Από το πρωί είχε
μείνει ένα στεφάνι γύρω από εκεί που άφηνε το ποτήρι. Είχε ρίξει ένα αναβραζων μέσα
του και η άσπρη σκόνη έκανε τώρα αντίθεση
πάνω στο σκούρο καφέ έπιπλο. Στη συνεχεία πήρε άλλα πιο δυνατά χάπια. Ένιωθε το
κρανίο του να πάλλεται. Δεν είχε τη δύναμη να το σκουπίσει, δεν είχε το ενδιαφέρον
να το φροντίσει. Έπρεπε να δουλέψει, μα δε μπορούσε. Ο υπολογιστής του έφερνε ναυτία. Στη δουλειά κανείς δεν γνώριζε,
τουλάχιστον δεν είχε πει τίποτε σε κανένα. Οπότε χρειαζόταν να λείψει έπαιρνε αδεία.
Όταν τον έβλεπαν να επιστρέφει κόκκινος σαν σεπτεμβριάτικη ντομάτα, δικαιολογούταν
ότι έκανε μα ορμονική θεραπεία για μια μικρή αρρυθμία που του είχε προκύψει. Άτυπα
του παραχώρησαν το δικαίωμα να φεύγει λίγο νωρίτερα εάν κάποιες μέρες δεν αισθανόταν
καλά. Μόνο, που τώρα πια, δεν τον κρατούσαν τα πόδια του όλη την μέρα.
Η
θερμοκρασία του σώματος του άλλαζε από λεπτό σε λεπτό, μια κρύωνε, μια ίδρωνε.
Ότι και εάν είχε μπει στο σώμα του άλλαζε τους διακόπτες κατά βούληση και κατά ριπές.
Κάποιες μέρες σχεδόν τις περνούσε στην τουαλέτα βγάζοντας τα εσώψυχα του, καθότι
το φαγητό δεν ήταν ποτέ πολύ, και άλλοτε έκανε μέρες να την επισκεφτεί. Όσο αδυνάτιζε τόσο αυξανόταν οι υποψίες ότι
το θέμα ήταν σοβαρό, άλλα κανείς δεν ρωτούσε ευθέως. Τελευταία του έκαναν ψεύτικα
κομπλιμέντα για τη σωματική του ρώμη και εμφάνιση. Δεν ήθελε να πάει στο γραφείο
με το σκούφο, εκείνο το μαύρο που φορούσε παλιά στα βουνά, εκείνο από την εποχή
της κωπηλασίας. Τον σκούφο που του είχε αγοράσει η γυναίκα του. Τον έβγαζε τώρα
και τον κρατούσε σφιχτά με το ένα του χέρι και με το άλλο χάιδευε το χνούδι.
Τον έβαζε κρυφά κάτω από το μαξιλάρι της. Τον έβγαζε το πρωί και τον έχωνε στη τσέπη
του. Κάθε φορά που λιγοψυχούσε τον μύριζε και έπαιρνε κουράγιο.
Πήρε τηλέφωνο στο γιατρό του που του είχε δώσει αναρρωτική αδεία για κάποιες τελευταίες
οδηγίες για τις επόμενες μέρες. Από εβδομάδα θα έπρεπε να ακολουθήσει νέα θεραπεία.
Τα μαλλιά του θα χανόταν για κάποιο διάστημα. Ξανάβαλε το σκούφο στην τσέπη, αφού
τον φίλησε, και κοίταξε τις φωτογραφίες των παιδιών του στην οθόνη του υπολογιστή.
Θυμήθηκε τον πατέρα του με μανσέτες να κάθεται σε ένα αντίστοιχο γραφείο με στοίβες
τα χαρτιά και τους φακέλους του και μια αριθμομηχανή μπροστά του. Ύστερα είδε
ότι όλοι φορούσαν μανσέτες για να μην χαλάσουν τα σακάκια στους αγκώνες. Άλλα
δεν είχαν όλοι αριθμομηχανή. Αμέσως ο μπαμπάς του φάνηκε σπουδαίος. Τώρα εάν είσαι
σπουδαίος δεν έχεις τίποτε στο γραφείο σου. Μια κομψή δεσποινίς είναι υποχρεωμένη
να πηγαινοέρχεται αναφέροντας σου τα σημαντικά… Τουλάχιστον αυτό κάνουν τα άτομα
της ηλικίας του. Οι πιο νέοι είχαν τους υπολογιστές για προέκταση. Αυτός με το ζόρι
τους άντεχε. Σιχαινόταν το ποντίκι και έτσι αναγκάστηκε να μάθει όλες τις συντόμευσης
του πληκτρολογίου. Με αυτό το τρόπο κρατούσε τη ανάμνηση της γραφομηχανής ζωντανή.
Δεν άντεχε τις αναβαθμίσεις λογισμικού που άλλαζαν αυτές τις συνήθειες και είχε
ζητήσει από το τμήμα μηχανογράφησης να τον αφήσει στην ησυχία του. Πριν από μερικές
μέρες είχε δει μια κόκκινη γραφομηχανή με μαύρα πλήκτρα σε βιτρίνα και είχε συγκινηθεί
τόσο που δεν μπορούσε να σταματήσει. Η γυναίκα του φοβήθηκε ότι είχε καταρρεύσει
ψυχολογικά από την αρρώστια.
Σηκώθηκε, πήγε
στο γραφείο του διευθυντή, του έδωσε το χαρτί με την αναρρωτική και τον άφησε αποσβολωμένο
στο γραφείο του. Ένα λυπάμαι κρεμάστηκε στα
χείλη του σαν αποτσίγαρο που θες να το φτύσεις, άλλα έχει ξεραθεί το στόμα σου
και δεν τα καταφέρνεις. Οι υπόλοιποι καταλάβαιναν και κάποιος του έσφιξε το χέρι,
κάποιος του είπε καλή δύναμη, μια κοπέλα αναφώνησε «όχι εσείς». Κοντοστάθηκε, χαμογέλασε
γλυκόπικρα και κλείνοντας την πόρτα είπε μέσα του «γιατί όχι εμείς»; Ποιος μαντεύει
το επόμενο χαρτί στη τράπουλα; Που να ήξερε ότι θα έπαιρνε φαντή μπαστούνι και
θα καιγόταν από δώδεκα; Έφυγε και κανείς δεν ζήτησε να τους ενημερώσει για τυχόν
εκκρεμότητες. Έκλεισε η πόρτα και ένιωσε ότι ήταν παρελθόν πριν καν την ανοίξει.
Ίσως για αυτό επιλέχτηκε από την ασθένεια… Ήταν το γρανάζι που έχανε την μάχη
με την παραγωγικότητα, σαν τη χώρα του. Κοίταξε το καρτελάκια διπλά από τα κουμπιά
του ανελκυστήρα με τα ονόματα των εταιρειών και των γραφείων. Ψυχίατροι και γραφεία
κηδειών είναι σχεδόν πάντα ισόγεια. Μπροστά του περνούσε η πόρτα του μεσοπατώματος.
Αυτή που δεν άνοιγε ποτέ, σε αυτή που δε σταματούσε κανείς πάρα μόνο εάν είχε πάθει
βλάβη το ασανσέρ. Πάτησε το στοπ και κοιτούσε τα σημάδια στο τοίχο. Αυτά που συνήθως
προσπερνάς γιατί ακόμη δεν έχεις περιέλθει στην αμηχανία του εγκλεισμού στο κυτίο.
Κοίταξε γύρω του κάνοντας μια μικρή περιστροφή. Πάτησε το ισόγειο ξανά.
Πήρε ταξί, που
ευτυχώς περνούσε από εκεί πάνω στην ώρα. Του ζήτησε να τον πάει σπίτι, αφού πρώτα
περάσει από το κέντρο της πόλης, έτσι χωρίς σκοπό. Ο ταξιτζής τον ρώτησε εάν μπορεί
να πάρει δεύτερο επιβάτη κάποια στιγμή και αυτός έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα
ευρώ του το έδωσε και είπε όχι. Ευχαρίστησε και μπήκε στο σπίτι. Ένιωθε καλυτέρα,
σαν να του είχε φύγει ένα βάρος. Προσπάθησε να ανεβεί με τις σκάλες. Στον πρώτο
όροφο εγκατέλειψε την προσπάθεια. Κάλεσε τον ανελκυστήρα. Ευχήθηκε να μην περνούσε
κάποιος γείτονας και τον έβλεπε να παίρνει το ασανσέρ για έναν όροφο, να αναρωτιόταν
τι έκανε στον πρώτο. Η γυναίκα του έλλειπε. Είχε λαϊκή κοντά. Πιθανόν να είχε πάει
και στην αδελφή της. Έβαλε να ψήσει ένα καφέ και τελειώνοντας τον ακούμπησε στο
τραπεζάκι στο σαλόνι. Πηρέ ένα βιβλίο, τράβηξε τις κουρτίνες για να έχει περισσότερο
φως και αφού έβαλε τα γυαλιά του, πηρέ μια γουλιά, γύρισε και έριξε μια ματιά
στο οπισθόφυλλο, το εσωτερικό του και ύστερα τα ίδια με το εξώφυλλο. Μύρισε το χαρτί
και είδε την ημερομηνία αγοράς που πάντα σημείωνε η γυναίκα του στα βιβλία. Ήταν
εντελώς αντιθέτως με τις σημειώσεις, τις τσακίσεις και άλλες δολιοφθορές όπως
τις ονόμαζε σε συλλεκτικά αντικείμενα, όπως θεωρούσε τα βιβλία. Ήταν μια από
τις παραχωρήσεις που της είχε κάνει. Η άλλη ήταν να κλείνουν τις κουρτίνες την μέρα
να μην τους βλέπει η γειτονιά και τα παντζούρια το βράδυ να μην την ενοχλεί το
φως. Εκείνη σταμάτησε να βλέπει τηλεόραση στη κρεβατοκάμαρα για να την πάρει ο ύπνος.
Είχαν παντρευτεί με συνοικέσιο. Αυτός ήταν απορροφημένος σε αυτό που αργότερα ονόμασαν
καριέρα, άλλα τότε ήταν απλώς η προσπάθεια να απομακρυνθείς όσο γινόταν περισσότερο
από τη φτωχιά. Εκείνη ήταν από οικογένεια με πολλά αδέλφια. Έπρεπε να φύγει για
να μην καταλήξει στα χωράφια. Ο γάμος έτυχε και έτυχε. Τώρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί
τη ζωή του με άλλη. Άκουσε το κλειδί στη πόρτα. Τη βοήθησε με τις σακουλές. Πρέπει
να είχε κλάψει, άρα από την αδελφή της γυρνούσε. Τι ρώτησε τι κάνει η Κουλά, συζήτησαν
λίγο για τα καθημερινά, φαγητό, παιδιά και λογαριασμούς. Άλλα σχεδία δεν είχαν.
Όλα έληγαν στο αύριο.
Μέρες αργότερα
στο νοσοκομείο ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ανίκανος να γυρίσει και με τρομερή φαγούρα
στη πλάτη παρακάλεσε τη νοσοκόμα να ανοίξει τη κουρτίνα, να δει το φως. Αυτός
δεν περίμενε πρωινό γεύμα. Είχε περισσότερα σωληνάκια και καλώδια από τον Ρομποκοπ.
Ξαφνιάστηκε που ξεπρόβαλε ο γιος του από την πόρτα. Τον ρώτησε τι μέρα είναι και
όταν του είπε Σάββατο δεν απόρησε που αυτός είχε μείνει στην Πέμπτη. Ο χρόνος
στην κατάσταση του περνά αργά, ένα βάσανο ανάμεσα σε χάπια, πόνο, επισκέψεις άβολες,
γιατρούς και συγγενείς. Σερνόταν το γυμνό μυαλό του πάνω στο αγκάθια του προσωπικού
του Γολγοθά, δεν μπορούσε να ελπίζει σε καλυτέρευση, δεν τολμούσε να ζητήσει το
τέλος. Μετέωρος, άχρονος, ακίνητος. Το εκκρεμές του ρολογιού είχε πέσει σε τοίχο,
είχε ραγίσει και κανείς δεν το είχε κουρδίσει ξανά. Έβλεπε τις σταγόνες στον όρο
να πέφτουν, τον καθετήρα, τις πεταλούδες στα χέρια, την παροχέτευση στην άκρη
του θώρακα. Ένα τεχνολογικό γλέντι ήταν η κατάντια της ζωής του. Ο γιος του πηρέ
μια καρέκλα και κάθισε διπλά του. Τον ρώτησε εάν η μητέρα του ήξερε ότι είχε έρθει
στο νοσοκομείο. Αυτός απάντησε ότι θα ερχόταν αργότερα με την αδελφή του. Ότι του
έλεγαν τώρα που περιμένει παιδί να είναι κοντά στη γυναίκα του και να μην ανησυχεί.
Τον μάλωσε στοργικά
και του είπε ότι η σύζυγος του είχε δίκιο, ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί. Έτσι και
αλλιώς έχω ένα νοσοκομείο πάνω από το κεφάλι μου και μισό μέσα στις φλέβες μου.
Τον έβαλε να του διαβάσει τους τίτλους από την εφημερίδα. Εκείνος δεν άρχισε ποτέ,
τον ρώτησε μόνο εάν τον άλλαξαν, εάν πέρασαν οι γιατροί, εάν θέλει να σηκώσει
το μαξιλάρι. Πήρε τον πατέρα του στην αγκαλιά, τον βοήθησε να κάτσει πιο ψηλά. Ήταν
ένα κορμί ανάλαφρο από κιλά, άλλα δύσκαμπτο από έλλειψη δυνάμεως. Σαν να σηκώνεις
ένα κορμό δέντρου που φαίνεται εύκολο φορτίο, άλλα σε κοψομεσιάζει. Έφτιαξε και
το μαξιλάρι πίσω του, έβγαλε από την τσάντα στη ντουλάπα μερικές πετσέτες τις έβρεξε
και τον έτριψε στην πλάτη. Κράτησε μια καθαρή για προσκέφαλο. Ξανακάθισε και απλώς
κοίταζε τον πατέρα του. Εκείνος του είπε ότι έτσι τον κοιτούσε μικρός όταν είχε
απόρροιες στα μαθήματα. Του έδειξε την εφημερίδα και τον ρώτησε ποιος λέει να αντέξει
περισσότερο η κρίση ή εκείνος. Εσύ πατέρα είπε και του έπιασε το χέρι.
Ήθελε να του χαϊδέψει το κεφάλι όπως παλιά και
αφού δεν μπορούσε με το χέρι, το έκανε με το βλήμα λέγοντας του ότι η αλήθεια είναι
ότι είχαμε μια σειρά γενεών που μόχθησε και βάφτηκε με αίμα για να υπάρχει η χώρα.
Έπειτα από τον Β' ΠΠ ήρθε μια γενιά αυτοδημιούργητων και ύστερα ακολούθησε μια γενιά
ανθρώπων που θέλησε να αποτινάξει αυτού του είδους τον μόχθο από πάνω της. Που
τα ήθελε όλα εύκολα. Όχι για κακό, απλά για να μην τραβήξει όσα οι προηγούμενοι.
Και σε αυτό βρήκε την ηθική συμπαράσταση γονέων και παππούδων. Δυστυχώς το πράγμα
ξέφυγε και καταλήξαμε στην πνευματική πρωτίστως και στην σωματική δευτερευόντως
οκνηρία. Οι πολιτικοί μας είναι παιδιά των αδυναμιών μας και όχι των δυνάμεων
μας. Εκεί είναι το πρόβλημα. Στον καθένα. Στην προσωπική ευθύνη. Δεν μας έλειψαν
τα σχεδία, δεν μας έλειψαν οι φιλοδοξίες. Αυτό που έλλειψε ήταν οι μέθοδοι, ήταν
η επιμονή, ήταν ο μόχθος. Μπήκε μια νοσοκόμα, έφερε το θερμόμετρο, σημείωσε
στην καρτέλα του. Είστε καλύτερα του είπε. Είσαι μια κούκλα της απάντησε. Εγώ λέω καλύτερα ψέματα από εσάς του ξανάπε εκείνη.
Μόλις έφυγε ο
γιος του είπε ότι οι γιατροί θα περνούσαν σε καμία ώρα και μέχρι τότε θα είχε έρθει
και η υπόλοιπη οικογένεια. Τον απέτρεψε να ασχολείται μετά της κρίσης. Του είπε
να ασχολείται με την υγεία του και να κοιτάξει να αναρρώσει να γυρίσει σπίτι. Παιδί
μου στόχος των γιατρών είναι να σταθεροποιηθώ, απάντησε. Έτσι είπαν στη μητέρα
σου. Στην κατάσταση μου είπε τι αξία έχει η σταθεροποίηση; Κανείς δεν σου λέει ότι
θα γίνω καλύτερα οπότε το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι θα γίνω χειρότερα. Πράγμα
που με οδηγεί στο να αδιαφορώ για μένα. Όχι, όμως και αυτή η χώρα. Θα γίνει χειρότερα
πριν ξαναγίνει καλύτερα Αυτή τη στιγμή είμαστε σαν κάποιο που μετά το σεισμό σηκώνεται
μέσα στα μπάζα. Για να βγει, να σωθεί, πάνω στα μπάζα στηρίζεται και το πιθανότερο
είναι, αφού τα έχασε όλα, από μπάζα να φτιάξει το πρώτο του κατάλυμα. Κάποιοι θέλουν
να πιάσουν μυστρί να κτίσουν το καινούργιο, κάποιοι κοιτούν και τινάζουν τα ρούχα
τους και περιμένουν κάποιος να τους δώσει μια έτοιμη λύση. Ακόμη έχουμε τα παλιά
υλικά στα χέρια μας. Τα σημερινά κόμματα είναι όλοι παλιά υλικά και μπάζα, ακόμη
και τα νεοεκλεγέντα. Είναι το λυκόφως της παλιάς εποχής. Ποτέ θα βρεθεί το καινούργιο;
Όταν αναλάβουμε τις ατομικές μας ευθύνες. Σε αυτό δεν είμαι αισιόδοξος.
Ακούστηκε ένα χτύπημα
στη πόρτα και μετά μπήκε η μικρή του κόρη που τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Η γυναίκα
του φιλούσε τον γιο τους γεμάτη έκπληξη που βρέθηκε εκεί τόσο νωρίς χωρίς να το
ξέρει κανείς. Ύστερα αντάλλαξαν αγκαλιές. Ρώτησαν για το επερχόμενο μωρό, άλλα ούτε
για τσάντα για νοσοκομείο ρώτησαν, ούτε για υπερήχους. Μόνο εκείνος πηρέ το λόγο
και τους είπε ότι δεν είχε σκοπό να φύγει πριν βγει το πρώτο του εγγόνι. Ότι ήθελε
να κοιμηθεί και να τα πουν αυτοί στον διάδρομο. Η κόρη του έκλεισε την κουρτίνα,
όλοι μαζί τον κατέβασαν λίγο πιο χαμηλά. Θα περνούσε και ο γιατρός σε λίγο και βγήκαν
στον διάδρομο να περιμένουν. Έκλεισε τα μάτια, θυμήθηκε τις γέννες των παιδιών
του και είδε εικόνες από βαφτίσεις. Θυμήθηκε τους γονείς του, τους παππούδες
του. Ένα δυο βήματα είχε ακόμη μπροστά του να παραδώσει την σκυτάλη. Μια τελευταία
στροφή Θεέ μου, σκέφτηκε, δώσε μου τη δύναμη για μερικά μετρά ακόμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου