Σε μια πράσινη πλαγιά οπού οι λόφοι έσβηναν στην θάλασσα φώλιαζε ανάμεσα τους το Μηλοχώρι. Πίσω από τους λόφους ήταν τα χωράφια του, στα ανατολικά του κάμπου η βιομηχανική του ζώνη, στην δυτική πλευρά οι στάβλοι. Στην παράλια δεξιά κοιτώντας την θάλασσα ήταν η ιχθυόσκαλα και αριστερά ήταν τα κέντρα διασκέδασης, οι χώροι άθλησης και η παράλια των λουόμενων. Υπήρχε και βιολογικός καθαρισμός λίγο πέρα από την ιχθυόσκαλα που την εξυπηρετούσε, καθώς και το χωριό με τη βιομηχανική της παράγωγη. Η φύση το είχε προικίσει με καλό κλίμα και είχε μακριά γεωργική παράδοση.
Μέχρι πρόσφατα δεν διακινούταν χρήματα στο Μηλοχώρι. Οι κάτοικοι είχαν την δίκη τους αποτίμηση των αγαθών και τα άλλαζαν μεταξύ τους αντί αμοιβής. Την άνοιξη μπορούσες να πληρώσεις με ένα κιλό φράουλες τον υδραυλικό, ενώ το χειμώνα με δυο κιλά μήλα. Με παγιωμένες από την παράδοση αμοιβές και βάσει των εκαστοτε αναγκών επέλεγε κανείς το επάγγελμα του. Δεν υπήρχε ραγδαία ανάπτυξη, αλλά δεν είχε ποτέ σημειωθεί και καταρράκωση του βιοτικού επίπεδου. Μια μέρα ο τυπογράφος του χωριού απεβίωσε και δημιουργήθηκε πρόβλημα, καθότι δεν είχε απογόνους και κανείς Μηλοχώριτης δεν γνώριζε την τέχνη του. Ο Δήμαρχος κάλεσε το συμβούλιο και αποφάσισαν να προσκαλέσουν κάποιον άλλο από την πόλη που σίγουρα θα της περίσσευαν.
Αφού επιλέχτηκε ο κατάλληλος, ενημερώθηκε για την ιδιαιτερότητα του χωριού έναντι της υπόλοιπης χώρας. Ο νέος τυπογράφος είδε μπροστά του πεδίον δόξης λαμπρόν. Τα μάτια του άστραψαν και σκοπός του ήταν να μεταλαμπαδεύσει την συσσωρευμένη γνώση του στο Μηλοχώρι προς ίδιον όφελος. Πριν εγκαταλείψει την πόλη αγόρασε νέο αυτοκίνητο με πολυτελή δερμάτινα καθίσματα, γυαλιστερά φιλέτα νίκελ περιμετρικά των παραθύρων και στις χειρολαβές, ζάντες δίχρωμες γκρι – ασήμι, φαρδιά λάστιχα, τετραπλή εξάτμιση, οκτακύλινδρο μοτέρ, άφθονα βαθιά ντεσιμπέλ, μεγάλο μήκος, μεγάλο φάρδος, σκούρα φάμε τζάμια. Έραψε ρούχα στους καλυτέρους των μόδιστρων για όλη την οικογένεια. Παρήγγειλε έπιπλα εισαγωγής από μασίφ ξύλα. Έφτασε πρώτα αυτός στο Μηλοχώρι με το αυτοκίνητο του και η εντύπωση που δημιούργησε στους συγχωριανούς του, πλέον, ήταν αντίστοιχα μεγαλόπρεπη με το όχημα του. Έπειτα από μια εβδομάδα, αφού επέλεξε σπίτι, ήρθαν τα φορτηγά με τα πράγματα του και αμέσως μετά και η υπόλοιπη οικογένεια.
Ήταν οι πιο καλοντυμένοι στο Μηλοχώρι και όλοι ήθελαν να τους γνωρίσουν. Οι γυναίκες ήθελαν να μοιάσουν στην νέα κυρία, τα παιδιά τους στα παιδιά της, τα σπίτια τους στο σπίτι της, τα αυτοκίνητα τους στο δικό της. Αφού εκτυπώθηκαν τα βιβλία για το σχολείο και τα φυλλάδια της εκκλησιάς και του δημαρχείου ο τυπογράφος αντί αμοιβής πρότεινε στο δήμαρχο την υιοθέτηση τοπικού νομίσματος που θα εκτύπωνε αυτός, το οποίο θα είχε αντίκρισμα στις επιδοτήσεις του δήμου από την κεντρική εξουσία της χώρας που συσσωρευόταν στα ταμεία του δήμου τόσα χρόνια και τα αποταμίευαν. Θα ίδρυαν και μια τράπεζα καλώντας ένα γνωστό τραπεζίτη του τυπογράφου στο Μηλοχώρι. Ελέγχοντας το χρήμα θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την συνεχή επανεκλογή του δήμαρχου.
Ο τοπικός άρχοντας είδε με καλό μάτι την προοπτική αυτή και επηρέασε το δημοτικό συμβούλιο ώστε να αποφασιστεί η δημιουργία νομίσματος και τράπεζας στο χωριό τους. Ορίστηκε η αναλογία με τα αποθεματικά του δήμου και το νόμισμα της χώρας στο ένα προς ένα. Ο Τραπεζίτης μετά από λίγο καιρό ίδρυσε και το χρηματιστήριο του χωριού, ενώ ο τυπογράφος έγινε μεγαλοεκδότης, καναλάρχης και επεκτάθηκε και στις μεταφορές. Ασχολήθηκε με τις διαφημίσεις και προέβαλε ένα πολιτιστικό μοντέλο από τα μέσα του που σαν δούρειος ίππος προωθούσε την κατανάλωση προκειμένου να επωφεληθούν οι πελάτες του και αργότερα το κατέστησε εξαγώγιμο προϊόν. Μετέτρεψαν τις τιμές από είδος σε νομισματική αξία αυθαίρετα και άφησαν τις δυνάμεις της αγοράς να αποφασίσουν για την πορεία τους. Έτσι ο καθένας κρίνοντας εκ πεποιθήσεως απαιτούσε και περισσότερα. Οι τιμές σύντομα φούσκωσαν και τότε άρχισαν τα δάνεια προκειμένου να καλυφτούν οι ανάγκες των χωρικών. Η τηλεόραση τους μετέδωσε ένα τρόπο ζωής που δεν γνώριζαν, αλλά για ένα παράξενο προς αυτούς λόγο επιθυμούσαν και προκειμένου να τον αποκτήσουν κατέφυγαν σε μεγαλύτερο δανεισμό.
Ο δήμος προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία στο ένα προς ένα με το νόμισμα της χώρας και να μην υπάρξει διαταραχή με την οικονομική του σχέση με αυτή, προεβει σε δανεισμό ώστε να συντηρήσει τα αποθεματικά του στο απαιτούμενο ύψος. Τα αποθηκευμένα αγαθά του Μηλοχωρίου ήταν επαρκή και καθότι σημειώθηκε αύξηση της ζήτησης αυτών στην υπόλοιπη χώρα παρατηρήθηκε αύξηση των οικονομικών δεικτών στο χωριό. Το χρηματιστήριο πηρέ φωτιά και οι νέοι του χωριού δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις δουλειές. Χτίστηκαν νέοι οικισμοί κοντά στην βιομηχανική ζώνη ώστε να έρθει νέο προσωπικό. Η αισιοδοξία ήταν διάχυτη και παρότι ο δήμος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί με την ίδια ταχύτητα στις νέες απαιτήσεις υποδομών κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτό, παρά μόνο αφήναν τις εκκρεμότητες για το απώτερο μέλλον προκειμένου να επικεντρωθούν στο κερδοφόρο παρόν. Πίστευαν ότι αυτή η ευημερία θα διαρκέσει εις το διηνεκές και το χρήμα θα μπορέσει να λύσει ότι πρόβλημα προκύψει.
Στη τράπεζα παρουσιαζόταν συνεχώς νέα προϊόντα με τα πιο απίθανα σενάρια κέρδους. Ένα από τα πιο ευφάνταστα ανέφερε ότι εάν η ανακύκλωση λυμάτων ανά ώρα στον βιολογικό καθαρισμό αυξανόταν μεταξύ 8:00-16:00 κατά 5% και συγχρόνως η μετοχή της εταιρείας Ύδρευσης & Αποχέτευσης επιτύγχανε αύξηση 3%, εκτός της δεκαπενθήμερης περιόδου των σχολικών διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, θα δινόταν στον επενδύτη κέρδος 2%. Μονό που η εν λόγω εταιρεία χρησιμοποιούσε το βραδινό τιμολόγιο και κατά την ημέρα αποστράγγιζε τα ύδατα και τα επεξεργαζόταν το βραδύ. Έτσι ενώ η μετοχή της είχε εκτοξευτεί στα ύψη, χάρη και στην ύπαρξη αυτού του επενδυτικού προγράμματος κανένας επενδυτής δεν αποκόμισε κέρδη γιατί δεν εκπληρώθηκε ποτέ το πρώτο μισό των προαπαιτούμενων προδιαγραφών της επένδυσης. Επίσης δινόταν αφειδώς στεγαστικά δάνεια στους εποίκους, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις.
Έπειτα φτιαχτήκαν πακέτα που περιελάμβαναν τα επενδυτικά προγράμματα αυτά και τα δάνεια σε διάφορα ποσοστά συμμετοχής, και αλλά επ’ αυτών, ένα είδος πακέτο στο πακέτο. Το Μηλοχώρι έγινε ένα ατελείωτο χαρτοβασίλειο και σταμάτησε να κινείται οποιοδήποτε υλικό αγαθό και νόμισμα, παρά μονό πιστώσεις και χρεώσεις που πηγαινοερχόταν από χέρι σε χέρι μέσα στο χρηματιστήριο. Όλοι νόμιζαν ότι είχαν απεριόριστα χρήματα και δανειζόταν ασύστολα. Τα πάρτι, οι αγαθοεργίες, οι εκδρομές, τα εγκαίνια εμπορικών κέντρων, οι συνάψεις συνεργασιών ήταν στην καθημερινή βάση. Ο αντιδήμαρχος ζηλεύοντας την δόξα που απολάμβανε ο ανώτερος του αποφάσισε να διεκδικήσει το δημαρχικό θώκο και ασπαζόμενος ως πολιτικό σύνθημα την αυτονόμηση του Μηλοχωρίου από την υπόλοιπη χώρα εξασφάλισε την εύνοια του τραπεζίτη. Πίστευαν ότι η αναλογία ένα προς ένα ανάμεσα στο τοπικό νόμισμα και αυτό της χώρας τους έπεφτε στενή και ήθελαν να υπερτιμηθεί το δικό έναντι αυτού της χώρας, που κρατούσε κατά κάποιο τρόπο το Μηλοχώρι δέσμιο της. Ο τραπεζίτης έλπιζε έτσι να αποπληρώσει τα υποτιμημένα πλέον δάνεια που είχε λάβει και μετά να ανοίξει την επιχείρηση του και στο εξωτερικό. Ο πρώην τυπογράφος και νυν καναλάρχης κατάλαβε προς τα πού κινούταν ο ανταγωνισμός και για να μην μείνει από έξω προσεταιρίστηκε την ιδέα τους θέτοντας τα μέσα εν-ημέρωσης στον κοινό σκοπό.
Μια μέρα μετά από την δημόσια εμφάνιση της πρότασης τους το κράτος έστειλε τελεσίγραφο στον δήμο ότι απαιτούσε τα χρήματα που του είχε δανείσει προκειμένου να μπορέσει αυτός να ανεξαρτητοποιηθεί. Ο δήμαρχος παρασυρμένος από την γενικευμένη ευμάρεια είχε προσεταιριστεί μέρος της αντίπαλης ιδεολογίας και αποφάσισε να στείλει πίσω τα χρήματα που είχε δανειστεί, εμμένοντας στον στόχο της αυτονόμησης. Απέσυρε τα λεφτά αυτά από την τράπεζα και κατάφερε να σβήσει το πόσο που αφορούσε το κεφάλαιο. Δυστυχώς όμως παρέμεναν οι τόκοι. Η τράπεζα υπέστη σοκ και έμεινε χωρίς επαρκή αποθεματικά. Από την στιγμή που κάποιοι εκ των επιφανέστερων οικονομικά πελατών της απέσυραν και αυτοί με την σειρά τους τα λεφτά τους προκειμένου να τα καταθέσουν σε τράπεζα της υπόλοιπης χώρας, έμεινε περαιτέρω εκτεθειμένη σε μια πρωτοφανή εισροή αιτήσεων ρευστοποίησης των μετοχών της και των επενδυτικών της προγραμμάτων. Το χαρτοβασίλειο του Μηλοχωρίου κατέρρευσε σε λίγες μέρες και η τράπεζα μετά από βιαία επεισόδια που σημειωθήκαν στον περίγυρο της ανέστειλε την λειτουργία της.
Άλλες τράπεζες συνδεδεμένες μαζί της έστελναν τελεσίγραφα αποπληρωμής τους και καθότι η κεντρική κυβέρνηση της χώρας ήθελε να παραδειγματίσει τους πάντες, την άφησε να χρεοκοπήσει. Οι κάτοικοι του Μηλοχωρίου προσπάθησαν να κατανοήσουν τα μελλούμενα, αλλά οι δημεύσεις περιουσιών, οι δημοπρασίες, η μετανάστευση, η ερήμωση των νεόκτιστων περιοχών, τα βιομηχανικά κουφάρια ήταν το παρόν τους. Με αποτέλεσμα την κοινωνική αναταραχή και τις συγκρούσεις. Η ερήμωση που είχε επέλθει στην επαρχία από την εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων σε ολιγοπώλια έπνιξε κάθε ελπίδα ορθοπόδησης. Οι μισθοί εξανεμίστηκαν και η εγκληματικότητα έσπασε κάθε ρεκόρ. Η κρίση εξαπλώθηκε σαν τα κύματα στην λίμνη. Αφού έσκασε το βότσαλο η χώρα σαρώθηκε από απελπισμένες κινήσεις δύσπιστων επενδυτών οι οποίοι παρέσερναν σαν χιονοστιβάδα ο ένας τον άλλο σε αναλήψεις και ρευστοποιήσεις. Η κεντρική τράπεζα της χώρας για να σταματήσει τον κατήφορο προσπάθησε να εμφυσήσει εκ νέου εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και εξαγόρασε τις προβληματικές τράπεζες, ωσότου αυτές ορθοποδήσουν, με σκοπό να τις πουλήσει όταν εξυγιανθούν, προκειμένου να επαναεισπράξει την αρχική της τοποθέτηση ή και να κερδίσει επ’ αυτής.
Τα απόνερα έμοιαζε να κοπάζουν και σε μια άλλη χώρα μακριά από το Μηλοχώρι υπήρχε ένα μικρό χωριό με ανυπότακτους κατοίκους, πάντα έτοιμους για καυγά, οι οποίοι συνέχιζαν μια μακρόχρονη πολιτική παράδοση, δηλαδή την ατέρμονη διύλιση του κώνωπα, προκειμένου να μην διαταραχτεί η ισορροπία της εξουσίας. Όλα τα είχαν υπό την επίβλεψη τους οικογενειακές κάστες και όσοι ήταν έξω από αυτές είτε προσέτρεχαν μέσω γνωριμιών να επωφεληθούν είτε δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και συνεχώς τους απομυζούσαν.
Στο Αγγελοχώρι οι προύχοντες έστηναν συνεχώς γιορτές και σαν τον τζίτζικα κοιτούσαν τα μυρμήγκια να δουλεύουν. Τους καλοθελητές τους βόλευαν κοντά τους και τους υπόλοιπους απλώς τους καθιστούσαν ανώδυνους. Η παράγωγη αυτής της χώρας ήταν μηδαμινή και η κοινωνική της ηρεμία βασιζόταν σε δημόσιο δανεισμό και αντίστοιχες δαπάνες. Είχε σχηματίσει συν το χρόνο ένας ιστός αλληλοσυγκαλυμμένων ενοχών και κανείς δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να σπάσει τα δεσμά του φοβούμενος το άλμα στο κενό. Οι Αγγελοχώριτες μάλωναν συνεχώς μεταξύ τους για τα πιο μικρά πράγματα, μα ποτέ δεν άγγιζαν τα μεγάλα. Είχαν βάλει την πίτα με τα δανεικά στη μέση και τσιμπούσαν ο καθένας ότι μπορούσε και ότι προλάβαινε. Έχοντας μακρόχρονη ιστορία πίσω τους ένιωθαν ότι είχαν εξασφαλισμένη την μακροζωία και ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν εις το διηνεκές να διάγουν το βίο τους ανενόχλητοι από τους υπόλοιπους λιγότερο προικισμένους όσο αναφορά την πολιτιστική κληρονομία.
Το Αγγελοχώρι πριν από μερικά χρόνια είχε συνασπίσει με αρκετά αλλά γειτνιάζοντα χώρια μια οικονομική ένωση. Μέτα από διάφορα χρόνια που οι οικισμοί αυτοί μάλωναν μεταξύ τους για τα χωράφια και για τα ποταμιά με τις θάλασσες χρησιμοποιώντας σαν πρόφαση τα πιστεύω τους, αποφάσισαν ότι μαζί ήταν ισχυρότεροι. Δυστυχώς είχαν κουβαλήσει και κάποιες από τις βαθιά ριζωμένες στερεοτυπικές αντιλήψεις τους και για να ανταπεξέλθουν αυτών των αγκυλώσεων έφτιαξαν ένα γραφειοκρατικό μεγαθήριο που φαινομενικά θα έλεγχε κεντρικά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των χωριών μεταξύ τους και προς και από την ένωση. Όρισαν κοινό νόμισμα και έθεσαν κανόνες. Το χρήμα έτρεξε άφθονο και στο Αγγελοχώρι βρεθήκαν με μια δύναμη πρωτόγνωρη στα χέρια. Αντί να συμμαζέψουν τα προηγούμενα λάθη και να κοιτάξουν μπροστά, σαν καλή νοικοκυρά, σήκωσαν το χαλί και έβαλαν τα σκουπίδια από κάτω. Κάθισαν πάνω στο βουνό που αυτά είχαν σχηματίσει και ονειρευόταν ότι ήταν στο μαγικό χαλί και πετούσαν.
Χαρές και εδώ το χρηματιστήριο. Μια το Μηλοχώρι, δυο εμείς, τρεις το Μηλοχώρι, τέσσερις εμείς. Χαρά στην χαρά, χέρι με χέρι, μαζί στην άνοδο μαζί στην κατηφόρα. Όταν αυτοί που έδιναν τα χρήματα της χαράς ζήτησαν το λογαριασμό ανακάλυψαν ότι καμία τράπεζα της ένωσης δεν ήταν φερέγγυα, αλλά δεν μπορούσαν να ξεδοντιαστούν από μονοί τους, οι πιστωτές και οι τράπεζες ήταν κολλητοί. Ζήτησαν λοιπόν τα λεφτά από τα χωριά. Αυτά που δεν χρωστούσαν πέρασαν σε άμυνα και άφησαν τα οικονομικώς αφελή εκτεθειμένα. Επί της ουσίας η ένωση ήταν πιο χαλαρή από όσο τα χρεωμένα χωριά επιθυμούσαν. Τα χρέη ήταν ασύνδετα μεταξύ τους και οι λογαριασμοί έφτασαν μεμονωμένα στον καθένα. Το Αγγελοχώρι ήταν στη δυστυχέστερη κατάσταση και έτσι βγήκε πρώτο μπροστά και παραδόθηκε εις βορά της χλεύης των γειτόνων του. Σαν τα μικρά παιδιά που έχουν πάρει όλα μέρος στην ζαβολιά αλλά ξεμπροστιάζουν τον μικρότερο ή τον ασθενέστερο ή τον αφελέστερο. Το Αγγελοχώρι είχε και τους τρεις χαρακτηρισμούς. Ανήμπορο να αντιδράσει παραδόθηκε αμάχητη στη μοίρα που οι υπόλοιποι του ετοίμασαν.
Σαν πειραματόζωο κάθισε υπάκουα και φοβισμένα να υποστεί την γιατρειά του. Ήρθαν από όλα τα μέρη του κόσμου να συνδράμουν με τις γνώσεις τους χειροπρακτικοί, φυσιοδίφες, αλχημιστές, μαμές, νοσοκόμες, ιατροί και ψυχίατροι. Δέκα διαφορετικές φόρμουλες ανάπτυξαν και κράτησαν μονό αυτές που δεν θα είχαν παρενεργείας και στα υπόλοιπα χωριά και κράτη. Η ασθένεια όμως δεν ήταν περιορισμένη στο Αγγελοχώρι, δεν ήταν ένα απλό κρυολόγημα, ήταν ένας ιός σαρωτικός. Το Αγγελοχώρι είχε κολλήσει τελευταίο, αποφάσισαν να το θεραπευόσουν πρώτο. Επειδή, όμως ήταν και το μικρότερο, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι εάν η θεραπεία αποτύχει σε αυτό δεν θα μπορέσουν θεραπευτούν ποτέ οι μεγάλοι και άρχισαν να τρέμουν από το κακό που μας βρήκε όλους. Έτσι το Αγγελοχώρι έγινε το παγκόσμιο στοίχημα.
Το σώμα του αποδείχτηκε αδύναμο. Είχε μια μυϊκή ατονία από το παρατεταμένο καθισιό που έκανε το σαλιγκάρι να μοιάζει με δεκαθλητή. Είχε την δύναμη μιας μύγας και προσπαθούσε να σηκώσει ένα βουνό. Τα εγκεφαλικά του κύτταρα είχαν ατροφήσει από τη χρόνια αναβλητικότητα και τα αντανακλαστικά του ήταν ένα βήμα πριν την ακινησία. Το ανοσοποιητικό του σύστημα παραδομένο στην διαφθορά δεν μπορούσε να αντιδράσει σε καμία κακόβουλη εισβολή. Αντιθέτως στράφηκε κατά του ιδίου του εαυτού και παραδομένο στις τύψεις για το ανέμελο παρελθόν του άρχισε να κατασπαράζει τις σάρκες του. Τα υπόλοιπα χωριά ένιωσαν μια κάποια συμπόνια για το άδοξο τέλος του τρελού του χωριού. Μέτα από ένα κακόγουστο αστείο που κράτησε περισσότερο από όσο έπρεπε οι συγχωριανοί ανακάλυψαν ότι ασθενούσαν και αυτοί και ότι έπρεπε να δοθεί ολική γιατρειά. Το Αγγελοχώρι είχε πιει το πιο πικρό ποτήρι, ημίτρελο και σχεδόν απόβλητο από την ένωση έμεινε μαζί της μέχρι τα βαθιά γεράματα. Για μερικούς ποτέ δεν ανέκαμψε, για άλλους επανήλθε υγιέστερο και δυνατότερο. Το μονό όμως που έχει σημασία είναι τι εστί Αγγελοχώρι για τους δικούς του ανθρώπους και αυτό ακόμη δεν μας το έχουν πει.
Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου