Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κρίση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Μετέωρος


Από το πρωί είχε μείνει ένα στεφάνι γύρω από εκεί που άφηνε το ποτήρι. Είχε ρίξει ένα αναβραζων μέσα του και  η άσπρη σκόνη έκανε τώρα αντίθεση πάνω στο σκούρο καφέ έπιπλο. Στη συνεχεία πήρε άλλα πιο δυνατά χάπια. Ένιωθε το κρανίο του να πάλλεται. Δεν είχε τη δύναμη να το σκουπίσει, δεν είχε το ενδιαφέρον να το φροντίσει. Έπρεπε να δουλέψει, μα δε μπορούσε. Ο υπολογιστής  του έφερνε ναυτία. Στη δουλειά κανείς δεν γνώριζε, τουλάχιστον δεν είχε πει τίποτε σε κανένα. Οπότε χρειαζόταν να λείψει έπαιρνε αδεία. Όταν τον έβλεπαν να επιστρέφει κόκκινος σαν σεπτεμβριάτικη ντομάτα, δικαιολογούταν ότι έκανε μα ορμονική θεραπεία για μια μικρή αρρυθμία που του είχε προκύψει. Άτυπα του παραχώρησαν το δικαίωμα να φεύγει λίγο νωρίτερα εάν κάποιες μέρες δεν αισθανόταν καλά. Μόνο, που τώρα πια, δεν τον κρατούσαν τα πόδια του όλη την μέρα.
                Η θερμοκρασία του σώματος του άλλαζε από λεπτό σε λεπτό, μια κρύωνε, μια ίδρωνε. Ότι και εάν είχε μπει στο σώμα του άλλαζε τους διακόπτες κατά βούληση και κατά ριπές. Κάποιες μέρες σχεδόν τις περνούσε στην τουαλέτα βγάζοντας τα εσώψυχα του, καθότι το φαγητό δεν ήταν ποτέ πολύ, και άλλοτε έκανε μέρες να την επισκεφτεί.  Όσο αδυνάτιζε τόσο αυξανόταν οι υποψίες ότι το θέμα ήταν σοβαρό, άλλα κανείς δεν ρωτούσε ευθέως. Τελευταία του έκαναν ψεύτικα κομπλιμέντα για τη σωματική του ρώμη και εμφάνιση. Δεν ήθελε να πάει στο γραφείο με το σκούφο, εκείνο το μαύρο που φορούσε παλιά στα βουνά, εκείνο από την εποχή της κωπηλασίας. Τον σκούφο που του είχε αγοράσει η γυναίκα του. Τον έβγαζε τώρα και τον κρατούσε σφιχτά με το ένα του χέρι και με το άλλο χάιδευε το χνούδι. Τον έβαζε κρυφά κάτω από το μαξιλάρι της. Τον έβγαζε το πρωί και τον έχωνε στη τσέπη του. Κάθε φορά που λιγοψυχούσε τον μύριζε και έπαιρνε κουράγιο.
                Πήρε τηλέφωνο στο γιατρό του που του είχε δώσει αναρρωτική αδεία για κάποιες τελευταίες οδηγίες για τις επόμενες μέρες. Από εβδομάδα θα έπρεπε να ακολουθήσει νέα θεραπεία. Τα μαλλιά του θα χανόταν για κάποιο διάστημα. Ξανάβαλε το σκούφο στην τσέπη, αφού τον φίλησε, και κοίταξε τις φωτογραφίες των παιδιών του στην οθόνη του υπολογιστή. Θυμήθηκε τον πατέρα του με μανσέτες να κάθεται σε ένα αντίστοιχο γραφείο με στοίβες τα χαρτιά και τους φακέλους του και μια αριθμομηχανή μπροστά του. Ύστερα είδε ότι όλοι φορούσαν μανσέτες για να μην χαλάσουν τα σακάκια στους αγκώνες. Άλλα δεν είχαν όλοι αριθμομηχανή. Αμέσως ο μπαμπάς του φάνηκε σπουδαίος. Τώρα εάν είσαι σπουδαίος δεν έχεις τίποτε στο γραφείο σου. Μια κομψή δεσποινίς είναι υποχρεωμένη να πηγαινοέρχεται αναφέροντας σου τα σημαντικά… Τουλάχιστον αυτό κάνουν τα άτομα της ηλικίας του. Οι πιο νέοι είχαν τους υπολογιστές για προέκταση. Αυτός με το ζόρι τους άντεχε. Σιχαινόταν το ποντίκι και έτσι αναγκάστηκε να μάθει όλες τις συντόμευσης του πληκτρολογίου. Με αυτό το τρόπο κρατούσε τη ανάμνηση της γραφομηχανής ζωντανή. Δεν άντεχε τις αναβαθμίσεις λογισμικού που άλλαζαν αυτές τις συνήθειες και είχε ζητήσει από το τμήμα μηχανογράφησης να τον αφήσει στην ησυχία του. Πριν από μερικές μέρες είχε δει μια κόκκινη γραφομηχανή με μαύρα πλήκτρα σε βιτρίνα και είχε συγκινηθεί τόσο που δεν μπορούσε να σταματήσει. Η γυναίκα του φοβήθηκε ότι είχε καταρρεύσει ψυχολογικά από την αρρώστια.
Σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο του διευθυντή, του έδωσε το χαρτί με την αναρρωτική και τον άφησε αποσβολωμένο στο  γραφείο του. Ένα λυπάμαι κρεμάστηκε στα χείλη του σαν αποτσίγαρο που θες να το φτύσεις, άλλα έχει ξεραθεί το στόμα σου και δεν τα καταφέρνεις. Οι υπόλοιποι καταλάβαιναν και κάποιος του έσφιξε το χέρι, κάποιος του είπε καλή δύναμη, μια κοπέλα αναφώνησε «όχι εσείς». Κοντοστάθηκε, χαμογέλασε γλυκόπικρα και κλείνοντας την πόρτα είπε μέσα του «γιατί όχι εμείς»; Ποιος μαντεύει το επόμενο χαρτί στη τράπουλα; Που να ήξερε ότι θα έπαιρνε φαντή μπαστούνι και θα καιγόταν από δώδεκα; Έφυγε και κανείς δεν ζήτησε να τους ενημερώσει για τυχόν εκκρεμότητες. Έκλεισε η πόρτα και ένιωσε ότι ήταν παρελθόν πριν καν την ανοίξει. Ίσως για αυτό επιλέχτηκε από την ασθένεια… Ήταν το γρανάζι που έχανε την μάχη με την παραγωγικότητα, σαν τη χώρα του. Κοίταξε το καρτελάκια διπλά από τα κουμπιά του ανελκυστήρα με τα ονόματα των εταιρειών και των γραφείων. Ψυχίατροι και γραφεία κηδειών είναι σχεδόν πάντα ισόγεια. Μπροστά του περνούσε η πόρτα του μεσοπατώματος. Αυτή που δεν άνοιγε ποτέ, σε αυτή που δε σταματούσε κανείς πάρα μόνο εάν είχε πάθει βλάβη το ασανσέρ. Πάτησε το στοπ και κοιτούσε τα σημάδια στο τοίχο. Αυτά που συνήθως προσπερνάς γιατί ακόμη δεν έχεις περιέλθει στην αμηχανία του εγκλεισμού στο κυτίο. Κοίταξε γύρω του κάνοντας μια μικρή περιστροφή. Πάτησε το ισόγειο ξανά.
Πήρε ταξί, που ευτυχώς περνούσε από εκεί πάνω στην ώρα. Του ζήτησε να τον πάει σπίτι, αφού πρώτα περάσει από το κέντρο της πόλης, έτσι χωρίς σκοπό. Ο ταξιτζής τον ρώτησε εάν μπορεί να πάρει δεύτερο επιβάτη κάποια στιγμή και αυτός έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ του το έδωσε και είπε όχι. Ευχαρίστησε και μπήκε στο σπίτι. Ένιωθε καλυτέρα, σαν να του είχε φύγει ένα βάρος. Προσπάθησε να ανεβεί με τις σκάλες. Στον πρώτο όροφο εγκατέλειψε την προσπάθεια. Κάλεσε τον ανελκυστήρα. Ευχήθηκε να μην περνούσε κάποιος γείτονας και τον έβλεπε να παίρνει το ασανσέρ για έναν όροφο, να αναρωτιόταν τι έκανε στον πρώτο. Η γυναίκα του έλλειπε. Είχε λαϊκή κοντά. Πιθανόν να είχε πάει και στην αδελφή της. Έβαλε να ψήσει ένα καφέ και τελειώνοντας τον ακούμπησε στο τραπεζάκι στο σαλόνι. Πηρέ ένα βιβλίο, τράβηξε τις κουρτίνες για να έχει περισσότερο φως και αφού έβαλε τα γυαλιά του, πηρέ μια γουλιά, γύρισε και έριξε μια ματιά στο οπισθόφυλλο, το εσωτερικό του και ύστερα τα ίδια με το εξώφυλλο. Μύρισε το χαρτί και είδε την ημερομηνία αγοράς που πάντα σημείωνε η γυναίκα του στα βιβλία. Ήταν εντελώς αντιθέτως με τις σημειώσεις, τις τσακίσεις και άλλες δολιοφθορές όπως τις ονόμαζε σε συλλεκτικά αντικείμενα, όπως θεωρούσε τα βιβλία. Ήταν μια από τις παραχωρήσεις που της είχε κάνει. Η άλλη ήταν να κλείνουν τις κουρτίνες την μέρα να μην τους βλέπει η γειτονιά και τα παντζούρια το βράδυ να μην την ενοχλεί το φως. Εκείνη σταμάτησε να βλέπει τηλεόραση στη κρεβατοκάμαρα για να την πάρει ο ύπνος. Είχαν παντρευτεί με συνοικέσιο. Αυτός ήταν απορροφημένος σε αυτό που αργότερα ονόμασαν καριέρα, άλλα τότε ήταν απλώς η προσπάθεια να απομακρυνθείς όσο γινόταν περισσότερο από τη φτωχιά. Εκείνη ήταν από οικογένεια με πολλά αδέλφια. Έπρεπε να φύγει για να μην καταλήξει στα χωράφια. Ο γάμος έτυχε και έτυχε. Τώρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του με άλλη. Άκουσε το κλειδί στη πόρτα. Τη βοήθησε με τις σακουλές. Πρέπει να είχε κλάψει, άρα από την αδελφή της γυρνούσε. Τι ρώτησε τι κάνει η Κουλά, συζήτησαν λίγο για τα καθημερινά, φαγητό, παιδιά και λογαριασμούς. Άλλα σχεδία δεν είχαν. Όλα έληγαν στο αύριο.
Μέρες αργότερα στο νοσοκομείο ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ανίκανος να γυρίσει και με τρομερή φαγούρα στη πλάτη παρακάλεσε τη νοσοκόμα να ανοίξει τη κουρτίνα, να δει το φως. Αυτός δεν περίμενε πρωινό γεύμα. Είχε περισσότερα σωληνάκια και καλώδια από τον Ρομποκοπ. Ξαφνιάστηκε που ξεπρόβαλε ο γιος του από την πόρτα. Τον ρώτησε τι μέρα είναι και όταν του είπε Σάββατο δεν απόρησε που αυτός είχε μείνει στην Πέμπτη. Ο χρόνος στην κατάσταση του περνά αργά, ένα βάσανο ανάμεσα σε χάπια, πόνο, επισκέψεις άβολες, γιατρούς και συγγενείς. Σερνόταν το γυμνό μυαλό του πάνω στο αγκάθια του προσωπικού του Γολγοθά, δεν μπορούσε να ελπίζει σε καλυτέρευση, δεν τολμούσε να ζητήσει το τέλος. Μετέωρος, άχρονος, ακίνητος. Το εκκρεμές του ρολογιού είχε πέσει σε τοίχο, είχε ραγίσει και κανείς δεν το είχε κουρδίσει ξανά. Έβλεπε τις σταγόνες στον όρο να πέφτουν, τον καθετήρα, τις πεταλούδες στα χέρια, την παροχέτευση στην άκρη του θώρακα. Ένα τεχνολογικό γλέντι ήταν η κατάντια της ζωής του. Ο γιος του πηρέ μια καρέκλα και κάθισε διπλά του. Τον ρώτησε εάν η μητέρα του ήξερε ότι είχε έρθει στο νοσοκομείο. Αυτός απάντησε ότι θα ερχόταν αργότερα με την αδελφή του. Ότι του έλεγαν τώρα που περιμένει παιδί να είναι κοντά στη γυναίκα του και να μην ανησυχεί.
Τον μάλωσε στοργικά και του είπε ότι η σύζυγος του είχε δίκιο, ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί. Έτσι και αλλιώς έχω ένα νοσοκομείο πάνω από το κεφάλι μου και μισό μέσα στις φλέβες μου. Τον έβαλε να του διαβάσει τους τίτλους από την εφημερίδα. Εκείνος δεν άρχισε ποτέ, τον ρώτησε μόνο εάν τον άλλαξαν, εάν πέρασαν οι γιατροί, εάν θέλει να σηκώσει το μαξιλάρι. Πήρε τον πατέρα του στην αγκαλιά, τον βοήθησε να κάτσει πιο ψηλά. Ήταν ένα κορμί ανάλαφρο από κιλά, άλλα δύσκαμπτο από έλλειψη δυνάμεως. Σαν να σηκώνεις ένα κορμό δέντρου που φαίνεται εύκολο φορτίο, άλλα σε κοψομεσιάζει. Έφτιαξε και το μαξιλάρι πίσω του, έβγαλε από την τσάντα στη ντουλάπα μερικές πετσέτες τις έβρεξε και τον έτριψε στην πλάτη. Κράτησε μια καθαρή για προσκέφαλο. Ξανακάθισε και απλώς κοίταζε τον πατέρα του. Εκείνος του είπε ότι έτσι τον κοιτούσε μικρός όταν είχε απόρροιες στα μαθήματα. Του έδειξε την εφημερίδα και τον ρώτησε ποιος λέει να αντέξει περισσότερο η κρίση ή εκείνος. Εσύ πατέρα είπε και του έπιασε το χέρι.
 Ήθελε να του χαϊδέψει το κεφάλι όπως παλιά και αφού δεν μπορούσε με το χέρι, το έκανε με το βλήμα λέγοντας του ότι η αλήθεια είναι ότι είχαμε μια σειρά γενεών που μόχθησε και βάφτηκε με αίμα για να υπάρχει η χώρα. Έπειτα από τον Β' ΠΠ ήρθε μια γενιά αυτοδημιούργητων και ύστερα ακολούθησε μια γενιά ανθρώπων που θέλησε να αποτινάξει αυτού του είδους τον μόχθο από πάνω της. Που τα ήθελε όλα εύκολα. Όχι για κακό, απλά για να μην τραβήξει όσα οι προηγούμενοι. Και σε αυτό βρήκε την ηθική συμπαράσταση γονέων και παππούδων. Δυστυχώς το πράγμα ξέφυγε και καταλήξαμε στην πνευματική πρωτίστως και στην σωματική δευτερευόντως οκνηρία. Οι πολιτικοί μας είναι παιδιά των αδυναμιών μας και όχι των δυνάμεων μας. Εκεί είναι το πρόβλημα. Στον καθένα. Στην προσωπική ευθύνη. Δεν μας έλειψαν τα σχεδία, δεν μας έλειψαν οι φιλοδοξίες. Αυτό που έλλειψε ήταν οι μέθοδοι, ήταν η επιμονή, ήταν ο μόχθος. Μπήκε μια νοσοκόμα, έφερε το θερμόμετρο, σημείωσε στην καρτέλα του. Είστε καλύτερα του είπε. Είσαι μια κούκλα της απάντησε. Εγώ λέω καλύτερα ψέματα από εσάς του ξανάπε εκείνη.
Μόλις έφυγε ο γιος του είπε ότι οι γιατροί θα περνούσαν σε καμία ώρα και μέχρι τότε θα είχε έρθει και η υπόλοιπη οικογένεια. Τον απέτρεψε να ασχολείται μετά της κρίσης. Του είπε να ασχολείται με την υγεία του και να κοιτάξει να αναρρώσει να γυρίσει σπίτι. Παιδί μου στόχος των γιατρών είναι να σταθεροποιηθώ, απάντησε. Έτσι είπαν στη μητέρα σου. Στην κατάσταση μου είπε τι αξία έχει η σταθεροποίηση; Κανείς δεν σου λέει ότι θα γίνω καλύτερα  οπότε το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι θα γίνω χειρότερα. Πράγμα που με οδηγεί στο να αδιαφορώ για μένα. Όχι, όμως και αυτή η χώρα. Θα γίνει χειρότερα πριν ξαναγίνει καλύτερα  Αυτή τη στιγμή είμαστε σαν κάποιο που μετά το σεισμό σηκώνεται μέσα στα μπάζα. Για να βγει, να σωθεί, πάνω στα μπάζα στηρίζεται και το πιθανότερο είναι, αφού τα έχασε όλα, από μπάζα να φτιάξει το πρώτο του κατάλυμα. Κάποιοι θέλουν να πιάσουν μυστρί να κτίσουν το καινούργιο, κάποιοι κοιτούν και τινάζουν τα ρούχα τους και περιμένουν κάποιος να τους δώσει μια έτοιμη λύση. Ακόμη έχουμε τα παλιά υλικά στα χέρια μας. Τα σημερινά κόμματα είναι όλοι παλιά υλικά και μπάζα, ακόμη και τα νεοεκλεγέντα. Είναι το λυκόφως της παλιάς εποχής. Ποτέ θα βρεθεί το καινούργιο; Όταν αναλάβουμε τις ατομικές μας ευθύνες. Σε αυτό δεν είμαι αισιόδοξος.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στη πόρτα και μετά μπήκε η μικρή του κόρη που τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Η γυναίκα του φιλούσε τον γιο τους γεμάτη έκπληξη που βρέθηκε εκεί τόσο νωρίς χωρίς να το ξέρει κανείς. Ύστερα αντάλλαξαν αγκαλιές. Ρώτησαν για το επερχόμενο μωρό, άλλα ούτε για τσάντα για νοσοκομείο ρώτησαν, ούτε για υπερήχους. Μόνο εκείνος πηρέ το λόγο και τους είπε ότι δεν είχε σκοπό να φύγει πριν βγει το πρώτο του εγγόνι. Ότι ήθελε να κοιμηθεί και να τα πουν αυτοί στον διάδρομο. Η κόρη του έκλεισε την κουρτίνα, όλοι μαζί τον κατέβασαν λίγο πιο χαμηλά. Θα περνούσε και ο γιατρός σε λίγο και βγήκαν στον διάδρομο να περιμένουν. Έκλεισε τα μάτια, θυμήθηκε τις γέννες των παιδιών του και είδε εικόνες από βαφτίσεις. Θυμήθηκε τους γονείς του, τους παππούδες του. Ένα δυο βήματα είχε ακόμη μπροστά του να παραδώσει την σκυτάλη. Μια τελευταία στροφή Θεέ μου, σκέφτηκε, δώσε μου τη δύναμη για μερικά μετρά ακόμη.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Αντικρίση

Ξυριζόμουν και ξαναθυμήθηκα την συνομιλία μου με τον Ηλία, που είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Είχαμε βρεθεί σε ένα από τα καφέ της πόλης, το οποίο πάντα επέλεγε αυτός, για να μπορεί να πιει το αγαπημένο του τσάι και να έχει την κατάλληλη ηχητική συνοδεία. Αντιθέτως μου αρκούσε και ρεβυθοζούμο από τον πάτο του κουβά σφουγγαρίσματος για καφέ. Ο φίλος μου ήταν υποχόνδριος, αυταρχικός και λεπτολόγος σαν αδελφή μόδιστρο. Ήμουν ατημέλητος, ωχαδερφιστής και τεμπέλης και όταν βρισκόμασταν δεν μπορούσα να καταλάβω πως καταλήξαμε να δουλεύω στον ιδιωτικό τομέα και εκείνος στο δημόσιο. Στην τελευταία αυτή συνάντηση ξεκίνησε περιγράφοντας μου τα νέα ξυραφάκια της Gillette. Κατά τη γνώμη του η εταιρεία ηθελημένα τα είχε κάνει σε αίσθηση σαν τα Sensor που είχε λανσάρει πριν από χρόνια. Αγόρασε τη καινούργια της σειρά αλλάζοντας και μηχανή γιατί υπολόγισε ότι τα ανταλλακτικά της νέας ήταν πιο φθηνά. Όταν τα δοκίμασε είδε ότι κρατούσαν περισσότερο. Πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να την αλλάξει τουλάχιστον μετά από ένα χρόνο, προκειμένου να αποσβέσει την αξία της. Όταν τον ρώτησα με τι κάθεται και ασχολείται, απάντησε ότι για αυτό είναι η κρίση, για να ασχοληθούμε με όλα από την αρχή. Οι εταιρείες μέχρι τώρα πουλούσαν κάποιο βασικό προϊόν φθηνά, ίσως και κάτω του κόστους, όπως τη μηχανή ξυρίσματος, το Play station, τους εκτυπωτές και κέρδιζαν από τη συντήρηση και τα ανταλλακτικά, τις μελανοταινίες, τα παιχνίδια. Τώρα αυτή η νέα σειρά της Gillette του εμοιάζει σαν αντιστροφή αυτής της κατάστασης. Για αυτό πίστευε ότι η ομοιότητα ανάμεσα στα παλιά και τα νέα ξυραφάκια είναι περισσότερο από επιφανειακή. Έριξαν τη τιμή του ανταλλακτικού, προκειμένου να επωφεληθούν από τη κρίση, κατά τη γνώμη του, ξαναλανσάροντας σε νέα χρώματα τα Sensor, και οικονομώντας από τις μηχανές. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί έτσι πρόχειρα, μου είπε, αλλά αυτή ήταν την εντύπωση του είχαν κάνει και ο συλλογισμός του πίστευε ότι δεν ήταν άστοχος. Ακόμη και εάν δεν ευσταθούσε απόλυτα στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε άλλους τομείς. Πρέπει να βρούμε παρεμφερείς τρόπους να ξαναπλασάρουμε ότι έχουμε στην αγορά με το λιγότερο δυνατό κόστος, γιατί το παλιό μας κόστισε πολύ και το καινούργιο πρέπει να αναπληρώσει. Πλούσιος γίνεσαι με τα λεφτά των άλλων και κρατώντας στην άκρη τα δικά σου. Είναι προφανές, αναθάρρησα που θα μπορούσα να συνεισφέρω στην συζήτηση, που πάσχει διαχρονικά η χώρα. Εδώ το χρήμα ήταν μονόδρομος προς το εξωτερικό. Εισέρρεε μονό ως δάνειο. Ανακάθισε και με παρακάλεσε να μην σοδομίσω το απόγευμα μας αναλώνοντας το σε αμπελοφιλοσοφίες για την κρίση. Η στατιστική είναι ένας κάλος τρόπος να λες ψέματα, γιατί είναι μίση αλήθεια. Εάν σου πω «ένα αυτοκίνητο», δεν ξέρεις και πολλά πράγματα για αυτόν που το οδηγεί. Εάν σου μιλήσω για «ένα κόκκινο αυτοκίνητο», γνωρίζεις περισσότερα, και πάλι όμως η πρόβλεψη με βάση τα στατιστικά δεδομένα είναι μια επισφαλής ενασχόληση. Εμείς έχουμε να κάνουμε με αριθμολάγνους παπατζήδες οι οποίοι έχουν όφελος να εισπράξουν τα οφειλόμενα τους το ταχύτερο δυνατόν και αφεθήκαμε σαν τις μωρές παρθένες στα χεριά τους. Εάν η πολιτική είναι η τέχνη διαχείρισης του χρόνου μέσα στον οποίο γίνονται ακόμη και τα προαποφασισμένα, τα κόμματα μας κατάφεραν να αναδείξουν τους παπατζήδες σε Μικελαντζελο και τους δικούς μας πολιτικούς σε άτεχνους πελεκητές πέτρας σε κάτεργο. Ένα κάτεργο δουλοπρέπειας στο οποίο ενέκλεισαν αυτή τη χώρα για τα επόμενα χρόνια. Μετά από τόσες εθνικές αγκυλώσεις οδηγούμαστε στην παλινόρθωση της δουλικότητας σε αυτή τη χώρα με απειλές απέλασης από τον οικονομικό παράδεισο. Μήπως οι κοντόφθαλμοι τον έκαναν δαντεια κόλαση; Μήπως κάποιοι βουλιάξουν πιο βαθιά από εμάς; Γιατί όσο πιο ψηλά βρίσκεσαι με τόσο μεγαλύτερο κρότο θα σκάσεις κάτω και σε μεγαλύτερο βάθος. Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό Ηλία μου του είπα, αλλά δεν με ενδιαφέρει για την ώρα ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο πάταγο. Κάτι για να γλυτώσω θέλω και ας είναι και σε υπόθετο. Να το πάρω, να δακρύσω, αλλά να ανακουφιστώ και να ξαναξεκινήσω την ζωή μου. Τα δεδομένα δεν προϊδεάζουν για υπόθετο. Κάτι σε χημειοθεραπεία συνιστάτε, απάντησε. Το πρωτόκολλο της διεθνούς οικονομίας αυτό λέει. Το θέμα είναι όμως πολιτικό. Ας το πάρουμε από την αρχή μια και καλή. Χρωστάμε και μάλιστα πολλά. Τόσα πολλά που δε μπορούμε πλέον να τα πληρώσουμε. Μας κρατούν ζωντανούς με νέα δάνεια, προσδοκώντας να ανακάμψουμε και να διασώσουν ότι μπορούν από τα χρωστούμενα μας προς αυτούς και όσο γίνεται γρηγορότερα. Από την πλευρά μας έχουμε ανύπαρκτη οικονομία εκτός των υπηρεσιών, αλλά με την οικονομία στο πάτωμα δεν έχουμε σε ποιον να τις προσφέρουμε. Έχουμε χάσει όλα τα τραίνα. Από τον καρβουνιάρη έως τις ηλεκτρομαγνητικές βολίδες. Έρχονται οι στραβές μαμές των παπατζήδων για να ισιώσουν το παιδί. Αυτοί έστω και έτσι δίνουν μια ελπίδα. Οι δικοί μας αντί να την αρπάξουν βλέπουν από την κορυφή του Ταΰγετου τον Καιάδα και αναρωτιούνται ακόμη και σήμερα εάν πρέπει το παιδί να το σπρώξουμε ή να το κρατήσουμε μέσα στις ασφυκτικές του πάνες και ότι βγει. Τι να σου κάνει το κακομούτσουνο, από τη μια μέρα στην άλλη δεν γίνεται ομορφάντρας και να σου οι προτάσεις για πλαστικές. Κόψε στο κόψε πέτσα, πιο πολύ με γύρο μοιάζουμε, είχα πει και προσπάθησα να προσθέσω κάτι δικό μου, απορώντας συγχρόνως μήπως με θέλει μονό για ακροατήριο. Το σίγουρο είναι ότι στην γυναικά του δεν μπορεί να τα πει αυτά, θα τον στείλει στη λαϊκή να κοψομεσιάζεται και να παρατήσει τον υπολογιστή και τις εφημερίδες. Ατάραχος συνεχίζει τον μοναχικό φιλιππικό του. Έχουμε πολλές ατομικές επιχειρήσεις και ελάχιστες με προσωπικό άνω των πενήντα ατόμων, πόσο μάλλον άνω των πεντακόσιων. Μήπως η χημιοθεραπεία με μισθούς και τα τριβελίσματα για ανταγωνιστικότητα αφορούν αυτές τις επιχειρήσεις, που οι περισσότερες είναι ΔΕΚΟ και όχι τις υπόλοιπες που είναι η πλειοψηφία; Μήπως με αυτό το τρόπο χάσουμε και τις μεν και αργότερα λόγω βαθύτερης κρίσης και τις δε; Αυτό πιστεύω είναι το πολιτικό ζήτημα που δεν αντιλαμβάνονται οι δικοί μας πολιτικοί ή εάν το αντιλαμβάνονται δεν έχουν εμφανίσει ανταγωνιστική πρόταση και προσπαθούν να το πλασάρουν απλώνοντας το οριζόντια και περάν των ΔΕΚΟ. Δηλαδή η φασαρία για τους μισθούς γίνεται για τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, τις τράπεζες και καμία τριανταριά ακόμη, αναρωτήθηκα. Η απάντηση ήταν ότι χειρότερο έχω ακούσει τελευταία. Φιλέ μου, είπε, σε δέκα χρόνια από τώρα θα σου πλασάρουν ξανά τις τράπεζες για τον κινητήριο μοχλό ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και εσύ θα το χάψεις. Δηλαδή και ασθενής και ξεμωραμένος, και φτωχός και βλάκας, συμπέρανα. Αναρωτιόμουν μήπως δεν κάνει λάθος, γιατί και χαζός αισθάνομαι, και ανίκανος να κάνω κάτι και βλέποντας τηλεόραση το βραδύ το μονό που ονειρεύομαι είναι να έχω δουλειά την επομένη. Ίσως για να μην βλέπω αυτή την ακόμη πιο σκουπιδοχάρη τηλεόραση της πρωινής και μεσημεριανής ζώνης. Πρέπει να έχεις υποστεί λοβοτομή για να δεις τηλεόραση μεσημέρι, συμφώνησε. Εσύ στο ιντερνέτ είσαι όλη μέρα, ρώτησα. Ιντερνέτ και βιβλίο, απάντησε. Τα δικά μου τα ξέρεις, είπε αλλάζοντας θέμα. Μαλώνω με τους ανεμόμυλους και τους ανεμόμυλους κάθε μέρα. Παράγω περισσότερο χαρτομανι, διοικητικό δυστυχώς, από όσο αντέχεις να ακούσεις και πολύ λιγότερο εκπαιδευτικό έργο από όσο θα επιθυμούσα. Επίσης πρέπει να φυλαω συνεχώς τα νώτα μου από τους γαλαντόμους συναδέλφους μου, που αγάπησαν την τιμή και την δόξα, ειδικότερα όσο αυτές είναι εξαργυρώσιμες, είτε σε χρήμα, είτε σε περισσότερη τιμή και δόξα. Κοινώς πανεπιστημιακή λοξά, είπα και άφησα ένα αναστεναγμό. Δεν πρέπει να υπάρχει φοιτητής που να μην την έχει γνωρίσει. Όσο περνούν τα έτη πιστεύεις ότι θα αραιώνει στα υψηλά νοήματα, αλλά μάταια. Οι φούσκες έχουν μέσα υλικά ελαφρύτερα του αέρος. Μόλις πάνε και ακουμπήσουν τους πολιτικούς ειδικά γίνονται «Να» είπα και άνοιξα όσο επέτρεπε το τραπεζάκι μας τα χεριά μου πάνω από την λεκάνη μου. Ευτυχώς, εν αντιθέσει, με το ειδυλλιακό τοπίο που μου περιγραφείς στην δουλειά είμαστε συσπειρωμένοι. Σαν τους εβραίους στο βαγόνι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι άνεργοι νομίζουν ότι είμαστε καλυτέρα γιατί δουλεύουμε, όπως το πίστευαν και τα πρώτα θύματα των ναζί, ότι θα τους πήγαιναν κάπου καλυτέρα. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε σαν τους εγκλωβισμένους του χρηματιστήριου. Δεν μπορούμε να βγούμε γιατί δεν θα έχουμε που να πάμε, δεν μπορούμε να μείνουμε γιατί δεν βγάζουμε αρκετά. Είδα την απόρροια στο πρόσωπο του και βάλθηκα να εξηγώ ότι στη δουλειά οι περισσότεροι πηγαίνουμε δυο ή τρεις μέρες για τέσσερις ώρες. Η ονομαστική μισθοδοσία μας γράφει ένα κάποιο πόσο, αλλά η συμφωνημένη είναι μικρότερη και για αυτό σου καταθέτουν σε λογαριασμό την κανονική και εσύ πηγαίνεις τα ρέστα όταν επιστρέψεις στη δουλειά. Τον είδα που απορούσε ακόμη και τον καθησύχασα ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Επίσης κανείς δεν σου εγγυάται ότι θα πληρωθείς στην ώρα σου. Στις περισσότερες επιχειρήσεις με παρόμοια ωράρια και αμοιβές τους χρεωστάνε μισθούς δυο, τριών ή και περισσότερων μισθών. Ζητάς να σου δώσουν κάτι έναντι και παίρνεις πόσα που όταν ήμασταν φοιτητές τα είχαμε χαρτζιλίκι, όχι μισθό. Στην ουσία οι εργαζόμενοι δανείζουν τις επιχειρήσεις με τη μισθοδοσία τους. Αυτή από την οποία έπρεπε να ζήσουν. Εάν η πανθομολογούμενη έμμονη για περικοπή μισθών γίνει πραγματικότητα το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων στην χώρα μας θα βρεθεί σε πλήρη ανικανότητα να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Ελπίζω μονό ότι η οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος θα δώσει μια νομότυπη διάσταση στην υφιστάμενη πραγματικότητα και δεν θα επιβαρύνει και άλλο την κατάσταση. Εάν οι εργοδότες κερδοσκοπήσουν έναντι των υπάλληλων τους σύντομα οι περισσότεροι από αυτούς θα σταματήσουν να είναι εργοδότες. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα γίνουν αυτοαπασχολούμενοι. Πως την βγάζεις, ρώτησε. Όπως και εσύ, με τους σπόνσορες, ήτοι γονείς. Με το πετσοκόψιμο και των συντάξεων δεν ξέρω για πόσο θα μπορούν και αυτοί. Πάντως έχω φτιάξει ένα πλάνο αντιδράσεων σε πιθανές δράσεις της υπόδουλης ελληνικής κυβέρνησης. Δυστυχώς, όπως και η τελευταία, δεν έχω ούτε ένα επενδυτικό μετρό μέσα στα πλανά μου, όλα είναι αμυντικά. Όποιος απαντήσει πως βγαίνουμε από εδώ θα πάρει τον πρώτο λαχνό του πρωτοχρονιάτικου, απάντησε ο Ηλίας. Τα εκατομμύρια δεν θα είναι τίποτε μπροστά στην δόξα, του είπα, θα τον κάνουμε πρόεδρο της ακαδημίας των Αθηνών. Συγκρατήσου, αντέτεινε, αυτό είναι πριβέ κλαμπ. Δεν μπορείς να γίνεις πανεπιστημιακός, θα γίνεις ακαδημαϊκός; Άντε να του στήσουμε κανένα άγαλμα. Το πιθανότερο είναι πρώτα να τον βάλουμε φυλακή και μετά θάνατο να τον τιμήσουμε. Δεν είχα κανένα πρόχειρο ιστορικό αντεπιχείρημα και όταν δήλωσα την παραίτηση μου αυτή μπροστά στο προφανές, μου επιτέθηκε σχεδόν, αναφέροντας ότι αυτή η παραίτηση με την επίκληση ιστορικών αναφορών σαν δεδομένα αποτελεί την αχίλλειο φτέρνα κρατών με μεγάλη ιστορία, έναντι των αγγλοσαξονικών αποικιών οπού το αποτέλεσμα μετρά. Για να επέλθει, όμως, αποτέλεσμα χρειάζεται προσπάθεια πρωτίστως, την οποία εμείς δεν καταβάλουμε, επικαλούμενοι την ιστορία. Κάθε περίπτωση είναι μια καινούργια ζαριά και οι πιθανότητες είναι πάντα οι ίδιες, από την αρχή. Η ιστορία σου μαθαίνει τις κακοτοπιές, δεν σε παίρνει από το χέρι για να περπατήσεις. Η νέα αυτή κατάσταση θέλει νέες λύσεις. Επιτέλους είπα, φαίνεται ότι κάποιος έχει μια λύση στο τσεπάκι του και ετοιμάζεται να μου τη δείξει, γιατί μέχρι τώρα μοιρολόγια ακούγαμε μονό. Είναι εύκολο να μιλάς για όσα έχουν γίνει, είπε αρπάζοντας την τελευταία μου ατάκα πριν ακόμη κλείσει το στόμα που την ξεστόμισε. Κρίση είναι όταν παθαίνεις, ας πούμε, ένα εγκεφαλικό. Μετά δεν είναι κρίση, είναι μια δεδομένη κατάσταση. Η χώρα έμοιαζε πλούσια, ενώ ήταν φτωχή. Τώρα εκτός από φτωχή γίνεται και δύσμοιρη, λίγο τσουλά και πολύ μίζερη. Δεν έχω το μαγικό μαντζούνι, αυτό που έχω είναι ένα ακόμη καλύτερο. Είναι παλιμπαιδισμός. Έβλεπα τα παιδιά μου, που μια φίλη τους έφερε για δώρο τα Χριστούγεννα από ένα σετ σεντονιών με φιγούρες κόμικς. Την νύχτα που τα στρώσαμε δεν κοιμήθηκαν στο κρεβάτι, αλλά στα αστέρια. Εάν δεν κοιμηθείς στον ουρανό, εάν δεν κοιτάξεις στον ορίζοντα, εάν δεν ονειρευτείς, εάν δεν γίνεις παιδί, εάν δεν πάψεις να μεμψιμοιρείς και να μιζεριάζεις, πως θα βρεις νέες λύσεις; Ποιος θα βρει αυτές τις λύσεις, ο άνεργος που δεν μπορεί να σκεφτεί περάν της επιβίωσης του; Πιστεύω ότι ο μέσος κερδοφόρος επιχειρηματίας, που είναι νοικοκύρης στη δουλειά του, που τον χαλούσε το πάρε δώσε με το δημόσιο, τα σπουδαγμένα ανωτέρα στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων για τους ίδιους λογούς, αυτοί που θίγονται από την κρίση χωρίς να φταίνε, αλλά έχουν ακόμη αντοχές, αυτοί θα γυρίσουν τη πλάτη τους στο παρόν καθεστώς και θα προσηλυτιστούν σε κάποια νέα δύναμη που θα διαμορφωθεί και θα διεκδικήσει τη κυβέρνηση του τόπου. Η δύναμη της τηλεόρασης και των μεσών είναι φθίνουσα, καθότι την υπέθαλψαν οι ίδιοι τους με την έκπτωση της ποιότητας τους. Η πελατειακή δράση των κόμματων έχει εξανεμιστεί και στην κομματική τους πελατεία μοιάζουν με χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Αυτοί οι άνθρωποι την εκκλησία δεν την πολυεμπιστεύονται, την μόνη εξουσία με παρουσία ως τέτοια αδιαλείπτως από το 330μ.Χ. έως σήμερα. Αυτοί μπορούν να ονειρευτούν και όσοι νέοι αποφοιτούν και θέλουν πραγματικά να εργαστούν. Οι υπόλοιποι έχουν δέσει τα όνειρα τους σε κάποιο λιμάνι και ζουν την περιπέτεια του καναπέ. Ζουν στο δικό τους Matrix. Με τα όνειρα σε εμφύτευση. Δεν διαφωνώ, αλλά δεν μπορώ να το δω σαν λύση, προσέθεσα τότε. Είναι ευχολόγιο με μεσσιανικές προεκτάσεις. Το πιθανότερο είναι αυτός ο νέος πολίτικος συνασπισμός να εδραιωθεί σε κάποιο αμοιβαίο συμφέρον, όχι απαραίτητα εθνικό. Λυπάμαι που σε διακόπτω, παρενέβει. Δεν έχεις άδικο, αλλά από την άλλη μεριά η συσσωρευμένη δυσπιστία είναι η ασφαλιστική δικλείδα στον ειρμό μου. Στη ζούγκλα, τουλάχιστον σε ένα μικρό μέρος στα βάθη της Ινδίας, μόλις είχαν τελειώσει οι εκλογές των ζώων και ο ελέφαντας είχε χρηστεί δήμαρχος του τόπου. Βγήκε να δει το εκλογικό του σώμα, να ασπαστεί τους υποστηρικτές του και να γεφυρώσει το χάσμα που τυχόν τον χώριζε με τους αντίθετα διακείμενους. Συνάντησε μια μυρμηγκοφωλιά, πολιτικοί του αντίπαλοι, καθότι πάντα τα είχαν με τους θορυβώδεις ελέφαντες που συντάραζαν την οικογενειακή τους γαληνή. Παρά τις καλές προθέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασαν να λογομαχούν. Όταν αποφάσισαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσουν, ο ελέφαντας προσπάθησε να τους τριπλάρει πολιτικά, αλλά ένα μυρμήγκι του βροντοφώναξε ότι «από χαμηλά φαίνεται τι έχεις γραμμένο στα γεννητικά σου όργανα».

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Ποδήλατο

Ακόμη μια μέρα πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά. Αυτή την άτιμη την ανηφόρα. Μου βγάζει την ψύχη. Είναι καλυτέρα τώρα, καμία σχέση με τις πρώτες μέρες. Θυμάμαι με οδύνη τα πιασίματα. Το γαλακτικό οξύ στα πόδια μου ήταν περισσότερο από το αίμα. Έκανα τον ίδιο χρόνο που θα έκανα πεζοπόρος. Στις ανηφόρες περπατούσα σέρνοντας το ποδήλατο δίπλα μου. Έπαιρνα κουράγιο απ’ την πείνα μου και της οικογενείας μου. Ήμουν τυχερός που ένας φίλος μου βρήκε αυτή τη δουλειά. Τέσσερις ώρες την ημέρα, τρεις ημέρες την εβδομάδα για εκατό ευρώ το μήνα και μερικά οπωρικά. Ήταν όμως τριάντα χιλιόμετρα μακριά και το λεωφορείο δεν με βόλευε καθόλου. Μετά την κρίση είχαν βάλει δελτίο στα καύσιμα. Δεν υπήρχαν χρήματα για εισαγωγές. Εξαγόταν ότι είχε αξία και ότι χρήματα έβγαζε η χώρα πήγαιναν στις αποπληρωμές των δάνειων. Τα δρομολόγια ήταν σαν τις άγονες γραμμές. Δυο την ημέρα, ένα πήγαινε νωρίς το πρωί και ένα στο γυρισμό αργά το απόγευμα.
Τα αυτοκίνητα χάθηκαν από τους δρόμους όπως τα δόντια από το στόμα ενός υπερήλικα. Τώρα έβρισκες σκουριασμένα κουφάρια στις άκρες των πεζοδρόμιων. Στην αρχή τα ξήλωναν συμμορίες για τα μέταλλα και τα έδιναν σε παράνομα χυτήρια που έλεγχαν και μεταπουλούσαν το εμπόρευμα στην μαύρη. Τα δένδρα είχαν εξαφανιστεί από τους δρόμους. Τα έκοψαν οι περίοικοι προκειμένου να ζεσταθούν τους πρώτους χειμώνες. Πολλοί εγκαταλείψαν τις πόλεις και πήγαν στα χωριά καταγωγής τους. Άλλοι που δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια κατέλαβαν δημόσια γη και έφτιαξαν νέους οικισμούς. Άδειασαν αποθήκες από τα τρόφιμα, λεηλατηθήκαν σουπερ μάρκετ, έγινε επέμβαση του στρατού και για δύο χρόνια είχαμε άγαλμα στρατιωτικού καθεστώτος και κυβέρνησης συνασπισμού προκειμένου να μην εκδιωχτεί η χώρα από τη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ οι άλλοι χτυπούσαν τα σουπερμάρκετ με ένα φίλο μου είχαμε μπει σε μια αποθήκη ηλεκτρολογικού υλικού με ένα φορτηγό και πήραμε ηλιακούς θερμοσίφωνες, κυψέλες, καλώδια, βολτόμετρα, ένα υποσταθμό και λάμπες led. Μετά πήγαμε στη διπλανή με υδραυλικές εγκαταστάσεις και πήραμε αντλίες, ένα τρυπάνι, φίλτρα και διάφορα σίδερα. Τέλος από μια μάντρα με οικοδομικά υλικά πήραμε μονωτικά, ξυλεία, τσιμέντο, πέτρες και άμμο.
Γυρνώντας πίσω στην πολυκατοικία τα κατεβάσαμε όλα στο υπόγειο. Ενισχύσαμε την εξώπορτα με τα ξύλα και φτιάξαμε μπάρα πίσω της σαν να ήταν κάστρο. Καλύψαμε με τα μονωτικά τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών, ανεβάσαμε τους ηλιακούς θερμοσίφωνες και τους βάλαμε στην ταράτσα μαζί με τις κυψέλες των φωτοβολταϊκών, κατεβάσαμε σωληνώσεις και καλωδιώσεις στο υπόγειο μονώνοντας συγχρόνως. Συνδέσαμε αυτά σε ένα ηλεκτρικό πινάκα, ένα μικρό υποσταθμό και μια δεξαμενή νερού, ανάλογα με την χρήση τους. Γνωρίζαμε ότι υπήρχε νερό στο υπέδαφος και με το τρυπάνι, αφού αδειάσαμε μια αποθήκη σκάψαμε για να φτιάξουμε πηγάδι. Το βραδύ βγάζαμε τα χώματα με κουβάδες και τα πετούσαμε σε ένα διπλανό ρέμα. Τοποθετήθηκε η αντλία και τα φίλτρα. Κατεβάσαμε όλα τα ψυγεία στο υπόγειο. Ορίσαμε μια μαγείρισσα ανά μέρα για όλη τη πολυκατοικία, βάζοντας πρόγραμμα και τις ώρες συσσιτίου. Στην ταράτσα με τη ξυλεία φτιάξαμε σαν φράκτη ώστε να εμποδίσουμε την όραση προς τις εγκαταστάσεις μας. Φτιάξαμε γούρνες από τσιμέντο για να μαζεύουμε βρόχινο νερό και το στέλναμε και αυτό στο υπόγειο φιλτράροντας το. Σε μια άλλη δεξαμενή πλέναμε τα ρούχα. Αποσυνδεθήκαμε από τα δίκτυα κοινής ωφέλειας που είχαν εξελιχτεί σε εισπρακτικά μέσα.
Οι δουλειές ήταν λίγες και κακοπληρωμένες. Τα ταμεία πρόνοιας είχαν εκλείψει. Τα νοσοκομεία υπολειτουργούσαν. Οι άνθρωποι μετά το πρώτο σοκ άρχισαν να αυτοοργανώνονται σε ομάδες ανά γειτονιά. Έπειτα άρχισαν να βλέπουν την μεγαλύτερη εικόνα και πέρασαν σε επιτροπές συνοικιών και τέλος πόλεων που ερχόταν σε συνεννόηση με το στρατό που υποκαθιστούσε το κράτος. Στο τέλος συνδεθήκαν με τη κυβέρνηση και έλαβαν τη μορφή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έγινε έκκληση από το στρατό να δηλώσουν όσοι θέλουν να συμμετάσχουν ως υποψήφιοι σε επικείμενες εκλογές και έτσι μετά από δυο χρόνια αποκτήσαμε κανονική κυβέρνηση. Οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να επαναλειτουργήσουν. Συσπειρώθηκαν σε συνεταιρισμούς κατά κάποιο τρόπο, βάζοντας ο καθένας ότι του είχε μείνει, είτε ήταν φορτηγό, είτε κάποια αποθήκη, είτε υλικά που είχε καταφέρει να περισώσει. Τηλεοπτικά κανάλια είχαμε δυο. Ένα δημόσιο και ένα ιδιωτικό γερμανό – ιταλικών συμφερόντων. Εταιρείες τροφίμων, που δούλεψαν και αυτές στην αρχή με δελτίο, είχαμε δυο, μια ελληνική και μια γερμανό - γαλλική. Κάπως έτσι ήταν δομημένοι όλοι οι κλάδοι. Τα ξένα προϊόντα ήταν σχεδόν απλησίαστα για τους ελληνικούς μισθούς. Υπήρχε άνθιση μαύρης αγοράς σε διάφορα είδη και έξαρση στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Ήταν και τα δυο χειρίστης ποιότητας και υπήρχαν πολλά θύματα. Έβλεπες σβησμένους ανθρώπους σε εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ερείπιο ήταν πιο ετοιμόρροπο.
Με το ποδήλατο είχα χρόνο για να σκέπτομαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι που προσπαθούσαμε να κάνουμε δίαιτα με τη γυναικά μου και πριν ξεσπάσει η καταστροφή της είπα είμαστε τυχεροί που δεν τα καταφέραμε, τώρα θα κάνουμε δίαιτα έτσι και αλλιώς. Με κάτι τέτοια γελάμε τώρα. Με τις συγκρίσεις του σπάταλου εαυτού μας με το σήμερα. Το πώς εκείνος ο μακρινός συγγενής θα βίωνε το παρόν, εάν κάποιος τον φύτευε βιαία στη τωρινή κατάσταση. Στα γλέντια μας πετάμε τις πιστωτικές κάρτες και τις κάρτες αναλήψεως από τα ΑΤΜ αντί για χαρτοπετσέτες, μετά τις ξαναπαίρνουμε για το επόμενο. Έχουν έρθει στην μόδα οι ταινίες του Ιταλικού ρεαλισμού, ειδικά το Ladri di biciclette και Rosco ed i suoi fratelli. Μας έχουν κατακλείσει με ταινίες από τις BRIC. Για τις χώρες αυτές έχουμε και το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κίνημα αυτή τη στιγμή. Η Σιβηρία έχει γεμίσει Έλληνες. Από Οδησσό μέχρι Βλαδιβοστόκ βρίσκεις πλέον περισσότερα ελληνικά εστιατόρια από ότι στην ίδια την Ελλάδα. Ένας συρμός που ανταγωνίζεται τον υπερσιβηρικό. Το ιντερνέτ είναι το μοναδικό πράγμα που ποτέ δεν σταμάτησε να λειτούργει στη χώρα. Ήταν επικοινωνιακός μονόδρομος της εποχής μας. Μας έδενε και με τους αναρίθμητους μετανάστες.
Η Ευρώπη είχε καταρρακωθεί από την κρίση. Είχε διατηρήσει μια πολιτιστική έπαρση που προσπαθούσε να αντιτάξει στην εξ‘ ανατολών οικονομική ηγεμονία. Πρόβαλλε τα φτιασιδωμένα ιδεολογήματα της περί του ανθρώπου ως επίκεντρο και αντιτεινόταν στην ασέβεια των άπω ανατολιτών στην φύση, που έπρεπε να μείνει άσπιλη, ενώ εκείνοι την μεταχειριζόταν κατά το δοκούν. Προσπαθούσαν να ξεπεράσουν με τους κλασικούς συγγραφείς τα manga, τις cult ταινίες με τους ανθρώπους - όπλα και τους μεταλλαγμένους. Προειδοποιήσεις υπάρχουν πάντα, αλλά κατά βάση το παιχνίδι χάθηκε όταν η παράγωγη μετακινήθηκε ανατολικά. Αφού τους την φορτίσαμε, αρχίσαμε να τους κατηγορούμε για την μόλυνση στο περιβάλλον που προκαλούσαν. Όταν δυνάμωσαν αρκετά μας καπέλωσαν, πριν τους καπελώσουμε. Η διαδρομή του Marco Polo είχε αντιστραφεί. Τώρα καραβάνια Ινδών, Κινέζων και των γειτονικών τους λαών ερχόταν στην Ευρώπη μονό για τουρισμό. Όλη η ήπειρος ήταν ένα πάρκο αναψυχής, μια γιγαντία καρτ ποστάλ. Η Αμερική αντιστάθηκε περισσότερο, αλλά, απλώς έβαζε τα καραβάκια της σε μια μεγάλη μπανιερά, τον Ειρηνικό, και προσποιούταν ότι αυτό έχει κάποια σημασία. Τα πανεπιστήμια της Άπω Ανατολής είχαν απορροφήσει τους περισσότερους επιστήμονες του κόσμου και το κυριότερο προβάδισμα της τελευταίας δυτικής αυτοκρατορίας είχε υποσκελιστεί. Οι μισθοί σε όλο το κόσμο είχαν περίπου εξισωθεί. Η παγκοσμιοποίηση είχε νικήσει. Η ομογενοποίηση είχε επιτελεστεί και τα τελευταία πεδία διαμάχης ήταν για την Αφρική. Μετά την Αραβική άνοιξη, είχε έρθει η άνοιξη της υποσαχαρίας Αφρικής, που είχε ποτιστεί με τόσο αίμα που έκανε την έρημο να πρασινίσει. Τα σινο - ινδικά κεφάλαια είχαν κατακλίσει την ήπειρο αυτή, ολοκληρώνοντας τον κύκλο αντεκδίκησης των αποικιών έναντι των σταυροφόρων δυτικών. Αντί, όμως, να στείλουν τις βιομηχανίες τους εκεί, έστειλαν τα πανεπιστήμια τους και τις υπηρεσίες. Νέο πείραμα ξεκινούσε, νέα αποτελέσματα περιμένουμε.
Περνούσα έξω από ένα χωράφι με ηλίανθους και πάντα μου ερχόταν στο νου ο Βαν Γκονγκ. Θυμάμαι που έδειχνα στο γιο μου τη Καπελα Σιστίνα σε ένα βιβλίο και του εξηγούσα για το Μικελαντζελο και πως αυτός ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που ζωγράφισε ανθρώπους σαν ιπτάμενους να αποδράμουν από το βάρος της γης και εκείνος μου απάντησε ότι απλώς ζωγράφισε τον μπαμπά του Σούπερμαν. Αυτά ήταν πλέον τα ταξίδια μας. Από τα βιβλία, από τις φωτογραφίες και τις μουσικές. Στο ιντερνέτ δεν ταξιδεύεις, είσαι ήδη εκεί. Δεν φαντάζεσαι, γεύεσαι. Προχθές ήμασταν με κάτι φίλους και αναπολούσαμε τα παλιά μας τραπέζια, τις ταβέρνες, τα γυράδικα, τις πίτσες. Συγκρίναμε που φάγαμε το μεγαλύτερο ψαρί, που το ακριβότερο φιλέτο, που τη νοστιμότερη μακαρονάδα, πιο έδεσμα ήταν το πιο παράξενο, το πιο πρωτότυπο. Έλεγες ένα, εισέπραττες δυο και ανέβαινες σε ένα λεκτικό ποντάρισμα για τη δημιουργία εντυπώσεων, συγκρίναμε συνεχώς με βάση το μέγεθος και τελικά κάποια στιγμή αφού τα γαστρικά υγρά μας είχαν κατακλύσει και σφίχτηκαν τα στομάχια μας από την πείνα βάλαμε τα γέλια και αλληλομουντζωθήκαμε. Το γέλιο φέρνει μια χαλάρωση άνευ προηγούμενου, αλλά για την πείνα είχαμε ένα καλύτερο γιατρικό. Ο Πέτρος, που είχε φυτέψει πεπόνια στο μπαλκόνι του, είχε κρατήσει τους σπόρους και τους αλάτισε. Αφού φάγαμε τα σποριά ήπιαμε και δυο τρία ποτήρια νερό να φουσκώσει το πράγμα μέσα μας, να δέσει. Θυμηθήκαμε μια φράση από τον Καραγκιόζη που είχε πει γυναικά φέρε κρεμμύδια να φανέ τα παιδιά φρούτα και σωριαστήκαμε στο πάτωμα.
Όσοι πολιτεύτηκαν πριν την κρίση είχαν φύγει οι περισσότεροι . Ο καθένας για τον πολιτικό του παράδεισο που μας έταζε. Οι δεξιοί προς Αμερική, Αγγλία και Αυστραλία, οι σοσιαλιστές δυτικά και βόρεια για Αμερική και Ευρώπη. Οι πιο πονηροί από αυτούς Λατινική Αμερική. Οι άκρα δεξιοί και αυτοί Λάτιν, για να μην χαθεί το συναίσθημα. Οι άκρα αριστεροί έμειναν, καθότι δεν τους ήξερε κανένας. Από πολιτικούς αρχηγούς έμεινε μόνο η γραμματέας του ΚΚΕ. Δυστυχώς είχε υποστεί κάποια ασθένεια και δεν ήταν σε θέση πια να αντιληφτεί πλήρως την πραγματικότητα. Νόμιζε ότι είχε διαφύγει και αυτή στην Κουβά. Τον νοσοκόμο που την βοηθούσε τον φώναζε Μιγκέλ και τον έβαζε να ξεσκονίζει τις φωτογραφίες των ομοϊδεατών ηρώων που στόλιζαν την κρεβατοκάμαρα της. Η εικόνα που είχαν πλέον οι πόλεις μας ήταν όμοια με της Κουβάς του Κάστρο, του πρεσβύτερου αδελφού. Ήμασταν η χώρα της πατέντας. Όλα έμοιαζαν με κάτι από το παρελθόν, αλλά συγχρόνως είχαν και νέο σχήμα. Ήταν κολάζ από οποίο υλικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Η βιομηχανική μας παράγωγη μόλις που άρχιζε να παίρνει μπροστά. Στον Πειραιά είχε ξεκινήσει ένα εργοστάσιο από τους Κινέζους και στη Θεσσαλονίκη ένα άλλο από τους Ινδούς και οι πιο τυχεροί από τους συντοπίτες μας δούλευαν εκεί. Έφτιαχναν ηλεκτρικές συσκευές που απευθυνόταν στις αγορές της Αφρικής που ακόμη γοητευόταν από το Made in UE.
Έφτανα στη κατηφόρα και έβγαλα την εφημερίδα από το σακίδιο της πλάτης, άνοιξα το μπουφάν και την άπλωσα στο στήθος μου και το ξαναέκλεισα, για να προφυλαχτώ από την υγρασία. Τώρα που ήμουν στα εύκολα έβγαλα και ένα μήλο για να έχω δυνάμεις στην επομένη ανηφόρα. Βρισκόμασταν με άλλους συνταξιδιώτες ποδηλάτες στον περιφερειακό. Πλέον ήμασταν εμείς και τα φορτηγά. Αυτοκίνητα είχε μόνο ο στρατός και η αστυνομία που είχε ανασυγκροτηθεί. Μπαίναμε ο ένας πίσω από τον άλλο και αλλάζαμε επικεφαλή ανά τακτά διαστήματα. Μου ήρθαν εικόνες από τον Fausto Coppi και Gino Bartali και γύρος της Ιταλίας, ο γύρος της Γαλλίας και προπαντός ο γύρος της Φλάνδρα, οπού κυριολεκτικά πρέπει να έχεις μπάλες από ατσάλι, καθότι διεξάγεται σε πλακόστρωτο. Μπροστά μου ήταν ο Πέτρος και ετοιμαζόμασταν για την ανηφόρα. Γύρισε και μου χαμογέλασε η αδελφή, καθότι στο σημείο αυτό το γραναζωμα του ήταν καλύτερο από το δικό μου και μου ξέφευγε. Τώρα πια το φωνητικό μας εθνόσημο δεν ήταν ο μάλακας. Ήταν η αδελφή. Είχαμε αισθανθεί βιασμένοι και ατιμασμένοι από την κατάσταση που μας επιφύλαξαν και αποφασίσαμε να μην ξαναγινούμε ποτέ πια μάλακες. Έτσι υιοθετήσαμε το επιφώνημα της αδελφής που μας αντιπροσώπευε επακριβώς. Η αδελφότητα των guy αποδέχτηκε το γεγονός με ανοικτές αγγαλες και το μεγαλύτερο πανευρωπαϊκό gay parade διεξάγονταν πλέον στο καρναβάλι της Πάτρας. Οι πιο ξεφωνημένοι ντυνόταν πολιτικοί και ήξερες από την μάσκα που είχαν επιλέξει την χώρα καταγωγής τους.
Αγρία οργιά για αγρία αγόρια, αλλά ήταν άγριοι και οι καιροί. Στην τέχνη επικρατούσε το μαύρο χρώμα και το πορφυρό του βυζαντίου, που ευφημιστικά το ονομάζαμε έτσι, καθότι απλώς αντιπροσώπευε το αίμα του πρόσφατα σφαγμένου. Στο σχήμα είχαμε μια μίξη της ζωγραφικής των σπηλαίων με αφρικάνικες επιρροές, έντονα παχιά περιγράμματα και την επιβλητικότητα των φιγούρων του Μικελαντζελο. Την ανάδειξη ενός ανθρώπου που υποφέρει, αλλά αντιστέκεται ψυχικά. Ο κόσμος είχε βαρεθεί τα ιδεογράμματα των Η/Υ και την αθυροστομία των manga. Ήθελε λιτή γραφή και ήθελε και τέχνη σε ανθρωπινό μέγεθος, όχι υπερπαραγωγές. Ένας αιρετικός Βιετναμέζος ανερχόταν χρησιμοποιώντας ένα πράσινο της χολής μονοχρωματικά, φτιάχνοντας τις γραμμές του με τις στρώσεις της μπόγιας και τις διαβαθμίσεις της φωτεινότητας, εστιάζοντας στον εμετικό αποτροπιασμό της τωρινής κατάστασης. Κόντευα να ξεράσω από την προσπάθεια να πιάσω το Πέτρο. Τα πόδια μου ήταν σαν σίδερο, είχα σηκωθεί όρθιος στην σελά και είχα φέρει το βάρος όσο μπροστά μπορούσα. Τα χέρια μου βοηθούσαν επίσης και το ποδήλατο πήγαινε πέρα δωθε. Άτιμα γρανάζια που με εξουσιάζεται. Όταν αποκτήσω λίγα λεφτά θα σας αλλάξω. Φτάσαμε στην δουλειά και το αφεντικό μας είπε άδικα ήρθατε δεν σας χρειάζομαι, τελειώσαμε. Ο Πέτρος διαμαρτυρήθηκε που δεν πηρέ ένα τηλέφωνο, που δεν έστειλε ένα μήνυμα. Δεν πειράζει του είπα. Σπίτι έχω ένα γιο και μια κόρη, εννέα και δέκα χρονών. Και η γυναικά μου είναι ακόμη καλή. Εάν νιώσεις την ανάγκη να ρίξεις ένα μην διστάσεις. Είμαστε καλές αδελφές. Μας ζήτησε συγγνώμη και το έριξε στην συγκατάβαση. Του αντέτεινα ότι δεν μας νοιάζει, ένα γρανάζι ήταν και αυτός. Θα τον άλλαζα στην πρώτη ευκαιρία.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Τι έμαθα από την κρίση

Δεν υπήρχε τίποτε δωρεάν. Δηλαδή δεν είχα δωρεάν παιδεία ή δωρεάν υγεία. Απλώς εγώ που πλήρωνα φόρους, κρατήσεις και τα συναφή είχα προπληρωμένη παιδεία, υγεία και ου το καθεξής. Αυτοί που φοροδιαφεύγουν είχαν δωρεάν, καθώς και όσοι παρεισφρήσανε στο σύστημα άνευ καταβολής οβόλου. Εάν έκανα χρήση των υπηρεσιών αυτών ή εάν ήταν ικανοποιητικές το αφήνουμε για άλλη φορά.
Κανένα σωματείο δεν απεργεί για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, νέες επενδύσεις, νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Απεργούν για να μείνουν όλα όπως ήταν. Γιατί εγώ να συμπράξω μαζί τους, για να συνεχίσουν να με αφαιμάσσουν;
Εάν επισκεφτείς ένα πάμπτωχο σπίτι θα έχεις απαίτηση να φας αστακό; Πως οι συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι επιθυμούν να βρουν στο τραπέζι το ίδιο φιλέτο; Γίνεται να μείνουν όλοι τους στην κιβωτό του δημόσιου απαιτώντας την ιδία μερίδα φαγητό; Η μοιρασιά της πείνας γίνεται, δυστυχώς, με πείνα. Όσο και να θες να δεις το ποτήρι μισογεμάτο η κοιλιά σου θα γουργουρίσει.
Εάν ο σκύλος για τους δικούς του λογούς, συνήθως αναπαραγωγικούς (προκειμένου να μην παρεξηγηθεί η παρομοίωση δείτε το ως βιοποριστικούς ή / και ψυχαγωγικούς), αφήσει αφύλακτο το μαντρί φταίει ο κακός ο λύκος που δεν θα μείνει πρόβατο; Γιατί ταΐζει ο τσοπάνος τον σκύλο, για τα κουτάβια; Έφταιγε ο ιδιωτικός τομέας που ήταν αφύλακτο κάστρο το δημόσιο; Φταίνε οι φοροφυγάδες που υπάρχουν επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι; Μην αρχίσουμε το φαύλο κύκλο με τις τριγωνικές επιρρίψεις ευθυνών τύπου πόρνη – πελάτης – προαγωγός που αλλάζουν ρόλους συνεχώς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα μεταξύ τους. Ο δυνατός φταίει, δηλαδή το δημόσιο. Αυτοκαταστήθηκε αδύναμο.
Η δημόσια διοίκηση δεν ξέρει να ξεχωρίζει ποιότητες. Θέτει αριθμητικά κριτήρια. Απέλυσε ποτέ κανείς στον ιδιωτικό τομέα με παρόμοιο κριτήρια; Εάν δεν κανείς την δουλειά φεύγεις, εάν κανείς μένεις. Αυτό είναι το πρωταρχικό κριτήριο. Για πια αδικία μιλάμε; Αυτός που βάζει τα λεφτά, αυτός έχει το ρίσκο, αυτός και το κέρδος. Είναι δυνατό να βάζω τους πάντες στο ίδιο επίπεδο και να τσεκουρώνω αδιάκριτα; Τι βλακείες είναι η εφεδρεία και τα συναφή της θα φανεί τάχιστα. Άτομα που στέλνονται αδιακρίτως στον πάγκο περιμένοντας απόλυση ή στα χειμαζόμενα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ μέχρι πρότινος επιχειρήθηκε να μείνουν ενεργοί εργαζόμενοι.
Υπάρχει κοινωνική υποκρισία σχετικά με τις αμοιβές στο δημόσιο. Γίνεται να υπάρχει πλαφόν στις αμοιβές των ανώτατων δημοσίων υπάλληλων; Κατά την γνώμη μου όχι. Δεν βάζεις κάποιον να διαχειρίζεται δις πληρώνοντας τον με μονοψήφιες χιλιάδες. Εκτός του ότι δεν θα λάβεις την απαιτουμένη ποιότητα σε πρώτη παρουσία (πρόσληψη) και η συνεχεία θα είναι καταδικασμένα ανάλογη.
Όλα τα εισπρακτικά μετρά που πάρθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια είχαν μονό χαρακτήρα να αναχαιτίσουν την στατιστική εικόνα της χώρας. Κανένα από αυτά δεν απελευθέρωσε ούτε μια δημιουργική δύναμη της, τουναντίον κατέστησαν ανέφικτη ακόμη και την ελπίδα ανάδειξη της. Μπορεί να μου διαφεύγει κάτι, αλλά νομίζω ότι έχουμε καπιταλιστές με σοσιαλιστικό μανδύα που εφαρμόζουν μια διεστραμμένη κουμμουνιστική φαντασίωση. Απορρόφησαν όλο το χρήμα με μια μαύρη τρύπα και κοινωνικοποίησαν το δημόσιο πλούτο, ήτοι την πλήρη έλλειψη αυτού.
Είτε πτωχεύσει η χώρα είτε δεν πτωχεύσει το κόστος θα το πληρώσω εγώ. Πτωχεύει; Αποχαιρετώ κάποιες από τις τράπεζες μας, είτε γιατί θα φαλιρίσουν είτε γιατί θα εξαγοραστούν από το δημόσιο. Το ίδιο και με τις ασφαλιστικές εταιρείες. Για τα ταμεία πρόνοιας τα ξεχνάμε. Ραντεβού το Σεπτέμβρη με τις νέες ταινίες. Το κράτος αφού καταστεί φερέγγυο (πάλε με ποτέ με καιρούς) θα ξαναδανειστεί για να περισώσει ότι διασώζεται. Ο λογαριασμός στο πιάτο μου. Δεν πτωχεύει; Η φορολογική μέγγενη θα γίνει περισσότερο ασφυκτική μέχρι να βρεθεί το θάρρος να ανατραπούν νοοτροπίες και ιδεολογήματα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που καθιστούν την χώρα ανίκανη να παράγει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και να τους εφαρμόζει. Στο εννεάμηνο του 2011 η χώρα έχει έλλειμμα (δηλαδή από μηδέν χρέος τη πρωτοχρονιά του 2011 έως 30/9/2011) 19,163 δις. Για να ισοσκελιστεί θα έπρεπε να δώσει κάθε Έλληνας (ακόμη και μη φορολογούμενος) 1.916,30€. Εφόσον έχω 4μελη οικογένεια θα έπρεπε να δώσουμε έκτακτη εισφορά 7.665,20€. Χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο…
Εάν περίκοψες τους μισθούς των υπάλληλων πως θα έχεις φορολογικά έσοδα με τα σημερινά δεδομένα; Τι πόσο θα αντιστοιχεί σε κάθε ενεργό εργαζόμενο; Δεν εννοούμαι φυσικά αυτούς των εκ περιτροπής, μειωμένου οραρίου, κλπ. που απλώς αμβλυνουν την στατιστική της ανεργίας. Τους υπάλληλους πλήρους απασχόλησης θεωρούμε ως φορολογικούς στυλοβάτες αυτής της χώρας. Να βάλω τα δίπλα να τελειώνουμε. Συνταξιούχοι και πλήρους απασχόληση, χοντρικά, 15.000,00€ το κεφάλι. Συγγνώμη δεν προβλέψαμε ότι έχετε ανάγκες. Η χώρα, όμως θα σωθεί. Σας ευχαριστούμε.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Το Μηλοχώρι και το Αγγελοχώρι

Σε μια πράσινη πλαγιά οπού οι λόφοι έσβηναν στην θάλασσα φώλιαζε ανάμεσα τους το Μηλοχώρι. Πίσω από τους λόφους ήταν τα χωράφια του, στα ανατολικά του κάμπου η βιομηχανική του ζώνη, στην δυτική πλευρά οι στάβλοι. Στην παράλια δεξιά κοιτώντας την θάλασσα ήταν η ιχθυόσκαλα και αριστερά ήταν τα κέντρα διασκέδασης, οι χώροι άθλησης και η παράλια των λουόμενων. Υπήρχε και βιολογικός καθαρισμός λίγο πέρα από την ιχθυόσκαλα που την εξυπηρετούσε, καθώς και το χωριό με τη βιομηχανική της παράγωγη. Η φύση το είχε προικίσει με καλό κλίμα και είχε μακριά γεωργική παράδοση.
Μέχρι πρόσφατα δεν διακινούταν χρήματα στο Μηλοχώρι. Οι κάτοικοι είχαν την δίκη τους αποτίμηση των αγαθών και τα άλλαζαν μεταξύ τους αντί αμοιβής. Την άνοιξη μπορούσες να πληρώσεις με ένα κιλό φράουλες τον υδραυλικό, ενώ το χειμώνα με δυο κιλά μήλα. Με παγιωμένες από την παράδοση αμοιβές και βάσει των εκαστοτε αναγκών επέλεγε κανείς το επάγγελμα του. Δεν υπήρχε ραγδαία ανάπτυξη, αλλά δεν είχε ποτέ σημειωθεί και καταρράκωση του βιοτικού επίπεδου. Μια μέρα ο τυπογράφος του χωριού απεβίωσε και δημιουργήθηκε πρόβλημα, καθότι δεν είχε απογόνους και κανείς Μηλοχώριτης δεν γνώριζε την τέχνη του. Ο Δήμαρχος κάλεσε το συμβούλιο και αποφάσισαν να προσκαλέσουν κάποιον άλλο από την πόλη που σίγουρα θα της περίσσευαν.
Αφού επιλέχτηκε ο κατάλληλος, ενημερώθηκε για την ιδιαιτερότητα του χωριού έναντι της υπόλοιπης χώρας. Ο νέος τυπογράφος είδε μπροστά του πεδίον δόξης λαμπρόν. Τα μάτια του άστραψαν και σκοπός του ήταν να μεταλαμπαδεύσει την συσσωρευμένη γνώση του στο Μηλοχώρι προς ίδιον όφελος. Πριν εγκαταλείψει την πόλη αγόρασε νέο αυτοκίνητο με πολυτελή δερμάτινα καθίσματα, γυαλιστερά φιλέτα νίκελ περιμετρικά των παραθύρων και στις χειρολαβές, ζάντες δίχρωμες γκρι – ασήμι, φαρδιά λάστιχα, τετραπλή εξάτμιση, οκτακύλινδρο μοτέρ, άφθονα βαθιά ντεσιμπέλ, μεγάλο μήκος, μεγάλο φάρδος, σκούρα φάμε τζάμια. Έραψε ρούχα στους καλυτέρους των μόδιστρων για όλη την οικογένεια. Παρήγγειλε έπιπλα εισαγωγής από μασίφ ξύλα. Έφτασε πρώτα αυτός στο Μηλοχώρι με το αυτοκίνητο του και η εντύπωση που δημιούργησε στους συγχωριανούς του, πλέον, ήταν αντίστοιχα μεγαλόπρεπη με το όχημα του. Έπειτα από μια εβδομάδα, αφού επέλεξε σπίτι, ήρθαν τα φορτηγά με τα πράγματα του και αμέσως μετά και η υπόλοιπη οικογένεια.
Ήταν οι πιο καλοντυμένοι στο Μηλοχώρι και όλοι ήθελαν να τους γνωρίσουν. Οι γυναίκες ήθελαν να μοιάσουν στην νέα κυρία, τα παιδιά τους στα παιδιά της, τα σπίτια τους στο σπίτι της, τα αυτοκίνητα τους στο δικό της. Αφού εκτυπώθηκαν τα βιβλία για το σχολείο και τα φυλλάδια της εκκλησιάς και του δημαρχείου ο τυπογράφος αντί αμοιβής πρότεινε στο δήμαρχο την υιοθέτηση τοπικού νομίσματος που θα εκτύπωνε αυτός, το οποίο θα είχε αντίκρισμα στις επιδοτήσεις του δήμου από την κεντρική εξουσία της χώρας που συσσωρευόταν στα ταμεία του δήμου τόσα χρόνια και τα αποταμίευαν. Θα ίδρυαν και μια τράπεζα καλώντας ένα γνωστό τραπεζίτη του τυπογράφου στο Μηλοχώρι. Ελέγχοντας το χρήμα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την συνεχή επανεκλογή του δήμαρχου.
Ο τοπικός άρχοντας είδε με καλό μάτι την προοπτική αυτή και επηρέασε το δημοτικό συμβούλιο ώστε να αποφασιστεί η δημιουργία νομίσματος και τράπεζας στο χωριό τους. Ορίστηκε η αναλογία με τα αποθεματικά του δήμου και το νόμισμα της χώρας στο ένα προς ένα. Ο Τραπεζίτης μετά από λίγο καιρό ίδρυσε και το χρηματιστήριο του χωριού, ενώ ο τυπογράφος έγινε μεγαλοεκδότης, καναλάρχης και επεκτάθηκε και στις μεταφορές. Ασχολήθηκε με τις διαφημίσεις και προέβαλε ένα πολιτιστικό μοντέλο από τα μέσα του που σαν δούρειος ίππος προωθούσε την κατανάλωση προκειμένου να επωφεληθούν οι πελάτες του και αργότερα το κατέστησε εξαγώγιμο προϊόν. Μετέτρεψαν τις τιμές από είδος σε νομισματική αξία αυθαίρετα και άφησαν τις δυνάμεις της αγοράς να αποφασίσουν για την πορεία τους. Έτσι ο καθένας κρίνοντας εκ πεποιθήσεως απαιτούσε και περισσότερα. Οι τιμές σύντομα φούσκωσαν και τότε άρχισαν τα δάνεια προκειμένου να καλυφτούν οι ανάγκες των χωρικών. Η τηλεόραση τους μετέδωσε ένα τρόπο ζωής που δεν γνώριζαν, αλλά για ένα παράξενο προς αυτούς λόγο επιθυμούσαν και προκειμένου να τον αποκτήσουν κατέφυγαν σε μεγαλύτερο δανεισμό.
Ο δήμος προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία στο ένα προς ένα με το νόμισμα της χώρας και να μην υπάρξει διαταραχή με την οικονομική του σχέση με αυτή, προεβει σε δανεισμό ώστε να συντηρήσει τα αποθεματικά του στο απαιτούμενο ύψος. Τα αποθηκευμένα αγαθά του Μηλοχωρίου ήταν επαρκή και καθότι σημειώθηκε αύξηση της ζήτησης αυτών στην υπόλοιπη χώρα παρατηρήθηκε αύξηση των οικονομικών δεικτών στο χωριό. Το χρηματιστήριο πηρέ φωτιά και οι νέοι του χωριού δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις δουλειές. Χτίστηκαν νέοι οικισμοί κοντά στην βιομηχανική ζώνη ώστε να έρθει νέο προσωπικό. Η αισιοδοξία ήταν διάχυτη και παρότι ο δήμος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί με την ίδια ταχύτητα στις νέες απαιτήσεις υποδομών κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτό, παρά μόνο αφήναν τις εκκρεμότητες για το απώτερο μέλλον προκειμένου να επικεντρωθούν στο κερδοφόρο παρόν. Πίστευαν ότι αυτή η ευημερία θα διαρκέσει εις το διηνεκές και το χρήμα θα μπορέσει να λύσει ότι πρόβλημα προκύψει.
Στη τράπεζα παρουσιαζόταν συνεχώς νέα προϊόντα με τα πιο απίθανα σενάρια κέρδους. Ένα από τα πιο ευφάνταστα ανέφερε ότι εάν η ανακύκλωση λυμάτων ανά ώρα στον βιολογικό καθαρισμό αυξανόταν μεταξύ 8:00-16:00 κατά 5% και συγχρόνως η μετοχή της εταιρείας Ύδρευσης & Αποχέτευσης επιτύγχανε αύξηση 3%, εκτός της δεκαπενθήμερης περιόδου των σχολικών διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, θα δινόταν στον επενδύτη κέρδος 2%. Μονό που η εν λόγω εταιρεία χρησιμοποιούσε το βραδινό τιμολόγιο και κατά την ημέρα αποστράγγιζε τα ύδατα και τα επεξεργαζόταν το βραδύ. Έτσι ενώ η μετοχή της είχε εκτοξευτεί στα ύψη, χάρη και στην ύπαρξη αυτού του επενδυτικού προγράμματος κανένας επενδυτής δεν αποκόμισε κέρδη γιατί δεν εκπληρώθηκε ποτέ το πρώτο μισό των προαπαιτούμενων προδιαγραφών της επένδυσης. Επίσης δινόταν αφειδώς στεγαστικά δάνεια στους εποίκους, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις.
Έπειτα φτιαχτήκαν πακέτα που περιελάμβαναν τα επενδυτικά προγράμματα αυτά και τα δάνεια σε διάφορα ποσοστά συμμετοχής, και αλλά επ’ αυτών, ένα είδος πακέτο στο πακέτο. Το Μηλοχώρι έγινε ένα ατελείωτο χαρτοβασίλειο και σταμάτησε να κινείται οποιοδήποτε υλικό αγαθό και νόμισμα, παρά μονό πιστώσεις και χρεώσεις που πηγαινοερχόταν από χέρι σε χέρι μέσα στο χρηματιστήριο. Όλοι νόμιζαν ότι είχαν απεριόριστα χρήματα και δανειζόταν ασύστολα. Τα πάρτι, οι αγαθοεργίες, οι εκδρομές, τα εγκαίνια εμπορικών κέντρων, οι συνάψεις συνεργασιών ήταν στην καθημερινή βάση. Ο αντιδήμαρχος ζηλεύοντας την δόξα που απολάμβανε ο ανώτερος του αποφάσισε να διεκδικήσει το δημαρχικό θώκο και ασπαζόμενος ως πολιτικό σύνθημα την αυτονόμηση του Μηλοχωρίου από την υπόλοιπη χώρα εξασφάλισε την εύνοια του τραπεζίτη. Πίστευαν ότι η αναλογία ένα προς ένα ανάμεσα στο τοπικό νόμισμα και αυτό της χώρας τους έπεφτε στενή και ήθελαν να υπερτιμηθεί το δικό έναντι αυτού της χώρας, που κρατούσε κατά κάποιο τρόπο το Μηλοχώρι δέσμιο της. Ο τραπεζίτης έλπιζε έτσι να αποπληρώσει τα υποτιμημένα πλέον δάνεια που είχε λάβει και μετά να ανοίξει την επιχείρηση του και στο εξωτερικό. Ο πρώην τυπογράφος και νυν καναλάρχης κατάλαβε προς τα πού κινούταν ο ανταγωνισμός και για να μην μείνει από έξω προσεταιρίστηκε την ιδέα τους θέτοντας τα μέσα εν-ημέρωσης στον κοινό σκοπό.
Μια μέρα μετά από την δημόσια εμφάνιση της πρότασης τους το κράτος έστειλε τελεσίγραφο στον δήμο ότι απαιτούσε τα χρήματα που του είχε δανείσει προκειμένου να μπορέσει αυτός να ανεξαρτητοποιηθεί. Ο δήμαρχος παρασυρμένος από την γενικευμένη ευμάρεια είχε προσεταιριστεί μέρος της αντίπαλης ιδεολογίας και αποφάσισε να στείλει πίσω τα χρήματα που είχε δανειστεί, εμμένοντας στον στόχο της αυτονόμησης. Απέσυρε τα λεφτά αυτά από την τράπεζα και κατάφερε να σβήσει το πόσο που αφορούσε το κεφάλαιο. Δυστυχώς όμως παρέμεναν οι τόκοι. Η τράπεζα υπέστη σοκ και έμεινε χωρίς επαρκή αποθεματικά. Από την στιγμή που κάποιοι εκ των επιφανέστερων οικονομικά πελατών της απέσυραν και αυτοί με την σειρά τους τα λεφτά τους προκειμένου να τα καταθέσουν σε τράπεζα της υπόλοιπης χώρας, έμεινε περαιτέρω εκτεθειμένη σε μια πρωτοφανή εισροή αιτήσεων ρευστοποίησης των μετοχών της και των επενδυτικών της προγραμμάτων. Το χαρτοβασίλειο του Μηλοχωρίου κατέρρευσε σε λίγες μέρες και η τράπεζα μετά από βιαία επεισόδια που σημειωθήκαν στον περίγυρο της ανέστειλε την λειτουργία της.
Άλλες τράπεζες συνδεδεμένες μαζί της έστελναν τελεσίγραφα αποπληρωμής τους και καθότι η κεντρική κυβέρνηση της χώρας ήθελε να παραδειγματίσει τους πάντες, την άφησε να χρεοκοπήσει. Οι κάτοικοι του Μηλοχωρίου προσπάθησαν να κατανοήσουν τα μελλούμενα, αλλά οι δημεύσεις περιουσιών, οι δημοπρασίες, η μετανάστευση, η ερήμωση των νεόκτιστων περιοχών, τα βιομηχανικά κουφάρια ήταν το παρόν τους. Με αποτέλεσμα την κοινωνική αναταραχή και τις συγκρούσεις. Η ερήμωση που είχε επέλθει στην επαρχία από την εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων σε ολιγοπώλια έπνιξε κάθε ελπίδα ορθοπόδησης. Οι μισθοί εξανεμίστηκαν και η εγκληματικότητα έσπασε κάθε ρεκόρ. Η κρίση εξαπλώθηκε σαν τα κύματα στην λίμνη. Αφού έσκασε το βότσαλο η χώρα σαρώθηκε από απελπισμένες κινήσεις δύσπιστων επενδυτών οι οποίοι παρέσερναν σαν χιονοστιβάδα ο ένας τον άλλο σε αναλήψεις και ρευστοποιήσεις. Η κεντρική τράπεζα της χώρας για να σταματήσει τον κατήφορο προσπάθησε να εμφυσήσει εκ νέου εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και εξαγόρασε τις προβληματικές τράπεζες, ωσότου αυτές ορθοποδήσουν, με σκοπό να τις πουλήσει όταν εξυγιανθούν, προκειμένου να επαναεισπράξει την αρχική της τοποθέτηση ή και να κερδίσει επ’ αυτής.
Τα απόνερα έμοιαζε να κοπάζουν και σε μια άλλη χώρα μακριά από το Μηλοχώρι υπήρχε ένα μικρό χωριό με ανυπότακτους κατοίκους, πάντα έτοιμους για καυγά, οι οποίοι συνέχιζαν μια μακρόχρονη πολιτική παράδοση, δηλαδή την ατέρμονη διύλιση του κώνωπα, προκειμένου να μην διαταραχτεί η ισορροπία της εξουσίας. Όλα τα είχαν υπό την επίβλεψη τους οικογενειακές κάστες και όσοι ήταν έξω από αυτές είτε προσέτρεχαν μέσω γνωριμιών να επωφεληθούν είτε δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και συνεχώς τους απομυζούσαν.
Στο Αγγελοχώρι οι προύχοντες έστηναν συνεχώς γιορτές και σαν τον τζίτζικα κοιτούσαν τα μυρμήγκια να δουλεύουν. Τους καλοθελητές τους βόλευαν κοντά τους και τους υπόλοιπους απλώς τους καθιστούσαν ανώδυνους. Η παράγωγη αυτής της χώρας ήταν μηδαμινή και η κοινωνική της ηρεμία βασιζόταν σε δημόσιο δανεισμό και αντίστοιχες δαπάνες. Είχε σχηματίσει συν το χρόνο ένας ιστός αλληλοσυγκαλυμμένων ενοχών και κανείς δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να σπάσει τα δεσμά του φοβούμενος το άλμα στο κενό. Οι Αγγελοχώριτες μάλωναν συνεχώς μεταξύ τους για τα πιο μικρά πράγματα, μα ποτέ δεν άγγιζαν τα μεγάλα. Είχαν βάλει την πίτα με τα δανεικά στη μέση και τσιμπούσαν ο καθένας ότι μπορούσε και ότι προλάβαινε. Έχοντας μακρόχρονη ιστορία πίσω τους ένιωθαν ότι είχαν εξασφαλισμένη την μακροζωία και ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν εις το διηνεκές να διάγουν το βίο τους ανενόχλητοι από τους υπόλοιπους λιγότερο προικισμένους όσο αναφορά την πολιτιστική κληρονομία.
Το Αγγελοχώρι πριν από μερικά χρόνια είχε συνασπίσει με αρκετά αλλά γειτνιάζοντα χώρια μια οικονομική ένωση. Μέτα από διάφορα χρόνια που οι οικισμοί αυτοί μάλωναν μεταξύ τους για τα χωράφια και για τα ποταμιά με τις θάλασσες χρησιμοποιώντας σαν πρόφαση τα πιστεύω τους, αποφάσισαν ότι μαζί ήταν ισχυρότεροι. Δυστυχώς είχαν κουβαλήσει και κάποιες από τις βαθιά ριζωμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις τους και για να ανταπεξέλθουν αυτών των αγκυλώσεων έφτιαξαν ένα γραφειοκρατικό μεγαθήριο που φαινομενικά θα έλεγχε κεντρικά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των χωριών μεταξύ τους και προς και από την ένωση. Όρισαν κοινό νόμισμα και έθεσαν κανόνες. Το χρήμα έτρεξε άφθονο και στο Αγγελοχώρι βρεθήκαν με μια δύναμη πρωτόγνωρη στα χέρια. Αντί να συμμαζέψουν τα προηγούμενα λάθη και να κοιτάξουν μπροστά, σαν καλή νοικοκυρά, σήκωσαν το χαλί και έβαλαν τα σκουπίδια από κάτω. Κάθισαν πάνω στο βουνό που αυτά είχαν σχηματίσει και ονειρευόταν ότι ήταν στο μαγικό χαλί και πετούσαν.
Χαρές και εδώ το χρηματιστήριο. Μια το Μηλοχώρι, δυο εμείς, τρεις το Μηλοχώρι, τέσσερις εμείς. Χαρά στην χαρά, χέρι με χέρι, μαζί στην άνοδο μαζί στην κατηφόρα. Όταν αυτοί που έδιναν τα χρήματα της χαράς ζήτησαν το λογαριασμό ανακάλυψαν ότι καμία τράπεζα της ένωσης δεν ήταν φερέγγυα, αλλά δεν μπορούσαν να ξεδοντιαστούν από μονοί τους, οι πιστωτές και οι τράπεζες ήταν κολλητοί. Ζήτησαν λοιπόν τα λεφτά από τα χωριά. Αυτά που δεν χρωστούσαν πέρασαν σε άμυνα και άφησαν τα οικονομικώς αφελή εκτεθειμένα. Επί της ουσίας η ένωση ήταν πιο χαλαρή από όσο τα χρεωμένα χωριά επιθυμούσαν. Τα χρέη ήταν ασύνδετα μεταξύ τους και οι λογαριασμοί έφτασαν μεμονωμένα στον καθένα. Το Αγγελοχώρι ήταν στη δυστυχέστερη κατάσταση και έτσι βγήκε πρώτο μπροστά και παραδόθηκε εις βορά της χλεύης των γειτόνων του. Σαν τα μικρά παιδιά που έχουν πάρει όλα μέρος στην ζαβολιά αλλά ξεμπροστιάζουν τον μικρότερο ή τον ασθενέστερο ή τον αφελέστερο. Το Αγγελοχώρι είχε και τους τρεις χαρακτηρισμούς. Ανήμπορο να αντιδράσει παραδόθηκε αμάχητη στη μοίρα που οι υπόλοιποι του ετοίμασαν.
Σαν πειραματόζωο κάθισε υπάκουα και φοβισμένα να υποστεί την γιατρειά του. Ήρθαν από όλα τα μέρη του κόσμου να συνδράμουν με τις γνώσεις τους χειροπρακτικοί, φυσιοδίφες, αλχημιστές, μαμές, νοσοκόμες, ιατροί και ψυχίατροι. Δέκα διαφορετικές φόρμουλες ανάπτυξαν και κράτησαν μονό αυτές που δεν θα είχαν παρενεργείας και στα υπόλοιπα χωριά και κράτη. Η ασθένεια όμως δεν ήταν περιορισμένη στο Αγγελοχώρι, δεν ήταν ένα απλό κρυολόγημα, ήταν ένας ιός σαρωτικός. Το Αγγελοχώρι είχε κολλήσει τελευταίο, αποφάσισαν να το θεραπευόσουν πρώτο. Επειδή, όμως ήταν και το μικρότερο, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι εάν η θεραπεία αποτύχει σε αυτό δεν θα μπορέσουν θεραπευτούν ποτέ οι μεγάλοι και άρχισαν να τρέμουν από το κακό που μας βρήκε όλους. Έτσι το Αγγελοχώρι έγινε το παγκόσμιο στοίχημα.
Το σώμα του αποδείχτηκε αδύναμο. Είχε μια μυϊκή ατονία από το παρατεταμένο καθισιό που έκανε το σαλιγκάρι να μοιάζει με δεκαθλητή. Είχε την δύναμη μιας μύγας και προσπαθούσε να σηκώσει ένα βουνό. Τα εγκεφαλικά του κύτταρα είχαν ατροφήσει από τη χρόνια αναβλητικότητα και τα αντανακλαστικά του ήταν ένα βήμα πριν την ακινησία. Το ανοσοποιητικό του σύστημα παραδομένο στην διαφθορά δεν μπορούσε να αντιδράσει σε καμία κακόβουλη εισβολή. Αντιθέτως στράφηκε κατά του ιδίου του εαυτού και παραδομένο στις τύψεις για το ανέμελο παρελθόν του άρχισε να κατασπαράζει τις σάρκες του. Τα υπόλοιπα χωριά ένιωσαν μια κάποια συμπόνια για το άδοξο τέλος του τρελού του χωριού. Μέτα από ένα κακόγουστο αστείο που κράτησε περισσότερο από όσο έπρεπε οι συγχωριανοί ανακάλυψαν ότι ασθενούσαν και αυτοί και ότι έπρεπε να δοθεί ολική γιατρειά. Το Αγγελοχώρι είχε πιει το πιο πικρό ποτήρι, ημίτρελο και σχεδόν απόβλητο από την ένωση έμεινε μαζί της μέχρι τα βαθιά γεράματα. Για μερικούς ποτέ δεν ανέκαμψε, για άλλους επανήλθε υγιέστερο και δυνατότερο. Το μονό όμως που έχει σημασία είναι τι εστί Αγγελοχώρι για τους δικούς του ανθρώπους και αυτό ακόμη δεν μας το έχουν πει.