Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

O παππούς

Μπήκα στην τουαλέτα κατά λάθος και είδα το χέρι του να απλώνει στα μαλλιά του την οδοντόκρεμα. Με κοίταξε θυμωμένα και με μάλωσε για την πρωινή αγένεια. Του ζήτησα συγγνώμη και τον ρώτησα τι ακριβώς έκανε εκείνη την ώρα. Αποκρίθηκε ότι χτενιζόταν. Είχε ραντεβού και ετοιμαζόταν. Μπερμπάντη παππού, σου πηρέ τα μυαλά η μορφονιά του είπα, κάτσε να σε βοηθήσω με την οδοντόκρεμα και να πάμε και οι δυο στην δουλειά μας. Εβδομήντα χρονών ο άτιμος και παρά τα προβλήματα όταν μύριζε οιστρογόνα στο τετράγωνο έκανε σαν σκύλος την εποχή της αναπαραγωγής. Οι φίλοι του ήξεραν γιατί η γιαγιά πέθανε χαμογελώντας, μόνο η μάνα μου προσποιούταν την άγνοια. Έπειτα από μια εβδομάδα βαθύτατου πένθους ο παππούς επανέκαμψε στην εφηβεία. Τώρα φαινόταν ότι η ηλικία του τον προσπερνούσε. Στην αρχή δυσκολευόταν να το πιστέψει, αλλά περιστατικά σαν το σημερινό λάμβαναν χώρα με αυξανομένη συχνότητα.
Έτρεχε σε αγώνες με μηχανές και μετά με αυτοκίνητα. Δεν αποδεχόταν εύκολα τις προσπεράσεις. Με πήγαινε σε αγώνες με καρτ, αλλά τα αυτοκίνητα ποτέ δεν υπήρξαν το κέντρο του δικού μου ενδιαφέροντος. Είχα γνωρίσει όλα τα συνεργεία της πόλης, αντί για παραμύθια άκουγα αγωνιστικά κουτσομπολιά και πειράγματα. Έπαιζα με γρανάζια και γράσα. Η γιαγιά τον μάλωνε που έπρεπε να με καθαρίζει κάθε βραδύ που περνούσα μαζί τους. Σε αυτόν οφείλω ότι έγινα καλή οδηγός, όπως και πολλά άλλα. Ήταν η χαρά της ζωής στο σπίτι και στην παρέα. Η γιαγιά ήταν σαν μετρονόμος. Έδινε τον ρυθμό. Συνοδηγό την φώναζε, αλλά ήξερε ότι χωρίς αυτή θα είχε γίνει μεγάλο κοπρόσκυλο. Κάπου θα είχε πετάξει την ζωή του. Σε ένα θεό πίστευε τον Διόνυσο, άσχετα που δεν έπινε πολύ, και ποτέ πριν οδηγήσει. Θαύμαζε τον Απόλλωνα και αγαπούσε τον Ερώτα. Όταν έμπαινα στην εφηβεία και η γιαγιά με πηρέ να μου εξηγήσει όσα είχε πει και στην κόρη της, που αυτή δεν κατόρθωνε να μου αναμεταδώσει, ο παππούς περίμενε και με πηρέ παράμερα για να διορθώσουμε τις ανορθογραφίες, όπως μου είπε.
Κοριτσάκι μου είσαι πολύ όμορφο, μου είπε. Αυτό είναι ένα δώρο που πρέπει να το χαρείς. Όσο και να σε ζηλεύουν εσύ δεν πρέπει και δεν μπορείς να το κρύψεις. Πρέπει να το ευχαριστηθείς όσο κράτα, γιατί δεν θα είναι μαζί σου για πάντα. Οι άλλοι θα βλέπουν σε σένα πάντα αυτό που θα θέλουν οι ίδιοι να δουν. Εσύ πρέπει να βλέπεις με τα δικά σου μάτια. Μην κανείς βάρος την ομορφιά ούτε σε σένα, ούτε σε άλλο. Ο παππούς σου δίνει αβάντσο δέκα άντρες. Ένας και δυο είναι λίγοι, αλλά πάνω από δέκα υπάρχει ο κίνδυνος να κακοχαρακτηριστείς. Από δύο ως δέκα κάποιον καλό θα βρεις. Ότι κανείς να το κανείς συνειδητά. Τα ρίσκα τα παίρνεις πάντα εσύ. Μην τα φορτώνεις σε άλλους. Όσο κινδυνεύεις να πληγωθείς, άλλο τόσο κινδυνεύεις να πληγώσεις. Στο τέλος όλες οι πληγές γίνονται γρατσουνιές. Μην τις ξύνεις. Να επιλέγεις. Υπάρχει λογική στο συναίσθημα, δεν είναι μόνο παθός. Θα βρεις το δρόμο, αρκεί να ακούς τα προαισθήματα σου.
Ο παππούς μπορούσε να σου αραδιάσει συμβουλές για κάθε τι. Έμοιαζε σαν να είχε πάει πριν από εσένα σε κάθε μέρος που σκεπτόσουν να επισκεφτείς. Όταν του είπα ότι θα πάω με φίλους στο βουνό άρχισε να μου λέει για πέτρες που γυαλίζουν από υγρασία, για φύλλα που κρύβουν παγίδες, κόκκινα σημάδια στα μονοπάτια, για μικρά βήματα, για να βάζω πλαγία τα πόδια, να δοκιμάζω τις πέτρες μήπως και ξεκολλήσουν. Μια άλλη φορά που θα πήγαινα για ψάρεμα άρχισε να αραδιάζει δολώματα και τεχνικές και όταν του ανέφερα ότι δεν θα συμμετείχα ενεργά, αλλά θα έφτιαχνα την φωτιά για να ψήσουμε, άρχισε να μου περιγράφει πώς να φτιάξω τα ξύλα για να ανάψει η φωτιά γρήγορα και να μην σβήσει, πώς να βάλω τα μικρά και πως τα μεγάλα ξύλα, πως ψήνονται τα ψαριά. Οι συμβουλές του ήταν πάντα πρακτικές. Είχε και ένα μεγάλο πλεονέκτημα, την μνήμη. Αντίθετα από άλλους ηλικιωμένους, ποτέ δεν επαναλάμβανε μια συζήτηση. Τα έχουμε πει αυτά έλεγε και περνούσε σε άλλο θέμα.
Η γιαγιά έφυγε νωρίς. Έκλαψε που για μια φορά ακόμη τον προσπέρασε. Ήταν η μονή που με νικούσε διαρκώς είπε και βυθίστηκε σε μια ατελείωτη θλίψη. Η γιαγιά ήταν μάστορας στο τάβλι, στα χαρτιά και στο χορό. Ο παππούς παρότι ήξερε να κλέβει ποτέ δεν κατάφερε να την νικήσει στα χαρτιά. Μαζί της ήταν τίμιος. Χωρίς τη ζωντάνια του παππού το πένθος ήταν αβάσταχτο. Όταν αποφάσισε να ξαναβγεί στην ζωή ήταν μια ανακούφιση για όλους μας. Μετά από ένα μήνα ο νεαρός αυτός τον εξήντα ετών είχε νέα παρέα. Λίγο καιρό μετά είχαν σπάσει τα τηλεφωνά στο σπίτι. Ο μπαμπάς στην αρχή νόμιζε ότι ήταν για εμένα και με αγριοκοίταζε στοργικά, αλλά στο τέλος έσκασε στα γέλια όταν κατάλαβε ότι ο παππούς είχε παράλληλες σχέσεις. Μόνο εγώ ήξερα την διασπορά ηλικιών που είχε επιτύχει. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως μια κοπέλα λίγο μεγαλύτερη μου είχε σχέση με τον παππού μου, αλλά περί ορέξεως. Η άλλη ήταν γύρω στα σαράντα χωρισμένη και η τρίτη πενήντα χήρα. Άντε παππού και μια παντρεμένη του είπα και έκανα την θυμωμένη.
Σταμάτησα για κάποιο διάστημα να συχνάζω σπίτι του προκειμένου να μην σταθώ εμπόδιο στην ερωτική ζωή του. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μου έστελνε χαιρετίσματα από τους συναγωνιζόμενους του. Ερχόταν για φαγητό στο σπίτι κάθε Σάββατο, αλλά τώρα με τόσες ανειλημμένες υποχρεώσεις είχε αραιώσει αυτή την οικογενειακή συνήθεια. Τηλεφωνούσε και περνούσε οπότε μπορούσε. Μετά από δυο χρόνια περιορίστηκε στη μονογαμία. Γραφτήκαν μαζί σε μαθήματα χώρου. Κάθε Τρίτη παρακολουθούσαν ταγκό και κάθε Παρασκευή παραδοσιακούς. Κάθε Κυριακή έτρωγαν μαζί μας έξω. Πριν από δυο χρόνια έφυγε και η τελευταία σύντροφος της ζωής του. Ο παππούς είχε πατήσει φρένο και περιήλθε στο στερεότυπο της ηλικίας του. Άρχισαν να εμφανίζονται σημάδια γήρατος. Γέμισε τα συρτάρια του με χάπια. Όταν γεννήθηκε η κόρη μου και πηρέ το όνομα της γιαγιάς έπαθε έμφραγμα. Από τότε τον πηρά στο σπίτι να τον φροντίζω.
Τώρα θα ήθελα ο παππούς να επαναλάμβανε τις ιστορίες του αλλά η ασθένεια έσβηνε την μνήμη του σαν κασέτα που είχε ξεχαστεί κοντά σε κάποιο μαγνήτη. Αναδυόταν ένα δυο στιγμιότυπα και μετά έμενε πίσω ένα άβουλο ον. Υπήρχαν μέρες που με θυμόταν και άλλες που μου μιλούσε στον πληθυντικό. Τον αγκάλιαζα και του χάδευα τα γκρίζα ατημέλητα μαλλιά του. Ύστερα έφευγα για την δουλειά αφήνοντας μια γυναικά να τον προσέχει. Τον πηγαίναμε με τον άντρα μου στον γιατρό μέχρι που αποδεχτήκαμε ότι η κατηφόρα είχε γίνει πολύ απότομη για να μπορέσει έστω να κάνει κάποια στάση. Ξάπλωνα με την κόρη μου δίπλα του και της διηγούμουν τις ιστορίες του παππού και αυτός μας κοιτούσε σαν να αφορούσαν άλλον. Στα μάτια της ήταν ένα μυθολογικό ον που έδυε στον θρύλο. Σαν να βάζεις φωτιά το σώμα του Βασιλιά πάνω στον βωμό για ένα τελευταίο αντίο.

1 σχόλιο:

  1. ένα μικρό δάκρυ, συγκίνησης και για διαφορετικούς λόγους, συνοδεύει το κείμενό σου :
    - για τον πατέρα μου πού έχει καιρό που έφυγε,
    - για την σχέση μου με την κόρη μου που έχει κάποιες αντιστοιχίες με την σχέσ που περιγάφεια αλλά και πάρα πολλές διαφορές, ωστόσο είναι μεστή και αληθινή, και
    - για εμένα, όταν μετά από πολλά χρόνια γίνω παππούς ( ! )

    ΑπάντησηΔιαγραφή