Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Παρέα

Ο ουρανός είχε αρχίσει να κοκκινίζει σαν τα μαγούλα της κόρης μου στο κρύο. Τα βουνά έχαναν τα χαρακτηριστικά τους και οι καμπούρες τους μαύριζαν σαν τους τελευταίους λουόμενους που είχαν μείνει να απορροφήσουν και την τελευταία ηλιαχτίδα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και οι βάρκες μετά βίας λικνιζόταν. Πιο εύκολο ήταν να πιστέψεις ότι τις έστελνε για ύπνο, παρά ότι σύντομα θα έμπαιναν στα βαθιά για να ψαρέψουν. Καθόμασταν σε μια ταβέρνα και καταναλώναμε αργά το φαγητό μας. Είχε περάσει η πρώτη φουρνιά πιάτων από το τραπέζι και η πείνα είχε καλμάρει σχεδόν όσο η θάλασσα. Τώρα το διασκεδάζαμε, περισσότερο πίνοντας, παρά τρώγοντας. Από τα χαμόγελα ήταν φανερό ότι οποίο πέπλο σοβαροφάνειας είχε αφήσει το καλοκαίρι, το είχε συντρίψει το αλκοόλ. Τα παγάκια είχαν μετατραπεί σε κρύο νερό, το κρύο εμφιαλωμένο νερό σε ιαματικό λουτρό, αλλά το τσίπουρο μας είχε ενώσει σε ένα διονυσιακό γεύμα από οπού κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να το κουνήσει. Η νύχτα μόλις άρχιζε και τα πηγαδάκια μικρών μεγάλων είχαν ενωθεί, αφού μετά από κάποιες μετακινήσεις οι ηλικίες είχαν αναμειχτεί. Τα παιδιά μας ήταν στην ίδια ηλικία περίπου και πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Ξαφνικά ο αδελφός μου θυμήθηκε τον πατέρα μας που του έδειχνε πώς να ψαρεύει, αλλά αυτός αποδείχτηκε πολύ άτυχος, περάν κάθε τεχνικής, καθότι όλη μέρα έβγαζε τα πάντα εκτός από ψαρί. Μια σουπιά, φύκια, ένα χταπόδι που του έφαγε το πιο μικρό ψαρί που είχε δει και λίγο πριν τα παρατήσει απογοητευμένος έβγαλε μια δράκαινα. Από τη χαρά του την έπιασε και δεν ξανάνιωσε τέτοιο πόνο. Ο πατέρας μας έβγαλε το αγκάθι και πάτησε την παλάμη του να βγει όσο περισσότερο αίμα μπορούσε, έκοψε την πετονιά και πέταξε το ψαρί στη θάλασσα, ύστερα έσβησε το φως που είχαν δίπλα τους, καθότι είχε νυχτώσει, κατούρησε και με τη λάσπη του κάλυψε την πληγή. Πήγε σε μια ταβέρνα λίγο πιο μακριά και έφερε πάγο σε ένα σακουλάκι και το ακούμπησε πάνω στο χέρι του αφού ξέπλυνε τη λάσπη στη θάλασσα. Μάζεψε τα πράγματα και τον πήγε στο κέντρο υγείας. Για πολλές μέρες έτρωγε με το αριστερό, αλλά ήταν χαρούμενος που δεν τον έβαζαν άλλο τερματοφύλακα. Την μεγάλη ζημιά την απορρόφησε το κατούρημα και ο πάγος. Έπειτα όλοι βάλθηκαν να αναφέρουν τα ινδιάνικα κόλπα που είχαν δει τους δικούς τους να εκτελούν, την οικιακή οικονομία των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Τα παιδιά άκουγαν έκπληκτα. Είναι μεγάλη η απόσταση όταν πηγαίνεις ανάποδα στο χρόνο. Δύσκολα καταλαβαίνει κανείς σήμερα κάποιον που είδε αυτοκίνητο και ραδιόφωνο ενήλικος. Τους έκανε μεγάλη έκπληξη που ένας από το σόι του παππού ήταν μαχαιροβγάλτης και τον έτρεμαν οι Τούρκοι και οι Έλληνες. Η παραβατική συμπεριφορά ήταν σπανία στην οικογένεια μας. Αντίθετα η οικογένεια του Αλκή ήταν το απαύγασμα του ροκ εν ρολ. Δεν τολμούσε να αναφέρει τι είχαν κάνει οι δικοί του, ούτε καν αυτά που γνώριζε, γιατί σίγουρα όσα είχαν αποσιωπηθεί ήταν πολλά περισσότερα. Έτσι το έριξε στα αποφθέγματα που αυτή η συμπυκνωμένη γνώση έφερε στους δικούς του. Ο πατέρας του είχε κοιμηθεί με τη μίση Θεσσαλονίκη και περίχωρα, ώσπου γνώρισε την μητέρα του για την οποία κανείς δεν ξέρει τους εραστές της, μόνο υποθέτει. Του είχε πει στα δώδεκα του όταν τον παρακαλούσε να τον πάει σε κάποιο οίκο ανοχής να απογαλακτιστεί, ότι θα γινόταν αυτό μόνο εάν δεχόταν μια συμβουλή. Ο πατέρας του μισούσε τις συμβουλές, πίστευε ότι εάν αγαπάς κάποιον δεν πρέπει να τον συμβουλέψεις ποτέ, για να αποφύγει τα ίδια λάθη, για να γίνει κάποιος που θα αγαπά τον εαυτό του. Είχε δει πολλά χαμένα κορμιά και οι μόνες παραινέσεις που έδινε ήταν τι δεν έπρεπε να κανείς, για να μην καταλήξεις σαν ένα από αυτά. Ακόμη και σε εκείνη την ηλικία ο Αλκής καταλάβαινε ότι αυτή η συμβουλή θα ήταν κάτι σημαντικό και δέχτηκε. Τότε του είπε ότι ο καλύτερος τρόπος για να φέρεσαι στις γυναίκες είναι σαν να είναι άντρας. Μην μασάς από τις κοινωνικές μαλακιές, του είπε, όλοι τα ίδια θέλουν, απλώς τα γαρνίρουν με κοινωνικές σάλτσες και προκαταλήψεις. Από τη τσουλά έως την κύρια, από τη δήθεν έως την επιστήμονα, όλοι είναι γυμνοί και μόνοι άνθρωποι που θέλουν να ερωτευτούν. Αστούς να μπουρδουκλώνουν τα πόδια τους με τις ιδεοληψίες τους. Εσύ ξέρεις την αλήθεια τους και εάν την σεβαστείς θα ανταποκριθούν. Δεν ξέρεις να φέρεσαι σε γυναίκες, ξέρεις να φέρεσαι όμως στους φίλους σου. Όποιος συναντάς είναι εν δυνάμει φίλος σου. Ο Αλκής δάκρυσε και του χώθηκα πειραχτικά για να μην κυλήσουμε στο μελόδραμα, λέγοντας του για αυτό γίναμε φίλοι, επειδή παρά την παλαβομάρα σου ήσουν πάντα ευνοϊκά προσκείμενος. Η Κάτια που ήταν η τρίτη εν γάμο γυναικά του Αλκή, αλλά η μονή που τεκνοποίησε μ’ αυτόν, πηρέ την σκυτάλη των αναμνήσεων αναφέροντας για την πρώτη φορά που η μανά της είδε τον Αλκή. Της είχε πει ότι εάν μπλέξει με αυτόν θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα. Το ίδιο πίστευε και εκείνη, αλλά της άρεσε τόσο πολύ η μηχανή του. Ακόμη και όταν προχώρησε η σχέση τους, ήταν δύσπιστη ότι αυτή θα είχε μέλλον. Δεν είχε κάνει κάτι, αλλά δεν υπήρχε μούτρο στην πόλη που να μην τον χαιρετούσε. Από πλούσιους στα κλαμπ μέχρι ναρκομανείς σε κακόφημα μπαρ, από οδηγούς ντραγκστερ μέχρι μουσικούς συγκροτημάτων, από δικηγόρους μέχρι γιατρούς. Η αμφιβολία της εξανεμίστηκε αναφέροντας της τι είχε κάνει ο πεθερός της όταν ήταν δέκα ετών. Τον πήρε με την μηχανή και πήγαν έξω από την φυλακή. Κάθισαν και περίμεναν και ο Αλκής διαμαρτυρήθηκε τι κάνουν εκεί. Εκείνος του είπε ησυχία. Καθότι δεν ήταν της ησυχίας ο Αλκής σώπασε, αλλά από την άλλη φοβόταν ότι ο πατέρας του θα έχει κανένα κόλπο στα σκαριά. Είχε περάσει περισσότερο από μίση ώρα όταν γύρισε και ρώτησε τον μικρό πως του φάνηκε αυτό το διάστημα. Ο Αλκής δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τον ρώτησε εάν του αρέσει το κτίριο της φυλακής και φυσικά η απάντηση ήταν αρνητική. Τότε του είπε να φανταστεί πως θα ήταν να είναι εκεί μέσα, στην φυλακή, μόνος ανάμεσα στους τοίχους, χωρίς να έχει δυνατότητα να βγει και με τον κίνδυνο να τον πλακώσουν στο ξύλο οποιαδήποτε στιγμή. Έπειτα τον πήγε σε ένα στέκι ναρκομανών. Πάλι κάθισαν από έξω χωρίς να κατέβουν από την μηχανή και έβλεπαν ερείπια ανθρώπων να σέρνονται στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να μαζέψουν έναν που είχε πέσει αναίσθητος. Αφού κατάφεραν να τον σηκώσουν μπήκαν μέσα σε μια μονοκατοικία στη οποία η πολεοδομία είχε κολλήσει κόκκινο αυτοκόλλητο, χαρακτηρίζοντας την προς κατεδάφιση, μετά τον σεισμό του 1978. Τον ρώτησε πως του φανήκαν αυτοί οι άνθρωποι και εκείνος απάντησε άρρωστοι. Ναι του είπε, άρρωστοι, αλλά η καλύτερη γιατρειά είναι πάντα να μην αρρωστήσεις. Όταν δοκιμάζεις ναρκωτικά για πρώτη φορά όλα είναι από ωραία έως υπέροχα, αντίθετα από το τσιγάρο, που βρωμάει. Όλοι αυτοί πίστευαν ότι είναι δυνατότεροι από τα ναρκωτικά. Μπούρδες, του είπε. Τα ναρκωτικά δεν χωρίζονται σε σκληρά και σε μαλακά, αλλά σε καλά και σε νοθευμένα. Μπορεί να καπνίσεις μαύρο και να φτιαχτείς και από ένα άλλο να χαλαστείς. Μπορεί από το ένα να μην έχεις επιπτώσεις και το άλλο να σε στείλει αδιάβαστο. Σε ξεκινούν με τα καλά και στην πορεία ξεμένεις από λεφτά και βάζεις μέσα σου ότι να είναι. Έφυγαν από εκεί και τον πήγε σε μια λέσχη. Ήταν γνωστοί του οι μαγαζάτορες. Τον χαιρέτησε και ο αστυνομικός που μπήκε μαζί τους. Γεια σου σκατομπατσε του είπε. Μια μέρα θα σε χώσω μέσα καριολακο του απάντησε εκείνος. Έχε χάρη που είμαστε ξαδέλφια. Πήγαν και κάθισαν στα τραπέζια με τη τσόχα και έδειξε στο μικρό πώς να στήνει την τράπουλα. Έπειτα τον πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο, πίσω από μια πόρτα που έγραφε αποθήκη και του έδειξε την ρουλέτα. Τον έβαλε να ρίχνει την μπίλια και του εξήγησε πως μετά από τρεις τέσσερις ριξιές μπορούσε να προβλέψει που θα κάτσει η μπίλια. Του είπε γιατί αλλάζουν χέρια οι κρουπιέρηδες και γιατί μετά από λίγο αλλάζει ο κρουπιέρης. Του έδειξε και αλλά κόλπα στο black jack, τα ζάρια, του μίλησε για συνεργασίες, για παίκτες που κάθονται μόνοι τους στο τραπέζι για να στρώνουν τις τράπουλες όπως θέλουν. Έπειτα έστρεψε την προσοχή του σε ένα καλώδιο που δεν φαινόταν να έχει πραγματική χρησιμότητα και πήγαινε από το μπαρ στον εξωτερικό τοίχο. Βγήκαν από το μαγαζί και πήγαν από τη πίσω μεριά, από οπού το καλώδιο ανάμεσα από τελάρα με μπουκάλια πήγαινε απέναντι από το δρόμο σε μια μονοκατοικία. Εδώ είναι το παρατηρητήριο του είπε. Εάν έρθει κανείς απρόσκλητος το σφυράνε στους από μέσα. Ο μπάτσος που ειδές, καλό παιδί δεν λέω, αλλά είναι μέρος του μαγαζιού. Η τύχη, όπως κατάλαβες, δεν είναι πάντα τυφλή, υπάρχουν και οι αετονύχηδες οφθαλμίατροι. Η δικαιοσύνη, ρώτησε ο Αλκής. Είναι τυφλή μικρέ μου για να μην ξεχωρίζει τους ανθρώπους, δυστυχώς δεν είναι κουφή και από εκεί βρίσκει και τα κάνει. Εσύ να μαθαίνεις για να καθορίζεις την τύχη σου. Δια της άτοπου το πηρές το παλικάρι είπε η Βούλα, η γυναικά μου, που ήταν φίλη με την Κάτια και υπαίτια της γνωριμίας της με τον Αλκή. Ευτυχώς που πρόλαβα και τέλειωσα το μαθηματικό γιατί με τα ξενύχτια του Αλκή μονό νυχτερινό μπορεί να τελειώσει κανείς, είπε και τον φίλησε. Γιαννάκη, ρώτησα τον γιο τους, τώρα που έμαθες πόσα ξέρει ο μπαμπάς σου μην παίρνεις θάρρος. Μια φορά μας έπιασε μεθυσμένους ο παππούς σου, καθότι συνέπεσε να γυρίζουμε την ίδια ώρα και αντί να μας πει τίποτε μπαμπαδίστικο, μας πήρε σε ένα πατσατζίδικο και αφού παρήγγειλε ένα ψιλοκομμένο για την αφεντιά του, πήρε και μερικές ρετσίνες για εμάς. Ωσότου να επιστρέψουμε σπίτι είχα βγάλει και τα εσώψυχα μου. Την επομένη το πρωί άνοιξα το ψυγείο για να φάω κάτι, γιατί το στομάχι μου ήταν σαν λάστιχο που είχε πάρει φωτιά, και όπως είδα κάτι μπύρες ξαναζαλίστηκα και βρόντηξα την πόρτα του. Σύρθηκα μετά από ώρα σε ένα μπουγατσατζίδικο να συνέλθω και βρήκα εκεί τον πατέρα σου και σκάσαμε στα γέλια. Ο παππούς σου τέτοιος ήταν, μόλις έβλεπε μια αδυναμία μας την έβαζε σε μεγεθυντικό φακό και κατά μάνα κατά κύρη. Ο δικός μου πατέρας, είχε τις στιγμές του, αλλά όταν βγήκε στην σύνταξη του στοίχησε το καθισιό και αντί να αγορεύει στα δικαστήρια, άρχισε τα λογύδρια στο καφενείο. Λίγο πριν πεθάνει βρισκόμασταν πάλι ως χώρα σε στενωπό ή λιτότητα ή όπως αλλιώς βαφτίζουν οι εκάστοτε πολιτικοί το σφίξιμο του ζωναριού. Είχε αναπτύξει την θεωρία ότι είχαμε γίνει ατομιστές ως λαός γιατί μας είχε διαφθείρει η ειρήνη. Έλεγε ότι είμαστε πολεμικός λαός, υπάρχει μέσα μας, για αυτό όταν έχουμε ειρήνη στρεφόμαστε ο ένας εναντίον του αλλού. Μονό εν καιρώ πολέμου και με τη πλάτη στον τοίχο έχουμε αποδώσει. Μετά τον βρήκε το αλτσχαϊμερ και έσβησαν οι θεωρίες στη λήθη και το καφενείο από προορισμός. Τώρα εμείς πίνουμε και τρώμε με τα παιδιά μας και θυμόμαστε τους δικούς μας, ελπίζοντας να έχουμε μεταδώσει κάτι από αυτά του λάβαμε και από όσα έπειτα καταλάβαμε, γιατί είναι χαζό να ζεις στην εποχή της πληροφορίας και να μην μπορείς να μεταλαμπαδεύσεις την γνώση σου, να μην μπορεί κάποιος να αποφύγει τα λάθη του παρελθόντος και να τα βλέπεις να επαναλαμβάνονται, είπε η Βούλα. Κλωσοπουλάκια έχετε μεγαλώσει και ζείτε μαζί μας, αλλά επιθυμείτε να ζήσετε μονοί σας. Το ίδιο θέλαμε στην ηλικία σας. Τελικά θα ζήσουμε και μαζί και χώρια, γιατί κατά βάθος αυτό που μας συνδέει είναι η οικογένεια και οι στιγμές σαν αυτές. Αγκάλιασε οποίο παιδί καθόταν δίπλα της και τα φίλησε. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και ζητήσαμε λογαριασμό. Μαζί ενωμένοι μπορούσαμε να ξεπληρώσουμε οτιδήποτε μας έριχνε η ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου