Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Χάρτινοi Ήρωες

                Πρωί Κυριακής, στις δέκα, πηγαίνω στο ψιλικατζίδικο και έχει ακόμη εφημερίδες. Πριν από τρία τέσσερα χρόνια από τις πιο δημοφιλείς δεν θα είχε μείνει τίποτε. Παίρνω ένα Αστεριξ και ένα Μίκυ Μαους και μου δίνουν δώρο και τις φυλλάδες. Αυτή την εποχή είναι προτιμότερα τα κόμικς από τα CD και τα DVD, εάν και πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ελεύθερη τηλεόραση κάνει ότι μπορεί για να τα επαναφέρει στην προηγούμενη δόξα τους. Αλλά η μόδα είναι η τέχνη του πρόσκαιρου. Αντίθετα οι χάρτινοι ήρωες είναι διαχρονικοί. Βλέπεις τα άρθρα για τα ερωτικά σκάνδαλα του Γάλλου προέδρου και αναρωτιέσαι τι σχέση μπορεί να έχει με τον Αστεριξ, βλέπεις τα άρθρα για τις αστοχίες της Αμερικανικής πολιτικής και αναρωτιέσαι εάν ο Μίκυ το τετραπέρατο ποντίκι θα τα κατάφερνε καλυτέρα.
                Τελικά η εφημερίδα είναι καλό συμπλήρωμα των κόμικς. Δίνουν και μια άλλη προοπτική στους ημεδαπούς πολιτικούς. Ο ένας μου θυμίζει τον Μπρούτο, ο άλλος το Ποπαυ χωρίς το σπανάκι… Ουπς! Είμαστε ένα μικρό γαλατικό χωριό στην άκρη της Ευρώπης που πιστεύει ότι είναι ανεξάρτητο και ότι κατοικείται από ιδιόρρυθμους, καβγατζήδες και ανεξαρτήτους ανθρώπους. Όπως πάντα τα προβλήματα ξεκινούν από την απόσταση που χωρίζει το είμαι με το θα ήθελα να είμαι και την έλλειψη αυτοκριτικής να αφήνει έναν ωκεανό από παλινωδίες ανάμεσα σε αυτά τα άκρα. Το καλό είναι ότι είμαστε φιλόδοξοι. Έχοντας μεγαλώσει μέσα σε μια τεραστία λίμνη ηρώων, έχουμε την απαραίτητη μωρία να γράψουμε ιστορία και εμείς, να γίνουμε another brick στην τεραστία τοιχογραφία της Ελληνικής ιστορίας. Για αυτό σε κάθε έκφανση της ζωής μας βλέπεις επιδόξους Σπαϊντερμαν να προσπαθούν το τρομακτικό άλμα που θα συναρπάσει, την ώθηση που θα μας πάει στο άπειρο και ακόμη παραπέρα.
                Υστέρα γυρίζω προς το σπίτι και δεν ξεχνώ την εικόνα που αντίκρισα τον δεκαπενταύγουστο. Η πόλη είναι έρημη, μοιάζει κεντρικός δρόμος στο Τέξας κατά την διάρκεια μονομαχίας πριν από πάμπολλα χρόνια. Μόνο η θαμνομπαλα που παρασέρνεται από τον αέρα λείπει. Περπατώ σαν ένας μοναχικός καουμπόι προς το ηλιοβασίλεμα, απολαμβάνοντας την πλήρη έλλειψη αυτοκίνητων, όχι μόνο στον δρόμο, αλλά και τα παρκαρισμένα έλειπαν σε παραλίες, βουνά, λίμνες και ποταμιά. Παρ’ όλο αυτό τον πλουραλισμό θέσεων στάθμευσης μπροστά μου έχω μια πυλωτή. Στο κέντρο αυτής βρίσκεται η είσοδος της πολυκατοικίας. Στην θέση μπροστά από την είσοδο έχει σταθμεύσει ένα αυτοκίνητο και κλείνει το πέρασμα μέσα από την πυλωτή. Ανάμεσα στην άκρη της τελευταίας και στο παρακείμενο παρτέρι που πιάνει το μισό πεζοδρόμιο έχει παρκάρει ένα μηχανάκι και κανείς δεν μπορεί να περάσει ούτε από εκεί. Το παρτέρι είναι υπερυψωμένο, χτισμένο και έχει ένα μεγάλο δέντρο και από τα κλαδιά δεν μπορείς να περάσεις ούτε πάνω από το παρτέρι, όσο ανάλγητος και ευλύγιστος και εάν είσαι. Αριστερά από του έχει σταματήσει για διανυκτέρευση ένα άλλο αυτοκίνητο κλείνοντας και το υπόλοιπο πεζοδρόμιο. Έχει ένα στενό πέρασμα από το οποίο φιλοδοξούσα να περάσω. Στο μεσοδιάστημα που όλα αυτά απορροφούταν από τον αμφιβληστροειδή μου και αναλυόταν από το λιγοστό μυαλό μου, στην παραζάλη του δύοντος λιοπυριού ένα άλλο παιδί θαύμα της φυλής μας ήρθε και πάρκαρε πίσω από αυτοκίνητο στα αριστερά και το παρτέρι, κλείνοντας και το τελευταίο πέρασμα, αναγκάζοντας με να βγω από το πεζοδρόμιο στον δρόμο σε μια πλήρη ανάστροφη των εννοιών.
                Αποτέλεσμα ήταν τέσσερα οχήματα να έχουν παρκάρει σε ευθεία γραμμή από την είσοδο της πολυκατοικίας έως την άκρη του πεζοδρομίου και με τη βοήθεια ενός παρτεριού να καθιστούν απροσπέλαστα δεκαέξι μέτρα πλάτος πεζοδρομίου - πυλωτής. Σκοπός των άλογων αυτών μαλακίων ήταν ο ελάχιστος κόπος κατά την μετακίνηση από το αυτοκίνητο στην είσοδο. Προφανώς ο τελευταίος και πιο απομακρυσμένος θα σιχτίριζε την τύχη του που αναγκάστηκε να παρκάρει τόσο μακριά. Με μια βιβλική μακαριότητα μπροστά σε αυτό το θέαμα διέσχισα παράλληλα τον αυτοκινητόδρομο σαν νέος Μωυσής, μόνο που δεν είχε αυτοκίνητα πάρα των τεμπελχανάδων στα αριστερά μου. Καμία θάλασσα δεν άνοιξε, κανένα βιβλίο δεν θα με αναφέρει και κανένας δεν θα μπορέσει να δει ποσό ηλίθια μπορούν και φέρονται οι άνθρωποι σε αυτή την χώρα προφασιζόμενοι την ανάγκη τους για δροσιά και συγκαλύπτοντας και από τον ίδιο τον εαυτό τους την ανελέητη τεμπελιά τους. Πάντα προτάσσουμε μια προσωπική αναγκαιότητα για να τσιγκλήσουμε την κοινωνική ευαισθησία των θυμάτων μας και τους τρώμε και το ελάχιστο δικαίωμα που έχουν σε αυτή την χώρα. Ήταν μια κινηματογραφική εικόνα που εάν την έβλεπαν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της σε κάποια οθόνη θα αναφωνούσαν ότι αυτά δεν γίνονται.
                Όμως βρίθουμε από άτομα που πέφτουν από τα σύννεφα, ακόμη και όταν ο ουρανός είναι ξάστερος, σαν λάθος παράδοση από γλαρό, ένα βρέφος που πέφτει από τον ουρανό. Περίπου οι μισοί κάτοικοι αυτής της χώρας είναι σαν λάθος πακέτο, που ο προορισμός του έπρεπε να είναι κάποια χώρα της Εσπέριας. Άλλος για Αγγλία ήταν ταγμένος, άλλος για Αμερική, άλλος είναι Ελβετός και του τύχε η δόλια χώρα αυτή. Έτσι έχουμε την τάξη των μονίμως αναχωρούντων, έστω και πνευματικά. Μπορεί να μην φύγουν και ποτέ στην ζωή τους, αλλά όσο είναι εδώ φέρονται σαν φιλοξενούμενοι και ποτέ σαν οικοδεσπότες. Πρέπει να τους τα έχεις όλα έτοιμα, καθαρά και συγυρισμένα. Σαν ξενοδοχείο. Από την άλλη έχουμε περίπου τους άλλους μισούς που έχουν ένα τέτοιο δέσιμο με την χώρα που είναι σαν να τους ανήκει. Όχι άπλα, αλλά σαν παθιασμένος εραστής, σαν έποικος, σαν πολέμαρχος σε σχέση με το πλιάτσικο του. Εάν αποφασίσουν να θωπεύσουν την χώρα θα το κάνουν και δεν θα δώσουν λογαριασμό σε κανένα. Εάν πουν ότι αυτό το κομμάτι γης είναι δικό τους, τελεσίδικα είναι έτσι. Εάν πρέπει να κοπεί ένα δέντρο, να πεθάνει ένα σκυλί, ένα χαντάκι να μπαζωθεί είναι σαν θεϊκή εντολή.
                Ανάμεσα στα δυο αυτά μισά είναι μια μειονότητα. Ούτε το μισό του μισού, το μισό… Είναι το μικρό χωριό, μέσα στο μικρό χωριό… Η πιο μικρή Μπαμπούσκα. Αυτή που την βαράς στο κεφαλάκι με το δάκτυλο και εξαφανίζεται κάτω από κρεβάτια και πολυθρόνες. Η πρώτη που χάνεις και η τελευταία που βρίσκεις. Είναι οι αβοήθητοι αυτής της χώρας. Οι μακάριοι ηττοπαθείς, τα προσχεδιασμένα θύματα. Οι μόνιμα πενθούντες και μονίμως ανανήψαντες, οι σύγχρονοι Προθηθεες, που όμως δεν έφεραν στην χώρα τίποτε πάρα την μιζέρια της κλάψας, κάτι μεταξύ Μαντουβαλα και μοιρολογιού της Μάνης, ένα παρηκμασμένο ξεδοντιασμένο ρεμπέτικο που όταν το τραγουδούν είναι σαν ένα ηττημένο ρεμπετ ασκέρι. Όταν οι ανερμάτιστοι ονειρεύονται ότι η Αράχοβα είναι Μπάντεν Μπάντεν, αλλά στο σπίτι Ελλάδα όποιον θέλουν μπάζουν χάρη σε μίζες συνδυασμένες με μεγαλοϊδεατισμό και από την άλλη οι μόνιμα καυλωμένοι, ζωικά διακείμενοι πλιατσικολόγοι επιδίδονται στις αρπαχτες τους, η μικρή μας Μπαμπούσκα σαν άλλο κοριτσάκι με τα σπίρτα ψάχνει μια αγκαλιά να την οικειοποιηθεί, και σαν άλλη Ζωή Λάσκαρη κατρακυλά στην αμαρτία και τον βούρκο, γιατί η κακούργα η κοινωνία την εκμεταλλεύεται, την άπορο κορασίδα, την ξύλινη κουκλίτσα με την άκαμπτη λογική της ψευδεπίγραφης ευαισθησίας της και της επίκτητης ανικανότητας της να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση.
                Διαβάζω στο σπίτι την εφημερίδα και το μόνο που βλέπω είναι μια πάλη του Δία με τον Κρόνο. Ο νεοελλην Δίας προσπαθεί να νικήσει τον πανδαμάτωρ Κρόνο για να γυρίσει πίσω τον χρόνο, να έρθουν ξανά τα ένδοξα ’90, ’80, ’60, ’40, 1821, Μεγ. Αλέξανδρος και τέλος πάντων οποιαδήποτε περίοδο είχε ο καθένας την νιότη του ή θα ήθελε να την έχει. Κλείνω την εφημερίδα γιατί αυτοί οι ιστοριοκαπηλοι δεν αξίζουν όσο τα κόμικς. Ανθρωπάκια που προσπαθούν να ζήσουν την ζωή σαν επαναλαμβανόμενο happy end, η ευτυχία déjà vou, ένα διαρκές replay της φάσης του γκολ, χωρίς ιδρώτα, χωρίς αντίπαλο, χωρίς κόπο. Πνευματικοί τεμπέληδες, άοκνοι ακαμάτηδες. Σαν οργασμό χωρίς σεξ. Μια απύθμενη προσποίηση κανονικής ζωής. Αναμοχλεύω φράσεις που έχω ακούσει σε διάλογους κατά περίσταση οπού έκδηλος είναι ο υπερφίαλος εγωισμός, τύπου πρέπει να πάω διακοπές… Γιατί βρε λατρεμένο μου παιδί πρέπει; Είναι συνταγογραφούμενο; Όταν η τσέπη ασθενεί, ποιος γιατρός προσυπογράφει διακοπές; Φυσικά προς επίρρωση οποιαδήποτε απόρροιας, ο προαναφερθείς δεν αναφέρεται σε διακοπές πέριξ του άστεως, αλλά σε νησί με αεροπλάνο, ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο, εστιατόρια… Αυτή την συνταγή είχε εκχωρήσει στον εαυτό του και κανένας φόρος και κανένα χρέος δεν θα έστεκε εμπόδιο ανάμεσα σε αυτόν και το πεπρωμένο.
                Ανάμεσα στο θέλω και το μπορώ μια γέφυρα υπάρχει, η πράξη. Αλλά, από την άλλη, από τον απλό πολίτη έως τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κάθε πράξη μας αμφισβητείται ποικιλοτρόπως και παντοιοτρόπως τα τελευταία πέντε χρόνια. Σαν να κουβαλάμε τον σταυρό που κάποιος άλλος έπρεπε να επωμιστεί, σαν να είμαστε θύματα κακοδικίας, πετάμε τις τύψεις μας ο ένας στον άλλο και φαρμακώνουμε τα βέλη της κριτικής μας με την ελπίδα μαζί με τον στόχο να πάψουν οι Ερινύες. Αυτό που εμφανώς λείπει και μας λυπεί είναι ο διάλογος και ο συγκερασμός, η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη, ο προγραμματισμός, ο στόχος και το όραμα. Ακόμη και ο Μπατμαν ξέρει ότι είναι σκοτεινός, ότι έχει μια μαύρη πλευρά, ότι πρέπει να κάνει την αυτοκριτική του από καιρό σε καιρό, ότι δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του, ότι χρειάζεται τον Ρομπιν, την Κατ Γουμαν και τόσους άλλους. Εδώ όμως στην γη των Θέων και των Ηρώων ο καθείς τραβά τον δρόμο του. Μόνος καβάλα στην ματαιοδοξία του και στα οράματα του, προσπαθώντας από θνητός να γίνει θρύλος. Για αυτό και όταν αυτοκινούμαστε, καταλαμβάνουμε οποία λωρίδα κυκλοφορίας βολεύει το θυμικό μας και όχι το κοινωνικό σύνολο, όταν πετάμε τα σκουπίδια, όταν καπνίζουμε, όταν περιμένουμε σε ουρές…
                Αυτοί οι χάρτινοι ήρωες είναι όμως ατρόμητοι, ίσως γιατί η πένα είναι άτρωτη. Αλλά ποσό καλά ταϊσμένη είναι η πένα ή έστω το πληκτρολόγιο στην χώρα μας; Στατιστικά μπορούμε να κομπάζουμε ότι σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια η παράγωγη στα σχολειά είναι αυξημένη. Το προϊόν, όμως πιο είναι; Η ποιότητα του; Έχουμε μια καταναλωτική μανία με την ποσότητα, μια χρηματορροϊκη έμμονη με τα νούμερα, μια ψευδεπιστημονικη επιδεξιότητα να γίνονται όλα στατιστικές και αναφορές και οι τελικές αποφάσεις να παίρνονται διασυλλογικά, διακομματικά, δια τους αιώνες των αιώνων διαγαλαξιακά. Το ποιο δύσκολο πράγμα στο ελληνικό δημόσιο είναι να αποδώσεις ευθύνη σε υπογραφή και ακόμη και για τον παμμέγιστο ημίθεο Ηρακλή θα είναι αδιανόητα δύσκολο να δείξουμε εμπιστοσύνη και επιμονή και υπομονή σε άτομα στο δημόσιο που θα αναλάβουν αυτές τις ευθύνες. Όλοι κακοί λοιπόν και όλοι υπόδικοι πριν ακόμη προλάβουν να αποφασίσουν και υπόλογοι πριν ακόμη σε οποιαδήποτε καρέκλα καθίσουν. Η εξουσία έχει φύγει από αυτούς που θα πρέπει να την ασκήσουν και έχει εκχωρηθεί έναντι δημοσιογραφικής ασυλίας σε αυτούς που την κριτικάρουν.
                Έτσι η αστική δικαιοσύνη έχει περιέλθει στα χέρια του τύπου. Εκτός των φόνων, βιασμών και παρόμοιων παρανομιών, τα κατά όνομα δικαστήρια είναι για να αποδίδουν μια επίφαση δικαιοσύνης που παράγεται μετά από την σύγκρουση δυο εκατέρωθεν αισθανόμενων αδικημένων, και ποιος δεν το είναι σε αυτή την χώρα, που κατά ουσία έχουν φτάσει εκεί λόγω σύγκρουσης της πλεονεξίας τους και της κοινής τους ή μονομερούς παραβατικότητας και εγωκεντρικής κατανόησης του δικαίου. Όταν το κράτους νομοθετεί για τον εαυτό του a la carte και ο υπόλοιπος λαουτζίκος στο δημοκρατικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε απαιτεί την ίδια δικαιοσύνη. Έτσι ο κατά συρροή παραβατικός λαός μας συρρέει σε δικαστήρια οπού ένας κατ’ ουσία τρίτος, θύμα και αυτός αυτού του τρόπου ζωής, πρέπει να αποφασίσει. Όποτε ο τύπος απόκτησε την έννοια της κοινωνικής συνείδησης βασιζόμενος στην πρόφαση ότι μια εικόνα χίλιες λέξεις. Αλλά όταν η παιδεία  ασθενεί, όταν ο κάθε υπουργός προσπαθεί να βάλει την προσωπική του σφραγίδα σκαρφισμένος εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, όταν συγκαλύπτουμε την εσκεμμένη αποτυχία γυμνάσιου – λυκείου προς χάρη εξωσχολικών βοηθητικών δραστηριοτήτων παράνομου και νόμιμου πλουτισμού, όταν φέρνουμε τα πανεπιστήμια ως πανάκεια και πρωτοκαθέδρους της παιδείας μας αντί για ένα ελάσσων θέμα τι αποτέλεσμα αναμένουμε; Σαν να στολίζεις χριστουγεννιάτικο δέντρο μόνο στην κορυφή, σαν να φτιάχνεις πυραμίδα με άμμο στην βάση και πετρά στην κορυφή. Το καλύτερο που έχει να κάνει η πολιτεία είναι να αφήσει τα πανεπιστήμια στην τύχη τους. Μόνο που αυτά θα πρέπει να είναι ελευθέρα να την διαχειριστούν. Ακόμη και σε μια δημοκρατία, στα μείζονα ζητήματα δεν είναι ανάγκη να παίρνουμε διακομματικές αποφάσεις, αλλά να τις κρίνουμε διασυλλογικά. Να ξεχωρίσουμε το λάθος από τον δόλο. Να αφήσουμε ακομμάτιστη την δικαιοσύνη, να είναι τυφλή αλλά όχι κουφή, όπως είναι τώρα και το κράτος να αποκτήσει τους θεσμικούς ρόλους που το πολίτευμα μας του έχει προσάψει και να μην είναι ο γονυπετής ικέτης υστερόβουλων εγχώριων δυνάμεων.

                Η πολίτικη δεν είναι πεδίο δικαιοσύνης, δεν είναι πεδίο ειρήνης. Είναι μια συνεχή λεκτική διαπάλη, μάχη με θύματα και θύτες. Πάντα θα μοιράζεται μια πίτα και πάντα μια αγέλη θα μένει νηστική. Οι δυνάμεις που αναμετρούνται δεν είναι ούτε ανεπηρέαστες, ούτε άβουλες, ούτε πόρνες, ούτε αγίες. Όποτε, ακόμη και να μην θέλει κανείς να συμμετάσχει ενεργά, πρέπει να τις τσιγγλάει συνεχώς. Για αυτό ας μην αφήνουμε τον αυτόματο πιλότο και να «παρεμβαίνουμε» κάθε εκλογές. Ειδάλλως τα δικά μας συμφέροντα δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ. Κανένας Μπατμαν, κανένας Σούπερμαν, κανένας δεν βοηθά αυτόν που δεν επιδέχεται βοηθείας και για να τύχετε αυτής της εύρωστης χείρας πρέπει να διαμορφώσετε τις συνθήκες και να σας προσέξουν. Και για να σας προσέξουν δεν αρκεί να είστε ενοχλητικός, δεν αρκεί να είστε με την πλευρά του δικαίου. Πρέπει να είστε με πολλούς, είτε πρέπει να εισακούγεστε από πολλούς, είτε αυτό που θα πείτε να αφόρα πολλούς. Διαφορετικά ένα δειλινό σας περιμένει να το διαβείτε με την Ντολυ και την ντροπή της αποτυχίας άνευ προσπάθειας, την γεύση του θύματος και το αντίο στην άτιμη την κοινωνία που σας γύρισε την πλάτη, ενώ εσείς ιππεύεται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη.