Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Η ζωή μου κάνει παιχνίδια…

Είναι προτελευταία μέρα πριν την αναχώρηση μου για διακοπές, που ήταν συγχρόνως και επιστροφή στο πατρικό μου σπίτι. Βγαίνω με έναν φίλο μου και πηγαίνουμε σε θερινό κινηματογράφο. Έχω τα λεφτά, χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι, στην πίσω τσέπη του παντελονιού, και τα ψιλά στην μπροστινή. Πληρώνω το εισιτήριο μου. Χρησιμοποιώ χαρτονόμισμα και βάζω βιαστικά τα ρέστα, παρότι δεν είναι κέρματα στην τσέπη, γιατί το έργο θα άρχιζε σύντομα. Τελειώνοντας το φιλμ κατευθυνόμαστε σπίτι σχετικά αργά το βράδυ. Το επόμενο πρωί ξυπνάω αρκετά νωρίς, παρότι δεν είχα κοιμηθεί αμέσως. Ήθελα να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Έψαχνα το πορτοφόλι μου, για να αρχίσω να κατανέμω τα τελευταία μου λεφτά Άφαντο. Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας, γιατί δεν είχα δεκάρα τσακιστή, παρά μόνο τα λιγοστά λεφτά στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού. Έπρεπε να πάρω ταξί για να πάω στον σταθμό των τραίνων την επόμενη. Θα αγόραζα κανένα φαγώσιμο για το δρόμο. Είχα ένα ταξίδι τουλάχιστον τριάντα έξι ωρών μπροστά μου. Δεν υπήρχε φράγκο για τίποτε από όλα αυτά.
Πέρασα από τον κινηματογράφο. Εκεί πρέπει να το έχασα, αφού το χρησιμοποίησα τελευταία φορά για να πληρώσω το εισιτήριο και μετά δεν το ξανάδα. Όλοι μου οι γνωστοί είχαν φύγει ήδη, εκτός από έναν φίλο που θα συναντούσα αργότερα. Περίμενα να ανοίξει ο κινηματογράφος, γύρω στις εννέα το πρωί. Το πορτοφόλι δεν βρέθηκε. Έπρεπε να μπλοκάρω την κάρτα λήψης χρημάτων από αυτόματη ταμειακή μηχανή τραπέζης, καθώς και την κάρτα της φοιτητικής εστίας. Σκέφθηκα να πάω πρώτα στην αστυνομία να δηλώσω την εξαφάνιση του πορτοφολιού, μήπως και χρειαζόταν για γραφειοκρατικούς λόγους. Ζητάω από τον φρουρό στην πύλη τις σχετικές πληροφορίες. Σε απάντηση μου αναφέρει ότι χρειάζεται μόνο την ταυτότητα μου. «Είμαι ξένος και δεν έχω ταυτότητα» αποκρίνομαι. «Τότε την άδεια παραμονής» μου αντιπροτείνει. Είχα να την ανανεώσω από την πρώτη εγράφη στο πανεπιστήμιο. Πέρασαν τρία χρόνια που είχε λήξει. Του εξηγώ το συμβάν και αυτός με παραπέμπει να πάρω νούμερο, ώστε την επόμενη μέρα να ξανάπαω στο τμήμα και να έχω σειρά, την οποία θα περιμένω από τις έξι το πρωί. Παρότι δεν μου είναι προφανής η αναγκαιότητα της για μία απλή καταγγελία, τον παρακαλώ να καταλάβει ότι εγώ εκείνη την ώρα θα βρίσκομαι στην γειτονική πόλη περιμένοντας το λεωφορείο με το οποίο θα γυρίσω σπίτι μου. Εις μάτην. Σε μόνιμη λεκτική αγκύλωση και με εμφανώς επίπεδο εγκεφαλογράφημα μου ξανά αναφέρει την μόνη πιθανότητα εξυπηρέτησης που είχα. Νούμερο, ουρά, άδεια παραμονής, καταγγελία.
Ελπίζω το φαινόμενο αυτό να είναι μοναδικό και η θεωρία του Δαρβίνου να έχει αποτρέψει την διάδοση αυτού του ζωικού είδους. Εκλιπαρώ για λίγη περισσότερη τύχη από εδώ και στο εξής. Στην τράπεζα βρίσκω ανταπόκριση από μια ώριμη κύρια, λίγο μετά τα σαράντα, με έκδηλα ερωτοτροπιζοντα ντύσιμο. Ικανοποιώντας την αυταρέσκεια της με ένα συγκρατημένα επιδοκιμαστικό ύφος και εξιστορώντας την συνάντηση μου με το όργανο της τάξης, με σκοπό να διεγείρω την συμπαράσταση της για τον κατατρεγμό της κοινής λογικής, επιτυγχάνω την διεκπεραίωση της υπόθεσης μου σε απρόσμενα σύντομο χρόνο. Στην φοιτητική εστία αρχικά δείχνουν καχύποπτοι. Άλλαξαν στάση όταν τους εξήγησα το γεγονός στην αστυνομία και αφού βεβαιώθηκαν για την καταγωγή μου, με εξυπηρέτησαν αμέσως. Μόνο που θα έπρεπε να πάω μέχρι το ταχυδρομείο να πληρώσω για την νέα κάρτα. Το χαμόγελο έσβησε απότομα από τα χείλη μου, καθότι με την πληρωμή έπρεπε να επιστρέψω αυθημερόν, για να μου παραδώσουν την νέα κάρτα. Το ποσό που άκουσα έφερε ένα μειδίαμα στο πρόσωπο μου. Είχα να πληρώσω, αλλά μετά από αυτό ούτε εισιτήριο λεωφορείου. Ας είναι καλά τα ρέστα του κινηματογράφου, σκέφθηκα, τουλάχιστον με τις κάρτες ξεμπέρδεψα.
Αφού διεκπεραίωσα τα αναπόφευκτα, άρχισα να ψάχνω τον φίλο μου. Ξεκινάω για το σπίτι του, καθότι ακόμη δεν είχα τηλέφωνο στο δικό μου για να τον ειδοποιήσω. Δεν βρίσκω κανένα. Αρχίζουν να με ζώνουν τα φίδια. Είχα να φάω από το προηγούμενο μεσημέρι, πιθανότατα δεν θα έτρωγα ούτε αυτό και σίγουρα όχι και το επόμενο. Αν φυσικά είχα βρει τρόπο να πάω με τις βαλίτσες μέχρι το σταθμό. Διαφορετικά τα μεσημέρια θα πολλαπλασιαζόταν επικίνδυνα. Τα υπόλοιπα γεύματα τα είχα καταργήσει έτσι και αλλιώς. Μετά από αρκετή ώρα γύρισε η κοπέλα του από την δουλειά της. Άκουσε την διήγηση με πρόδηλο ενδιαφέρον. Της εξήγησα ότι τις τελευταίες δυο μέρες όσες μαύρες γάτες συνάντησα, αυτές σταματούσαν, γύριζαν από την άλλη και σταυροκοπιόντουσαν. Δανείστηκα αρκετά λεφτά για να πραγματοποιήσω όλες μου τις ανάγκες. Είναι ωραίο να έχεις και κάποιον φίλο που δουλεύει. Αποδέχομαι την πρόσκληση για ποτό σε ένα θερινό μπαρ έναντι κατευοδίου. Φεύγουμε από εκεί αργά, κοντά δυο τα μεσάνυχτα.
Πρωινό εγερτήριο στις πέντε. Ετοιμάζομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ. Χάρη στα δανεικά αγόρασα το εισιτήριο του τραίνου για την πόλη από όπου αναχωρεί το λεωφορείο. Κατεβαίνω στον τηλεφωνικό θάλαμο να καλέσω ταξί. Μόλις ξεπροβάλλω από την εξώπορτα αρχίζει η βροχή. Το καλό στην εκμάθηση και εμβάθυνση μιας ξένης γλώσσας είναι ότι διπλασιάζεις το υβρεολόγιο σου. Δεν απαντάει κανένα ταξί. Ανεβαίνω σπίτι και βρίσκω όλα τα τηλέφωνα ραδιοταξι. Τίποτε και πάλι. Ιούλιο μήνα στον εκβιομηχανισμένο βορρά χωρίς ταξί και με βροχή. Επίμονες προσπάθειες, αλλά μάταιες. Κοιτάζω τα δρομολόγια των λεωφορείων. Προλαβαίνω οριακά το τραίνο, μόνο που η στάση απέχει τετρακόσια μέτρα από το σταθμό. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Μια βαλίτσα είκοσι πέντε κιλών στο ένα χέρι και ένα σάκο είκοσι κιλών στο άλλο. Μόλις ανοίγει η πόρτα του λεωφορείου ξεχύνομαι. Τα πρώτα είκοσι μέτρα ήταν σχετικά εύκολα. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Γλιστρούσε και από τις ακαθαρσίες των περιστεριών. Μακαρίζω τον εαυτό μου για το αθλητικό του παρελθόν. Νιώθω το γαλακτικό οξύ να κυριεύει τους μυς μου. Έχω τελειώσει το υβρεολόγιο τριών γλωσσών. Κάτι σαν το «Πλάτουν» με δίγλωσσους υπότιτλους. Σκέφτομαι να μάθω και άλλη μια γλώσσα. Ευτυχώς είχαν ανοίξει την πλαϊνή πόρτα του σταθμού. Βλέπω το τραίνο να σταματά. Ο θεός είναι μαζί μου επιτέλους, σκέφτομαι. Να δούμε αν θα είναι και το σώμα μου, καθότι το ανεβοκατέβασμα σκαλιών με αυτό το φορτίο και μετά από τέτοιο σπριντ με τρόμαζε. Τελικώς τα κατάφερα. Απόθεσα τις αποσκευές με την πρώτη ευκαιρία και άρχισα να τινάζω τα άκρα μου για να διαλυθεί το γαλακτικό οξύ που είχε μαζευτεί σε αυτά. Ένιωθα ένα τράβηγμα στην μέση και μια αφόρητη πίεση στους ωμούς. Πρέπει να είμαι η πιο γραφική φιγούρα μέσα στο τραίνο. Μούσκεμα από βροχή και ιδρώτα να κάνω ασκήσεις χαλάρωσης των μυών μέσα στο κουπέ. Η αδρεναλίνη πεταγόταν από τα μάτια μου. Ένιωθα σαν τον Σούπερμαν, ότι μπορούσα να κοιτάξω κάτι και να το κάψω.
Ικέτευα από εδώ και στο εξής να υπάρξει μια φυσιολογική εξέλιξη των γεγονότων. Ήμουν έξω από το σταθμό και περίμενα το λεωφορείο, που συνήθως, ερχόταν νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα. Σκέφθηκα ότι μετά από όσα είχαν ακολουθήσει το να ζητιανεύω μίση ημέρα για να συγκεντρώσω το ευτελές πόσο του γυρισμού από εκεί που μόλις έφυγα ήταν μια ακόμη πιθανότητα που ξεπρόβαλλε μπροστά μου. Τελικά η ανησυχία μου έπαψε, μόλις διακρίθηκε ο όγκος του διώροφου αυτοκίνητου. Έπεσα στην καρεκλά μου και απόθεσα τις ύστατες ελπίδες στον Άγιο Χριστόφορο. Με την βοήθεια του θα έβλεπα τα πάτρια εδάφη χωρίς άλλες περιπέτειες. Είχα μπροστά μου δώδεκα ώρες με το λεωφορείο, μέχρι να πάρουμε το καράβι για άλλες δώδεκα με δεκατέσσερις. Αφού φτάναμε στην πατρίδα ήθελα επτά περίπου για το σπίτι. Είχα κάνει την διαδρομή πολλές φορές, ώστε να γνωρίζω τον απαιτούμενο χρόνο όχι μόνο ανάμεσα στις πόλεις που συναντούσαμε, αλλά και μεταξύ ενδιάμεσων χαρακτηριστικών σημείων. Μπροστά μου καθόταν μια κοπέλα που είχε έναν λευκό γάτο άγκυρας, μέσα στο κλουβάκι του. Ξέκλεψα μια δυο ώρες ύπνο, ώσπου ξύπνησα από ένα απότομο φρενάρισμα. Είχε γίνει ένα ατύχημα και είχε κλείσει ο δρόμος. Περιμέναμε αρκετό χρόνο, και παρά τις προσπάθειες μας καταφέραμε να ξανακερδίσουμε ένα μόνο μέρος. Λίγα χιλιόμετρα πριν το λιμάνι οι οδηγοί τηλεφώνησαν στο πράκτορα από τον οποίο θα παίρναμε τις κάρτες επιβίβασης. Τους καθησύχασαν ότι το πλοίο θα μας περίμενε μέχρι την ώρα του απόπλου.
Στο λιμάνι φτάσαμε ακριβώς την προκαθορισμένη ώρα αναχώρησης του πλοίου μας για να πληροφορηθούμε ότι είχε γεμίσει και γι’ αυτό ξεκίνησε δέκα λεπτά νωρίτερα. Γύρω μας εξελισσόταν σκηνές από την μικρασιατική καταστροφή με τον κόσμο να συρρέει σαν τρελός προς τα καράβια . Παρακαλέσαμε να μπούμε σε άλλο πλοίο, αλλά στάθηκε αδύνατο. Είχαν κοπεί υπεράριθμα εισιτήρια σε μερικές εταιρείες και γινόταν ένας σιωπηρός πλειστηριασμός για να επιβιβαστείς. Μετά τις απαραίτητες διαβουλεύσεις με την έδρα τους οι οδηγοί μας ανακοίνωσαν ότι θα διανυκτερεύαμε στο λιμάνι περιμένοντας το επόμενο πρωί το ίδιο νηολόγιο. Στάθμευσαν το λεωφορείο δίπλα σε ένα φορτηγό με αγελάδες. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι συμπατριώτες μας δεν πτοήθηκαν και κοιμήθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο, δυστυχώς βγάζοντας τα παπούτσια τους. Για όσους από εμάς η συσσωρευμένη δυσοσμία ήταν δυσβάσταχτη μαζευτήκαμε κάτω από τα αστέρια σε μια προσπάθεια να διακωμωδήσουμε την κατάσταση. Δεν υπήρχε κανένα υπόστεγο ή τουαλέτα, καθότι οι στεγασμένοι κοινόχρηστοι χώροι του λιμανιού ήταν όλοι κλειδωμένοι. Όταν έπιασε μια καταιγίδα εμείς απλώς βραχήκαμε. Έδειχνα πλέον μια απάθεια στα χτυπήματα της μοίρας. Το πεπρωμένο μου είχε ξεφύγει από τα χέρια μου. Γύρισα και το άλλο μάγουλο. Αν το ένα είχε δεχτεί τρία χτυπήματα, στο άλλο προσγειώθηκαν δυο. Ίσως να ήταν και περισσότερα, είχα χάσει το λογαριασμό. Για ένα ήμουν σίγουρος, θα υπήρχε και συνεχεία. Χάρη στην φιλοζωία μου και την σατιρική ευφράδεια μου είχα αποκτήσει σχέσεις φίλιας και με τον γάτο και με το αφεντικό του. Μελαχρινή, με γλυκά χαρακτηριστικά, που αντικατοπτριζόταν και στην συμπεριφορά της. Δεν είναι η γυναίκα που σε συνεπαίρνει για να θελήσεις οπωσδήποτε μια νύκτα μαζί της, αλλά θα μπορούσες άνετα να περάσεις μια ζωή δίπλα της. Ήταν προφανής μια αμοιβαία συμπάθεια. Ο γάτος της ήταν η πιο καθαρή ύπαρξη μέσα στο λιμάνι. Παράφρασα το ρητό για την σκυλίσια ζωή.
Χαζεύαμε την ανατολή, όταν αποφασίσαμε να επισκεφθούμε την πόλη. Τώρα πια κάποιο μπαρ για καφέ και πρωινό θα είχε ανοίξει. Περιπλανηθήκαμε άσκοπα στους κεντρικούς δρόμους για να περάσουμε την ώρα μας. Μόλις βρήκαμε ανοικτό μαγαζί ορμήσαμε όλοι μαζί μέσα. Τα χρήματα μου έφταναν μόνο για ένα καφέ και ένα κρουασάν. Το μικρό πόσο που υπολειπόταν χρησίμευσε για να τηλεφωνήσω σπίτι, να ξέρουν τι να περιμένουν. Υπήρχε μια συναδελφικότητα, μια συσπείρωση που απάλυνε την προσμονή. Όλοι είχαν περιγράψει τον εαυτό τους στους άλλους. Μετά από τόσες ώρες έμοιαζε σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια. Κάποια ώρα το πρωί, αποφάσισα να κάνω το καίριο τηλεφώνημα. «Έλα, μαμά, είμαι καλά, ερχομ…» Να πάρει ευχή μίλησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν ξέρω αν με κατάλαβε κιόλας. Τώρα πια είχα μόνο χρήματα της γενέτειρας μου. Από της θετής πατρίδας είχα στερέψει. Ένιωθα βρώμικος όσο ποτέ άλλοτε στην ζωή μου. Αισθανόμουν την σκόνη να έχει κατακαθίσει επάνω μου. Δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ πως ήμουν και αυτό με παρηγορούσε. Συνεχίσαμε τις βόλτες, οι οποίες για να μην απομακρυνθούμε πολύ από το λιμάνι, καθότι δεν ξέραμε ακριβώς ποτέ θα φεύγαμε, έμοιαζαν από ένα σημείο και μετά με περιπολίες. Άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα πλοία. Καθένα ήταν και μια χαμένη ευκαιρία για εμάς. Κοιτούσα το πόθο μου κατάματα, αλλά δεν περνούσε τίποτε από το χέρι μου για να τον ικανοποιήσω. Αν η προσμονή μεγαλώνει την ευχαρίστηση, αυτό το ταξίδι εξελίχτηκε σε σαδομαζοχιστικό όργιο. Τώρα πια ορισμένα από αυτά ξανασάλπαραν για πίσω.
Κάποια ώρα αργά το απόγευμα φάνηκε καπνός πολύς. Δεν διακρινόταν το πλοίο ακόμη. Πλησίαζε πολύ αργά. Όταν τελικά κατάφερε να μπει στο λιμάνι αντικρίσαμε το αντικείμενο της υπομονής μας. Ήταν το χειρότερο καράβι που είχαμε δει σε κάτι από λιγότερο μια ημέρα στην προκυμαία. Έμοιαζε και ήταν φορτηγό που είχε μεταποιηθεί σε οχηματοφορο. Οι σκάλες επιβίβασης των επιβατών ήταν πίσω και εξωτερικά. Φαινόταν να αποτελείται πιο πολύ από σκουριά παρά από σιδερό. Θεοί του Ολύμπου αυτό είναι εμπαιγμός, σκεφτόμουν. Κάποιο αστείο μας σκάρωσε ο Απόλλωνας με τον Διόνυσο. Αν συνωμοτήσει και ο Ποσειδώνας την κάτσαμε την βάρκα. Ας βρει κάποιος την Ιφιγένεια να την σφάξουμε και να ξεκινήσουμε επιτέλους, με κάποιο πλοίο που μπορεί να μας πάει απέναντι. Ο γάτος συμμεριζόταν πλέον την άποψη μου. Είχε εξαντληθεί και η δική του υπομονή. Η Μαρία , η κύρια του, είχε κρατήσει την σπίθα της αισιοδοξίας αναμμένη, ευελπιστώντας ότι ο σκυλοπνίχτης θα μας πήγαινε στην απέναντι όχθη. Επικαλέστηκα οποίον γνωστό θεό είχα στις δυο θρησκείες που ως επί το πλείστον χάραξαν την μνήμη της χώρας μου. Τώρα σειρά ήταν του Άγιου Νικολάου.
Τα δείνα είχαν εισέλθει μαζί μας στο κατάστρωμα, όπου ανακαλύψαμε ότι δεν δικαιούμασταν θέσης εις την τουριστική, πόσο μάλλον στις υπόλοιπες, παρά μόνο αν υπήρχαν κενές. Δυστυχώς μαζί μας ταξίδευε όλο το προλεταριάτο που εργαζόταν στο εξωτερικό και επέστρεφε από τις βιομηχανίες του βορρά στις νότιες πατρίδες. Το πρώτο κατάστρωμα είχε κατακλυστεί από τους ανατολικότερους γείτονες μας. Έπρεπε να βρούμε κάποιο μέρος να βολευτούμε για να κοιμηθούμε το βράδυ. Χωριστήκαμε. Έμεινα, καθόλου τυχαία, μαζί με την Μαρία και τον γάτο. Με είχε ανάγκη το καημένο το ζωντανό. Μετά από πολλές προσπάθειες βρήκαμε τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες σε ένα διάδρομο στο πάνω κατάστρωμα, έξω από τις καμπινές μερικών συμπατριωτών μας, που μας λυπήθηκαν και έδωσαν τις κουβέρτες τους για να τις στρώσουμε να κοιμηθούμε. Μέσα σε αυτό το χείμαρρο καλοτυχίας και χάρη στον ιπποτισμό μου, είχαμε μια κουβέρτα λιγότερη, την οποία παραχώρησα στην Μαρία. Ξάπλωσα στην μοκέτα και με προσκεφάλι τον τοίχο λαγοκοιμήθηκα λιγότερο από δυο ώρες. Είδα την δεύτερη συνεχόμενη ανατολή στο κατάστρωμα μεσοπέλαγα. Το αλάτι είχε αρχίσει να επικάθεται πάνω στα αλλεπάλληλα στρωματά βρώμας που είχα ήδη αποκτήσει. Ένιωθα έτσι τη ισχυροποίηση του προστατευτικού αυτού περιβλήματος από την ηλιακή ακτινοβολία. Συνήθως δεν χρησιμοποιώ αντηλιακό. Αυτό ήταν το ισχυρότερο όλων. Νόμιζα ότι φορούσα πανοπλία. Ένιωθα τα γενιά μου να με τσιμπάνε. Αναρωτιόμουν τι μου έβρισκε η Μαρία, αλλά δεν τόλμησα να την ρωτήσω.
Το πλοίο σταμάτησε χωρίς προφανή λόγο σε ένα νησί που δεν προβλεπόταν κάνοντας κύκλο γύρω από ένα άλλο. Άλλη μια καθυστέρηση δυο ωρών. Ένιωθα σαν την κοπέλα στο Ψύχω, η μια μαχαιριά πίσω από την άλλη καρφωνόταν στην πλάτη μου. Μόνο που δεν ούρλιαζα. Σαν τον φοίνικα ξαναγεννιόμουν μέσα από τις στάχτες, και ξαναζούσα τις ατυχίες σαν ανεξάρτητα περιστατικά. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Νόμιζα ότι ήμουν συνεχώς σε ταξίδι. Ότι αυτή ήταν η ζωή μου. Δεν έβλεπα τέλος, ούτε έλπιζα σε αυτό. Αγνοούσα την πεινά μου, την βρωμά μου, τις φυσικές μου ανάγκες που δεν μπορούσα να ικανοποιήσω. Οι τουαλέτες του πλοίου ήταν σαν άτλαντας μικροβιολογίας. Ότι δεν με απασχολούσε δεν υπήρχε. Μοιρολάτρης στο έπακρο, υπέμενα τον ήλιο. Το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στο άπειρο. Αγνάντευε τον ορίζοντα. Όλη μου η ζωή ήταν ο βόμβος των μηχανών, η γραμμή που ανεβοκατέβαινε μπροστά μου και το τρίχωμα του γάτου που χάιδευα. Τώρα πια δεν είχαμε κουράγιο να αρθρώσουμε κουβέντα.
Απρόσμενα φτάσαμε στο λιμάνι μας. Δεν είχε σημασία πια πόση ώρα είχε περάσει. Τώρα είχα λεφτά και αυτό που με ένοιαζε ήταν να φάω επιτέλους. Δεν σταματήσαμε μέσα στην πόλη, παρά μόνο σε ένα καφενείο έξω από αυτή. Το μόνο που είχε να μας δώσει ήταν παγωτό. Μετά από αυτό οι τάσεις αυτοκτονίας αυξήθηκαν κατακόρυφα ανάμεσα στους συνοδοιπόρους μου. Κατανάλωσα ένα παγωτό με μόνο αποτέλεσμα να ξυπνήσω το τέρας που κοιμόταν μέσα μου. Ο δρόμος έγινε στενός, με πολλές αλλαγές κλίσεων και απότομες στροφές. Το σωματικό μου κενό, που παλινδρομούσε μέσα στο στομάχι μου, ενίσχυε το ψυχολογικό του αντίστοιχο. Θέλοντας να καταπνίξω και τα δυο, αποφάσισα να ικανοποιήσω μια τρίτη ανάγκη, που τώρα πια έγινε επιτακτική. Αυτή του ύπνου. Τρεις ώρες αργότερα ξύπνησα με ένα κεφάλι βαρύ, σαν μολυβί, όπου ούτε οι προσπάθειες της Μαρίας δεν απέδιδαν να αποσπάσουν την προσοχή μου από την πεινά μου. Σαν αποτέλεσμα παρέσυρα όλο το λεωφορείο σε αναφορά γαστρονομικών εδεσμάτων. Σταματήσαμε σε μια ενδιάμεση πόλη, όπου τελικά κατευνάσαμε τον διακαή μας πόθο. Έπειτα το ταξίδι ήταν απρόσμενα ήσυχο. Όταν επιτέλους μπήκαμε στην πόλη μας αρχίσαμε να κοιταζόμαστε σαν τους εραστές που είναι έτοιμοι να χωρίσουν μετά από ένα βράδυ μαζί. Περισσότερο εγώ με την Μαρία. Λίγο πριν κατεβούμε αλλάξαμε τηλέφωνα και διευθύνσεις. «Μην χαθείς» μου είπε. «Μπορεί να ήταν χάλια το ταξίδι, αλλά ακριβώς για αυτό δεν θα χαθώ. Ήσουν βροχή στην έρημο των τελευταίων πέντε ημερών». Οι γονείς έξω από το λεωφορείο έκαναν σαν τρελοί από την αγωνιά, Αλήθεια πώς να ήμουν μετά από … εξηνταπέντε ώρες στο δρόμο. Έψαχνα τον πατέρα μου μέσα από το τζαμί του λεωφορείου. Κοιτούσε και αυτός προσπαθώντας να με διακρίνει. Τον είδα, κατέβηκα και πήγα προς το μέρος του, πριν ακόμη πάρω τις βαλίτσες. Ήμουν μπροστά του και δεν με είχε καταλάβει ακόμη. «Μπαμπά εγώ είμαι.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου