Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παππούς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παππούς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012
Παρέα
Ο ουρανός είχε αρχίσει να κοκκινίζει σαν τα μαγούλα της κόρης μου στο κρύο. Τα βουνά έχαναν τα χαρακτηριστικά τους και οι καμπούρες τους μαύριζαν σαν τους τελευταίους λουόμενους που είχαν μείνει να απορροφήσουν και την τελευταία ηλιαχτίδα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και οι βάρκες μετά βίας λικνιζόταν. Πιο εύκολο ήταν να πιστέψεις ότι τις έστελνε για ύπνο, παρά ότι σύντομα θα έμπαιναν στα βαθιά για να ψαρέψουν. Καθόμασταν σε μια ταβέρνα και καταναλώναμε αργά το φαγητό μας. Είχε περάσει η πρώτη φουρνιά πιάτων από το τραπέζι και η πείνα είχε καλμάρει σχεδόν όσο η θάλασσα. Τώρα το διασκεδάζαμε, περισσότερο πίνοντας, παρά τρώγοντας. Από τα χαμόγελα ήταν φανερό ότι οποίο πέπλο σοβαροφάνειας είχε αφήσει το καλοκαίρι, το είχε συντρίψει το αλκοόλ. Τα παγάκια είχαν μετατραπεί σε κρύο νερό, το κρύο εμφιαλωμένο νερό σε ιαματικό λουτρό, αλλά το τσίπουρο μας είχε ενώσει σε ένα διονυσιακό γεύμα από οπού κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να το κουνήσει. Η νύχτα μόλις άρχιζε και τα πηγαδάκια μικρών μεγάλων είχαν ενωθεί, αφού μετά από κάποιες μετακινήσεις οι ηλικίες είχαν αναμειχτεί.
Τα παιδιά μας ήταν στην ίδια ηλικία περίπου και πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Ξαφνικά ο αδελφός μου θυμήθηκε τον πατέρα μας που του έδειχνε πώς να ψαρεύει, αλλά αυτός αποδείχτηκε πολύ άτυχος, περάν κάθε τεχνικής, καθότι όλη μέρα έβγαζε τα πάντα εκτός από ψαρί. Μια σουπιά, φύκια, ένα χταπόδι που του έφαγε το πιο μικρό ψαρί που είχε δει και λίγο πριν τα παρατήσει απογοητευμένος έβγαλε μια δράκαινα. Από τη χαρά του την έπιασε και δεν ξανάνιωσε τέτοιο πόνο. Ο πατέρας μας έβγαλε το αγκάθι και πάτησε την παλάμη του να βγει όσο περισσότερο αίμα μπορούσε, έκοψε την πετονιά και πέταξε το ψαρί στη θάλασσα, ύστερα έσβησε το φως που είχαν δίπλα τους, καθότι είχε νυχτώσει, κατούρησε και με τη λάσπη του κάλυψε την πληγή. Πήγε σε μια ταβέρνα λίγο πιο μακριά και έφερε πάγο σε ένα σακουλάκι και το ακούμπησε πάνω στο χέρι του αφού ξέπλυνε τη λάσπη στη θάλασσα. Μάζεψε τα πράγματα και τον πήγε στο κέντρο υγείας. Για πολλές μέρες έτρωγε με το αριστερό, αλλά ήταν χαρούμενος που δεν τον έβαζαν άλλο τερματοφύλακα. Την μεγάλη ζημιά την απορρόφησε το κατούρημα και ο πάγος. Έπειτα όλοι βάλθηκαν να αναφέρουν τα ινδιάνικα κόλπα που είχαν δει τους δικούς τους να εκτελούν, την οικιακή οικονομία των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Τα παιδιά άκουγαν έκπληκτα. Είναι μεγάλη η απόσταση όταν πηγαίνεις ανάποδα στο χρόνο. Δύσκολα καταλαβαίνει κανείς σήμερα κάποιον που είδε αυτοκίνητο και ραδιόφωνο ενήλικος.
Τους έκανε μεγάλη έκπληξη που ένας από το σόι του παππού ήταν μαχαιροβγάλτης και τον έτρεμαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Η παραβατική συμπεριφορά ήταν σπανία στην οικογένεια μας. Αντίθετα η οικογένεια του Αλκή ήταν το απαύγασμα του ροκ εν ρολ. Δεν τολμούσε να αναφέρει τι είχαν κάνει οι δικοί του, ούτε καν αυτά που γνώριζε, γιατί σίγουρα όσα είχαν αποσιωπηθεί ήταν πολλά περισσότερα. Έτσι το έριξε στα αποφθέγματα που αυτή η συμπυκνωμένη γνώση έφερε στους δικούς του. Ο πατέρας του είχε κοιμηθεί με τη μίση Θεσσαλονίκη και περίχωρα, ώσπου γνώρισε την μητέρα του για την οποία κανείς δεν ξέρει τους εραστές της, μόνο υποθέτει. Του είχε πει στα δώδεκα του όταν τον παρακαλούσε να τον πάει σε κάποιο οίκο ανοχής να απογαλακτιστεί, ότι θα γινόταν αυτό μόνο εάν δεχόταν μια συμβουλή. Ο πατέρας του μισούσε τις συμβουλές, πίστευε ότι εάν αγαπάς κάποιον δεν πρέπει να τον συμβουλέψεις ποτέ, για να αποφύγει τα ίδια λάθη, για να γίνει κάποιος που θα αγαπά τον εαυτό του. Είχε δει πολλά χαμένα κορμιά και οι μόνες παραινέσεις που έδινε ήταν τι δεν έπρεπε να κανείς, για να μην καταλήξεις σαν ένα από αυτά. Ακόμη και σε εκείνη την ηλικία ο Αλκής καταλάβαινε ότι αυτή η συμβουλή θα ήταν κάτι σημαντικό και δέχτηκε. Τότε του είπε ότι ο καλύτερος τρόπος για να φέρεσαι στις γυναίκες είναι σαν να είναι άντρας.
Μην μασάς από τις κοινωνικές μαλακιές, του είπε, όλοι τα ίδια θέλουν, απλώς τα γαρνίρουν με κοινωνικές σάλτσες και προκαταλήψεις. Από τη τσουλά έως την κύρια, από τη δήθεν έως την επιστήμονα, όλοι είναι γυμνοί και μόνοι άνθρωποι που θέλουν να ερωτευτούν. Αστούς να μπουρδουκλώνουν τα πόδια τους με τις ιδεοληψίες τους. Εσύ ξέρεις την αλήθεια τους και εάν την σεβαστείς θα ανταποκριθούν. Δεν ξέρεις να φέρεσαι σε γυναίκες, ξέρεις να φέρεσαι όμως στους φίλους σου. Όποιος συναντάς είναι εν δυνάμει φίλος σου. Ο Αλκής δάκρυσε και του χώθηκα πειραχτικά για να μην κυλήσουμε στο μελόδραμα, λέγοντας του για αυτό γίναμε φίλοι, επειδή παρά την παλαβομάρα σου ήσουν πάντα ευνοϊκά προσκείμενος. Η Κάτια που ήταν η τρίτη εν γάμο γυναικά του Αλκή, αλλά η μονή που τεκνοποίησε μ’ αυτόν, πηρέ την σκυτάλη των αναμνήσεων αναφέροντας για την πρώτη φορά που η μανά της είδε τον Αλκή. Της είχε πει ότι εάν μπλέξει με αυτόν θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα. Το ίδιο πίστευε και εκείνη, αλλά της άρεσε τόσο πολύ η μηχανή του. Ακόμη και όταν προχώρησε η σχέση τους, ήταν δύσπιστη ότι αυτή θα είχε μέλλον. Δεν είχε κάνει κάτι, αλλά δεν υπήρχε μούτρο στην πόλη που να μην τον χαιρετούσε. Από πλούσιους στα κλαμπ μέχρι ναρκομανείς σε κακόφημα μπαρ, από οδηγούς ντραγκστερ μέχρι μουσικούς συγκροτημάτων, από δικηγόρους μέχρι γιατρούς. Η αμφιβολία της εξανεμίστηκε αναφέροντας της τι είχε κάνει ο πεθερός της όταν ήταν δέκα ετών. Τον πήρε με την μηχανή και πήγαν έξω από την φυλακή. Κάθισαν και περίμεναν και ο Αλκής διαμαρτυρήθηκε τι κάνουν εκεί. Εκείνος του είπε ησυχία. Καθότι δεν ήταν της ησυχίας ο Αλκής σώπασε, αλλά από την άλλη φοβόταν ότι ο πατέρας του θα έχει κανένα κόλπο στα σκαριά.
Είχε περάσει περισσότερο από μίση ώρα όταν γύρισε και ρώτησε τον μικρό πως του φάνηκε αυτό το διάστημα. Ο Αλκής δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τον ρώτησε εάν του αρέσει το κτίριο της φυλακής και φυσικά η απάντηση ήταν αρνητική. Τότε του είπε να φανταστεί πως θα ήταν να είναι εκεί μέσα, στην φυλακή, μόνος ανάμεσα στους τοίχους, χωρίς να έχει δυνατότητα να βγει και με τον κίνδυνο να τον πλακώσουν στο ξύλο οποιαδήποτε στιγμή. Έπειτα τον πήγε σε ένα στέκι ναρκομανών. Πάλι κάθισαν από έξω χωρίς να κατέβουν από την μηχανή και έβλεπαν ερείπια ανθρώπων να σέρνονται στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να μαζέψουν έναν που είχε πέσει αναίσθητος. Αφού κατάφεραν να τον σηκώσουν μπήκαν μέσα σε μια μονοκατοικία στη οποία η πολεοδομία είχε κολλήσει κόκκινο αυτοκόλλητο, χαρακτηρίζοντας την προς κατεδάφιση, μετά τον σεισμό του 1978. Τον ρώτησε πως του φανήκαν αυτοί οι άνθρωποι και εκείνος απάντησε άρρωστοι. Ναι του είπε, άρρωστοι, αλλά η καλύτερη γιατρειά είναι πάντα να μην αρρωστήσεις. Όταν δοκιμάζεις ναρκωτικά για πρώτη φορά όλα είναι από ωραία έως υπέροχα, αντίθετα από το τσιγάρο, που βρωμάει. Όλοι αυτοί πίστευαν ότι είναι δυνατότεροι από τα ναρκωτικά. Μπούρδες, του είπε. Τα ναρκωτικά δεν χωρίζονται σε σκληρά και σε μαλακά, αλλά σε καλά και σε νοθευμένα. Μπορεί να καπνίσεις μαύρο και να φτιαχτείς και από ένα άλλο να χαλαστείς. Μπορεί από το ένα να μην έχεις επιπτώσεις και το άλλο να σε στείλει αδιάβαστο. Σε ξεκινούν με τα καλά και στην πορεία ξεμένεις από λεφτά και βάζεις μέσα σου ότι να είναι.
Έφυγαν από εκεί και τον πήγε σε μια λέσχη. Ήταν γνωστοί του οι μαγαζάτορες. Τον χαιρέτησε και ο αστυνομικός που μπήκε μαζί τους. Γεια σου σκατομπατσε του είπε. Μια μέρα θα σε χώσω μέσα καριολακο του απάντησε εκείνος. Έχε χάρη που είμαστε ξαδέλφια. Πήγαν και κάθισαν στα τραπέζια με τη τσόχα και έδειξε στο μικρό πώς να στήνει την τράπουλα. Έπειτα τον πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο, πίσω από μια πόρτα που έγραφε αποθήκη και του έδειξε την ρουλέτα. Τον έβαλε να ρίχνει την μπίλια και του εξήγησε πως μετά από τρεις τέσσερις ριξιές μπορούσε να προβλέψει που θα κάτσει η μπίλια. Του είπε γιατί αλλάζουν χέρια οι κρουπιέρηδες και γιατί μετά από λίγο αλλάζει ο κρουπιέρης. Του έδειξε και αλλά κόλπα στο black jack, τα ζάρια, του μίλησε για συνεργασίες, για παίκτες που κάθονται μόνοι τους στο τραπέζι για να στρώνουν τις τράπουλες όπως θέλουν. Έπειτα έστρεψε την προσοχή του σε ένα καλώδιο που δεν φαινόταν να έχει πραγματική χρησιμότητα και πήγαινε από το μπαρ στον εξωτερικό τοίχο. Βγήκαν από το μαγαζί και πήγαν από τη πίσω μεριά, από οπού το καλώδιο ανάμεσα από τελάρα με μπουκάλια πήγαινε απέναντι από το δρόμο σε μια μονοκατοικία. Εδώ είναι το παρατηρητήριο του είπε. Εάν έρθει κανείς απρόσκλητος το σφυράνε στους από μέσα. Ο μπάτσος που ειδές, καλό παιδί δεν λέω, αλλά είναι μέρος του μαγαζιού. Η τύχη, όπως κατάλαβες, δεν είναι πάντα τυφλή, υπάρχουν και οι αετονύχηδες οφθαλμίατροι. Η δικαιοσύνη, ρώτησε ο Αλκής. Είναι τυφλή μικρέ μου για να μην ξεχωρίζει τους ανθρώπους, δυστυχώς δεν είναι κουφή και από εκεί βρίσκει και τα κάνει. Εσύ να μαθαίνεις για να καθορίζεις την τύχη σου.
Δια της άτοπου το πηρές το παλικάρι είπε η Βούλα, η γυναικά μου, που ήταν φίλη με την Κάτια και υπαίτια της γνωριμίας της με τον Αλκή. Ευτυχώς που πρόλαβα και τέλειωσα το μαθηματικό γιατί με τα ξενύχτια του Αλκή μονό νυχτερινό μπορεί να τελειώσει κανείς, είπε και τον φίλησε. Γιαννάκη, ρώτησα τον γιο τους, τώρα που έμαθες πόσα ξέρει ο μπαμπάς σου μην παίρνεις θάρρος. Μια φορά μας έπιασε μεθυσμένους ο παππούς σου, καθότι συνέπεσε να γυρίζουμε την ίδια ώρα και αντί να μας πει τίποτε μπαμπαδίστικο, μας πήρε σε ένα πατσατζίδικο και αφού παρήγγειλε ένα ψιλοκομμένο για την αφεντιά του, πήρε και μερικές ρετσίνες για εμάς. Ωσότου να επιστρέψουμε σπίτι είχα βγάλει και τα εσώψυχα μου. Την επομένη το πρωί άνοιξα το ψυγείο για να φάω κάτι, γιατί το στομάχι μου ήταν σαν λάστιχο που είχε πάρει φωτιά, και όπως είδα κάτι μπύρες ξαναζαλίστηκα και βρόντηξα την πόρτα του. Σύρθηκα μετά από ώρα σε ένα μπουγατσατζίδικο να συνέλθω και βρήκα εκεί τον πατέρα σου και σκάσαμε στα γέλια. Ο παππούς σου τέτοιος ήταν, μόλις έβλεπε μια αδυναμία μας την έβαζε σε μεγεθυντικό φακό και κατά μάνα κατά κύρη. Ο δικός μου πατέρας, είχε τις στιγμές του, αλλά όταν βγήκε στην σύνταξη του στοίχησε το καθισιό και αντί να αγορεύει στα δικαστήρια, άρχισε τα λογύδρια στο καφενείο. Λίγο πριν πεθάνει βρισκόμασταν πάλι ως χώρα σε στενωπό ή λιτότητα ή όπως αλλιώς βαφτίζουν οι εκάστοτε πολιτικοί το σφίξιμο του ζωναριού. Είχε αναπτύξει την θεωρία ότι είχαμε γίνει ατομιστές ως λαός γιατί μας είχε διαφθείρει η ειρήνη. Έλεγε ότι είμαστε πολεμικός λαός, υπάρχει μέσα μας, για αυτό όταν έχουμε ειρήνη στρεφόμαστε ο ένας εναντίον του αλλού. Μονό εν καιρώ πολέμου και με τη πλάτη στον τοίχο έχουμε αποδώσει. Μετά τον βρήκε το αλτσχαϊμερ και έσβησαν οι θεωρίες στη λήθη και το καφενείο από προορισμός.
Τώρα εμείς πίνουμε και τρώμε με τα παιδιά μας και θυμόμαστε τους δικούς μας, ελπίζοντας να έχουμε μεταδώσει κάτι από αυτά του λάβαμε και από όσα έπειτα καταλάβαμε, γιατί είναι χαζό να ζεις στην εποχή της πληροφορίας και να μην μπορείς να μεταλαμπαδεύσεις την γνώση σου, να μην μπορεί κάποιος να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος και να τα βλέπεις να επαναλαμβάνονται, είπε η Βούλα. Κλωσοπουλάκια έχετε μεγαλώσει και ζείτε μαζί μας, αλλά επιθυμείτε να ζήσετε μονοί σας. Το ίδιο θέλαμε στην ηλικία σας. Τελικά θα ζήσουμε και μαζί και χώρια, γιατί κατά βάθος αυτό που μας συνδέει είναι η οικογένεια και οι στιγμές σαν αυτές. Αγκάλιασε οποίο παιδί καθόταν δίπλα της και τα φίλησε. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και ζητήσαμε λογαριασμό. Μαζί ενωμένοι μπορούσαμε να ξεπληρώσουμε οτιδήποτε μας έριχνε η ζωή.
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011
O παππούς
Μπήκα στην τουαλέτα κατά λάθος και είδα το χέρι του να απλώνει στα μαλλιά του την οδοντόκρεμα. Με κοίταξε θυμωμένα και με μάλωσε για την πρωινή αγένεια. Του ζήτησα συγγνώμη και τον ρώτησα τι ακριβώς έκανε εκείνη την ώρα. Αποκρίθηκε ότι χτενιζόταν. Είχε ραντεβού και ετοιμαζόταν. Μπερμπάντη παππού, σου πηρέ τα μυαλά η μορφονιά του είπα, κάτσε να σε βοηθήσω με την οδοντόκρεμα και να πάμε και οι δυο στην δουλειά μας. Εβδομήντα χρονών ο άτιμος και παρά τα προβλήματα όταν μύριζε οιστρογόνα στο τετράγωνο έκανε σαν σκύλος την εποχή της αναπαραγωγής. Οι φίλοι του ήξεραν γιατί η γιαγιά πέθανε χαμογελώντας, μόνο η μάνα μου προσποιούταν την άγνοια. Έπειτα από μια εβδομάδα βαθύτατου πένθους ο παππούς επανέκαμψε στην εφηβεία. Τώρα φαινόταν ότι η ηλικία του τον προσπερνούσε. Στην αρχή δυσκολευόταν να το πιστέψει, αλλά περιστατικά σαν το σημερινό λάμβαναν χώρα με αυξανομένη συχνότητα.
Έτρεχε σε αγώνες με μηχανές και μετά με αυτοκίνητα. Δεν αποδεχόταν εύκολα τις προσπεράσεις. Με πήγαινε σε αγώνες με καρτ, αλλά τα αυτοκίνητα ποτέ δεν υπήρξαν το κέντρο του δικού μου ενδιαφέροντος. Είχα γνωρίσει όλα τα συνεργεία της πόλης, αντί για παραμύθια άκουγα αγωνιστικά κουτσομπολιά και πειράγματα. Έπαιζα με γρανάζια και γράσα. Η γιαγιά τον μάλωνε που έπρεπε να με καθαρίζει κάθε βραδύ που περνούσα μαζί τους. Σε αυτόν οφείλω ότι έγινα καλή οδηγός, όπως και πολλά άλλα. Ήταν η χαρά της ζωής στο σπίτι και στην παρέα. Η γιαγιά ήταν σαν μετρονόμος. Έδινε τον ρυθμό. Συνοδηγό την φώναζε, αλλά ήξερε ότι χωρίς αυτή θα είχε γίνει μεγάλο κοπρόσκυλο. Κάπου θα είχε πετάξει την ζωή του. Σε ένα θεό πίστευε τον Διόνυσο, άσχετα που δεν έπινε πολύ, και ποτέ πριν οδηγήσει. Θαύμαζε τον Απόλλωνα και αγαπούσε τον Ερώτα. Όταν έμπαινα στην εφηβεία και η γιαγιά με πηρέ να μου εξηγήσει όσα είχε πει και στην κόρη της, που αυτή δεν κατόρθωνε να μου αναμεταδώσει, ο παππούς περίμενε και με πηρέ παράμερα για να διορθώσουμε τις ανορθογραφίες, όπως μου είπε.
Κοριτσάκι μου είσαι πολύ όμορφο, μου είπε. Αυτό είναι ένα δώρο που πρέπει να το χαρείς. Όσο και να σε ζηλεύουν εσύ δεν πρέπει και δεν μπορείς να το κρύψεις. Πρέπει να το ευχαριστηθείς όσο κράτα, γιατί δεν θα είναι μαζί σου για πάντα. Οι άλλοι θα βλέπουν σε σένα πάντα αυτό που θα θέλουν οι ίδιοι να δουν. Εσύ πρέπει να βλέπεις με τα δικά σου μάτια. Μην κανείς βάρος την ομορφιά ούτε σε σένα, ούτε σε άλλο. Ο παππούς σου δίνει αβάντσο δέκα άντρες. Ένας και δυο είναι λίγοι, αλλά πάνω από δέκα υπάρχει ο κίνδυνος να κακοχαρακτηριστείς. Από δύο ως δέκα κάποιον καλό θα βρεις. Ότι κανείς να το κανείς συνειδητά. Τα ρίσκα τα παίρνεις πάντα εσύ. Μην τα φορτώνεις σε άλλους. Όσο κινδυνεύεις να πληγωθείς, άλλο τόσο κινδυνεύεις να πληγώσεις. Στο τέλος όλες οι πληγές γίνονται γρατσουνιές. Μην τις ξύνεις. Να επιλέγεις. Υπάρχει λογική στο συναίσθημα, δεν είναι μόνο παθός. Θα βρεις το δρόμο, αρκεί να ακούς τα προαισθήματα σου.
Ο παππούς μπορούσε να σου αραδιάσει συμβουλές για κάθε τι. Έμοιαζε σαν να είχε πάει πριν από εσένα σε κάθε μέρος που σκεπτόσουν να επισκεφτείς. Όταν του είπα ότι θα πάω με φίλους στο βουνό άρχισε να μου λέει για πέτρες που γυαλίζουν από υγρασία, για φύλλα που κρύβουν παγίδες, κόκκινα σημάδια στα μονοπάτια, για μικρά βήματα, για να βάζω πλαγία τα πόδια, να δοκιμάζω τις πέτρες μήπως και ξεκολλήσουν. Μια άλλη φορά που θα πήγαινα για ψάρεμα άρχισε να αραδιάζει δολώματα και τεχνικές και όταν του ανέφερα ότι δεν θα συμμετείχα ενεργά, αλλά θα έφτιαχνα την φωτιά για να ψήσουμε, άρχισε να μου περιγράφει πώς να φτιάξω τα ξύλα για να ανάψει η φωτιά γρήγορα και να μην σβήσει, πώς να βάλω τα μικρά και πως τα μεγάλα ξύλα, πως ψήνονται τα ψαριά. Οι συμβουλές του ήταν πάντα πρακτικές. Είχε και ένα μεγάλο πλεονέκτημα, την μνήμη. Αντίθετα από άλλους ηλικιωμένους, ποτέ δεν επαναλάμβανε μια συζήτηση. Τα έχουμε πει αυτά έλεγε και περνούσε σε άλλο θέμα.
Η γιαγιά έφυγε νωρίς. Έκλαψε που για μια φορά ακόμη τον προσπέρασε. Ήταν η μονή που με νικούσε διαρκώς είπε και βυθίστηκε σε μια ατελείωτη θλίψη. Η γιαγιά ήταν μάστορας στο τάβλι, στα χαρτιά και στο χορό. Ο παππούς παρότι ήξερε να κλέβει ποτέ δεν κατάφερε να την νικήσει στα χαρτιά. Μαζί της ήταν τίμιος. Χωρίς τη ζωντάνια του παππού το πένθος ήταν αβάσταχτο. Όταν αποφάσισε να ξαναβγεί στην ζωή ήταν μια ανακούφιση για όλους μας. Μετά από ένα μήνα ο νεαρός αυτός τον εξήντα ετών είχε νέα παρέα. Λίγο καιρό μετά είχαν σπάσει τα τηλεφωνά στο σπίτι. Ο μπαμπάς στην αρχή νόμιζε ότι ήταν για εμένα και με αγριοκοίταζε στοργικά, αλλά στο τέλος έσκασε στα γέλια όταν κατάλαβε ότι ο παππούς είχε παράλληλες σχέσεις. Μόνο εγώ ήξερα την διασπορά ηλικιών που είχε επιτύχει. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως μια κοπέλα λίγο μεγαλύτερη μου είχε σχέση με τον παππού μου, αλλά περί ορέξεως. Η άλλη ήταν γύρω στα σαράντα χωρισμένη και η τρίτη πενήντα χήρα. Άντε παππού και μια παντρεμένη του είπα και έκανα την θυμωμένη.
Σταμάτησα για κάποιο διάστημα να συχνάζω σπίτι του προκειμένου να μην σταθώ εμπόδιο στην ερωτική ζωή του. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μου έστελνε χαιρετίσματα από τους συναγωνιζόμενους του. Ερχόταν για φαγητό στο σπίτι κάθε Σάββατο, αλλά τώρα με τόσες ανειλημμένες υποχρεώσεις είχε αραιώσει αυτή την οικογενειακή συνήθεια. Τηλεφωνούσε και περνούσε οπότε μπορούσε. Μετά από δυο χρόνια περιορίστηκε στη μονογαμία. Γραφτήκαν μαζί σε μαθήματα χώρου. Κάθε Τρίτη παρακολουθούσαν ταγκό και κάθε Παρασκευή παραδοσιακούς. Κάθε Κυριακή έτρωγαν μαζί μας έξω. Πριν από δυο χρόνια έφυγε και η τελευταία σύντροφος της ζωής του. Ο παππούς είχε πατήσει φρένο και περιήλθε στο στερεότυπο της ηλικίας του. Άρχισαν να εμφανίζονται σημάδια γήρατος. Γέμισε τα συρτάρια του με χάπια. Όταν γεννήθηκε η κόρη μου και πηρέ το όνομα της γιαγιάς έπαθε έμφραγμα. Από τότε τον πηρά στο σπίτι να τον φροντίζω.
Τώρα θα ήθελα ο παππούς να επαναλάμβανε τις ιστορίες του αλλά η ασθένεια έσβηνε την μνήμη του σαν κασέτα που είχε ξεχαστεί κοντά σε κάποιο μαγνήτη. Αναδυόταν ένα δυο στιγμιότυπα και μετά έμενε πίσω ένα άβουλο ον. Υπήρχαν μέρες που με θυμόταν και άλλες που μου μιλούσε στον πληθυντικό. Τον αγκάλιαζα και του χάδευα τα γκρίζα ατημέλητα μαλλιά του. Ύστερα έφευγα για την δουλειά αφήνοντας μια γυναικά να τον προσέχει. Τον πηγαίναμε με τον άντρα μου στον γιατρό μέχρι που αποδεχτήκαμε ότι η κατηφόρα είχε γίνει πολύ απότομη για να μπορέσει έστω να κάνει κάποια στάση. Ξάπλωνα με την κόρη μου δίπλα του και της διηγούμουν τις ιστορίες του παππού και αυτός μας κοιτούσε σαν να αφορούσαν άλλον. Στα μάτια της ήταν ένα μυθολογικό ον που έδυε στον θρύλο. Σαν να βάζεις φωτιά το σώμα του Βασιλιά πάνω στον βωμό για ένα τελευταίο αντίο.
Έτρεχε σε αγώνες με μηχανές και μετά με αυτοκίνητα. Δεν αποδεχόταν εύκολα τις προσπεράσεις. Με πήγαινε σε αγώνες με καρτ, αλλά τα αυτοκίνητα ποτέ δεν υπήρξαν το κέντρο του δικού μου ενδιαφέροντος. Είχα γνωρίσει όλα τα συνεργεία της πόλης, αντί για παραμύθια άκουγα αγωνιστικά κουτσομπολιά και πειράγματα. Έπαιζα με γρανάζια και γράσα. Η γιαγιά τον μάλωνε που έπρεπε να με καθαρίζει κάθε βραδύ που περνούσα μαζί τους. Σε αυτόν οφείλω ότι έγινα καλή οδηγός, όπως και πολλά άλλα. Ήταν η χαρά της ζωής στο σπίτι και στην παρέα. Η γιαγιά ήταν σαν μετρονόμος. Έδινε τον ρυθμό. Συνοδηγό την φώναζε, αλλά ήξερε ότι χωρίς αυτή θα είχε γίνει μεγάλο κοπρόσκυλο. Κάπου θα είχε πετάξει την ζωή του. Σε ένα θεό πίστευε τον Διόνυσο, άσχετα που δεν έπινε πολύ, και ποτέ πριν οδηγήσει. Θαύμαζε τον Απόλλωνα και αγαπούσε τον Ερώτα. Όταν έμπαινα στην εφηβεία και η γιαγιά με πηρέ να μου εξηγήσει όσα είχε πει και στην κόρη της, που αυτή δεν κατόρθωνε να μου αναμεταδώσει, ο παππούς περίμενε και με πηρέ παράμερα για να διορθώσουμε τις ανορθογραφίες, όπως μου είπε.
Κοριτσάκι μου είσαι πολύ όμορφο, μου είπε. Αυτό είναι ένα δώρο που πρέπει να το χαρείς. Όσο και να σε ζηλεύουν εσύ δεν πρέπει και δεν μπορείς να το κρύψεις. Πρέπει να το ευχαριστηθείς όσο κράτα, γιατί δεν θα είναι μαζί σου για πάντα. Οι άλλοι θα βλέπουν σε σένα πάντα αυτό που θα θέλουν οι ίδιοι να δουν. Εσύ πρέπει να βλέπεις με τα δικά σου μάτια. Μην κανείς βάρος την ομορφιά ούτε σε σένα, ούτε σε άλλο. Ο παππούς σου δίνει αβάντσο δέκα άντρες. Ένας και δυο είναι λίγοι, αλλά πάνω από δέκα υπάρχει ο κίνδυνος να κακοχαρακτηριστείς. Από δύο ως δέκα κάποιον καλό θα βρεις. Ότι κανείς να το κανείς συνειδητά. Τα ρίσκα τα παίρνεις πάντα εσύ. Μην τα φορτώνεις σε άλλους. Όσο κινδυνεύεις να πληγωθείς, άλλο τόσο κινδυνεύεις να πληγώσεις. Στο τέλος όλες οι πληγές γίνονται γρατσουνιές. Μην τις ξύνεις. Να επιλέγεις. Υπάρχει λογική στο συναίσθημα, δεν είναι μόνο παθός. Θα βρεις το δρόμο, αρκεί να ακούς τα προαισθήματα σου.
Ο παππούς μπορούσε να σου αραδιάσει συμβουλές για κάθε τι. Έμοιαζε σαν να είχε πάει πριν από εσένα σε κάθε μέρος που σκεπτόσουν να επισκεφτείς. Όταν του είπα ότι θα πάω με φίλους στο βουνό άρχισε να μου λέει για πέτρες που γυαλίζουν από υγρασία, για φύλλα που κρύβουν παγίδες, κόκκινα σημάδια στα μονοπάτια, για μικρά βήματα, για να βάζω πλαγία τα πόδια, να δοκιμάζω τις πέτρες μήπως και ξεκολλήσουν. Μια άλλη φορά που θα πήγαινα για ψάρεμα άρχισε να αραδιάζει δολώματα και τεχνικές και όταν του ανέφερα ότι δεν θα συμμετείχα ενεργά, αλλά θα έφτιαχνα την φωτιά για να ψήσουμε, άρχισε να μου περιγράφει πώς να φτιάξω τα ξύλα για να ανάψει η φωτιά γρήγορα και να μην σβήσει, πώς να βάλω τα μικρά και πως τα μεγάλα ξύλα, πως ψήνονται τα ψαριά. Οι συμβουλές του ήταν πάντα πρακτικές. Είχε και ένα μεγάλο πλεονέκτημα, την μνήμη. Αντίθετα από άλλους ηλικιωμένους, ποτέ δεν επαναλάμβανε μια συζήτηση. Τα έχουμε πει αυτά έλεγε και περνούσε σε άλλο θέμα.
Η γιαγιά έφυγε νωρίς. Έκλαψε που για μια φορά ακόμη τον προσπέρασε. Ήταν η μονή που με νικούσε διαρκώς είπε και βυθίστηκε σε μια ατελείωτη θλίψη. Η γιαγιά ήταν μάστορας στο τάβλι, στα χαρτιά και στο χορό. Ο παππούς παρότι ήξερε να κλέβει ποτέ δεν κατάφερε να την νικήσει στα χαρτιά. Μαζί της ήταν τίμιος. Χωρίς τη ζωντάνια του παππού το πένθος ήταν αβάσταχτο. Όταν αποφάσισε να ξαναβγεί στην ζωή ήταν μια ανακούφιση για όλους μας. Μετά από ένα μήνα ο νεαρός αυτός τον εξήντα ετών είχε νέα παρέα. Λίγο καιρό μετά είχαν σπάσει τα τηλεφωνά στο σπίτι. Ο μπαμπάς στην αρχή νόμιζε ότι ήταν για εμένα και με αγριοκοίταζε στοργικά, αλλά στο τέλος έσκασε στα γέλια όταν κατάλαβε ότι ο παππούς είχε παράλληλες σχέσεις. Μόνο εγώ ήξερα την διασπορά ηλικιών που είχε επιτύχει. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως μια κοπέλα λίγο μεγαλύτερη μου είχε σχέση με τον παππού μου, αλλά περί ορέξεως. Η άλλη ήταν γύρω στα σαράντα χωρισμένη και η τρίτη πενήντα χήρα. Άντε παππού και μια παντρεμένη του είπα και έκανα την θυμωμένη.
Σταμάτησα για κάποιο διάστημα να συχνάζω σπίτι του προκειμένου να μην σταθώ εμπόδιο στην ερωτική ζωή του. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μου έστελνε χαιρετίσματα από τους συναγωνιζόμενους του. Ερχόταν για φαγητό στο σπίτι κάθε Σάββατο, αλλά τώρα με τόσες ανειλημμένες υποχρεώσεις είχε αραιώσει αυτή την οικογενειακή συνήθεια. Τηλεφωνούσε και περνούσε οπότε μπορούσε. Μετά από δυο χρόνια περιορίστηκε στη μονογαμία. Γραφτήκαν μαζί σε μαθήματα χώρου. Κάθε Τρίτη παρακολουθούσαν ταγκό και κάθε Παρασκευή παραδοσιακούς. Κάθε Κυριακή έτρωγαν μαζί μας έξω. Πριν από δυο χρόνια έφυγε και η τελευταία σύντροφος της ζωής του. Ο παππούς είχε πατήσει φρένο και περιήλθε στο στερεότυπο της ηλικίας του. Άρχισαν να εμφανίζονται σημάδια γήρατος. Γέμισε τα συρτάρια του με χάπια. Όταν γεννήθηκε η κόρη μου και πηρέ το όνομα της γιαγιάς έπαθε έμφραγμα. Από τότε τον πηρά στο σπίτι να τον φροντίζω.
Τώρα θα ήθελα ο παππούς να επαναλάμβανε τις ιστορίες του αλλά η ασθένεια έσβηνε την μνήμη του σαν κασέτα που είχε ξεχαστεί κοντά σε κάποιο μαγνήτη. Αναδυόταν ένα δυο στιγμιότυπα και μετά έμενε πίσω ένα άβουλο ον. Υπήρχαν μέρες που με θυμόταν και άλλες που μου μιλούσε στον πληθυντικό. Τον αγκάλιαζα και του χάδευα τα γκρίζα ατημέλητα μαλλιά του. Ύστερα έφευγα για την δουλειά αφήνοντας μια γυναικά να τον προσέχει. Τον πηγαίναμε με τον άντρα μου στον γιατρό μέχρι που αποδεχτήκαμε ότι η κατηφόρα είχε γίνει πολύ απότομη για να μπορέσει έστω να κάνει κάποια στάση. Ξάπλωνα με την κόρη μου δίπλα του και της διηγούμουν τις ιστορίες του παππού και αυτός μας κοιτούσε σαν να αφορούσαν άλλον. Στα μάτια της ήταν ένα μυθολογικό ον που έδυε στον θρύλο. Σαν να βάζεις φωτιά το σώμα του Βασιλιά πάνω στον βωμό για ένα τελευταίο αντίο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)