Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Λήθαργος

Προσπάθησε να ξυπνήσει. Είχε αυτή την αίσθηση. Η συνείδηση του δεν ήταν πλήρης. Είχε μεγάλα κενά ενδιάμεσα. Σαν να προσπαθείς να σηκώσεις τον ηλεκτρικό διακόπτη και να πέφτει η ασφάλεια συνεχεία, μόνο που όλα εξελισσόταν μέσα στην απόλυτη σιγή. Αργότερα, πόσο δεν μπορούσε να πει, αισθανόταν το μυαλό να δίνει κάποια σημεία ζωής. Έμοιαζε σαν τις παλιές ασπρόμαυρες τηλεοράσεις που έδειχναν «χιόνια». Σαν να είχε απλωθεί παρασιτικός θόρυβος και να είχε καλύψει κάθε συναίσθηση. Απορούσε πως μπορούσε να έχει άποψη για αυτό που συνέβαινε χωρίς να έχει συναίσθηση. Τα κενά αντίληψης είχαν μικρύνει. Δεν αισθανόταν σώμα. Ήταν ακόμα βυθισμένος σε ένα απέραντο σκοτάδι. Προσπάθησε να σχηματίσει κάποιες σκέψεις, να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Τίποτε. Ξαναχάθηκε. Σαν αυτοκίνητο που γυρίζει το κλειδί και η μίζα δεν δίνει ζωή. Μετά από καιρό, άγνωστο πόσο, έμενε περισσότερη ώρα ενεργός. Δεν μπορούσε να καταλάβει εάν ήταν ζωντανός. Μια αγχωνόταν και μια ηρεμούσε, αφού δεν είχε καμία συναίσθηση της κατάστασης του. Δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχε φως, δεν υπήρχε τίποτε. Λίγο αργότερα άρχισε να σκέπτεται μήπως είχε υποστεί εγκεφαλικό, μήπως ήταν φυτό και πως θα μπορούσε να το ξέρει αυτό από την άλλη πλευρά που προφανώς βρισκόταν. Προσπάθησε να αισθανθεί το σώμα του, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει καμία επαφή με αυτό. Αναρωτιόταν μήπως ήταν κάποια εξωσωματική παραίσθηση. Έτσι και αλλιώς, αυτά τα λίγα που συναισθανόταν λάμβαναν χώρα σε ένα άχρονο περιβάλλον. Ύστερα έπεφτε πάλι σε λήθαργο και έσβηνε κάθε απόρροια. Όταν ξαναξυπνούσε τις διατύπωνε από την αρχή, ανακαλώντας αμυδρά ίχνη από τις προηγούμενες σκέψεις του, οι οποίες του φαινόταν σαν σκιές φαντασμάτων, των οποίων την ύπαρξη από τη μια δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πιστέψει, από την άλλη, όμως, αποδεχόταν σαν τη μονή αφετηρία που είχε. Μια μέρα ξύπνησε και είδε φως. Προσπάθησε να κουνήσει το σώμα του, αλλά στάθηκε αδύνατο. Παρ’ όλα αυτά το αισθανόταν και ένιωσε μια ανακούφιση που ήταν ακόμη ζωντανός. Συνάμα τρόμος τον κυρίευσε για την κατάσταση του. Θυμήθηκε την αίσθηση των σκέψεων του λήθαργου και προσπάθησε να τις ταξινομήσει και να τις καταλάβει. Εάν ήταν προϊόν φαντασίας ή μια πραγματικότητα που είχε ζήσει. Κατέληξε ότι δεν είχε σημασία. Αυτή την πραγματικότητα είχε αισθανθεί, αυτή υπήρχε μέσα του. Αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε ώρες μετά. Τώρα άκουγε. Κάτι γινόταν εκεί έξω, έξω από αυτόν υπήρχε και άλλη ζωή. Ήταν ξαπλωμένος. Τώρα το αισθανόταν και ξανακύλησε στον ύπνο. Είδε όνειρα, πολλά όνειρα. Είδε ξανά το απολυτό σκοτάδι, είδε τον εαυτό του τρομαγμένο μέσα του, τον είδε και απολυτά ήρεμο, σχεδόν νεκρικά. Είδε καταπράσινα τόπια, είδε την θάλασσα, τον εαυτό του μέσα της πλήρως βυθισμένο με τον ίδιο τρόπο που ήταν πριν στο σκότος. Έβλεπε πέπλα από τούλι να λικνίζονται μπροστά του και να αποτραβιούνται σαν αυλαίες, ώσπου ένιωσε τον αέρα να φύσα σε μια πλαγία γεμάτη ξερόχορτα που έφταναν μέχρι την παράλια και αυτός λιαζόταν στο καλοκαιρινό μεσημέρι, χωρίς καμία ενόχληση από την ζεστή που αλλοιώνει πέρα τον ορίζοντα. Την επομένη φορά που ξύπνησε άκουσε αναφιλητά, άνοιξε τα μάτια και είδε δυο γυναίκες, μια σχετικά νεαρής ηλικίας και μια μεγαλύτερη της, δίπλα του. Ήθελε να της ρωτήσει ποιες είναι, αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα του. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του και η νεώτερη του έπιασε το χέρι και τον χάιδεψε. Ξαναπήγε στην αγκαλιά του Ορφέα την ώρα που εκείνη προσπαθούσε να τον φιλήσει και τα δάκρυα της έβρεχαν και τα δικά του μαγούλα. Πηρέ το άρωμα της σάρκας της και πότισε τα όνειρα του, οπού έβλεπε γυναικείες μορφές, που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Τις αγκάλιαζε και τον αφήναν. Μια πικρή γεύση απλώθηκε στο όνειρο του και είδε ένα χείμαρρο μέσα στον οποίο πνιγόταν και ξαναχάθηκε στο απέραντο σκοτάδι, πέφτοντας σε μια τρύπα που του φάνηκε μια διαβάθμιση του μαύρου πιο σκούρα και απύθμενη. Είδε την κουρτίνα μισάνοικτη και ένα απαλό φως να μπαίνει από το παράθυρο. Γαλήνεψε η ψύχη του. Σήκωσε το χέρι του και το έφερε πίσω από το κεφάλι. Έπιασε το μαξιλάρι να το σηκώσει, αλλά το κεφάλι του φάνηκε ασήκωτο. Ο λαιμός του πονούσε, σαν κάποιος να είχε μπήξει το χέρι του και να προσπάθησε να του βγάλει το λαρύγγι από μέσα. Έφερε το χέρι του στο στόμα και ένιωσε την γλωσσά του ξέρη σαν γυαλόχαρτο. Άλατα είχαν ξεραθεί στο πλάι και ένιωσε απίστευτη διψά. Μια νεαρή γυναικά τον πλησίασε και του άλειψε το στόμα με νερό. Του χαμογέλασε και τράβηξε τις κουρτίνες. Προσπάθησε να της ανταποδώσει το χαμόγελο, αλλά πίστευε ότι δεν τα είχε καταφέρει, καθώς την είδε να φεύγει σχεδόν αμέσως. Μετά από λίγο εμφανιστήκαν και άλλοι και προσπάθησε να τους μιλήσει, μόνο που δεν καταλάβαινε και ο ίδιος τι έλεγε. Πρέπει να ήταν σε νοσοκομείο. Κάτι συζήτησαν οι γιατροί μεταξύ τους, ένας τον χτύπησε στο ώμο και έφυγαν. Η νοσοκόμα του ανασήκωσε το μέρος του κρεβατιού που ήταν προς το κεφάλι του και τώρα μπορούσε να δει περισσότερα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Βαρέθηκε την σιωπή που απλώθηκε όταν έφυγε και εκείνη. Δεν ήθελε πια να κοιμηθεί. Ένιωθε να είχε χορτάσει ύπνο για χρόνια, αλλά τα λεπτά φαινόταν να μην περνούν. Ανακάλεσε όλα όσα πίστευε ότι είχε ζήσει. Τα πάντα ξεκινούσαν από το βαθύ σκοτάδι, το οποίο αντί να τον καταπιεί τον ξέβρασε στο κρεβάτι αυτό. Ποιος ήταν πριν δεν το γνώριζε ακόμη, αλλά εκείνες οι δυο γυναίκες του φανήκαν οικείες, χωρίς να είναι σίγουρος ότι τις γνώριζε. Για να είναι σε αυτό το δωμάτιο και να κλαίνε κάποια σχέση θα έχουν. Μόλις τέλειωσε αυτή την σκέψη τις είδε να μπαίνουν. Τον αγκάλιασαν και αισθάνθηκε όμορφα που κάποιος τον αγαπούσε, που το σκοτάδι είχε φύγει, που είχε κάποιον να τον αγαπήσει. Αισθάνθηκε ότι υπήρχε λόγος να ζήσει, ότι αργά η γρήγορα η ζωή θα επέστρεφε στο άδειο κεφάλι του. Δανείστηκε τα δάκρυα τους και τις φίλησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου