχείων στην Αστυνομία προκαλεί κατάπληξη, που δυστυχώς για το ΚΚΕ, δεν συνδέεται πλέον με το δικό του ηρωικό παρελθόν, ούτε η ανικανότητα των πολιτικών μας να διαχειριστούν το μέλλον και να το προδιαγράψουν. Η κοινωνία μας με τις ελλείψεις της οδηγεί στο φασισμό. Ποια κοινωνιολογική μελέτη έχουμε εφαρμόσει για τα μέλη της Ακροδεξιάς, ποια μέτρα και ποιες πολιτικές; Καμιά. Τους είχαμε για γραφικούς, ολίγους και περιθωριακούς και τώρα τους βάλαμε στην κεντρική σκηνή. Ποιοι αγόραζαν τηλεοπτικό χρόνο για τον Καρατζαφερη και τώρα τον εξοβέλισαν; Που κινηθήκαν οι ψηφοφόροι του; Πως φούσκωσαν τόσο γρήγορα οι λοιπές δυνάμεις της δεξιάς του facebook και μαζί και η ακροδεξιά; Πως βρήκαν χρόνο στις τηλεοράσεις, οπού το κόστος «παίζει» στο δευτερόλεπτο.
Ας υποθέσουμε ότι κάποιες σκοτεινές δυνάμεις επεξεργάζονται σχεδία πίσω από την πλάτη μας και τους προωθούν. Εμείς γιατί καταναλώνουμε; Γιατί υπάρχουν παρανοημένοι που πιστεύουν ότι οι Ακροδεξιοί είναι η σύγχρονη μορφή του προσκοπισμού; Γιατί υπάρχουν ευπατρίδεις που πιστεύουν συνεχώς ότι κινδυνεύουμε και ότι οι άλλοι μας επιβουλεύονται; Μήπως έχουμε αγαστή συμπεριφορά έναντι κάποιων από τους γείτονες μας; Ποια γνώμη πιστεύετε ότι έχουν για εμάς στα βαλκάνια και ποια έχουν πραγματικά; Εάν δεν απαντούμε στα ερωτήματα που οδηγούν στα άκρα, εάν αφήνουμε τις παρανοήσεις άλυτες να συσσωρεύονται και άλλους να καλλιεργούν πάνω σε αυτές τις πολιτικές και τις επιχειρηματικές τους καριέρες ο ναζισμός θα είναι μόνο η ευχάριστη αρχή. Ο κανιβαλισμός θα είναι προ των πυλών.

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Νέες τιμές ΟΤΕ


Βλέποντας αυτή τη διαφήμιση του ΟΤΕ για τις νέες τιμές, η όποια έχει στην αρχή έναν «ώριμο» έφηβο μηχανόβιο, που το γεγονός των «εκπτώσεων» του ΟΤΕ του προκαλεί ένα ευφορικό κύμα οραμάτων με καλλίγραμμες νεαρές να λικνίζονται εκστασιασμένες σε λάτιν ρυθμούς, μου δημιουργεί ένα αντίστοιχο κύμα σκέψεων πολιτισμικού χαρακτήρα, που περιαυτολογώντας α λα Χατζηνικολάου (π.χ.) θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Κανονικά θα έπρεπε να έχετε διακόψει ήδη την ανάγνωση μετά από το άνωθεν, αλλά για όσους έχουν την περίεργα και το σθένος, αλλά και την έλλειψη της αξιοπρεπείας, ας με ακολουθούσουν στη δαντική μου κατάβαση στα προσωπικά μου στερεότυπα, που αυτοψυχολογουμένος σας παραθέτω. Άσε, που έτσι διατυπωμένο με τις έτοιμες «δημοσιογραφικές» αυτοπεριγραφικές εκφράσεις δίνεις και μια a priori  άφεση αμαρτιών στον εαυτό σου, προβάλλοντας την άποψη σαν αντικειμενική και καθολικά αποδεκτή αλήθεια ή στην χειρότερη των περιπτώσεων σαν την άποψη της μάζας ή ακόμη την άποψη τρίτης αδιευκρίνιστης οντότητας. Το κοινό διαλέγει από το multiply choice ότι τράβα η ψυχή του και έτσι έχεις πουλήσει σε όλους. Και όταν λέω όλους εννοώ, ΟΛΟΥΣ.
Ο τύπος του άνδρα που παρουσιάζεται είναι σαν Photoshop του νεαρού Μπραντο στο Έλληνας φαλακρός πουροτινεϊτζερ; Θα συγκινήσει ως αντρικό πρότυπο; Θα θέλξει το γυναίκειο κοινό; Ποιο είναι το ηλικιακό ταργκετ γκρουπ του ΟΤΕ στη συγκεκριμένη διαφήμιση; Είναι άνω των σαράντα; Μήπως αντιπροσωπεύει μια ενδόμυχη εικόνα που κάθε σαράντα βαλε άνδρας έχει για τον εαυτό του; Είναι τα όνειρο των γυναικών που συμπορεύονται με αυτής της ηλικίας άντρες; Δύσκολο αυτό. Εάν ήμουν σαραντάρα θα έβλεπα οράματα με ξεβράκωτα ανδράκια μεταξύ είκοσι ένα με είκοσι πέντε. Γιατί να χαραμίσω τα όνειρα μου για το μπαγιάτικο; Άρα άνδρες είναι ο στόχος. Άνω των σαράντα. Με γούστο στα μώρα - γυναίκες. Ανέραστοι, οφθαλμολατρες, καταπιεσμένοι, εξου και το μηχανόβιο στυλ, στο α λα Harley Davison – νεογιαπι – ρέμπελο εισοδηματίας στυλ. Δηλαδή το όνειρο του κάθε υπέρβαρου υπαλληλίσκου εργαζομένου. Ψευτοπαιδαράς, ψευτονέος, ψευτογκόμενος. Δηλαδή στο Ελληνικό σπίτι κουμάντο κάνει η γυναίκα, αλλά εκτός του τηλεκοντρόλ ο άνδρας ασχολείται και με τις επικοινωνιακές ανάγκες, είναι ο γκατζετακιας. Εκεί βγάζει το άχτι του καλή μου, που τον σέρνεις στις βιτρίνες και στις προσφορές.
Εντάξει τον άντρα τον ψιλοκεντράραμε. Τώρα autofocus στα κοριτσάκια. Καταρχάς ξεφύγαμε από τα τσιφτετέλια. Άρα περνάμε στη Δύση. Τώρα με τη κρίση; Τώρα που όλοι πάνε ανατολικά, εμείς ουραγοί της πράξης, γείραμε δυτικά; Θα τους τη βγούμε σαν το Χριστόφορο Κολόμβο; Είμαστε με τα καλά μας; Είναι στρατηγική κίνηση ή χάσαμε τη πυξίδα; Μάλλον δεν έχει τόσο βαθυστόχαστο γεωστρατηγικό χαρακτήρα. Καλοκαίρι μυρίζει, το παλιό τσιφτετέλι χαρακτήρα μας θέλουμε, λόγω κρίσης, να αφήσουμε πίσω μας, κάτι τα ταλεντ σόου, χτυπάς το σεϊκερ και να σου ο λάτιν χορός σου. Το στερεότυπο του άντρα που σκέπτεται με το λάθος κεφάλι είναι τόσο διαδεδομένο, που η διαφήμιση κλείνει πονηρά το μάτι και στις γυναίκες. Μωράκι τον έχεις στο χέρι, του πηρές το μυαλό, του λήστεψες τα όνειρα, του έχεις κάνει κατάληψη. Τώρα γυρνά στο χορό να αποτελειώσεις το έρμαιο της γοητείας σου. Ρε μας την βγήκε ο ΟΤΕ ανάποδα. Θέλεις καλή μου το πάνω χέρι και νομίζεις ότι το κορμί σου δεν τα καταφέρνει; Ονειρεύεσαι και τη νιότη σου, που έσερνες καραβιά πίσω σου; Πιστεύεις ότι ακόμη μπορείς; Είσαι μονό μια δίαιτα μακριά; Λικνίσου και άφησε τον να διαλέξει ΟΤΕ. Μαζί παίρνει και εσένα. Σαν χάπι, σαν υπνωτικό. Είσαι το ορμονικό του ναρκωτικό.
Γιατί τι είναι τα ζευγάρια; Η συνένοχη, τα όνειρα που συναντιούνται στο κρεβάτι, τα καταχωνιασμένα απωθημένα, η παραίτηση από την απαίτηση, το να μπορείς να ξεκινήσεις από την άκρη του κόσμου να περάσεις στην άλλη και πάντα να επιστρέφεις στη κοιλιά που έφτιαξες, στο σπίτι σου, όχι σαν κτίσμα, αλλά σαν έννοια, σαν τη μήτρα που σε περιέχει. Και αυτό ο τίμιος διαφημιστής το καπηλεύεται για να το ξαναγοράσεις σε πρόγραμμα τηλέφωνου, που πάντα παρουσιάζεται ως «αχαστη» ευκαιρία, και εσύ κινείς να αγοράσεις τον εαυτό σου, που δεν το έχεις βρει ακόμη, ξανά και ξανά, σε κάθε νέο «επαναστατικό» προϊόν.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Κυβέρνηση προσωπικοτήτων


Πρωθυπουργός: Μητσοτάκης Κυριάκος. Ευρείας αντίληψης και αποδοχής, αυτοδημιούργητος και αγαπητός στο λαό, νέος, γράφει στην τηλεόραση. Θα έβαζα την κα Αρβελερ, αλλά δε νομίζω να δεχόταν να εισέλθει σε μια εποχή χειρότερη του Βυζαντίου. Μη πολιτική εναλλακτική: Χριστοφορακος. Δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί να συνδιαλλάσσεται τόσο καλά με τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Αντιπρόεδρος κυβέρνησης: Πετσαλνικος. Ενωτικός, αμερόληπτος, δένει το παλιό, ακόμη και το αρχαίο, με το νέο, ακόμη και το μέλλον. Θα έβαζα και τον κο Αθανασόπουλο, αλλά δε νομίζω να δεχόταν μετά από αυτά που έζησε στη ΔΕΗ. Μη πολιτική εναλλακτική: Τραγκας, για την οργανωτική του ευγλωσσία.
Υπ. Παιδείας: Παπανδρέου Γεώργιος, για τι η ζωή κύκλους κάνει, για το ανοιχτό του μυαλό, με υφυπουργό αθλητισμού τον Καρατζαφερη, πρώην αθλητή και άσο των πολιτικών ακροβασιών. Θα έβαζα και τον κο Κριαρα, αλλά δε νομίζω να αποδεχόταν, δεν θα τον κατανοούσαν οι υπόλοιποι στην κυβέρνηση. Αντ’ αυτού Χρ. Γιανναράς (πολύ φοβάμαι με τις ίδιες συνέπειες). Μη πολιτική εναλλακτική:   Μανωλίδου, πανεπιστήμων και πολυπράγμων. Ο σύζυγος, που θα ήταν τέλειος για τη θέση, είναι όμως ενεργός  πολίτικος.
Υπ: Περιβάλλοντος & Ενεργείας: Βουλγαρακης. Γιατί γνωρίζει τα πάντα σχετικά με το περιβάλλον και μπορεί να το αξιοποιήσει όσο κανένας άλλος. Εναλλακτικά, Φωτόπουλος (συνδικαλιστής ΔΕΗ). Θα έβαζα τον κο Μαργαρη, αλλά δεν νομίζω να τον ήθελαν οι οικολόγοι. Μη πολιτική εναλλακτική: Ο σκηνοθέτης του έργου «Τα πούλια πεθαίνουν τραγουδώντας» (no comments).
Υπ. Υγείας: Θα κρατούσα τον κο Λομβερδο. Φαίνεται να κατανοεί πλήρως το αντικείμενο και ότι έχει κάνει έγινε αποδεκτό με επευφημίες από σύσσωμους τους γιατρούς. Θα έβαζα, θα έβαζα; Έχω κάτι κολλητούς και συγγενείς, αλλά δεν θέλω να φθηνύνει το πράγμα και το αφήνω στον έκαστου πρωθυπουργό. Μη πολιτική εναλλακτική: Οποιοσδήποτε Διευθύνων Σύμβουλος φαρμακευτικής εταιρείας θα κρατούσε καλύτερες ισορροπίες από ότι έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Υπ. Εμπορίου, Τουρισμού, Ναυτιλίας: Παπακωνσταντίνου Άμεμπτος, με το βλέμμα στο μέλλον, αδιάφθορος, επιτυχημένος, ψύχραιμος, γνώστης της αγοράς. Θα έβαζα τον κο Βαρουφακη, ας δούμε πως μπορεί να πραγματοποιήσει όσα ευαγγελίζεται. Μη πολιτική εναλλακτική:  Ο κος Aspis Ψωμιαδης, γιατί κατανοεί το σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον όσο κανένας άλλος (εναλλακτικές Κοντομηνας, Κόκκαλης, Μυτιληναίος, Γερμανός, Ραπτοπουλος -Express Service, κλπ.-τελειωμό δεν έχει η λίστα).
Υπ. Εσωτερικών: Μιχαλολιακος. Αυτόματη επιλογή. Κανείς δεν είναι πιο Έλληνας. Τσιπρας, αφού πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει την κοινωνία ας το κάνει. Μη πολιτική εναλλακτική: Παπαρήγα. Χρόνια στην πολιτική, αλλά μοιάζει τόσο αμέτοχη ώρες ώρες.
Υπ. Δικαιοσύνης: Βενιζέλος. Ακριβοδίκαιος, γνώστης του αντικείμενου, υπερκομματικός, ανιδιοτελής. Τον αρχηγό της αστυνομίας ηλεκτρονικού εγκλήματος. Μη πολιτική εναλλακτική: Γκλετσος. Θεματοφύλακας της λαϊκής σοφίας.
Υπ. Πολιτισμού:  Γερουλανος. Ήταν ο πιο διάφανος πολίτικος που πέρασε από το εν λόγω υπουργείο, ίσως για αυτό πολλοί τον κατηγορούν ότι δεν τον έβλεπαν. Έχει όλα τα φόντα να τα καταφέρει και στο καταργηθέν υπουργείο τουρισμού. Κρίμα, θα μπορούσε να φτάσει τον πήχη των προκάτοχων αυτής της θέσης. Παπαϊωάννου Δημήτρης. Μάλλον το κατέχει, και στο σήμερα, όχι σαν φολκλόρ. Μη πολιτική εναλλακτική:  Βίσση ή  Βανδή; O tempora! O mores!
Υπ. Αγροτικής Αναπ. : Έχουμε πληθώρα πολιτικών που συμπεριφέρονται σαν καλοί ποιμένες, αλλά ξεχωρίζει μακράν  ο Καρατζαφερης. Εάν ο πρωθυπουργός τον προτιμήσει για αυτή τη θέση στην υφυπουργού του αθλητισμού θα πρέπει να μπει ο Τάσος Μητρόπουλος, ένας πρώην ποδοσφαιριστής, οπού η μονή σωστή πάσα που έδινε ήταν προς τα πίσω, που προέταζε τα στήθη του στους αντίπαλους σαν κυματοθραύστης, που επιβίωσε επειδή ήταν παθιάρης και έπαιζε για τον Ολυμπιακό. Διαφορετικά ο κος Κουβελης, καθότι είναι αυτός που τη δεδομένη στιγμή προσπαθεί να μαζέψει τα ζωντανά μέσα. Ο δήμαρχος της Ποτάμιας Ελασσόνας. Μη πολιτική εναλλακτική: Ο Ζαφείρης Μέλας. Μετά την διαφήμιση της Vodafone οι αγρότες το επιθυμούν διακαώς.
Υπεύθυνος Τύπου: Ο Πρετεντερης. Διότι τη θέση την έχει ήδη.  Ο κος Βαξεβάνης. Διότι είναι στους αντίποδες του Πρετεντερη. Μη πολιτική εναλλακτική: Η Σταη (πρωινή ζώνη), η Τρεμη (μεσημεριανή ζώνη), ο Ευαγγελατος (βραδινή ζώνη), γιατί η κυβέρνηση αυτή θα παράγει τόσο έργο που η ενημέρωση θα πρέπει να είναι σαν την Άγια Τριάδα για να την καλύψει.
 Υπ. Εξωτερικών: Δριτσας, τρομερός στο να ιεραρχεί τις εθνικές προτεραιότητες (έξοδος από το ΝΑΤΟ, κλπ.), μαχητικός, διεθνιστής, ευρωπαϊστής; Σαββίδης Παντελής. Όσοι τον παρακολουθούν στην ΕΡΤ3 θα διαπίστωσαν ότι μάλλον γνωρίζει περισσότερα για τη θέση από όσους την κατείχαν. Μη πολιτική εναλλακτική: Παπαδημος. Θα λείπει έτσι και αλλιώς από τη χωρά, ας μας κάνει ένα θέλημα ανάμεσα στα μαθήματα στο Χάρβαρντ. Τον σέβονται και οι ξένοι. Τους υπόλοιπους τους φτύνουν μόλις τους δουν.
Υπ. Συγκοινωνιών: Τσουκατος. Υπήρξε από τους καλυτέρους μαθητές στα συγκοινωνούντα δοχεία. Κανείς άλλος δεν κατανόησε τις λεπτοφυείς ιδιότητες των τριχοειδών αγγείων χρήματος κοινωνίας. Άρης Σταθακης. Εάν διαβάσετε το βιογραφικό του καταντά αυταπόδεικτο. Μη πολιτική εναλλακτική:  Κουλουρης. Γιατί ξεχωρίζει από μακριά τα σήματα.
Υπ. Εργασίας: Αβραμόπουλος ή Σπηλιωτόπουλος. Εάν εφαρμόσουν όσα έδειξαν στο υπ. Τουρισμού σωθήκαμε. Θα τριπλασιαστούν οι αργίες. Θα τρώμε από κέτερινγκ. Δεν θα τα πω όλα. Το αφήνω πάνω τους. Αρκεί κάποιος που υπήρξε και εργαζόμενος και εργοδότης. Εργατοπατέρας να μην έκανε από την χούντα και μετά. Μη πολιτική εναλλακτική:  Τα αφεντικά της Ρικομεξ. Δεν θα θέλατε να δουλέψετε για αυτούς;
Τελευταίο, αλλά όχι σε σημασία. Guest Star και υπέρλαμπρο μάλιστα το ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ: Αλογοσκουφης. Τι να πρωτοπεί κανείς; Καλυτέρα να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή. Ο Χριστός(Οι αλλόθρησκοι, μπορούν να τον επικαλούνται με το όνομα της αρέσκειας τους). Πραγματικά χρειαζόμαστε κάποιον επιφανή στα θαύματα, που να μπορεί να πολλαπλασιάσει τα λίγα και να χορτάσει τους πολλούς. Μη πολιτική εναλλακτική:  ο γερολαδάς από το Χριστός ξανασταυρώνεται. Εάν συνεχίσουμε έτσι θα μας χρειαστεί.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Βόλτες

Πήγαινα με τον πατέρα μου να καταθέσουμε χρήματα σε ένα αυτόματο μηχάνημα έξω από την τράπεζα όταν, στην ηλικία των οκτώ ετών περίπου, του ζήτησα να μου δώσει το χέρι του για να του πω την μοίρα.
 -«Μπαμπά μπορείς να μου δώσει το χέρι σου;»
 -«Τι το θέλεις;»
 -«Να σου πω τη μοίρα.»
 -«Εντάξει» είπε και το έτεινε προς το μέρος μου. «Τι βλέπεις;» ρώτησε.
 -«Αυτή είναι η γραμμή της ζωής σου και είναι μικρή. Εδώ φαίνεται ότι θα έχεις πολλά λεφτά και εδώ ότι θα έχεις μεγάλη καριέρα.» Γύρισα και το δικό μου χέρι δείχνοντας του τις δίκες μου γραμμές. «Βλέπεις, εδώ; Θα έχω πολλά λεφτά, μεγάλη ζωή, αλλά μικρή καριέρα» του είπα.
 -«Τώρα καταλαβαίνω ποσό κουμπώνουν τα μέλλοντα μας. Θα πεθάνω νωρίς, δουλεύοντας πολύ και θα σου αφήσω όλα τα λεφτά, οπότε εσύ θα έχεις μικρή καριέρα. Ευτυχώς θα ζήσεις πολύ.» Με πηρέ και με έσφιξε στην αγκαλιά του, μια φωλιά που σε μένα μύριζε πάντα σιγουριά.
Μια άλλη φορά, χρόνια αργότερα, μέσα στην εφηβεία μου, τον ρώτησα ενώ ήμασταν μόνοι στο μπαλκόνι πίνοντας καφέ.
-«Έχεις ποτέ απατήσει τη μαμά;»
-«Τι εννοείς; Εάν το σκέφτηκα ή εάν το έκανα;»
 -«Δεν ξέρω. Και τα δυο;»
-«Κοίτα… Όλα αυτά τα χρόνια δεν σταμάτησα να παρατηρώ τις ομορφιές του κόσμου, αλλά δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να απατήσω την μητέρα σου και έτσι δεν το έκανα.»
 -«Η μαμά είχε αμφιβολίες για εσένα ή εσύ για εκείνη;»
-«Η αμφιβολία είναι μια καλή πρόφαση για να αρχίσεις να ξεϋφαίνεις ότι με κόπο έφτιαξες. Οι σχέσεις είναι συμβάσεις που βασίζονται στην αμοιβαιότητα. Έχω δει γάμους που τους ονομάζουν ανοικτούς και ήταν πιο κλειστοί από άλλους που καμωθήκαν ότι βασίζονται σε όρκους αιωνίας αγάπης. Μη κοιτάς τι βαφτίζει ο άνθρωπος όταν δεν μπορεί να αντικρύσει τα αδιέξοδα του. Κοίτα μόνο ό τι έχει μπροστά του. Από ψευδεπίγραφες ταμπέλες ο κόσμος είναι γεμάτος. Αν δεν είσαι απολυτά σίγουρη για κάποια συμβάντα, να τα λαμβάνεις υπόψη σου μόνο ως πιθανότητες, όχι ως γεγονότα. Όσο καλόπιστος και να είναι αυτός που σου αναμεταδίδει το γεγονός, μπορεί πάντα να έχει λάθος αντίληψη. Εάν αμφιβάλεις για μια σχέση μη τη συνεχίζεις. Καλυτέρα μόνος παρά με κακή παρέα.»
 Είχα φύγει πλέον από το σπίτι για σπουδές και δυσκολευόμουν να τα βγάλω πέρα. Μια μέρα που γύρισα στις διακοπές, του ζήτησα, καθώς καθόμασταν στην παράλια, να μου λύσει μια απόρροια που στροβίλιζε εκείνη την εποχή στο μυαλό μου.
-«Μπαμπά, εσύ πως τα έβγαλες πέρα με το γάμο, με τις γεννήσεις, πως τα κατάφερες;»
-«Δεν ξέρω. Είχα βοήθεια, από τους γονείς μου και από τα πεθερικά μου. Δεν είχα ποτέ πολλά, δεν είχα και λίγα. Ότι μπορούσα έκανα μέρα με τη μέρα. Βέβαια όταν παντρεύτηκα ένιωθα σαν τρύπιος κουμπαράς, αλλά και ο δικός μου πατέρας όταν τον ρώτησα μου είπε ότι εάν είναι να περιμένω να βρω τα χρήματα για να το κάνω, καλυτέρα να κλειστώ στο μοναστήρι. Το ίδιο μου είπε και για τα παιδιά.»
 -«Κάποια βάση, όμως, θα είχατε.»
-«Σίγουρα. Είχε μείνει η μαμά έγκυος σε σένα. Τον είχαμε προγραμματίσει το γάμο μέσα στην χρονιά, αλλά αναγκαστήκαμε να το επισπεύσουμε. Όλα προγραμματισμένα… Η ζωή δεν κοίτα προγράμματα, δεν κοίτα χρήματα. Όλα αυτά βοηθούν, αλλά δεν είναι ζωή. Τ’ ότι είμαστε εδώ μαζί, αυτό είναι ζωή.»
-«Για αυτό δούλευες μέρα νύκτα;»
-«Για να τα φέρνω βόλτα. Στην αρχή όλο χρωστούσαμε. Μετά καταφέραμε να ισορροπήσουμε τη κατάσταση. Όταν πέθαναν οι παππούδες νοικιάσαμε τα σπίτια τους και μας έμεινε κανένα φράγκο στην τσέπη.»
 Πέρασαν τα χρόνια και ξαναγύρισα στην Ελλάδα. Ήταν πριν από εκλογές όταν προσπαθούσα να κατανοήσω την πολιτική κατάσταση.
 -«Γιατί τα πράγματα δεν φτιάχνουν ποτέ;»
-«Είναι απλό. Είμαστε ιδιοφυής λαός. Αυτό είναι σχεδόν αναντίρρητο. Απλώς στο εξωτερικό το ταλέντο μας καλουπώνεται δημιουργικά μέσω της εργασίας, ενώ στο εσωτερικό αναλώνεται για να φτάσει στα ίδια αποτελέσματα άνευ του βάρους της εργασίας.»
 -«Γιατί δεν χρησιμοποιούμε το καλούπι και εδώ να τελειώνουμε;»
-«Επειδή μέχρι σήμερα απέδιδε η ήσσονος προσπάθεια. Μοιραζόμασταν τον παρασιτισμό ή τον αποδεχόμασταν σιωπηλά. Έχουμε εθιστεί και στον αναρχοαυτονομισμό μπολιασμένο με λαϊφσταϊλ και έχει βγει ένα μείγμα να το πιεις στο ποτήρι. Για αυτό ατομικά δεν είμαστε ποτέ λάθος και για όλα φταίνε οι υπόλοιποι συμπαίκτες.»
 -«Αυτό δεν με βοηθά να ψηφίσω» αποκρίθηκα με απογοήτευση.
-«Όταν δεν μπορούν να σε βοηθήσουν τα κόμματα να τα επιλέξεις πώς να το κάνω εγώ στην θέση τους; Έχεις πάει στο μανάβη να αγοράσεις σάπια φρούτα;»
 Αργότερα έκανα παιδιά και άρχισα να κατανοώ και να εκτιμώ περισσότερο όσα είχαν κάνει οι παππούδες και οι γονείς για εμάς. Είχα τις δίκες μου αγωνίες για αυτά.
-«Μπαμπά δεν ξέρω πώς να βρω ισορροπία με τα παιδιά. Από τη μια θέλω να έχουν ελεύθερο χρόνο να παίζουν και από την άλλη έχουμε όλες αυτές τις δραστηριότητες, τα μελλοντικά πτυχία που πρέπει να κυνηγήσουμε, τα αγγλικά που δεν ξέρω σε ποια ηλικία πρέπει να αρχίσουν και εάν ποτέ τελειώνουν… Πως τα βάζεις στην σειρά όλα αυτά σε ένα εικοσιτετράωρο, σε μια εβδομάδα;»
-«Όταν ήσασταν εσείς μικροί, είχαμε αλάνες, αυλές και στο κέντρο είχε λιγότερο φόβο, όχι κατ’ ανάγκη λιγότερη βία. Τώρα όλα γίνονται σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Κάποια ασχολούνται με τον αθλητισμό, πηγαίνουν σε παιδότοπους και βρίσκονται από σπίτι σε σπίτι. Καλά είναι όλα αυτά, και να εκτονώνονται και να γυμνάζονται και να κοινωνικοποιούνται με το παιχνίδι. Εκείνο που λείπει είναι η δημιουργικότητα και η φαντασία. Παλιά παίζαμε με συμπαίκτη και τη φαντασία. Με καπάκια ποδόσφαιρο και νομίζαμε ότι είχαμε δερμάτινη μπάλα. Φτιάχναμε όπλα που τώρα τα βρίσκεις έτοιμα στα καταστήματα παιχνιδιών. Αυτό το κενό πρέπει να το γεμίσεις με κάποια τέχνη. Μουσική, ζωγραφική, ότι να είναι. Να βάλουν χέρια και μυαλό να συνεργαστούν. Επίσης υπάρχει ένα κενό που η γενιά σου άθελα της δημιούργησε. Εσείς περάσατε από τα γραπτά στους υπολογιστές. Ξέρεις που βασίζονται τα προγράμματα και τι αναπαριστούν από την παλιά σου καθημερινότητα. Ξέρεις ότι desktop είναι το γραφείο σου όπως το βλέπεις από ψηλά. Γνωρίζεις ότι όσο ακατάστατο αφήνει κανείς το γραφείο του, άλλο τόσο ακατάστατο θα είναι και το desktop στον υπολογιστή του. Ξέρεις πως είναι η χειρόγραφη καρτελοθήκη της βιβλιοθήκης και κατανοείς τους φάκελους των υπολογιστών. Τα παιδιά σου δεν έχουν αυτή τη χειροπιαστή γνώση και πελαγώνουν να βρουν το δρόμο τους στο λαβύρινθο των υπολογιστών. Βαλε τα πρώτα να κάνουν πράγματα με μολύβι και χαρτί και μετά στον υπολογιστή. Τρώγονται οι εκπαιδευτικοί εάν πρέπει να διδάσκουν μόνο σε υπολογιστές τα μαθήματα τους ή το αντίθετο. Κουραφέξαλα, φυσικά και τα δύο. Από όλα πρέπει να μάθουν και καθενός ότι του ταιριάζει στο τέλος. Σε αυτή τη χώρα έχουμε τη τάση να καθιστούμε τα εργαλεία αυτοσκοπό. Ο δάσκαλος τώρα δεν είναι αυθεντία, όπως παλιά. Τώρα κάθε μέρα είσαι κρινόμενος, μπαίνει ο μαθητής σου στο διαδίκτυο και μπορεί να έρθει με περισσότερες γνώσεις από εσένα, μπορεί να έρθει με λάθος γνώσεις, αλλά εσύ στην τάξη πρέπει να μπορείς να τα χειριστείς όλα αυτά. Έτσι κερδίζεται ο σεβασμός της θέσης, από τον τρόπο.»
 -«Σε αγαπώ για όλα αυτά που μου λες, αλλά αντί να μου λύσεις το πρόβλημα του χρόνου, μου το γιγάντωσες.»
-«Ο χρόνος είναι μια ανθρωπινή ψευδαίσθηση, γιατί για εμάς πέρνα ανεπίστρεπτα, μας τρώει και αφήνει πίσω του σαν το Κοντορεβιθούλη τις αναμνήσεις μας. Μας καταπιέζει να προλάβουμε. Δεν έχεις άλλη λύση παρά να υπηρετήσεις τις ανάγκες των παιδιών σου. Αυτή είναι η γονική σύμβαση. Αλλά κοίτα κάτι απλό. Παλιότερα η ανθρωπινή γνώση ήταν αρκετά πιο περιορισμένη. Έτσι υπήρχαν εκείνες οι διάνοιες όπως ο Leonardo da Vinci, που ήταν πανεπιστήμονες με την κυριολεξία του ορού. Τώρα δεν μπορεί να υπάρξει άτομο που να έχει διαβάσει τα πάντα, ποσό μάλλον να τα κατανοήσει. Δεν χρειάζεται κιόλας. Έχουμε την εξειδίκευση. Η όποια, όμως, φαίνεται να αρχίζει να χωλαίνει. Διότι τα προβλήματα που ξεπροβάλλουν μπροστά μας γίνονται πιο δυσεπίλυτα και διαφαίνεται ότι χρειαζόμαστε άτομα που να έχουν δυο ή και τρεις ειδικεύσεις, να γεφυρώνουν τα κενά της συνεννόησης. Οπότε τα αγγλικά ή κάθε άλλη γλώσσα είναι απλά εργαλεία στο δρόμο της παιδείας. Όταν χρειάζεσαι ένα φτυάρι για τον κήπο πηγαίνεις και το παίρνεις, δεν το σέρνεις μαζί σου συνεχεία. Οι γλώσσες είναι συνήθειες. Είναι ζωντανές, δεν είναι ακαδημαϊκές.»
 Έχω συμβουλευτεί τον πατέρα μου άπειρες φορές και προστρέχω πάντα στην γνώμη του, άσχετα με την αποδοχή της η όχι. Ποτέ δεν την επέβαλε, άλλωστε, πάντα άφηνε το παράθυρο ανοιχτό.
-«Μπαμπά, τι έγινε σε αυτές τις εκλογές, γιατί δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση;»
-«Στην οικογένεια σου είναι όλοι ενήλικοι. Έχετε δάνεια και πιστωτικές κάρτες απλήρωτες που συσσωρεύονται. Τα παιδιά σου θεωρούν ότι πρέπει να τα πληρώσετε εσείς και εκείνα δεν οφείλουν τίποτε. Ότι έχουν πέσει θύμα των επιλογών σας. Η τράπεζα σας ζητά να καταβληθούν τα χρήματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο, που εσείς καθολικά θεωρείται ανέφικτο και όχι σύμφωνο με τις ανάγκες σας. Ο άντρας σου δεν βρίσκει κάποια λύση και πάνω στην απελπισία του συμφωνεί με την τράπεζα, για την οποία αρκούσε αυτό, καθότι όλες οι υποχρεώσεις είχαν εκδοθεί στο όνομα του. Έπειτα γίνεστε μαλλιά κουβάρια στο σπίτι και αρχίζετε να πηγαίνετε ο καθένας από μόνος του και να λέτε στην τράπεζα ένα διαφορετικό σχέδιο για την αποπληρωμή. Τι γνώμη πιστεύεις ότι θα σχημάτιζε η τράπεζα για εσάς;»
-«Ο διευθυντής θα φώναζε δώστε την μπάλα στη νομική υπηρεσία μας και στείλτε τους στον διάολο μέσα από το μαγαζί μου;»
-«Μπίνγκο!»
-«Αχ, μπαμπά, τώρα που φεύγουμε από την Ελλάδα, αυτό που θα μου λείψει περισσότερο είναι αυτές οι βόλτες που κάνουμε μαζί χωρίς να σηκωθούμε από εκεί που είμαστε.»

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Εκλογές και ο από μηχανής θεός

Βαρέθηκα να περιμένω την σωτηρία. Δεν μπορείς να σώσεις κάποιον που δεν το επιθυμεί. Μετά από δυο χρόνια επισκόπησης, ανασκόπησης και ενδοσκόπησης ο κόπος μοιάζει μάταια χαμένος. Είδαμε τις κοινωνικές μας αρρυθμίες, είδαμε τις ηθικές μας παρασπονδίες, είδαμε τις νομοθετικές μας αθετήσεις, είδαμε όλες αυτές τις υπέροχες πτυχές μας να ιριδίζουν στο βαλτωμένο τοπίο της καθημερινής ζωής μας και αποφασίσαμε ότι δεν θέλουμε άλλο τις ίδιες συνταγές, τους ίδιους μάγειρες και το ίδιο τραπέζι. Καλούμαστε, λοιπόν, στις επικείμενες εκλογές να δώσουμε δείγματα της μεταμελείας μας. Θα γκρεμίσουμε ότι στραβά κτίστηκε, θα ανοικοδομήσουμε ότι τόσα χρόνια βάναυσα σοδομήθηκε και τώρα που το θυμηθήκαμε, αναρωτηθήκαμε και αποφανθήκαμε θα διατηρήσουμε ότι ορθά πρωτύτερα καμώθηκε. Αυτά ως προθέσεις, διότι όταν περνάμε στις θέσεις, αναβλύζουν οι αντιθέσεις και εμείς διαχρονικά πάσχουμε στις συνθέσεις. Ας δούμε ένα πρακτικό παράδειγμα. Εξετάσεις για τα οδικά σήματα μπορούν να δώσουν και όσοι είναι αναλφάβητοι. Ο λόγος είναι πολύ απλός, τα σήματα δεν απαιτούν μόρφωση, εμπεριέχουν την πληροφορία που θέλουν να μεταβιβάσουν. Αρά, όσοι στο δρόμο παραβιάζουν τα σήματα αυτά, δεν έχουν πρόβλημα γνώσεων, αλλά είναι μειωμένης γνωστικής απολαβής. Δεν κατανοούν τίποτε από συμβάσεις, κανόνες και συνέπειες . Οπότε η μόνη λύση θα ήταν η εκπαίδευση τους σύμφωνα με κάποιο πρόγραμμα που θα βασίζεται σε ψυχολογικές βάσεις. Επίσης μια απλή συνεπικουρική λύση θα ήταν η αστυνόμευση όχι με σκοπό το πρόστιμο, το οποίο δεν έχει επιφέρει καμία βελτίωση όλα αυτά τα χρόνια που εφαρμόζεται, αλλά με επιβολή της νομιμότητας. Δηλαδή εάν κάποιος έχει παρκάρει παράνομα κοντά σε χώρο στάθμευσης επί πληρωμή, τα αστυνομικά όργανα να αναγκάσουν τον παραβάτη ή να μπει στο παρκινγκ ή φύγει. Επίσης, εάν προσπαθεί να στρίψει από άλλη λωρίδα σε ένα φανάρι να αναγκάζεται να ακολουθήσει την πορεία της λωρίδας την όποια επέλεξε αρχικά, πχ. ευθεία αντί αριστερής στροφής. Πλήθος παρόμοιων συμπεριφορών οπού το ιδιωτικό συμφέρον κατακρημνίζει από το βάθρο της λογικής το κοινό καλό, οφείλονται στην έλλειψη κοινωνικής παιδείας, της όποιας ο αφανισμός απορρέει από την εξαφάνιση της προσδοκίας της κοινής ωφελείας. Κανένας Έλληνας δεν περιμένει ότι θα καρπωθεί το ελάχιστο από οποιαδήποτε συλλογική δράση συντελείται. Αντιθέτως πιστεύει ότι κάποιος άλλος ισχυρότερος του θα καπελωθεί το προϊόν αυτής ή έστω το μεγαλύτερο μέρος της. Έτσι έχουμε μια σκυταλοδρομία αδικίας της όποια τα συμπτώματα μοιραζόμαστε, αντί του οποιουδήποτε κοινωνικού αγαθού. Θυμηθείτε την έκπληξη σας όταν ανακαλύπτεται ότι έγινε καποιο δημόσιο έργο που αποδίδει και αναμοχλεύστε τις αντιδράσεις περί χρηματισμού, μιμητισμού, έλλειψης σχεδιασμού που πάντα τις συνοδεύουν. Έτσι, ακόμη και εάν έχουν κάποια ελαττώματα, αντί να τύχουν βελτίωσης, τους γυρνάμε την πλάτη και τα καταδικάζουμε σε ακόμη χειρότερη μοίρα και εκφυλισμό. Αυτός του καβουριού ο βηματισμός είναι ίδιον χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών της φυλής μας και ο Καλαματιανός μας ανάμεσα σε τάρταρα και κορυφές είναι συνεχής. Δυστυχώς αποδεικνύεται ότι στις γάμπες μας δεν έχουμε καμία θετική επίδραση από την τόση γυμναστική. Αντιθέτως παρατηρείται ευρύτερη κοινωνική νωθρότητα. Δικαιολογείται από το γεγονός ότι το σιωπηλό σύνολο αισθάνεται αποκομμένο από τα κέντρα λήψεων των αποφάσεων, τα οποία το ίδιο παραχώρησε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ανακεφαλαιώνοντας το βαθύτερο αίτιο της κρίσης μας είναι η παιδεία, και δη η κοινωνική και η λύση της κρίσης θα ηταν η κατάλυση της ακρισίας και συνεπώς της απραγίας και της αναλγησίας. Επειδή έχουμε φτιάξει μια γένια κλώνων κατά ISO, έχουμε και αντίστοιχη ευδοκίμηση χαρτών λύσεων. Σαν να ενώνει κανείς τις τελίτσες στις αντίστοιχες σελίδες των σταυρόλεξων του καλοκαιριού. Επισης δεν έχουμε ποτέ παράγει ντόπιους μάγους και προφήτες και όλοι μας ήρθαν εισαγωγής, οπότε δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα παρόμοια πρωτοτυπία. Έτσι έχουμε το βλέμμα μας προς το εξωτερικό, περιμένοντας τον από μηχανής θεό. Ο όποιος ειρήσθω εν παρωδώ μάλλον την έχει κάνει από το δυτικό κόσμο, ο όποιος θα την περάσει την ύφεση του, και πρέπει να κοιτάζει κατά τον Ειρηνικό ωκεανό, βουτώντας τα ακροδάχτυλα του σε κάποια αμμώδη εξωτική παράλια. Στα καθ’ ημάς, μας έχει επιβληθεί ένα σχέδιο το οποίο έχει αποτύχει και θα συνεχίσει να το κάνει διότι ο στόχος του ηταν πολίτικος, ήτοι να δοθεί χρόνος στην υπόλοιπη Ευρώπη, παράγοντας συγχρόνως μονό επικοινωνιακά αποτελέσματα. Δυστυχώς τα τελευταία ηταν κοντή εορτή και μετά τα πυροτεχνήματα το σκοτάδι γινόταν όλο και πιο βαθύ. Φυσικά η ανεπάρκεια του Ελληνικού πολίτικου και κρατικού κατεστημένου βοήθησε στο σκάψιμο του λάκκου στον οποίο σήμερα βρισκόμαστε. Χρειαζόμαστε λεφτά και γρήγορα. Το κάναμε το κόλπο στην αρχή και δεν έπιασε, αλλά στεγνώσαμε τους πάντες εν Ελλάδι και τώρα τους ζητάμε και τα προικιά. Συνεπώς οι λύσεις που θα πρέπει να επιδιωχτούν θα πρέπει να είναι, ιδανικά, ανέξοδες. Πήγες πλούτου μπορεί να «ανακαλύψει» κανείς εύκολα στο διαδίκτυο. Αυτές θεωρούνται τα ιατρικά μηχανήματα και οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με την υγεία των ηλικιωμένων. Η παράγωγη οθονών κάθε μεγέθους. Η διαχείριση πληροφορίας σε επίπεδο διαδικτυακής αποθήκευσης και πρόσβασης. Η εμπόρια ευρεσιτεχνιών. Η ενεργεία. Σε αυτούς τους τομείς η χώρα μας δύσκολα θα προσελκύσει πρωτογενή βιομηχανία. Κανείς εύλογος άνθρωπος δεν θα έρθει να επενδύσει στην Ελλάδα σε εργοστάσια. Επισης κανένας Έλληνας δεν θα κάνει κάτι αντίστοιχο. Σκεφθείτε τις διαφημίσεις με το ποσοστό γύρω στο πέντε τοις εκατό σε καταθέσεις και θα καταλάβετε γιατί κάλιο πέντε και στο χέρι… παρά είκοσι χρόνια στο καρτέρι και εάν όλα πάνε κατ’ ευχών. Παρεμπιπτόντως , όμως, τίποτε δεν μας αποτρέπει να λάβουμε μέρος στο πάρτι που ήδη συντελείται με παρεμφερείς δραστηριότητες, όπως ιατρικός τουρισμός, παράγωγη ερευνάς και εκμετάλλευση της εμπορικά, παράγωγη εναλλακτικών μορφών ενεργείας. Ας φτιάξουμε ένα οδικό χάρτη επ’ αυτών και ας τον τηρήσουμε βελτιώνοντας τον ανά τακτά έτη. Θα δώσει τίποτε από αυτά δουλειές και χρήματα στους πολλούς. Πιθανότατα όχι, αλλά καλό θα ηταν να πάρει το κράτος από τις εταιρείες αυτές τους φόρους που του αντιστοιχούν και να αρχίσει να φτιάχνει δίκτυα οδικά, τηλεπικοινωνιακά και ενεργειακά που θα του επιτρέψουν μαζί με τις επικείμενες αλλαγές στη δομή του και στην λειτουργία του, που πλέον είναι αναπόφευκτες, σε ένα ορίζοντα πενταετίας να προσφέρει πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις από το εξωτερικό. Ας αποφασίσει να χωρίσει από την εκκλησία και ας τα βρουν επιτέλους μεταξύ τους. Ας αφήσει την ΔΕΗ να μπει στις τηλεπικοινωνίες και τους άλλους να μπουν στην ενεργεία. Ας αφήσει τον ΟΣΕ να μπει οπού θέλει και ας τον βοηθήσει να καταστεί μεταφορέας κοντέινερ, αρώντας την μονομερή υποστήριξη των οδικών μεταφορών. Ας φτιάξει, επιτέλους, ένα κεντρικό ενιαίο μηχανογραφικό σύστημα με CRM, ERP και όποια άλλη ακροστιχίδα βολεύει την λειτουργία του. Ας αποκομματικοποιηθεί στην παιδεία και την δικαιοσύνη και στα σώματα ασφάλειας. Γιατί το μεγάλο στοίχημα μας είναι η παιδεία, της όποιας την έλλειψη βιώνουμε σήμερα. Τα προηγούμενα χιλιοειπωμένα θα καταστούν ημίμετρα εάν δεν μπορούμε να κρίνουμε και να μοιραζόμαστε. Διότι εάν δεν διακρίνεις πως θα καταλάβεις το γενικότερο πλαίσιο, τη κοινωνική διάσταση των πράξεων σου. Τη κοινωνική ωφελεία δεν μπορείς να την καρτερείς χωρίς αμοιβαία εμπιστοσύνη, η όποια είναι εύλογη απόρροια του εκατερωθέν έλεγχου και όχι της δόλιας αλληλοκατηγορίας ή της ομερτα που ισχύει σήμερα. Για αυτό όσο συναντάτε υπεράριθμες περιπτώσεις ανθρώπων σε πεζόδρομους με τα αυτοκίνητα τους, ποδηλάτες που δεν σταματούν για τους πεζούς και άλλες συναφείς κατηγορίες συνάνθρωπων μας μην διανοήθηκε να ελπίζετε ότι οι εκλογές θα αλλάξουν κάτι. Ας ευχηθούμε ο επόμενος πρωθυπουργός να είναι ψυχολόγος, οικονομολόγος, μάνατζερ, αντικρατιστης, πανεπιστημιακός, άνθρωπος του λάου, εκτός κομματικών μηχανισμών και να μπορεί να περπατήσει στο νερό…

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Αγάπη

Ξύπνησα και κατάλαβα ότι κουνούσα τα μελή μου, τινάζοντας τα πέρα δώθε, σαν να είχα σπασμούς. Το κεφάλι μου έπαιρνε παράξενες γωνιές και ξαφνικά από το σκοτάδι πέρασα στο φως και ήμουν περιστοιχισμένος από δέντρα και λουλούδια και λίγο πιο ψηλά ένας ήλιος λαμπερός, από ατόφιο χρυσαφί να ρίχνει τις κιτρινωπές του ακτίνες παντού γύρω μου. Το σώμα μου είχε ηρεμήσει και άκουσα φωνές μικρών παιδιών, γέλια και χειροκρότημα, αλλά δεν μπορούσα να τα δω γιατί ήμουν ακόμη τυφλωμένος και ξεχώριζα μόνο κάτι πόδια απλωμένα μπροστά μου και λίγο πιο χαμηλά. Προσπάθησα να πάω μπροστά, αλλά φαινόταν ότι κάτι με κρατούσε και με έστρεψε στο πλάι. Παρατήρησα ότι τα δέντρα σταματούσαν λίγα μετρά πιο μπροστά μου. Από εκεί και πέρα υπήρχε ένα κάστρο και γύρω του ο ουρανός σκοτείνιαζε. Είχε τρομακτική όψη και ένιωσα έντονα την επιθυμία να ξαναχωθώ ανάμεσα στα δέντρα μέχρι να δω τι συμβαίνει και εάν υπάρχει ζωή μέσα σε αυτό το κτίριο. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να κουνηθώ και συνεχώς άκουγα μια φωνή να διηγείται μια ιστορία για ένα νεαρό αγόρι και μια πριγκίπισσα που την είχαν απαγάγει. Κάποιος συνομήλικος μου θα μπλέχτηκε στα πλοκάμια του ερώτα σκέφτηκα και ευχήθηκα να είχα την ίδια τύχη. Τότε είδα μια θηλυκή φιγούρα να διαγράφεται σε ένα από τα παράθυρα του κάστρου. Ω, γλυκιά, οπτασία, αναφώνησα, ω γλυκό νέκταρ των ματιών μου, ω απόσταγμα της ομορφιάς, έδωσες νερό σε έναν κουρασμένο, έδωσες τροφή σε ένα κατατρεγμένο. Ήθελα να τσιμπηθώ, δεν ήταν αυτά δικά μου λόγια, κάποιος τα έβαλε στο στόμα μου. Είχα παρόμοιες σκέψεις, αλλά το λεξιλόγιο ήταν αταίριαστο με το δικό μου. Ξύλο απελέκητο με φωνάζουν οι γνωστοί μου. Είναι πολύ όμορφη αυτή η κοπελιά, αλλά γουστάρω τις μελαχρινές και αυτή είναι άσπρη σαν το χιόνι με μακριά ξανθά μαλλιά που κάθεται και τα χτενίζει σαν την Barbie. Έξαλλου ποτέ δεν είχα επιτυχία με αυτού του είδους τις γυναίκες. Δεν θα προσπαθούσα καθόλου. Άκουσα την φωνή της να με εκλιπαρεί για βοήθεια, για ένα κακό μάγο και στην συνεχεία άρχισε να πλέκει το εγκώμιο μου και άρχισε να ευγνωμονεί την καλή της τύχη. Κάποιοι ίσως να έβρισκαν την φωνή της γλυκιά σαν μέλι, αλλά είχα μια αλλεργική αντίδραση, της έβρισκα μια επιτηδευμένη υφή, σαν φωνητική παγίδα, που είχε καλλιεργηθεί μετά από χρόνια εξάσκησης. Έξαλλου, υπήρχε κάτι στην χροιά της που μου προκαλούσε εκνευρισμό. Μια μεταλλικότητα σε κάποια σύμφωνα, ένα σύρσιμο σε κάποια άλλα, ένας ενοχλητικός τονισμός των ο. Από φωνή, κορμάρα κοινώς. Δεν ξέρω ποιος της έδωσε αυτό το ρόλο, καλόγουστος δεν ήταν στα σίγουρα. Ήθελα να την αφήσω στην τύχη της, καθότι δεν πίστευα στο παραμικρό ότι κινδύνευε. Απλώς ήταν τεμπέλα και το κάστρο της είχε χρόνια να καθαριστεί. Παρ’ όλα αυτά δεν είχα σαλέψει ρούπι από την θέση μου και ανασηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό την αποκάλεσα ουράνια οπτασία και στην συνεχεία ανέκραξα, καλή μου νεράιδα είμαι στην υπηρεσία σου. Κάθε επιθυμία σου είναι εντολή, κάθε σκέψη σου είναι νόμος. Μα ποιος, τέλος πάντων, έχει γεμίσει το στόμα μου με αυτές τις αθλιότητες. Σιγά μην κάθομαι να υπηρετώ την κάθε τσούλα, επειδή άφησε την τιράντα της λίγο πιο χαμηλά από το πρέπον. Ξαφνικά την είδα να γυρνά και να κοίτα προς το εσωτερικό του δωματίου της. Ύστερα ξαναγύρισε προς εμένα και με κοίταξε τρομαγμένη φωνάζοντας μου να κρυφτώ. Εμφανώς κάποιος την τράβηξε απότομα μέσα και εμφανίστηκε ένας κακάσχημος με αγριωπή φυσιογνωμία να κοίτα διερευνητικά έξω από το παράθυρο. Μόλις που είχα προλάβει με ένα τεράστιο σάλτο να κρυφτώ ανάμεσα στα δέντρα. Μήπως είμαι αθλητής, γιατί με τέτοιο άλμα όλο και κάποιο μετάλλιο θα είχα στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Φωνές ακουγόταν μέσα από το κάστρο και κλάματα. Ένιωσα ένα παράξενο άγγιγμα στην πλάτη μου και αναπηδώντας από την τρομάρα γύρισα εκατό ογδόντα μοίρες για να αντικρίσω ένα ελαφάκι. Άρχισε να μου μιλεί και έμεινα άφωνος. Μήπως είμαι κτηνίατρος και αυτή είναι μια από τις μαγικές μου δυνάμεις; Μήπως ονειρεύομαι και πρέπει να ξυπνήσω; Ήπια καφέ από το πρωί; Το ελαφάκι μου έλεγε για το κακό μάγο του κάστρου και για την καημένη την πριγκιπόπουλα που είχε φυλακισμένη. Με προέτρεπε να κάνω κάτι να την σώσω για το καλό της ανθρωπότητας. Μα εγώ δεν ξέρω από μαγικά, δεν έχω πολεμήσει ποτέ, του είπα. Ήθελα να προσθέσω ότι η κοπελιά δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά τι σημασία θα είχε αυτό για ένα ελαφάκι, και το άφησα στην πίσω πλευρά του μυαλού μου. Έχεις σπαθί στην ζώνη σου και λες ότι δεν έχεις πολεμήσει, με ρώτησε. Τότε τι ήρθες να κανείς εδώ; Έλα μου ντε, μακάρι να ήξερα. Από τη στιγμή που βγήκα μέσα από το δάσος αυτό αναρωτιέμαι. Αυτές οι σκηνές είναι σαν να τις έχω ζήσει εκατό φορές σε κάποιο μακρινό όνειρο. Μου φαίνονται οικείες και όμως διαδραματίζονται τώρα. Δεν ξέρω τι μέλλει γενέσθαι, αλλά όταν αυτό λάβει χώρα, μου φαίνεται σαν να ήταν ένα κάποιο αναπόφευκτο πεπρωμένο το οποίο είχα γνωρίσει, αλλά τώρα δεν το θυμόμουν πια. Σενάριο διάβαζα της ζωής μου και να μην το θυμάμαι; Γιατί δεν είχα βάλει μια μελαχρινή; Άλλος το γράφει και εγώ απλώς σύρομαι στις δολοπλοκίες του; Το χέρι μου γλίστρα στην ζώνη και ανταμώνει το σπαθί και βγάζω μια κραυγή που τρόμαξε και εμένα τον ίδιο. Προειδοποίησα τον μάγο ότι έφτανε το τέλος του και ότι η υπεροχή πριγκίπισσα θα γινόταν δίκη μου. Τι μέλος βασιλικής οικογενείας είναι αυτό που ο καθένας το παίρνει κατ’ οίκον; Η βασίλισσα του νοικοκυριού; Θα διαφημίζει απορρυπαντικά σκέφτηκα. Πάλι καλά, μήπως και με συμμαζέψει, γιατί εγώ, από ότι φαίνεται, είμαι ένας πολεμόχαρης αγύρτης. Ελπίζω, και για αυτή και για μένα, να είμαι το ίδιο άνδρας και στο σεξ. Με αυτή την σκέψη να γεμίζει το σώμα μου τεστοστερόνη και το στήθος μου προτεταμένο ορμώ στο κάστρο. Τυφλωμένος από το πολεμικό μου μένος και συνεπικουρούμενα από το ελάχιστο φως στο εσωτερικό του κτιρίου, δεν έχω καμία ανάμνηση των γεγονότων. Ξαναποκτώ αντίληψη και με βρίσκω λίγο αργότερα με την πριγκίπισσα αγκαλιά να μου δίνει ένα ωραίο φιλί στο μάγουλο και γύρω μας μαζεμένα και χαρούμενα διάφορα ζωάκια του δασούς. Από κοντά δεν είναι και τόσο άσχημη. Σίγουρα μυρίζει ωραία και φίλα ακόμη καλυτέρα. Ίσως, τελικά, να μην είναι και άσχημος ο ρόλος μου. Αλλιώς είναι οι επιθυμίες και αλλιώς η πραγματικότητα. Αλλά να με φιλήσει στο μάγουλο; Σε παιδική ταινία παίζουμε; Τις σκέψεις μου διακόπτει ένας παράξενος θόρυβος από τον ουρανό. Βλέπω ένα τεράστιο δράκο που μιλεί και αυτός. Θεέ μου ας μην έχει πονόδοντο και ας μην είμαι κτηνίατρος, ευχήθηκα. Άρχισε να μας απειλεί ότι αυτό είναι το τέλος μας, καθώς ήταν μία μεταμόρφωση του μάγου. Η πριγκίπισσα ακούμπησε τα χείλη της στο αυτί μου και αναρωτήθηκα ποσό στερημένη θα ήταν στην φυλακή της για να ερωτοτροπεί ενώ αυτό το τέρας μας απειλεί. Μια μεγάλη φλόγα πετάχτηκε από το στόμα του δράκου. Ευτυχώς αστόχησε και έριξε ψηλά από πάνω μας, είπα θριαμβευτικά. Ξαφνικά είδα την πριγκίπισσα να πέφτει και λέω στα ζώα χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από το δράκο, πάει λιποθύμησε αυτή. Τα καημένα είχαν εξαφανιστεί, προφανώς στο δάσος. Χαμπάρι δεν τα πηρά τα άτιμα. Άκουσα φωνές από εκεί που πίστευα ότι καθόταν παιδιά. Τσίριζαν φωτιά, φωτιά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να σπάει πετονιά και είδα το αριστερό μου χέρι να πέφτει. Ύστερα ακόμη μια φορά ο ίδιος θόρυβος και ξανά και ξανά. Βρέθηκα ξαπλωμένος στο χώμα, ανίκανος να κινηθώ. Ο ουρανός από επάνω μου φλεγόταν και μαύρα αποκαΐδια έπεφταν πάνω μου. Δίπλα ήταν σωριασμένη η πριγκίπισσα, με τα μάτια της ανοιχτά, να κοιτούν ίσια μέσα στα δικά μου. Τελικά σε αγαπώ, προσπάθησα να της πω, αλλά δεν έβγαινε η φωνή μου. Ο δρακός είχε εξαφανιστεί και πελώρια χέρια άρπαζαν ότι προλάβαιναν από το τοπίο γύρω μας. Μάλλον θα ήρθε κάποιος γίγαντας, έδιωξε τον δράκο και τώρα προσπαθεί να σώσει ότι μπορεί από την φωτιά. Τα παιδιά δεν ακουγόταν άλλο, πρέπει να είχαν φύγει. Το χέρι πηρέ και την πριγκίπισσα. Λες να μας το έκλεψαν το κορίτσι, σκέφτηκα, και αυτή η άτιμη όποιος της βάζει χέρι γίνεται δίκη του. Εάν είναι τέτοια καλυτέρα που χάθηκε. Τώρα που ανακάλυψα το σπαθί μου έρχεται να το ταΐζω συνεχεία. Ακούω και άλλες φωνές, να ζητούν νερό και πυροσβεστήρες. Ένα κομμάτι ξύλο μου ήρθε από τον ουρανό και κάθισε πάνω στο μάγουλο μου. Παρ’ ότι δεν αισθανόμουν πόνο έβλεπα δάκρυα να κυλούν στα μαγούλα μου στην αρχή και έπειτα ο καπνός δεν με άφηνε να δω τίποτε. Τότε ένιωσα το νερό να με χτύπα με ορμή και έφυγα από το χώμα που βρισκόμουν και έπεσα σε ένα άλλο αφράτο, που είχε γίνει λάσπη και μέσα στην όποια έβρισκα μια γλυκιά παρηγοριά από την πρόσφατη ταλαιπωρία μου. Είδα το χέρι να με σηκώνει από κάτω και να με αγκαλιάζει πιέζοντας με σε ένα τεράστιο ιδρωμένο στήθος και ξαφνικά ένιωσα ένα φιλί από ένα τεράστιο στόμα. Αυτό το φιλί δεν έμοιαζε με τίποτε από όσα είχα ζήσει. Είχε υγρασία, είχε ζεστασιά. Ήθελα να μείνει λίγο ακόμη σε αυτή τη τεραστία αγκαλιά που υποσχέθηκε να με κάνει σαν καινούργιο με λίγο βερνίκι. Το βραδύ στο σπίτι του μου είπε ότι δεν θα με έβαζε στο κουτί μου και ότι θα κοιμόμασταν μαζί. Με πήρε κάτω από την κουβέρτα του. Άναψε το φως που είχε στο κομοδίνο και άρχισε να μου διαβάζει τον Πινόκιο.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Κρυολόγημα

Το κεφάλι μου ήταν βαρύ σαν αμόνι. Ένιωθα το μέτωπο μου να καίει και το συνάχι είχε νεκρώσει τις αισθήσεις μου. Η γλώσσα μου από το καυτό τσάι είχε γίνει σαν γυαλόχαρτο και κοιμόμουν με το στόμα ανοικτό, κάτι που δικαιολογούσε απολυτά γιατί είχα μέρες να φιληθώ με τη γυναικά μου. Η μύτη μου είχε μέρες να δεχτεί αέρα μέσα της, την ένιωθα σαν να είχε ξυθεί. Ολόκληρα δάση είχαν κατασπαταληθεί στην ανακούφιση της, με συνέπεια να έχει γδαρθεί και να καίγομαι κάθε φορά που ερχόμουν σε επαφή με τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα. Από τα αυτιά δεν άκουγα σχεδόν καθόλου, σαν DJ που γυρνά στο σπίτι μετά το πρόγραμμα του. Το τηλέφωνο που είχα δεχτεί τα ξημερώματα δεν είχε βοηθήσει καθόλου. Τουναντίον από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν έκλεισα μάτι. Πέρασα από την απελπισία της φυσικής μου κατάστασης στη λύπη που έφεραν τα άσχημα νέα. Μετά από λίγο είχα σηκωθεί από το κρεβάτι και καθόμουν στο σαλόνι, τραβώντας την κουρτίνα και κοιτάζοντας το άπειρο σκοτάδι, όπου μικρά φωτάκια πολιτισμού δήλωναν την ανθρωπινή ύπαρξη. Ακόμη και όταν σηκώθηκαν οι υπόλοιποι, βρισκόμουν ο μισός στην ώρα που νύσταζα και πήγαινα να ξαπλώσω και ο άλλος μισός στο τηλεφώνημα που είχα δεχτεί. Απορούσα πως δεν ξύπνησε άλλος κανείς από τον ήχο του. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν όλα ένα κακό όνειρο και σε λίγη ώρα θα βρισκόμασταν στο γραφείο. Κανείς δεν με είδε να κλαίω, αλλά η σύζυγος μου με ρώτησε πως ήμουν με περισσότερη ανησυχία από όση θα επέβαλε ένα απλό ενδιαφέρον για την υγεία μου. Της είπα τα νέα και έφυγα. Οδηγούσα μηχανικά πηγαίνοντας προς το σπίτι του. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε. Στο κρανίο μου επικρατούσε ένας σιωπηλός αναβρασμός, με συνέπεια ένας ατέλειωτος βόμβος να κυριαρχεί στα αυτιά μου. Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου την πρώτη μας συνάντηση. Ήμουν στο εξωτερικό αρκετούς μήνες σπουδάζοντας Καλές Τέχνες. Είχα περάσει από το στάδιο της ανακάλυψης της νέας γης, που σου φέρνει χαρά και έξαψη, στο επόμενο στάδιο, του Οδυσσέα που θέλει να γυρίσει στην Ιθάκη. Αποτέλεσμα ήταν να είμαι μέσα στην γκρίνια και όλα να μου φταίνε. Όταν είχα κατάθλιψη έπινα μόνος. Εκείνη τη μέρα βρισκόμουν σε ένα μπαρ και με ένα ποτήρι μπύρα συντρόφια. Δυστυχώς δεν είχα καθόλου χρήματα και ήθελα ένα καφάσι από αυτές. Ευχαριστούσα την ανθρωπότητα που με την φτωχιά μας προστατεύει από τα βιτσιά μας. Πριν καλά καλά τελειώσω αυτές τις σκέψεις μου συστήθηκε, κάθισε στο διπλανό σκαμπό και προσφέρθηκε να με κεράσει ένα ποτό. Σαν τους ναρκομανείς που μυρίζονται ο ένας τον άλλο από μακριά, τον ρώτησα μήπως είναι Έλληνας. Μου απάντησε αμέσως στην γλώσσα μας και έτσι κύλησε εκείνο το βραδύ ανάμεσα σε ποτό και διηγήσεις. Είπε ότι βρισκόταν εκεί για δουλειές, ότι χρειαζόταν να ταξιδεύει συχνά και ότι είχε τελειώσει νομική και είχε ειδικότητα στις εταιρικές συμφωνίες. Πηρέ το μεταπτυχιακό του στη Βοστώνη, λίγα μέτρα από εκεί που καθόμασταν και τα πίναμε. Όταν άρχισα να γκρινιάζω, με ρώτησε πια μέρη έχω επισκεφτεί στην πόλη. Τα βρήκε λίγα και μου πρότεινε την επομένη ημέρα, που ήταν Σάββατο, να βρεθούμε για μια βόλτα. Πήγαμε σε μουσεία και πάρκα, σε εκκλησιές, σε μνημεία και καταλήξαμε σε ένα στέικ χάους. Πρώτη φορά τις τελευταίες μέρες βρέθηκα μπροστά σε ένα μπουκάλι και δεν το άδειασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Είδε πως το κοιτούσα και μου είπε ότι οι Άγγλοι κάνουν στην Γαλλία όπως οι Γάλλοι. Η ζωή δεν είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Εδώ είσαι γιατί το επέλεξες, γιατί σου δίνονται κάποιες ευκαιρίες που δεν είχες στην Ελλάδα. Εκμεταλλεύσου τες, μην αυτοπυροβολείσαι με τη μιζερια του μετανάστη. Το βραδύ τρώγαμε ποπ κορν στο Μποστον Γκάρντεν βλέποντας τους Σελτικς. Με άφησε στο σπίτι μου και δώσαμε ραντεβού για μερικούς μήνες μετά που θα ξαναγυρνούσε. Από εκείνη τη μέρα και μετά δεν ξανακοίταξα πίσω. Έκοψα το ποτό, άρχισα να αποδίδω στην σχολή, βρήκα κοπέλα και κοινωνικοποιήθηκα. Παράδεισος δεν υπάρχει πουθενά, αλλά κόλαση είναι μόνο εκεί που δεν επικοινωνείς με κανένα. Αφού ίσιωσε η βάρκα του μυαλού μου, έβαλα ρότα ανάπτυξης της καριέρας μου αποσκοπώντας στη πρώτη συμμέτοχη μου σε ομαδική έκθεση. Είχα βγάλει παρά πολλές φωτογραφίες, αλλά έπρεπε να βρω χρηματοδότηση για να συμμετάσχω. Ήταν ένα είδος απογαλακτισμού από την σχολή, με τις δίκες της παραινέσεις και οργάνωση βεβαίως, καθότι αποτελούσε ένα είδος προπτυχιακής εργασίας. Εκείνες τις ήμερες που ξανακατέβαινα τα σκαλιά της απελπισίας και της κατήφειας, πηρέ τηλέφωνο ότι ήταν πάλι πίσω στην πόλη για μερικές ήμερες. Συναντηθήκαμε σε ένα εστιατόριο. Σχολίασε την θετική αλλαγή μου στην εμφάνιση, αλλά όχι στο ύφος. Του ανέφερα το χρηματικό πρόβλημα που είχα λέγοντας του ότι δεν ήταν κάτι σοβαρό, θα τα κατάφερνα. Είμαι σίγουρος, μου είπε και με προσκάλεσε σε μια μικρή εκδρομή την επομένη ημέρα. Όταν με οδήγησε σε μια μαρίνα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Με σύστησε σε μερικούς από τους πιο επιφανείς κατοίκους της πόλης και βγήκαμε στα ανοιχτά με τρία σκάφη. Βρήκα χρηματοδότηση για δέκα εκθέσεις. Δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Μου πρότεινε μια θέση εργασίας σε μια εταιρεία ερευνών σχετική με τις σπουδές μου. Θα ήμουν ένα είδος πράκτορα. Θα έπρεπε να οσμίζομαι τις νέες τάσεις στην τέχνη και στην μόδα. Να κυκλοφορώ σε underground εκθέσεις, κλαμπ, να παρατηρώ τους ανθρώπους και να αναφέρω ότι πίστευα ότι μπορεί να γίνει προϊόν. Εκεί έμαθα πως λειτουργούν οι επιχειρήσεις, πως παρακολουθούν τους πελάτες τους και πως διαχειρίζονται τα προσωπικά τους στοιχεία, αλλά είχα και την ευκαιρία να παρατηρώ τους ανθρώπους, να δω την επίδραση του ντιζάιν, την δημιουργία μόδας, τα social network και την χρήση τους, την ανταλλαγή πληροφοριών και την διαχείριση τους. Γυρνούσα και παρατηρούσα εάν οι δυο αλυσίδες γύρω από το λαιμό γίνουν τρεις ή μια, τα νέα τατουάζ, ιδιοκατασκευές, παραλλαγές σε ρούχα που έκαναν διάφορα παιδιά στο κολέγιο. Μια μέρα έπιασα μια καλή τάση με ένα καινούργιο είδος σαντάλου. Το δώσαμε σε μια εταιρεία. Δυο μήνες μετά το φόρεσε μια σελεμπριτι, μετά προστέθηκε άλλη μια και συνέπεια ήταν να γεμίσει ο τραπεζικός λογαριασμός όλων των άλλων εκτός από τον δικό μου και της κοπέλας από την οποία έκλεψα την αρχική ιδέα. Είχα εκνευριστεί αφάνταστα και δεν ήξερα πώς να εκδικηθώ το σύστημα για το οποίο εργαζόμουν. Έπειτα από αυτά τα δυο χρόνια εργασίας, που ερχόταν κάθε τόσο και με επισκεπτόταν, δίνοντας μου διευκρινήσεις και οδηγίες πάνω στην δουλειά μου, οπού στην ουσία μου παρέδιδε σπουδές στα οικονομικά, μια ακόμη άφιξη του συνέπεσε με μια δύσκολη δίκη μου στιγμή, όπου ήμουν έτοιμος να τα βροντήξω όλα. Είσαι έτοιμος, μου είπε και εκείνος, κλέβοντας τις λέξεις από το στόμα μου. Τον ρώτησα τι εννοεί και απάντησε να παραιτηθείς. Με προσηλύτισε στην δίκη του εργασία και έγινα μεσάζοντας. Αφανής διαμεσολαβητής ανάμεσα σε εταιρείες ή πρόσωπα. Δεν υπήρχαμε επίσημα. Δεν είχαμε ιατρική κάλυψη, νομική κάλυψη, επιτήδευμα, δεν είχαμε στην ουσία τίποτε, εκτός από μια τυπική έδρα στο Λουξεμβούργο και τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς. Πριν, όμως πάρεις οποιαδήποτε απόφαση πρέπει να ξέρεις σε τι μπλέκεις, μου είπε. Αφού μου ανέλυσε τα τυπικά φτάσαμε μπροστά στο μεγάλο «αλλά». Ο δικός μου χαρακτήρας είναι μετριοπαθής, μου είπε, και απόμακρος, αντιθέτως εσύ είσαι συνέχεια στην τσίτα. Από απολυτά χαρούμενος, κατευθείαν απολυτά στεναχωρημένος και τούμπλαλιν. Σαν διακόπτης. Αυτό στην δουλειά μας, συνδυασμένο με την ανυπομονησία σου, δεν βοηθά. Εάν δε μπορείς να το αλλάξεις, πρέπει να το τιθασεύσεις. Η δουλειά φτιάχνει τους άντρες έλεγε ο πατέρας μου, αντίθετα από την μανά μου που πίστευε ότι το έκανε ο στρατός. Έγινα αυτό που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Από την εφηβική παρόρμηση πέρασα σε ένα κυνικό μακιαβελικό συμπάν. Στην αρχή με έσερνε μαζί του σαν άτυπο γραμματέα. Αναγκάστηκα να πάρω και μαθήματα αυτοάμυνας και χειρισμού όπλου. Δεν κουβαλούσαμε ποτέ κανένα μαζί μας και οπότε χρειαζόμασταν αμυντική προστασία την αποκτούσαμε επ’ αμοιβής. Απλώς έπρεπε να είμαστε πάντα έτοιμοι. Συμπληρώναμε συνεχώς την εκπαίδευση μας παρακολουθώντας σεμινάρια που στην αρχή μου έμοιαζαν άσχετα με την εργασία μας. Μετά ανακάλυψα ότι είχαν σχέση με κάθε επομένη αποστολή. Είχαμε ένα κεντρικό αρχείο πληροφοριών που το χειριζόταν ένας παιδικός του φίλος. Δεν γνώριζα τίποτε για εκείνον προσωπικά. Χρόνια αργότερα γνώρισα την οικογένεια του, αυτή της όποιας την πόρτα καλούμε να περάσω τώρα. Μπήκα μέσα και είδα το φέρετρο. Ζαλίστηκα, αλλά προσπάθησα να συγκρατηθώ. Αγκάλιασα την γυναίκα και τα παιδιά του, χωρίς να μπορώ να τους κοιτάξω στα μάτια. Το βλέμμα μου είχε επικεντρωθεί στα παπούτσια μου. Ίσως και να πήγα τρέχοντας, αλλά μου έμοιαζε ένας αιώνας μέχρι να φτάσω σε μια άδεια καρέκλα και να σωριαστώ. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω στο φέρετρο. Έμοιαζε τόσο οικείος και τόσο ξένος σύναμμα. Εκεί βρισκόταν όλα όσα είχα ζήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια και τώρα πήγαιναν να μπουν σε μια τρύπα χώματος. Κάποιος μου πάσαρε ένα καφέ και το μόνο που έκανα ήταν να βυθίσω το βλέμμα μου στο καϊμάκι. Περίμενα υπομονετικά να σκάσουν οι φουσκάλες. Κανείς εκεί μέσα δεν ήξερε τι δουλειά κάναμε, εάν ήμασταν πλούσιοι ή απένταροι. Ήταν μόνο συγγενείς. Η ζωή του εκτός οικογενείας ήμουν μόνο εγώ. Πίστευαν ότι θα αμειβόταν καλά γιατί χρειαζόταν να ταξιδεύει συχνά. Παλιότερα είχε ένα γραφείο ναυτιλιακών διαμεσολαβήσεων στον Πειραιά και είχαν την εντύπωση ότι ακόμη καταγινόταν με τα ναυτιλιακά. Από πλεούμενα χρησιμοποιούσαμε ενοικιαζόμενα κότερα για να κλείνονται συμφωνίες στην θάλασσα κάθε μορφής. Εμείς προσφέραμε γνωριμίες και πληροφορίες. Στην δουλειά αυτή οι πιο επιτυχημένοι ήταν όσοι δεν είχαν οικογένεια και σπίτι ονόμαζαν το εκαστοτε ξενοδοχείο. Το κακό ήταν ότι έβγαζαν άσχημα βιτσιά, όπως πόρνες και ναρκωτικά. Στην αρχή την είχα δει και ‘γω επικυρίαρχος του κόσμου. Κάθε λιμάνι και καημός. Στην δουλειά δεν έχανα στροφές, αλλά μια μέρα με πηρέ και μου είπε ότι θα αναλάμβανα την Ελλάδα γιατί οι δουλειές εκεί είχαν ανοίξει πολύ λόγω της Ολυμπιάδας και έπρεπε να υπάρχει κάποιος μόνιμα. Αλλά υπήρχε ένα ακόμη «αλλά» που έπρεπε να καταπιώ. Να αλλάξω στάση ζωής. Να τιθασεύσω τις ορέξεις μου. Δεν πρέπει να δίνεις δικαιώματα, μου συνέστησε. Σκέψου μόνο ότι οι περισσότερες πληροφορίες που παίρνουμε για τους εμπλεκομένους στις δουλειές μας είναι, εάν εξαιρέσεις την οικονομική τους κατάσταση, οι γνωριμίες και τα προσωπικά τους βιτσιά. Δέχτηκα και άρχισε να μου αναλύει την ματιά του πάνω στην νέα μου αποστολή σαν να ήμασταν από άλλη χώρα. Μου είπε ότι η Ελλάδα είναι ένα θεολογικό κράτος με την έννοια ότι αποζήτα συνεχώς την θεϊκή εύνοια. Με την δραχμή είχε την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, ότι τα χρέη θα λυνόταν κάποια στιγμή σε ένα μακρινό μέλλον και ότι για το παρόν αρκούσε η εκτύπωση χρήματος και η υποβάθμιση του. Με το ευρώ ενισχύθηκε η αίσθηση του αδιάβλητου. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει… Σιγουρεύτηκα, μου είπε, άλλη μια φορά σήμερα, οπού έτυχε να συναντήσω έναν να οδηγεί ανάποδα σε ένα στενό μονόδρομο. Έπειτα, πριν προλάβω να συνέλθω από την απόρροια, μερικά λεπτά αργότερα, είδα ακόμη έναν να κάνει το ίδιο. Κάτι σαν δεξί κροσέ, αριστερό και βλέπω και το απερκατ στο σαγόνι μου. Ένας στυλοβάτης της διανόησης έκανε ανάστροφη σε κεντρική λεωφόρο. Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι πρέπει να είμαστε ευτυχείς για την σημερινή μας κατάσταση, διότι εάν έπρεπε να βρισκόμαστε εκεί που μας αξίζει τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Έτσι επαλήθευσα το αρχικό μου συμπέρασμα. Ο Θεός είναι μαζί μας. Το γιατί δεν ξέρω. Υποπτεύομαι ότι φταίει η εκκλησία, που είναι στα πράγματα από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, είπε και μου παρέδωσε ένα φάκελο με στοιχεία για πιθανούς στόχους. Αυτός ήταν ο τρόπος του. Οπού πηγαίναμε είχαμε κάνει μια έρευνα πάνω στις τοπικές αντιλήψεις, στην τέχνη, στις εθνικές πεποιθήσεις και νευρώσεις. Βλέπαμε μαζί ταινίες και πινάκες. Διαβάζαμε τους κυρίους εθνικούς συγγραφείς και ποιητές και ανταλλάσαμε απόψεις. Έπειτα βρίσκαμε τους ανθρώπους μας στις πρεσβείες και ανταλλάσαμε πληροφορίες. Μετά συναντούσαμε τους πελάτες και τους στόχους τους και κλείναμε τις λεπτομέρειες του τόπου συνάντησης και του απαιτούμενου χρόνου, καθώς και οποιασδήποτε άλλης παροχής θα διευκόλυνε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Νοικιάζαμε γυναίκες, βίλλες, κότερα, αυτοκίνητα, μπράβους, δικηγόρους, λογιστές… Αγοράζαμε πληροφορίες, ουσίες, λουλούδια, γεύματα και προπαντός σιωπή. Λειτουργούσαμε έτσι ώστε να κολακεύουμε την ματαιοδοξία των εμπλεκόμενων, χρησιμοποιούσαμε τα τοπικά και προσωπικά στερεότυπα προς όφελος μας, ψάχναμε και βρίσκαμε τα βιτσιά του καθενός προκειμένου να τα εκμεταλλευτούμε κατά ανάγκη. Όταν εγκαταστάθηκα μετά από χρόνια στην Ελλάδα, άνοιξα ένα γραφείο ανακαινίσεων. Τυπικά έκανα εισαγωγές επίπλων και εσωτερικής διακόσμησης, καθώς και μελέτες. Προσέλαβα γραμματέα και ένα υπεύθυνο πωλήσεων και μετά από τον πρώτο μηνά τους ανέθεσα όλη την εργασία. Επανασύνδεσα σχέσεις με όλους τους γνωστούς μου από το Αμερικανικό Κολλέγιο. Επισκέφτηκα τους φίλους μας στην Ασφάλεια, άλλους σε μια εταιρεία δημοσκοπήσεων, γνωστούς δημοσιογράφους, ρουφιανους της νύχτας που προσποιούταν τους σελεμπριτι και παρείχαν υπηρεσίες χαμηλότερου επίπεδου από τις δίκες μας. Μάζεψα όλα τα βιτσιά του επιχειρηματικού και του πολίτικου κόσμου και άρχισα τις βολιδοσκοπήσεις για επικείμενους διαγωνισμούς και αναθέσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μετά από μερικούς μήνες άνοιξα και μια γκαλερί. Εκτός από επανασύνδεση με καλλιτέχνες και με διαμορφωτές κοινής γνώμης, μου επέτρεπε να έχω δυο εταιρείες με παρεμφερείς δραστηριότητες και να διακινώ χρήματα από υπηρεσίες που τιμολογούταν βάσει προσωπικής εκτίμησης και μπορούσαν να δικαιολογήσουν οποιοδήποτε ποσό. Επίσης είχα πρόσβαση σε ένα κόσμο, όπως η τέχνη, που το μαύρο χρήμα δεν είναι αμελητέο και η ομερτα βασιλεύει. Όταν κάναμε μια έκθεση αγιογραφιών έπλεξα νέες σχέσεις με τοπικούς άρχοντες και με την εκκλησιαστική εξουσία. Μετά έλαβε χώρα μια έκθεση για πολιτική γελοιογραφία και από απέκτησα πρόσβαση σε συνδικαλιστές και επιθεωρητές εργασίας που θα πήγαιναν σε ανταγωνιστές και σε δικούς μου πελάτες με τα αντίστοιχα αποτελέσματα, εξασφαλίζοντας την τιμωρία και εξασθένηση των πρώτων και την ασυλία των δεύτερων. Πρώτα τους έστελνα στους ημέτερους, εξασφαλίζοντας τους και μετά στην αντίπερα όχθη. Έκοβαν κανένα μικροπρόστιμο για τα μάτια του κόσμου στους πρώτους και αυστηροποιουταν στους δεύτερους. Πληρωμένα δημοσιεύματα και κατευθυνόμενες διαφημίσεις ήταν άλλα όπλα που χειριζόμασταν με ευχέρεια. Είχα καταλαγιάσει και τα προσωπικά μου πάθη και είχα γνωρίσει μια κοπέλα με την όποια τα πράγματα έμοιαζαν να παίρνουν σοβαρότερη τροπή. Όταν κάποια στιγμή ο ανταγωνισμός με πηρέ χαμπάρι και άρχισε να ψάχνει το παρελθόν μου άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Δεν είχα δώσει αφορμές στην Ελλάδα, αλλά μπορούσαν να βρουν ένα σωρό στοιχεία για αταξίες μου από το εξωτερικό. Ανάμεσα σε όλα αυτά εκείνος γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Ήρθε και είπε για την τελευταία του μπάζα. Έδωσε τις έξω επιχειρήσεις σε άτομα που εξυπηρετούσε και τον εξυπηρέτησαν, άλλες τις έκλεισε και άλλες τις άφησε στην τύχη τους. Μάζεψε τα μετρητά και ήρθε στην Αθήνα. Δεν θα έμπλεκε στα πόδια μου, είπε, εκτός εάν του το ζητούσα. Έπειτα με ρώτησε πως τα πήγαινα στα προσωπικά μου και αναφέροντας αυτή τη σχέση με παροτρύνε να προχωρήσω γιατί στον κόσμο μας η αμετροέπεια είναι το συχνότερο φαινόμενο, αντιθέτως η οικογένεια σε δένει με την πραγματικότητα. Μαθαίνεις να υπολογίζεις και τους άλλους. Σκοπός μας δεν είναι να επιβάλλουμε αυτό που εμείς επιθυμούμαι, μου είπε. Η τέχνη μας είναι να κάνουμε αυτό που οι άλλοι θέλουν, και έτσι να τους έχουμε ευτυχισμένους, όταν εμάς μας βολεύει. Δεν θέλουμε να ενοχλούμε, δεν θέλουμε οι άλλοι να σκέπτονται ότι υπάρχουμε, παρά μόνο όταν μας χρειαστούν. Μου συνέστησε να μην μεγαλοπιαστώ. Ζήσε καλά, αλλά κρυφά από τους άλλους, είπε. Η αλήθεια είναι ότι όσο γερνούσε, τόσο λιγότερα άτομα γνώριζαν την ύπαρξη και την δύναμη του. Μια φορά μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχαν υπάρξει και άλλοι πριν από εμένα. Τους είχε για την βιτρίνα των δραστηριοτήτων του, περιμένοντας να βρει τον διάδοχο του. Όταν ήθελε να τους εγκαταλείψει τους έβρισκε δουλειά σε μεγάλες εταιρείες. Κατά αυτό τον τρόπο είχε προσβάσεις παντού. Μου έδωσε μια ατζέντα με τα ονόματα. Φεύγοντας άφησε το τηλέφωνο του σπιτιού για πρώτη φορά και με προέτρεψε να παντρευτώ αυτή τη κοπέλα. Δεν πρόλαβα να του μιλήσω για τα επαγγελματικά προβλήματα μου και αυτός όχι μόνο δεν ήταν εδώ να με βοηθήσει, αλλά είχε αποσυρθεί. Έμεινα σκεπτικός αρκετή ώρα, όταν και αποφάσισα να αγοράσω ένα δακτυλίδι και να τηλεφωνήσω στην μέλλουσα γυναίκα μου. Μήνες αργότερα ανακάλυψα ότι ο κύριος αντίπαλος μου ήταν ο πατέρας της. Σε ένα από τα πρώτα οικογενειακά τραπέζια αποφασίσαμε να μην μπλέκουμε ο ένας στα πόδια του αλλού και οπότε μπορούμε να συνεργαζόμαστε. Με την τύχη να μου χαμογέλα και τον πακτωλό χρημάτων των Ολυμπιακών αγώνων να γεμίζει τα σεντούκια μου, αποφάσισα ότι έπρεπε να αρχίσω την σταδιακή και αργή απεμπλοκή μου. Δεν είναι μια δουλειά στην όποια μπορείς να κανείς κάτι απροετοίμαστα και δεν φεύγεις κλείνοντας μια πόρτα. Άκουσα μια άλλη να ανοίγει. Είχε έρθει το γραφείο κηδειών για να τον μεταφέρουν. Παρ’ ότι ήμουν βυθισμένος στις αναμνήσεις μου, τα δάκρυα, συνέχιζαν να κυλούν στα μαγούλα μου ασυναίσθητα. Δεν ήμασταν πολλά άτομα στο σπίτι και στην εκκλησία προστεθήκαν λίγοι ακόμη. Ο καιρός ήταν υγρός, με τον ουρανό τόσο μαυρισμένο όσο και η ψυχή της χήρας. Άναψα ένα κερί και αφού τον αποχαιρέτησα νοερά άλλη μια φορά έκανα και μια προσωπική ευχή. Οι περισσότεροι επιτυχημένοι επιχειρηματίες που είχε γνωρίσει, όπως μου ανέφερε, ήταν τελειομανείς και προσηλωμένοι στην οργάνωση. Επίσης τρεφόταν από το δημιουργικό τους άγχος. Χωρίς αυτό αισθανόταν ξεφούσκωτοι. Για αυτό στην συνεργασία μας έπρεπε να τους μειώσουμε το άγχος, χωρίς να το εξαφανίσουμε, να είμαστε καλυτέρα οργανωμένοι από ότι ήταν οι ίδιοι. Εάν δεν είχαμε όλες τις λύσεις, έπρεπε να δίνουμε τις περισσότερες και να απαντούσαμε τις υπόλοιπες ερωτήσεις πριν από εκείνους. Έπρεπε να τους κάνουμε να αισθάνονται ότι μας χρειάζονται, αλλά από την άλλη να είμαστε σαν τo ραντεβού της μιας νύχτας. Έπρεπε να αφήσουμε μια ανάμνηση γλυκιά, για να ξαναέρθουν. Στην εκκλησία ένιωθα πάντα, παρ’ ότι δεν είμαι θρησκευόμενος, μια πνευματική χαλάρωση, που με έστελνε σε ονειρώδεις σκέψεις, σε ατέρμονες συνειρμούς. Χαιρόμουν που βρισκόμουν εδώ και παρ’ ότι ήταν ανάμενα μόνο τα κεριά, είχε περισσότερο φως και ζέστη σε σχέση με εκτός αυτής. Θυμήθηκα μια στιχομυθία του με ένα επιχειρηματία στην όποια ήμουν μπροστά. Την ώρα που φεύγαμε είχαν πιάσει το γνωστό κουτσομπολιό πριν από το οριστικό αντίο και πάνω στην συζήτηση ο πελάτης μας αναφέρθηκε σε ζητήματα διαχείρισης προσωπικού λέγοντας ότι τους υπάλληλους πρέπει να το κρατάς από το λαιμό. Στην σχέση μας, που ήταν στην ουσία εργοδότη υπαλλήλου, εμείς συμπεριφερόμασταν σαν χαλαροί συνεργάτες. Όλα ήταν ρευστά γύρω μας και από την στιγμή που θα υπήρχε η παραμικρή ρωγμή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης κατέρρεαν όλα. Η συμφωνία της μοιρασιάς γινόταν ανά περίσταση, αλλά ποτέ δεν διαφωνήσαμε για το παραμικρό. Η απάντηση που έδωσε στον επιχειρηματία ήταν ότι συμφωνούσε εν μέρει. Στόχος ενός επιχειρηματία είναι να κρατά τον υπάλληλο του πάντα πεινασμένο, δηλαδή να του δίνει όσα χρειάζεται να επιβιώσει, αλλά όχι όσα χρειάζεται για να ευημερήσει. Κατά αυτό τον τρόπο είναι πάντα «πεινασμένος», έχει «ελπίδα» μπροστά του, δεν μπορεί να φτιάξει το απαιτούμενο κεφάλαιο για να δημιουργήσει δίκη του εργασία, κυρίως της ιδίας φύσης με του εργοδότη του. Όταν αργότερα τον ρώτησα εάν τα εννοούσε όλα αυτά, μου απάντησε περίπου. Ότι ήταν το μέρος της αλήθειας που ο πελάτης ήθελε να ακούσει. Ένα άλλο μέρος είναι ότι πρέπει πάντα να βρίσκεις εργαζόμενους που είναι καλύτεροι στον τομέα που θα εργαστούν από εσένα. Η διάφορα του εργοδότη από τον εργαζόμενο είναι η λήψη του ρίσκου. Ο επιχειρηματίας είναι διατιθέμενος να ρισκάρει, ο υπάλληλος όχι. Για αυτό το κέρδος το έχει ο κεφαλαιούχος και ο εργαζόμενος παίρνει ένα μικρό μέρος. Ο πρώτος έχει την περιουσία και παραχωρεί ένα μέρος στον δεύτερο να το διαχειριστεί, όχι να το καρπωθεί. Αυτό είναι που αγνοούν οι περισσότεροι εργαζόμενοι. Αυτό πρέπει να τους υπενθυμίζει ο εργοδότης. Ο πρώτος νοικιάζει τον χρόνο και τις δεξιότητες των δεύτερων, γι’ αυτό ο εργοδότης πρέπει να σέβεται και να αμείβει αυτά τα δυο και ο δεύτερος να τα παρέχει χωρίς εκπτώσεις. Διαφορετικά είναι γάμος ανάμεσα σε ανοργασμικούς. Ο επιχειρηματίας πάντα θα αναζητά περισσότερα από το εργαζόμενο του, προσπαθώντας να δώσει λιγότερα και ο υπάλληλος το αντίθετο του απάντησα. Υπάρχουν καλοί και κακοί παντού και πάντα θα βρίσκονται μεταξύ τους σε ποσότητες και ποικιλίες που δεν μπορούμε να καθορίσουμε. Όπως δεν μπορείς να διαχωρίσεις σε ένα γάμο μετά από μερικά χρόνια, ποιος πρόσφερε τι στην σχέση έτσι και στην εργασία δεν μπορείς να ποσοτικοποιήσεις την προσφορά. Εάν κάποιος παραστεί κατώτερος των περιστάσεων είναι πάντα υπευθυνότητα του εργοδότη και μαζί με την αρμοδιότητα έρχεται και η εξουσία και μαζί με την τελευταία έρχεται και η μοναξιά. Ξέρεις πόσοι επιχειρηματίες αναρωτιούνται εάν η θηλιά είναι στο δικό τους λαιμό ή στον λαιμό των εργαζομένων, αναρωτήθηκε. Όλα καταλήγουν στην επιλογή και στην διαχείριση και όπλο είναι όχι μόνο η αμοιβή, αλλά και το εργασιακό περιβάλλον, η δικαιοσύνη και η κατανομή των καθηκόντων. Πάντα κάποιος θα δουλεύει στο μέγιστο και άλλος λιγότερο, το θέμα είναι να διαχωρίζεις τις ποιότητες. Ο εν λόγω επιχειρηματίας απλώς προσπαθεί να βάλει κάτω από το χαλί την δίκη του ανικανότητα να διαχειριστεί τα του οίκου του και περιμένει την δίκη μας επιβράβευση των προσπαθειών του. Γιατί το όριο μιας εταιρείας είναι ταυτόσημο με το όριο των ανθρώπων που την διοικούν. Τελειώνοντας τον συνειρμό μου ευχήθηκα να μην γνωρίσω ποτέ την θηλιά γύρω από τον λαιμό μου και να απεμπλακώ από το χώρο εργασίας μου, τον οποίο τελευταία αισθανόμουν σαν σφιχτό κορσέ. Περνώντας το κατώφλι των πενήντα ετών σκεπτόμουν ότι είχα προ πολλού φτάσει στην κορυφή της βιολογικής ζωής μου και ήδη κατηφόριζα σταθερά, και το μόνο που ήθελα ήταν να πετάξω από πάνω μου τα περιττά. Την εργασία, την όποια πλέον δεν την είχα βιοποριστική ανάγκη, το άγχος που δεν ήθελα να με συντροφεύει άλλο. Ήθελα να πηγαίνω τα παιδιά μου στο σχολείο, να τρώω μαζί με την οικογένεια μου, να σταματήσω να ζητώ και να δίνω χάρες. Τα βαρέθηκα όλα, τα επιτηδευμένα λόγια, τα στατιστικά, τις δοσοληψίες. Η εσωτερική βενζίνη κάποια στιγμή τελειώνει και το άλγος της εργασίας είναι μεγαλύτερο από την οποιαδήποτε επιφαινόμενη επιτυχία. Είχα υπάρξει τυχερός και κάποια στιγμή και αυτό θα στέρευε και δεν ήθελα να είμαι εκεί να το δω. Μπορούσα να περιοριστώ στη γκαλερί, να κρατήσω και μερικά πτώματα στην ντουλάπα δια παν ενδεχόμενο και να ζούσα επιτέλους με την οικογένεια που είχα φτιάξει και την έβλεπα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, προτού φτάσει η στιγμή που θα συναντηθούμε για πρώτη φορά σε περίσταση όπως η σημερινή. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και έπιασα το κουτάκι με τα χάπια. Θυμήθηκα τις νεανικές μου καταχρήσεις. Αλλά χάπια, αλλά γούστα. Φύγαμε από την εκκλησία με τα αυτοκίνητα μας για τα μνήματα. Εκεί στον λόφο μας περίμενε η ομίχλη με τον υγρό ανατριχιαστικό της μανδύα, έτοιμη να καταπιεί τα πάντα και να τα αφανίσει από πρόσωπου γης. Σχεδόν έγλυφε τον αυλόγυρο των κοιμητηριών. Χαθήκαμε μέσα και έσφιξα το παλτό γύρω μου. Ένιωσα το σβέρκο μου να ανατριχιάζει και λούφαξα όσο μπορούσα μέσα στα ίδια μου τα ρούχα. Η χήρα υποβασταζόμενη από τα παιδιά της στήθηκε στην άκρη του μνήματος. Μου έκανε ένα νεύμα να πάω κοντά τους. Την στιγμή που τον κατέβαζαν ήταν μια από τις χειρότερες της ζωής μου. Αισθανόμουν ότι θα μπορούσα πανεύκολα να πέσω μέσα και εγώ και το μόνο που με κρατούσε ήταν ότι έπρεπε να βοηθήσω την καημένη την γυναικά του και τα παιδιά της να μην πάθουν το ίδιο. Εδώ τελειώνουν και οι παντοκρατορίες, εδώ καταλήγουν και οι φεουδάρχες, εδώ ισοπεδώνονται οι αξίες, εδώ το ταμείο μηδενίζει, εδώ περνάς από την μορφή στην ανάμνηση. Η φύση σε ξεχορταριάζει και ένα νέο ζιζάνιο γεννιέται κάπου και παίρνει την θέση σου. Ένας άλλος μεγιστάνας θα αρχίσει να διαγράφει την πορεία του για να έρθει χρόνια αργότερα να σε συναντήσει αγαπημένε φίλε. Μια πορεία της όποιας τα περισσότερα χιλιόμετρα έχω διαγράψει ήδη. Ποιο το νόημα; Την ώρα που πίναμε καφέ ήταν οι πρώτες που ουσιαστικά μίλησα με κάποιον από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι. Με ρώτησε η γυναίκα του τι θα θυμόμουν μετά από χρόνια από εκείνον και της ανέφερα τα τελευταία του λόγια προς εμένα, όταν μια εβδομάδα νωρίτερα τον είχα επισκεφτεί στο νοσοκομείο, οπού ο καρκίνος είχε αφήσει στην θέση του ανθρώπου που γνώριζα ένα κακέκτυπο πλημμυρισμένο από καλώδια και σακουλάκια. Τι έχουμε πετύχει, με ρώτησε, πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, ακόμη κάτω από το σοκ της όψης του. Εμείς είμαστε τα παράσιτα που κάνουν τον κόσμο να λειτούργει μου είπε. Γι’ αυτό ο κόσμος μας έχει ανάγκη, γιατί είναι ελαττωματικά φτιαγμένος. Γιατί ασχολείται με μεγέθη και τα θέλει γρήγορα, και ει δυνατόν άκοπα. Αλλά κατά βάθος το μόνο που μας καίει ως άνθρωποι είναι να είμαστε ευτυχισμένοι.