Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Αγάπη

Ξύπνησα και κατάλαβα ότι κουνούσα τα μελή μου, τινάζοντας τα πέρα δώθε, σαν να είχα σπασμούς. Το κεφάλι μου έπαιρνε παράξενες γωνιές και ξαφνικά από το σκοτάδι πέρασα στο φως και ήμουν περιστοιχισμένος από δέντρα και λουλούδια και λίγο πιο ψηλά ένας ήλιος λαμπερός, από ατόφιο χρυσαφί να ρίχνει τις κιτρινωπές του ακτίνες παντού γύρω μου. Το σώμα μου είχε ηρεμήσει και άκουσα φωνές μικρών παιδιών, γέλια και χειροκρότημα, αλλά δεν μπορούσα να τα δω γιατί ήμουν ακόμη τυφλωμένος και ξεχώριζα μόνο κάτι πόδια απλωμένα μπροστά μου και λίγο πιο χαμηλά. Προσπάθησα να πάω μπροστά, αλλά φαινόταν ότι κάτι με κρατούσε και με έστρεψε στο πλάι. Παρατήρησα ότι τα δέντρα σταματούσαν λίγα μετρά πιο μπροστά μου. Από εκεί και πέρα υπήρχε ένα κάστρο και γύρω του ο ουρανός σκοτείνιαζε. Είχε τρομακτική όψη και ένιωσα έντονα την επιθυμία να ξαναχωθώ ανάμεσα στα δέντρα μέχρι να δω τι συμβαίνει και εάν υπάρχει ζωή μέσα σε αυτό το κτίριο. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να κουνηθώ και συνεχώς άκουγα μια φωνή να διηγείται μια ιστορία για ένα νεαρό αγόρι και μια πριγκίπισσα που την είχαν απαγάγει. Κάποιος συνομήλικος μου θα μπλέχτηκε στα πλοκάμια του ερώτα σκέφτηκα και ευχήθηκα να είχα την ίδια τύχη. Τότε είδα μια θηλυκή φιγούρα να διαγράφεται σε ένα από τα παράθυρα του κάστρου. Ω, γλυκιά, οπτασία, αναφώνησα, ω γλυκό νέκταρ των ματιών μου, ω απόσταγμα της ομορφιάς, έδωσες νερό σε έναν κουρασμένο, έδωσες τροφή σε ένα κατατρεγμένο. Ήθελα να τσιμπηθώ, δεν ήταν αυτά δικά μου λόγια, κάποιος τα έβαλε στο στόμα μου. Είχα παρόμοιες σκέψεις, αλλά το λεξιλόγιο ήταν αταίριαστο με το δικό μου. Ξύλο απελέκητο με φωνάζουν οι γνωστοί μου. Είναι πολύ όμορφη αυτή η κοπελιά, αλλά γουστάρω τις μελαχρινές και αυτή είναι άσπρη σαν το χιόνι με μακριά ξανθά μαλλιά που κάθεται και τα χτενίζει σαν την Barbie. Έξαλλου ποτέ δεν είχα επιτυχία με αυτού του είδους τις γυναίκες. Δεν θα προσπαθούσα καθόλου. Άκουσα την φωνή της να με εκλιπαρεί για βοήθεια, για ένα κακό μάγο και στην συνεχεία άρχισε να πλέκει το εγκώμιο μου και άρχισε να ευγνωμονεί την καλή της τύχη. Κάποιοι ίσως να έβρισκαν την φωνή της γλυκιά σαν μέλι, αλλά είχα μια αλλεργική αντίδραση, της έβρισκα μια επιτηδευμένη υφή, σαν φωνητική παγίδα, που είχε καλλιεργηθεί μετά από χρόνια εξάσκησης. Έξαλλου, υπήρχε κάτι στην χροιά της που μου προκαλούσε εκνευρισμό. Μια μεταλλικότητα σε κάποια σύμφωνα, ένα σύρσιμο σε κάποια άλλα, ένας ενοχλητικός τονισμός των ο. Από φωνή, κορμάρα κοινώς. Δεν ξέρω ποιος της έδωσε αυτό το ρόλο, καλόγουστος δεν ήταν στα σίγουρα. Ήθελα να την αφήσω στην τύχη της, καθότι δεν πίστευα στο παραμικρό ότι κινδύνευε. Απλώς ήταν τεμπέλα και το κάστρο της είχε χρόνια να καθαριστεί. Παρ’ όλα αυτά δεν είχα σαλέψει ρούπι από την θέση μου και ανασηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό την αποκάλεσα ουράνια οπτασία και στην συνεχεία ανέκραξα, καλή μου νεράιδα είμαι στην υπηρεσία σου. Κάθε επιθυμία σου είναι εντολή, κάθε σκέψη σου είναι νόμος. Μα ποιος, τέλος πάντων, έχει γεμίσει το στόμα μου με αυτές τις αθλιότητες. Σιγά μην κάθομαι να υπηρετώ την κάθε τσούλα, επειδή άφησε την τιράντα της λίγο πιο χαμηλά από το πρέπον. Ξαφνικά την είδα να γυρνά και να κοίτα προς το εσωτερικό του δωματίου της. Ύστερα ξαναγύρισε προς εμένα και με κοίταξε τρομαγμένη φωνάζοντας μου να κρυφτώ. Εμφανώς κάποιος την τράβηξε απότομα μέσα και εμφανίστηκε ένας κακάσχημος με αγριωπή φυσιογνωμία να κοίτα διερευνητικά έξω από το παράθυρο. Μόλις που είχα προλάβει με ένα τεράστιο σάλτο να κρυφτώ ανάμεσα στα δέντρα. Μήπως είμαι αθλητής, γιατί με τέτοιο άλμα όλο και κάποιο μετάλλιο θα είχα στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Φωνές ακουγόταν μέσα από το κάστρο και κλάματα. Ένιωσα ένα παράξενο άγγιγμα στην πλάτη μου και αναπηδώντας από την τρομάρα γύρισα εκατό ογδόντα μοίρες για να αντικρίσω ένα ελαφάκι. Άρχισε να μου μιλεί και έμεινα άφωνος. Μήπως είμαι κτηνίατρος και αυτή είναι μια από τις μαγικές μου δυνάμεις; Μήπως ονειρεύομαι και πρέπει να ξυπνήσω; Ήπια καφέ από το πρωί; Το ελαφάκι μου έλεγε για το κακό μάγο του κάστρου και για την καημένη την πριγκιπόπουλα που είχε φυλακισμένη. Με προέτρεπε να κάνω κάτι να την σώσω για το καλό της ανθρωπότητας. Μα εγώ δεν ξέρω από μαγικά, δεν έχω πολεμήσει ποτέ, του είπα. Ήθελα να προσθέσω ότι η κοπελιά δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά τι σημασία θα είχε αυτό για ένα ελαφάκι, και το άφησα στην πίσω πλευρά του μυαλού μου. Έχεις σπαθί στην ζώνη σου και λες ότι δεν έχεις πολεμήσει, με ρώτησε. Τότε τι ήρθες να κανείς εδώ; Έλα μου ντε, μακάρι να ήξερα. Από τη στιγμή που βγήκα μέσα από το δάσος αυτό αναρωτιέμαι. Αυτές οι σκηνές είναι σαν να τις έχω ζήσει εκατό φορές σε κάποιο μακρινό όνειρο. Μου φαίνονται οικείες και όμως διαδραματίζονται τώρα. Δεν ξέρω τι μέλλει γενέσθαι, αλλά όταν αυτό λάβει χώρα, μου φαίνεται σαν να ήταν ένα κάποιο αναπόφευκτο πεπρωμένο το οποίο είχα γνωρίσει, αλλά τώρα δεν το θυμόμουν πια. Σενάριο διάβαζα της ζωής μου και να μην το θυμάμαι; Γιατί δεν είχα βάλει μια μελαχρινή; Άλλος το γράφει και εγώ απλώς σύρομαι στις δολοπλοκίες του; Το χέρι μου γλίστρα στην ζώνη και ανταμώνει το σπαθί και βγάζω μια κραυγή που τρόμαξε και εμένα τον ίδιο. Προειδοποίησα τον μάγο ότι έφτανε το τέλος του και ότι η υπεροχή πριγκίπισσα θα γινόταν δίκη μου. Τι μέλος βασιλικής οικογενείας είναι αυτό που ο καθένας το παίρνει κατ’ οίκον; Η βασίλισσα του νοικοκυριού; Θα διαφημίζει απορρυπαντικά σκέφτηκα. Πάλι καλά, μήπως και με συμμαζέψει, γιατί εγώ, από ότι φαίνεται, είμαι ένας πολεμόχαρης αγύρτης. Ελπίζω, και για αυτή και για μένα, να είμαι το ίδιο άνδρας και στο σεξ. Με αυτή την σκέψη να γεμίζει το σώμα μου τεστοστερόνη και το στήθος μου προτεταμένο ορμώ στο κάστρο. Τυφλωμένος από το πολεμικό μου μένος και συνεπικουρούμενα από το ελάχιστο φως στο εσωτερικό του κτιρίου, δεν έχω καμία ανάμνηση των γεγονότων. Ξαναποκτώ αντίληψη και με βρίσκω λίγο αργότερα με την πριγκίπισσα αγκαλιά να μου δίνει ένα ωραίο φιλί στο μάγουλο και γύρω μας μαζεμένα και χαρούμενα διάφορα ζωάκια του δασούς. Από κοντά δεν είναι και τόσο άσχημη. Σίγουρα μυρίζει ωραία και φίλα ακόμη καλυτέρα. Ίσως, τελικά, να μην είναι και άσχημος ο ρόλος μου. Αλλιώς είναι οι επιθυμίες και αλλιώς η πραγματικότητα. Αλλά να με φιλήσει στο μάγουλο; Σε παιδική ταινία παίζουμε; Τις σκέψεις μου διακόπτει ένας παράξενος θόρυβος από τον ουρανό. Βλέπω ένα τεράστιο δράκο που μιλεί και αυτός. Θεέ μου ας μην έχει πονόδοντο και ας μην είμαι κτηνίατρος, ευχήθηκα. Άρχισε να μας απειλεί ότι αυτό είναι το τέλος μας, καθώς ήταν μία μεταμόρφωση του μάγου. Η πριγκίπισσα ακούμπησε τα χείλη της στο αυτί μου και αναρωτήθηκα ποσό στερημένη θα ήταν στην φυλακή της για να ερωτοτροπεί ενώ αυτό το τέρας μας απειλεί. Μια μεγάλη φλόγα πετάχτηκε από το στόμα του δράκου. Ευτυχώς αστόχησε και έριξε ψηλά από πάνω μας, είπα θριαμβευτικά. Ξαφνικά είδα την πριγκίπισσα να πέφτει και λέω στα ζώα χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από το δράκο, πάει λιποθύμησε αυτή. Τα καημένα είχαν εξαφανιστεί, προφανώς στο δάσος. Χαμπάρι δεν τα πηρά τα άτιμα. Άκουσα φωνές από εκεί που πίστευα ότι καθόταν παιδιά. Τσίριζαν φωτιά, φωτιά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να σπάει πετονιά και είδα το αριστερό μου χέρι να πέφτει. Ύστερα ακόμη μια φορά ο ίδιος θόρυβος και ξανά και ξανά. Βρέθηκα ξαπλωμένος στο χώμα, ανίκανος να κινηθώ. Ο ουρανός από επάνω μου φλεγόταν και μαύρα αποκαΐδια έπεφταν πάνω μου. Δίπλα ήταν σωριασμένη η πριγκίπισσα, με τα μάτια της ανοιχτά, να κοιτούν ίσια μέσα στα δικά μου. Τελικά σε αγαπώ, προσπάθησα να της πω, αλλά δεν έβγαινε η φωνή μου. Ο δρακός είχε εξαφανιστεί και πελώρια χέρια άρπαζαν ότι προλάβαιναν από το τοπίο γύρω μας. Μάλλον θα ήρθε κάποιος γίγαντας, έδιωξε τον δράκο και τώρα προσπαθεί να σώσει ότι μπορεί από την φωτιά. Τα παιδιά δεν ακουγόταν άλλο, πρέπει να είχαν φύγει. Το χέρι πηρέ και την πριγκίπισσα. Λες να μας το έκλεψαν το κορίτσι, σκέφτηκα, και αυτή η άτιμη όποιος της βάζει χέρι γίνεται δίκη του. Εάν είναι τέτοια καλυτέρα που χάθηκε. Τώρα που ανακάλυψα το σπαθί μου έρχεται να το ταΐζω συνεχεία. Ακούω και άλλες φωνές, να ζητούν νερό και πυροσβεστήρες. Ένα κομμάτι ξύλο μου ήρθε από τον ουρανό και κάθισε πάνω στο μάγουλο μου. Παρ’ ότι δεν αισθανόμουν πόνο έβλεπα δάκρυα να κυλούν στα μαγούλα μου στην αρχή και έπειτα ο καπνός δεν με άφηνε να δω τίποτε. Τότε ένιωσα το νερό να με χτύπα με ορμή και έφυγα από το χώμα που βρισκόμουν και έπεσα σε ένα άλλο αφράτο, που είχε γίνει λάσπη και μέσα στην όποια έβρισκα μια γλυκιά παρηγοριά από την πρόσφατη ταλαιπωρία μου. Είδα το χέρι να με σηκώνει από κάτω και να με αγκαλιάζει πιέζοντας με σε ένα τεράστιο ιδρωμένο στήθος και ξαφνικά ένιωσα ένα φιλί από ένα τεράστιο στόμα. Αυτό το φιλί δεν έμοιαζε με τίποτε από όσα είχα ζήσει. Είχε υγρασία, είχε ζεστασιά. Ήθελα να μείνει λίγο ακόμη σε αυτή τη τεραστία αγκαλιά που υποσχέθηκε να με κάνει σαν καινούργιο με λίγο βερνίκι. Το βραδύ στο σπίτι του μου είπε ότι δεν θα με έβαζε στο κουτί μου και ότι θα κοιμόμασταν μαζί. Με πήρε κάτω από την κουβέρτα του. Άναψε το φως που είχε στο κομοδίνο και άρχισε να μου διαβάζει τον Πινόκιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου