Βγήκε από το καφέ αφού τέλειωσε το πρωινό του. Φορούσε ένα τζιν, αθλητικά παπούτσια και ένα μακό μπλουζάκι. Κρατούσε ένα σακίδιο πλάτης λίγο μεγαλύτερο από το κανονικό. Έστριψε στην γωνιά της Τσιμισκη με την Άγιας Σοφίας. Μπήκε στην πολυκατοικία και ανέβηκε στον τελευταίο όροφο. Είχε μείνει μόνος στον ανελκυστήρα. Ύστερα κατέβηκε τις σκάλες μέχρι τον πέμπτο. Φόρεσε τα ρούχα της δουλειάς και χτύπησε το κουδούνι του γραφείου. Είπε ότι ερχόταν για ένα αντίγραφο συμβολαίου και όταν πέρασε μέσα άνοιξε τον σάκο του έβγαλε το όπλο με τον σιγαστήρα και πριν προλάβει να σχηματιστεί η έκπληξη και ο τρόμος στα πρόσωπα των θυμάτων του αποχαιρέτησαν τον κόσμο αυτό.
Κατέβηκε με τις σκάλες στον τέταρτο. Μπήκε στον ανελκυστήρα και πάτησε ισόγειο. Βγήκε στην πρωινή κίνηση και πήγε λίγα μέτρα παρακάτω να πιει τον δεύτερο του καφέ. Πήρε εφημερίδα και διάβασε, μετά το πρωτοσέλιδο, το πρόγραμμα της τηλεόρασης και τα αθλητικά. Στις κηδείες της επόμενης ημέρας είχε συνεισφέρει μόλις πριν από λίγο. Πλήρωσε και απέφυγε κάθε οικειότητα με το προσωπικό. Πήρε το πρώτο λεωφορείο που περνούσε και έφυγε προς τα ανατολικά της πόλης. Κατέβηκε στην πάνω πλευρά του Ιπποκράτειου, πέρασε την Παπαναστασίου και χώθηκε σε μια πολυκατοικία με γραφεία, οπού η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Μπήκε στο ασανσέρ και το σταμάτησε ανάμεσα στον δεύτερο και τον τρίτο. Άνοιξε τον σάκο, έβγαλε από μέσα μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών και μια άλλη που είχε όλο το περιεχόμενο του σάκου. Από εκείνη πήρε το όπλο και τον σιγαστήρα. Τα έλυσε και τα έβαλε σε μια χάρτινη σακούλα. Πήρε μια λίμα και έξυσε την κάνη ώστε να χαλάσουν οι αυλακώσεις. Πήρε λαδί και πανί και την καθάρισε. Την έβαλε σε μια σακούλα μαζί με ένα μέρος από τα κομμάτια του όπλου. Ύστερα πήρε τον σιγαστήρα και τα υπόλοιπα κομμάτια και τα έβαλε σε άλλη σακούλα.
Τα γάντια, το μαύρο φούτερ, τα αθλητικά παπούτσια, το φιλέ που συγκρατούσε τα μαλλιά του, τα πανιά του όπλου και το λαδί, τα χώρισε σε άλλες δυο σακούλες. Άλλαξε ρούχα με αλλά καινούργια και πάτησε το ισόγειο. Κανείς δεν τον είχε ενοχλήσει. Πήρε την Παπαναστασίου με κατεύθυνση Χαριλάου και σταμάτησε σε ένα κάδο και έριξε την μια σακούλα με τα ρούχα στα σκουπίδια. Λίγα μέτρα μετά πήγε στην Παπάφη και πέταξε την άλλη σακούλα με τα ρούχα. Αργότερα ανέβηκε προς Τούμπα και μπήκε στο σπίτι του. Πήρε δυο χαρτοκιβώτια με αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικών και μπύρας και τα έριξε μέσα στις σακούλες με τα εξαρτήματα των οπλών. Πήρε το λεωφορείο και πήγε στην Ν. Ελβετία οπού βρήκε σε μια μάντρα ένα παράνομο χυτήριο που ανακύκλωνε αλουμίνιο και έδωσε τις δυο σακούλες. Έπιασε την κουβέντα με τον άνθρωπο που δούλευε εκεί σχετικά με τα αθλητικά και μετά από λίγο είδε τις αποδείξεις του εγκλήματος του να εξαφανίζονται.
Με το επόμενο λεωφορείο πήγε στα μνήματα, αγόρασε λουλούδια και περπάτησε μέχρι τον τάφο της. Καθάρισε, πότισε, άναψε το καντηλάκι και κάθισε στο πεζούλι με το κεφάλι ανάμεσα στα χεριά για να κλάψει, αλλά δεν μπορούσε. Εκδικήθηκα σκέφτηκε, αλλά σκότωσα πολλά περισσότερα από δυο ανθρώπους. Μετά από ώρα γύρισε στο σπίτι του και έκανε μπάνιο. Βγαίνοντας άκουσε το τηλέφωνο. Το σήκωσε και ήταν από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον καλημέρισε και του έδωσε τον επικεφαλής. Ο αστυνόμος του εξήγησε ότι ο δικηγόρος που είχε αθωώσει τον βιαστή και δολοφόνο της γυναικάς του ήταν νεκρός, όπως και η γραμματέας του. Συνέβη εκείνο το πρωινό και από συναδελφική αλληλεγγύη τον πήραν να τον ειδοποιήσουν. Τους ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον. Λυπήθηκε που πέθαναν δυο άτομα, όσο προκλητικοί και εάν ήταν και κλείνοντας το τηλέφωνο ξεκίνησε για να πάει στην δουλειά του. Πήρε την μηχανή του και σταμάτησε στο Αστυνομικό Τμήμα της Χαριλάου.
Έξι μήνες πριν ο βιαστής είχε βρεθεί βάρια τραυματισμένος σε ένα τροχαίο που τον άφησε φυτό. Ο δράστης δεν είχε βρεθεί ποτέ. Στο δικαστήριο η σύζυγος του είχε παρουσιαστεί ως προκλητική και υπό την επήρεια μέθης. Υποστήριξαν ότι είχε συναινέσει και ότι δεν υπήρχαν επαρκή ίχνη βιασμού, καθότι είχαν επιδοθεί σε σαδομαζοχιστικά παιχνίδια και δεν μπορούσαν να κρίνουν. Δεν βρέθηκε καμία παράξενη ουσία στο αίμα της. Ακόμη και ο φόνος παρέμενε ανεξιχνίαστος, καθότι δεν γνωρίζουν που έγινε και δεν βρέθηκε το όπλο ποτέ. Τώρα η υπόθεση είχε κλείσει και όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν σε άλλο κόσμο. Μια εκκρεμότητα είχε απομείνει. Αποφάσισε να γίνει η εκταφή της συζύγου του. Δεν θα παρέτεινε την διάρκεια της ταφής της. Ήθελε να σβηστεί κάθε δεσμός με αυτή την ιστορία.
Είχε ζητήσει μετάθεση σε άλλη πόλη και μια μέρα που τον φώναξαν να πάει στον διοικητή είχε το προαίσθημα ότι θα γινόταν δεκτό. Ικανοποιήθηκε εν μέρει καθότι θα πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα της Καλαμαριάς. Έψαξε και βρήκε ένα σπίτι κοντά στην νέα του δουλειά και ενοικιαστή για το δικό του. Στο τέλος της εβδομάδας άρχιζε η αδεία του και θα μετακόμιζε. Συνάντησε τους συναδέλφους του στα γραφεία τους, αντάλλαξαν χαιρετισμούς και πειράγματα. Έφυγε βιαστικά για την τουαλέτα οπού έκανε έμετο. Πλύθηκε, έβγαλε μια τσίχλα και ξαναγύρισε ανάμεσα τους. Τον μόνο που δεν ήθελε για παρέα εκείνη την ημέρα ήταν ο Γιώργος της Ασφάλειας. Ήταν το τσιράκι του διοικητή και έκανε συνεχώς ερωτήσεις. Προετοίμαζε το έδαφος για τις μίζες από τα μαγαζιά και περνούσαν άλλοι και εισέπρατταν.
Παλιά έβαζαν αυτοί τις ταρίφες, ενώ τώρα με την κρίση έπαιρναν ότι έβρισκαν. Ο Γιώργος είχε καλές σχέσεις με όλες τις πουτανες. Εάν ήθελε κάποιος να τον γαληνέψει του έταζε μια και τέλειωνε. Αυτές και τα ουίσκι του πάσχιζε να εξασφαλίσει. Έτρωγε σπανία και μόνο γύρους, άσχετα που τον πείραζαν στο στομάχι. Μόνιμος είχε Άσσο άφιλτρο στο στόμα και καφέ στο ποτήρι, αλλά το βραδύ έκανε και κάνα τσιγαράκι χωρίς καπνό πριν το ύπνο, να σβήσει τη μέρα του. Κοιμόταν λίγο, για αυτό συμπλήρωνε στο αυτοκίνητο όταν σταματούσαν. Πέρασαν από το καφενείο που σύχναζε ο Γιώργος για τον δωρεάν καφέ του μπάτσου. Πλησίασαν ένα τραπέζι με γνωστούς του και κάθισαν να μελετήσουν το στοίχημα όλοι μαζί. Άφησε ο Γιώργος ένα δελτίο σε ένα φίλο του και κάτι λεφτά για να παίξουν μαζί. Πέρασε από το Προπό δίπλα και χαιρέτησε. Μέσα ήταν ήδη μαζεμένοι κάτι συνταξιούχοι που έχαναν τα χρήματα τους στο ΚΙΝΟ.
Σταμάτησαν στο φανάρι της Βούλγαρη με την Νέα Εγνατία ,έξω από την εκκλησία, και έπιασαν κουβέντα με τους συναδέλφους τους μοτοσικλετιστές. Σταμάτησε το λεωφορείο στο τέρμα και όταν πήγαν οι τελευταίοι να πιάσουν έναν που έκανε φασαρία για το εισιτήριο που δεν είχε πληρώσει και τον τσάκωσε ο ελεγκτής έφυγαν προς την Νομαρχία και έκοβαν βόλτες γύρω από την Δελφών, στα έργα του Μετρό. Γυρνώντας προς τα πίσω σταμάτησαν στο πάρκο της Κρήτης. Μπήκε ο Γιώργος σε μια ταβέρνα και ο άλλος πήγε στο περίπτερο να δει τα περιοδικά αυτοκίνητου. Δεν πρόλαβε όμως καθώς σύντομα ο Γιώργος βγήκε από το μαγαζί και βλέποντας το πρόσωπο του τύπου πίσω του καταλάβαινες ότι η διαπραγμάτευση δεν είχε πάει καλά. Περπάτησαν ως την πυροσβεστική να δουν κάτι γνωστούς και να πάρουν αντίγραφο μιας έκθεσης προτού σταλεί επίσημα σχετικά με μια φωτιά σε μπαρ της περιοχής τους. Έπιασαν την Μπότσαρη και σταμάτησαν στην Σόλωνος. Κοντά σε ένα πάρκο της περιοχής έχει ένα μπαρ που παίζεται παράνομος τζόγος με μεγάλα πόσα. Μπήκαν και τα βλήματα στραφήκαν ξαφνιασμένα και ανήσυχα πάνω τους. Όταν κατάλαβαν ότι ήταν ο Γιώργος ένιωσαν μια ανακούφιση. Είπε τα δικά του με τον μπάρμαν και αφού ήπιαν μόνο νερό έφυγαν.
Ήρθε σήμα ότι έγινε μια ληστεία στην Μάρτιου με Κωνσταντινουπόλεως. Το τηλέφωνο είχε γίνει από ένα συνεργείο αυτοκίνητων. Βρήκαν τον υπεύθυνο εκεί και τους περιέγραψε ότι ήταν δυο. Είχαν μπει στην διπλανή οικοδομή. Μετά ο ένας έφυγε και πήγε απέναντι για τσίλιες στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο. Είχαν έρθει και οι άλλοι συνάδελφοι τους με τις μηχανές από την Βούλγαρη. Είχαν προλάβει να στείλουν τον ταραξία που είχε ηρεμήσει και τον ελεγκτή του λεωφορείου στην Μπότσαρη στα γραφεία του ΟΑΣΘ. Αυτοί πήγαν και έπιασαν τον τσιλιαδόρο και οι δυο αστυνομικοί από το αυτοκίνητο ανέβηκαν ο ένας με τον ανελκυστήρα και ο άλλος με τις σκάλες στον τρίτο που βρισκόταν το διαμέρισμα οπού γινόταν η κλοπή. Βγήκε και έπεσε πάνω τους ο ληστής με τις σακούλες με τα κλοπιμαία. Κρατούσε μαχαίρι, αλλά σε αυτό το παιχνίδι κερδίζει το όπλο. Φώναξαν και τους υπόλοιπους με τον τσιλιαδόρο και μπήκαν όλοι στο διαμέρισμα. Αφού ήταν όλοι γνωστοί, κλέφτες και αστυνόμοι, οι ένοχοι μπήκαν στην μέση και αποδόθηκε δικαιοσύνη. Αυτή που τα δικαστήρια αδυνατούν να αποδώσουν.
Τους έβγαλαν χωρίς χειροπέδες και όταν ο άνθρωπος από το συνεργείο ήρθε για να δει τι συνέβαινε αναρωτήθηκε τι θα γίνει με αυτούς. Ο Γιώργος του απάντησε, με αυτό το ύφος διασταύρωση Ρόμπερτ Μητσαμ με Χατζηχρήστο που διαθέτει, ότι ήταν να γίνει έγινε. Μπήκαν ξανά στο αυτοκίνητο και κίνησαν προς Παπάφη και έστριψαν προς τον Κήπο του Καλού. Σταμάτησαν για να δούνε ένα κρυφό σπίτι. Μια κυρία δούλευε κατ’ οίκον και έχοντας αυτή την πληροφορία από γνωστό του την έκανε πασά στον Γιώργο για να πάψει με τις ερωτήσεις και να σβήσει την γκριμάτσα της δυσφορίας που είχε από τις μονολεκτικές απαντήσεις του. Έδωσαν ραντεβού σε μια ώρα και καθότι βαριόταν να γυρνά με το αυτοκίνητο βγήκε στην Αναξιμένους για μπουγάτσα και αγόρασε ένα περιοδικό για μοτοσυκλέτες, περιμένοντας τον Γιώργο να τελειώσει.
Τους πήραν τηλέφωνο να γυρίσουν στο τμήμα δεν μπορούσε όμως να διακόψει τώρα τον Γιώργο. Ήταν σαν ατμομηχανή. Εάν τον ήθελες σταματημένο δεν έπρεπε να τον βάλεις μπροστά. Τώρα θα έκανε την μια ώρα που συμφωνήσαν και ένα ακαδημαϊκό τέταρτο τουλάχιστον για να τελειώσει ο ατμός του. Γύρισε στο περιοδικό και παρήγγειλε και ένα φραπέ. Έστειλε μήνυμα στο κινητό του Γιώργου. Μετά από δυο ώρες γύρισαν στο τμήμα. Ο υποδιοικητής είχε γενέθλια και θα πήγαιναν έξω να το γιορτάσουν στο τέλος της βάρδιας που πλησίαζε. Πήγαν στην Αναξίμανδρου και στρώθηκαν στα ψητά. Τυφλά στο μεθύσι άφησε την μηχανή και αποφάσισε να γυρίσει με τα πόδια πίσω. Την ώρα που περνούσε απέναντι την Μάρτιου στο ύψος της Παπάφη ένα αυτοκίνητο παραβίασε το στοπ και τον παρέσυρε. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο και να τον πάει στο 421 ΣΝ εξέπνευσε.
Η μητέρα του και ο μικρός του αδελφός ήταν σαν χαμένοι στην κηδεία. Είχαν καταπιεί ότι φάρμακο υπήρχε σε ηρεμιστικό. Η νύφη του αποθανόντος ήταν έγκυος και παρ’ όλα αυτά είχε αναλάβει όλες τις ετοιμασίες της κηδείας. Ο πατέρας τους είχε φύγει νωρίτερα και τώρα η μοίρα έπαιρνε από την μητέρα ένα ακόμη άνδρα που είχε περάσει από την αγκαλιά της. Οι συνάδελφοι του είχαν έρθει και φαινόταν και στους ίδιους απίστευτο ότι λίγες ώρες πριν τα έπιναν. Μπορεί να ήταν λιγομίλητος, αλλά ήταν αγαπητός. Ο Γιώργος είχε σοκαριστεί τόσο πολύ που ξαναγύρισε στο σπίτι στον Κήπο του Καλού με όλο το μαύρο που είχε για να το καπνίσει. Ειδοποίησε την κυρία που τον περίμενε ότι για εκείνη την ημέρα ήταν κλειστά και ότι ραντεβού είχε έπρεπε να τα ακυρώσει.
Μερικές εβδομάδες αργότερα έφυγε και ένας υπερήλικας θείος του εκλείποντας αστυνομικού. Η εγκυμονούσα δεν μπορούσε άλλο αυτή την ταλαιπωρεί και έτσι πήγαν μόνο η μητέρα με τον μικρό γιο. Ο θείος αυτός είχε αρκετά προβλήματα υγείας και ζούσε τα τελευταία χρονιά μπαινοβγαίνοντας στα νοσοκομεία. Πάντα όμως κατάφερνε να ξεφεύγει από τον θάνατο, ακόμη και τότε που οι γιατροί είχαν ειδοποιήσει όλους τους συγγενείς ότι ήταν ζήτημα μερικών ημερών. Στην κηδεία ο πάπας ήταν φίλος του εκλιπόντος και αφού τέλειωσε τους ψαλμούς θέλησε να πει δυο λόγια. Αναφέρθηκε στο πόσο καλός άνθρωπος και φίλος υπήρξε και καταλήγοντας είπε ότι οι καλοί φεύγουν πρώτοι. Παρά το πένθος και καθότι οι περισσότεροι συγγενείς είχαν παραστεί και στις δυο κηδείες, το γέλιο βγήκε αβίαστο και κράτησε μέχρι και την ταφή του θείου που έτσι κατάφερε να απαλύνει τον πόνο της οικογενείας.
Τον επόμενο μήνα γέννησε η σύζυγος του εναπομείναντος αδελφού ένα αγοράκι και του έδωσαν το όνομα του αδικοχαμένου Μιχαήλ. Ξαναβρεθήκαν οι συγγενείς στο νοσοκομείο και μονολογούσαν για τα παιχνίδια της ζωής. Ο Πέτρος αδελφός και τώρα πια πατέρας του Μιχάλη, ήταν υπάλληλος γραφείου σε μια εταιρεία. Αφού γύρισε από την αδεία του μετά την γεννά του ανακοίνωσαν ότι δυστυχώς λόγω της κρίσης θα έπρεπε να τον απολύσουν. Η σύζυγος του ήταν συμβασιούχος και για αυτό δεν είχε δικαίωμα σε αδεία. Έτσι πήγαινε στην δουλειά κάθε μέρα και αναγκάστηκε να ξαναρχίσει τα ιδιαίτερα μαθήματα για να μπορούν να τα βγάζουν πέρα. Η μητέρα του Πέτρου ξενοίκιασε το σπίτι της και ήρθε να μείνει μαζί τους για να προσέχει το παιδί και να συνεισφέρει με την σύνταξη της. Ο Πέτρος που δεν άντεχε την μητέρα του ανάμεσα στα πόδια του όλη μέρα αποφάσισε να μένει διαρκώς εκτός σπιτιού. Πήγε να βρει δουλειά, αλλά ματαία. Μέχρι να επιτύχει κάτι απασχολούταν στο καφενείο ενός παλιού συμμαθητή του, χωρίς μισθό, μόνο από τα φιλοδωρήματα και αυτό μόνο τις μέρες που είχε αγώνες και μαζευόταν κόσμος. Τις υπόλοιπες απλώς δεν πλήρωνε τον καφέ του.
Εκεί άρχισε να παίζει χαρτιά και αφού έπεισε τον συμμαθητή του να βάλει ένα μηχανάκι από φρούτακια σε ένα καμαράκι, έπιασε και κάποιο παλιό συνάδελφο του αδελφό του που γνώριζε για προστασία. Άρχισε να βγάζει κάποια λεφτά από τα φρούτακια και όταν ξεχρέωσε το πρώτο μηχάνημα, πηρέ και δεύτερο. Κέρδιζε περισσότερα, αλλά χαρτοπαίζοντας τα έχανε πριν προλάβει να βγει από το μαγαζί. Ο φίλος του βλέποντας τον τζίρο που μεγάλωνε έβαλε δυο αλάνια να του τρώνε τα λεφτά στα χαρτιά. Ο ένας καθόταν πάντα απέναντι από τον άλλο και στρώναμε ή χαλούσαν τα χαρτιά κατά το δοκούν. Κάθε Παρασκευή τον αφήναν να κερδίζει για να μπορεί να βάλει χρήματα στα φρούτακια και κάθε Δευτέρα ήταν απένταρος γιατί πλήρωνε ο μαγαζάτορας τους προμηθευτές του. Ένας από τους δυο τζογαδόρους του έκανε κουβέντα για την γυναικά του, αλλά ο Πέτρος που δεν ήταν και τόσο ηλίθιος έβαλε τον μπάτσο που του προσέφερε προστασία να μεσολαβήσει. Τον άφησαν κοντά ένα μήνα ήσυχο. Έβγαλε κάποια λεφτά ακόμη και βρήκε μια δουλειά σαν λογιστής σε εταιρεία.
Πούλησε τα φρούτακια στον παλιό του φίλο. Μετά από δυο μήνες έκανε ανώνυμη καταγγελία στην εφορία και πλάκωσαν για έλεγχο στο καφενείο. Έπεσαν τα πρόστιμα και τα λάδια για να μειωθούν, αλλά μόλις άρχισε να ξεπληρώνει τις δόσεις ο συμμαθητής του, ο μπάτσος που είδε την προμήθεια του να πέφτει και τον γνωστό του να μην είναι αναμεμειγμένος μπούκαρε και το έκλεισε το μαγαζί. Άφησε τον ΟΑΕΕ απλήρωτο, άφησε ένα διακανονισμό με το ΙΚΑ απλήρωτο, βγήκε το μισό δημόσιο να τον κυνηγά τον καφετζή καταφερτζή, οπότε αυτός πηρέ ένα φίλο του νταλικέρη και στο επόμενο του ταξείδι έφυγε Γερμάνια, οπού είχε συγγενείς και έπιασε δουλειά σε τοπικό καφενείο – κρυφό καζίνο.
Η μητέρα του Πέτρου καταγινόταν με τα εκκλησιαστικά από τότε που πέθανε ο σύζυγος της και από τον κύκλο αυτό βρήκε δουλειά στον γιο της. Δεν του το είπε ποτέ. Ο παππάς της ενορίας που είχε μεσολαβήσει πολύ τις χάρηκε τις μηλόπιτες της. Της είχε κάνει και άλλη μια χάρη παλαιοτέρα με το αζημίωτο. Ο άνδρας της είχε μια έκταση στο χωριό του που την διεκδικούσε από χρησικτησία. Ο παππάς είχε μεσολαβήσει στον μητροπολίτη της περιοχής και αυτός κανόνισε τα διαδικαστικά να γίνουν εσπευσμένα και γράφηκε ο τίτλος σε αυτούς με αντάλλαγμα να πάει ο άνδρας της, που ήταν οικοδόμος, με το συνεργείο του να βοηθήσει στην ανακαίνιση ενός μοναστηρίου του τάγματος. Ο Πέτρος που την ήξερε αυτή την ιστορία κατάλαβε ότι κάπου είχε βάλει η μάνα του το χέρι της και σκέφτηκε να αρχίσει να συχνάζει και αυτός στην εκκλησία.
Εκμεταλλευμένος τις οικογενειακές γνωριμίες, όταν λίγο καιρό μετά διαγνώστηκε καρκίνος στον λογιστή μιας γειτονικής μητρόπολης, που όμως εκκλησιαζόταν μαζί τους, ανέλαβε στην θέση του και παραιτήθηκε από τη δουλειά, αφού πρώτα τους συνέστησε με την σύμφωνη γνώμη του παππά ένα άλλο μέλος της ενορίας. Τα παλιά του αφεντικά κράτησαν επαφές μαζί του λόγω της θέσης που ανέλαβε, παρότι δεν τους άρεζε που αναγκάζονταν να αλλάζουν λογιστή τόσο συχνά. Η εταιρεία τους εμπορεύονταν τρόφιμα και με τις δωρεές που έκαναν στην εκκλησία και τα παρακλάδια της άνοιγαν δουλειές. Ήρθαν σε συμφωνία με τον Πέτρο και του έδωσαν και μια προμήθεια επί των πωλήσεων. Είδε αυτός τους ορίζοντες που ανοίγονται και άνοιξε γραφείο με ασφάλειες στο όνομα της γυναικάς του. Το εκκλησίασμα της ενορίας σύντομα μετατράπηκε σε πελάτες.
Μια μέρα τον πλησίασε ένας ξάδελφος του και του ζήτησε μια χορηγία για ομάδα γυμναστικής που ήταν έφορος. Ο γιος του Πέτρου ήθελε να μάθει ποδόσφαιρο για αυτό τον ρώτησε εάν είχαν το αντίστοιχο τμήμα. Του απάντησε θετικά, καθότι αυτό ήταν το τμήμα που έτρεφε τα αλλά κατά κάποιο τρόπο. Βγήκαν μερικές φόρες ακόμη και τα έλεγαν, προσπαθώντας ο Πέτρος να εκμαιεύσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα στον αθλητισμό. Ανέλαβε έφορος στην γυμναστική και έκανε έφορο τον ξάδελφο του στο ποδόσφαιρο. Στις επόμενες αρχαιρεσίες βγήκε πρόεδρος του συλλόγου. Έβαζε τα παιδιά από την ρυθμική να κατεβαίνουν με δυο εβδομάδες προπόνηση στο τραμπολινο για να φαίνεται ότι έχουν αθλητές και να δικαιούνται ψήφους στις εκλογές, καθότι ολυμπιακό άθλημα, τσέπωνε επιχορηγήσεις, έκλεινε συμφωνίες με προπονητές και τους έτρωγε λεφτά και ένσημα, έπαιρνε τις συνδρομές από τους γονείς των παιδιών, έπαιρνε μίζες για όλες τις προμήθειες και τις εκδηλώσεις του συλλόγου και έδινε γιορτές, αναμνηστικά και ελπίδες. Προώθησε τον ανιψιό του στα κλιμάκια και κατάφερε να τον βάλει και στις εθνικές ομάδες παίδων, μήπως και σαν αναπληρωματικός πάρει κανένα μετάλλιο και βολευτεί πουθενά.
Κατανοώντας τα πολιτικά παιχνίδια μπήκε στο σύστημα ανταλλαγής ψήφων στις αρχαιρεσίες των ομοσπονδιών που είχε τμήματα η ομάδα του. Έδινε το ένα τμήμα στο ΠΑΣΟΚ, το άλλο στην ΝΔ, έδωσε και την πάλη στο ΚΚΕ και σκεπτόταν πώς να πολλαπλασιάσει τα τμήματα του. Βολιδοσκοπούσε τις εκλογές του Επαγγελματικού Επιμελητήριου ως εφαλτήριο για να κατέβει στις δημοτικές εκλογές. Ξαφνικά δέχτηκε ένα τηλέφωνο οπού του ανακοίνωσαν ότι θα τον έβαζαν στο ψηφοδέλτιο για τις ευρωεκλογές εάν μπορούσε να διευκολύνει το κόμμα με κάποιον χώρο για γραφεία στην περιοχή του και εάν βοηθούσε με ψήφους από την ομάδα και τα παρακλάδια της στον αθλητισμό. Ήξερε ότι τον ήθελαν σαν μαξιλαράκι για να κλείσουν το ψηφοδέλτιο, οπότε είπε να ρίξει άγκυρες και στο αντίπαλο πολίτικο δέος να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις τους. Βγήκε με έναν από τους πολιτικούς παρατρεχάμενους του πρώην πρωθυπουργού που τον είχε αφήσει πίσω στην εκλογική του περιφέρεια για να ζεσταίνει τον κόσμο με υποσχέσεις. Μεγάλη γλίτσα και ως δικηγόρος και ως πολίτικος.
Είχε πάρει τις πληροφορίες του ο Πέτρος από τους γνωστούς του στην Αστυνομία. Ομοφυλόφιλος, αλλά παντρεμένος με ένα παιδί, η γυναικά του με γκόμενο έναν μετανάστη και έναν αρχιτέκτονα. Αυτός είχε μια ερωτική φωλιά στο κέντρο από την άλλη μεριά του γραφείου του. Είχε πελάτες διαφόρους νταβατζήδες και έτσι δεν είχε πρόβλημα με τις ορέξεις του. Ήταν χωμένος στο παραδικαστικό σκάνδαλο, αλλά την γλύτωσε με τις πολιτικές του γνωριμίες. Την έφαγε την λάσπη ένας αντίπαλος του πρώην πρωθυπουργού από άλλον νομό. Είχε αναλάβει διαφορές αφανείς θέσεις σε διαφορές επιτροπές και είχε και θέση στο Πανεπιστήμιο. Στα δικαστήρια πήγαινε συχνά, στις αίθουσες, όμως σπανία, για εκεί είχε τους βοηθούς και συνεργάτες. Η σύζυγος του είναι συμβολαιογράφος και έχει πάρε δώσε με την εκκλησία.
Ο Πέτρος έπιασε τον επικεφαλής του διαφημιστικού γραφείου που συνεργαζόταν με την ομάδα του, καθότι ένα από τα μεγαλύτερα της πόλης, και του ζήτησε την συνεργασία του για τις επικείμενες εκλογές. Κατά αυτόν τον τρόπο δεν πήγε αδιάβαστος στο ραντεβού, είχε ένα μπούσουλα που θα έπρεπε να κινηθεί και σε πολίτικο και σε οικονομικό επίπεδο. Εκεί από αυτά που ειπώθηκαν συμπέρανε ότι το ποσό θα έφτανε στα διακόσια χιλιάρικα το λιγότερο. Όσο ανέβαινε τόσο θα ανέβαιναν και οι πιθανότητες. Εμμέσως πλην σαφώς του είχε γίνει κατανοητό ότι θα έπρεπε να συμπεριλάβει στο εξοδολόγιο του και διάφορα άτομα του σκοτεινού περιβάλλοντος του κόμματος που θα είχαν αφανή συμμέτοχη στην καμπάνια του. Την επομένη κανόνισε συνάντηση με τον Μητροπολίτη και του υποσχέθηκε χορηγίες για κάποια ιδρύματα με αντάλλαγμα την βοήθεια του στο πολιτικό του εγχείρημα. Ζήτησε μεγαλύτερες μίζες από όσους διευκόλυνε, αλλά λόγω κρίσης δεν βρήκε ανταπόκριση. Παρ’ όλα αυτά τους απέσπασε την συμμέτοχη τους στο κόστος της διαφήμισης, οπού ένα μέρος της θα υπερτιμολογούταν και θα κοβόταν στα στοιχειά τους. Οι ομιλίες που είχε κλείσει θα κοβόταν σαν γεύματα εργασίας στις εταιρείες και σαν επίδειξη προϊόντων. Κράτησε για τον εαυτό του το ποσό που χρειαζόταν για να περάσει τους ελέγχους των εκλογών.
Από εδώ και από εκεί κατάφερε να ρίξει το κόστος στα εκατό χιλιάρικα. Έβαλε την γυναίκα του να πουλήσει ένα οικόπεδο και καθώς δεν βρισκόταν αγοραστής σε σύντομο διάστημα, έκλεισε δάνειο με ενέχυρο το οικόπεδο από μια τράπεζα που συνεργαζόταν με την ενορία του, αφού πρώτα τους εκβίασε ότι τα χρήματα που έλεγχε θα άλλαζαν στέκι. Δεν είχε καμία διαβεβαίωση για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος, αλλά θα έπαιζε μέχρι τέλους. Σε συνεργασία με τον διαφημιστή κανόνισε που θα εμφανίζεται και τι θα λέει. Οι λόγοι του ερχόταν από Αθήνα, είχε δει την αρχική διεύθυνση από το e-mail. Δεν τον ένοιαζε να εντοπίσει την πηγή. Είχε πάρει τα πάνω του από τις δημοσκοπήσεις και άρχισαν να χρησιμοποιούν ότι τρόπο είχαν για να τις φουσκώσουν. Ενέκριναν τα ερωτηματολόγια που τους αφορούσαν, οι λήψεις δειγμάτων γίνονταν σε ημερομηνίες που τους συνέφερε μετά από εμφανίσεις του υποψήφιου. Έπιασαν τοπικά ραδιόφωνα και τύπο, ομάδες αθλητικές και κοινωνικές. Εκκλησιές και αγαθοεργίες. Εγκαίνια και κοινωνικές εκδηλώσεις. Ήταν ο μόνος πολίτικος που κατέβηκε σε απεργία για να μιλήσει. Αυτό και μονό του έδωσε την απαραίτητη ώθηση, παρά την επίθεση που δέχτηκε και δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα του. Είχε πάει βεβαία με τριάντα μπράβους, όχι φουσκωτούς για να μην χτυπούν στο μάτι. Ήταν πρώην στρατιωτικοί και ήταν το μεγαλύτερο έξοδο που είχε κάνει.
Μια εβδομάδα πριν τις εκλογές του τηλεφώνησε ο πολίτικος τοποτηρητής του πρώην πρωθυπουργού να του ασκήσει κριτική για την έλλειψη συνεργασίας που διαπιστώθηκε κατά την καμπάνια του ανάμεσα στους συνεργάτες του και τα όργανα του κόμματος. Κανόνισαν ένα ραντεβού για να μιλήσουν από κοντά. Εκεί παρουσίασε στον δικηγόρο όλες φωτογραφίες που είχε προμηθευτεί από την αστυνομία με τους εραστές του και της γυναικάς του και του υποσχέθηκε ομερτα αντί συνεργασίας. Μια εβδομάδα πριν τις εκλογές το κόμμα του χορήγησε το ποσό της καμπανιάς του και βρέθηκε πρώτος στις προτιμήσεις των υποψήφιων του, τουλάχιστον στις κομματικές εφημερίδες και τα γκάλοπ. Εάν κινήσεις ένα λιθαράκι θα ακολουθήσουν και οι βράχοι. Την τελευταία ημέρα που επιτρεπόταν οι δημοσκοπήσεις ήταν πρώτο φαβορί σε όλες τις εφημερίδες. Ο διαφημιστής του τον είχε πάρει μαζί του σε ταξείδι στην Αθήνα οπού τον έφερε σε επαφή με μεγαλοεκδότη που ήταν και πλοιοκτήτης. Εκείνος άναψε το πράσινο φως στα ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και περιοδικά που διέθετε να του παραχωρήσουν τον αναγκαίο χώρο κάλυψης με αντάλλαγμα να του περνά τα σχεδία των νομοσχεδίων που αφορούσαν την ναυτιλία, τις κατασκευές και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και να τα επαναπροωθεί διορθωμένα στα όργανα του κόμματος πριν παρουσιαστούν στον οποιοδήποτε. Κατάλαβε ότι είχε επιτύχει να κινήσει τα κατάλληλα κουμπιά στον σωστό χρόνο.
Πηρέ τηλέφωνο τον πρώην φίλο του στην Γερμανία και του έκλεισε το στόμα με ένα καλό ποσό. Με τα λεφτά του κόμματος ξεχρέωσε το δάνειο για να μην μπορεί κανείς να τον πιάσει από κάπου. Βγήκε τελευταίος και καταϊδρωμένος, όμως ετοίμασε τις βαλίτσες του για Βρυξέλλες. Τώρα το παιδί του θα σπούδαζε σε σχολειό της αλλοδαπής, οπότε όταν ο καιρός θα ήταν ο κατάλληλος θα έδινε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο με τους Έλληνες του εξωτερικού. Για το παιδί τα κάνω όλα σκέφτηκε και χαμογέλασε σαρδόνια.
Πούλησαν το σπίτι του νεκρού αδελφού στον πρώτο που βρήκαν ώστε να έχουν χρήματα για την μετακόμιση, περισσότερο από ανασφάλεια, σε έναν δημόσιο υπάλληλο. Δούλευε στην ΕΡΤ και είχε διορισθεί επί ΝΔ ως κομματικά φίλα διακείμενος, κοινώς αφισοκολλητής και σημαιοφόρος κατά τις πορείες. Υστερόβουλη ήταν η διάθεση του πατέρα του που τον έσπρωξε προς τα εκεί και ο δικός του καιροσκοπισμός να γνωρίσει κορίτσια έστω και της ΔΑΠ. Αυτή την νεανική αφέλεια του θα πλήρωνε από την στιγμή που εκλέχτηκε το ΠΑΣΟΚ. Τον έστειλαν στην αποθήκη και τέρμα τα εκτός έδρας και οι υπερωρίες. Πέρασαν σε πράσινα χέρια. Είδε νεώτερους να προβιβάζονται και αυτός να πηγαινοφέρνει τηλεοπτικό υλικό από το σκοτάδι στο φως. Κάθονταν και αυτός πάνω στα κιβώτια με τον άλλο ομοϊδεάτη που είχε κατρακυλήσει και αυτός ως εκεί και αφού ξεπέρασαν την περίοδο της πικρίας διάβηκαν στο έπος της τεμπελιάς. Έβαλαν μια τηλεόραση, πήραν ένα ψυγείο και μόνο με επιτόπια επίσκεψη τους έβρισκε κανείς. Τι χορευτικά διαδραματίστηκαν στο υπόγειο, τι ξιφομαχίες, τι ποδόσφαιρο, τι μπάσκετ στα καλάθια των σκουπιδιών. Αργότερα πήραν τηλεκατευθυνόμενα αυτοκίνητα και αφού τα συναρμολόγησαν και τα έβαψαν άρχισαν τις κόντρες. Έκαναν παρέα πλέον και εκτός εργασίας η οποία είχε μειωθεί σε πεντάωρο εκ περιτροπής, καθώς άνοιξαν μαζί ένα μαγαζί επισκευής ηλεκτρονικών και αρπάζοντας ανταλλακτικά από την δουλειά την πρωινή τροφοδοτούσαν την παράλληλη. Κάλυπτε ο ένας την απουσία του άλλου, αφού είχαν ζητήσει να γίνει πρόσληψη προσωπικού λόγω έλλειψης, γνωρίζοντας εκ του ασφαλούς ότι μόνο πράσινος θα ερχόταν, αλλά ποτέ δεν θα έβλεπε το υπόγειο. Όταν ξαναβγήκε η ΝΔ τους ανακάλυψαν και τους έβαλαν στα εξωτερικά συνεργεία, αντικαθιστώντας τους με δύο αντίθετης πολιτικής αντίληψης. Από την μία αυξηθήκαν τα έσοδα τους, από την άλλη όμως, έχασαν την βολή τους και άρχισαν να δυσκολεύονται στην δεύτερη δουλειά. Ο έτερος φίλος ήταν κάλος τεχνίτης και ήξερε από υπολογιστές, όποτε βρήκε απασχόληση με καλύτερο μισθό εκτός ΕΡΤ και έφυγε.
Αυτός αναγκάστηκε να μείνει και ζορίστηκε με το μαγαζί μέχρι να τελειώσει ο γιος του το ΤΕΙ και να του το παραδώσει. Ανακουφίστηκε όταν ξανάχασε η ΝΔ και επέστρεψε στο υπόγειο. Δεν ήταν τόσο καλά χωρίς τον φίλο του, αλλά μετά από έναν κουκουέ που το κόμμα τον έστειλε γρήγορα στην Αθήνα, βρήκε την ησυχία του με τον επόμενο και απλώς περίμενε να συνταξιοδοτηθεί, δουλεύοντας όσο γίνεται λιγότερο. Τα κατάφερε και τώρα που ο γιος του παντρεύτηκε την κόρη του φίλου του αγόρασε αυτό το σπίτι με το εφάπαξ του για τα παιδιά. Η νύφη του η Δήμητρα ήταν καθηγήτρια στο Γυμνάσιο της περιοχής που αγόρασε το σπίτι. Στις οικογενειακές συνάξεις γκρίνιαζε συνέχεια για το Δημόσιο, τις αμοιβές του και τα ωράρια, το άγχος και τον φόρτο εργασίας. Οι συμπέθεροι την μάλωναν κα άρχιζαν τις ιστορίες για την ΕΡΤ με τον τρόπο που οι άντρες μιλούν για το στρατό. Στο σχολείο ήταν γνώστη ως η στρίγγλα. Ήταν πάντα μαλωμένη με τα ρούχα της. Οι μαθητές της γνώριζαν ότι ο μεγαλύτερος βαθμός που θα έπαιρναν ήταν δεκαέξι, εκτός και εάν τους έκανε ιδιαιτέρα.
Ο σύζυγος της ο Άρης έκλεισε το μαγαζί του πατέρα του λίγα χρόνια μετά που το ανέλαβε και πήγε να δουλέψει υπό την επίβλεψη του πεθερού του. Γνωρίζοντας τις ιστορίες τους με τον πατέρα του πίστευε ότι θα μπορούσε να απολαύσει και αυτός τον χαρωπό τρόπο εργασίας που είχαν ενστερνιστεί οι δύο φίλοι. Το αποτέλεσμα ήταν να τον απολύσει ο πεθερός του. Σκύλιασε, αλλά δεν ήθελε να χαλάσει την σχέση του με την κόρη του πρώην αφεντικού του. Ήθελε να την παντρευτεί γιατί ήταν μοναχοκόρη με μεγάλη ακίνητη περιουσία. Απλώς, αφού βρήκε δουλειά, σύναψε και μια εξωσυζυγική σχέση. Η ερωμένη του είναι γιατρός ορθοπεδικός. Την γνώρισε μια φόρα που είχε πάει στα επείγοντα. Ήταν ειδικευομένη και μόλις είχε χάσει κάθε ρομαντική άποψη που είχε για την ιατρική. Μερικούς μήνες στην πτέρυγα του Ιπποκράτειου ήταν αρκετά για να δει το μέγεθος της ρεμούλας που επιτελούνταν. Εάν αυτή είναι δωρεάν υγεία, τότε κοστίζει πολύ ακριβά σκέφτηκε. Δεν έπρεπε να περάσεις από το γραφείο με τις νοσοκόμες, δεν έπρεπε να μπεις στην αποθήκη των υλικών, δεν ήταν συνετό να παρουσιαστείς στα πλυντήρια, δεν επιτρεπόταν να παρευρίσκεσαι σε συζήτηση καθηγητή ιατρού με ιατρικό επισκέπτη εάν ήθελες να διατηρήσεις την εντύπωση πως τελείς λειτούργημα. Μα όλα αυτά ήταν αναπόφευκτα. Ήταν σαν να χάνεις την παρθένια σου κάνοντας το πιο άθλιο σεξ της ζωής σου. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην κάνει σχέση με συνάδελφο. Δουλεύοντας πολλές εφημερίες δεν άφησε στον εαυτό της πάρα μία πιθανότητα, να συνάψει σχέση με ασθενή.
Ο πατέρας της είναι δημοτικός σύμβουλος. Επάγγελμα πολιτικός μηχανικός. Η κρίση και οι φόροι χτύπησαν την δραστηριότητα του βάναυσα, αλλά η ενασχόληση του με τον δήμο κάλυπτε την χασούρα. Ήταν ο υπεύθυνος του Τεχνικού τμήματος του Δήμου, όποτε από αυτόν περνούσαν όλες οι μίζες των αντιστοιχών έργων, οι οποίες και χρηματοδοτούσαν την συνεχή επανεκλογή του δήμαρχου. Πίστευε ότι το μαγαζί λειτουργούσε τελεία. Μπορεί να χανόταν κάποια λεφτά εδώ και εκεί μέσα στον Δήμο, αλλά έπρεπε όλοι να είναι ικανοποιημένοι. Το πρόβλημα δημιουργούταν όταν έμπαιναν και νέα κόμματα στις συνθέσεις του Δήμου και περισσότερο της Βουλής. Έπρεπε να γίνουν προσλήψεις για να καλυφθούν και οι δικοί τους «πελάτες» πάντα ανάλογα με το ποσοστό εκλογής. Ευτυχώς οι πολίτες ήταν υποχείρια των πολιτικών πεποιθήσεων τους και δεν χρειαζόταν και πολλά. Εάν μάζευαν τα σκουπίδια, φρόντιζαν τους παιδικούς σταθμούς και μοίραζαν χρήμα σε διάφορους μέσω των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων του Δήμου και της αναδοχής έργων εξασφάλιζαν την μακροημέρευση τους στην εξουσία.
Ήταν περήφανος για δύο πράγματα, την οικογένεια του και το αυτοκίνητο του. Ευτυχώς από το επάγγελμα του είχε βγάλει καλά χρήματα. Αγόραζε οικόπεδα και αργότερα έκανε τεχνική εταιρεία και τα έχτιζε. Κατά αυτόν τον τρόπο κέρδιζε το κόστος της αντιπαροχής. Μπλέχτηκε και με έργα του Δήμου. Υπερτιμολογούσαν ένα έργο όπως την συντήρηση του πλακόστρωτου ενός δρόμου και την ημέρα του διαγωνισμού εμφανιζόταν με δύο άλλες εταιρείες που ήταν προσυνεννοημένες στον διαγωνισμό. Η μία είχε μία πρόσφορα πολύ χαμηλή, η άλλη είχε μία πολύ υψηλή και αυτός την κανονική. Βολιδοσκοπούσαν την κατάσταση και στην χειρότερη των περιπτώσεων έπαιρναν το έργο στο κόστος, της προμήθειας του Δημάρχου συμπεριλαμβανομένης. Διαφορετικά πριν κατατεθούν οι φάκελοι των προσφορών αφαιρούσαν από μέσα κάποιο από τα δικαιολογητικά για να βγουν άκυροι και την διαφορά του υπερκέρδους την μοιραζόταν. Αργότερα άνθρωπος τους συναντούσε άνθρωπο του δημάρχου σε ένα από τα μαγαζιά με λαδόκολλα απέναντι από την Τράπεζα της Ελλάδος και του παρέδιδε τον φάκελο με τα μετρητά και πάντα σε χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ.
Η γυναίκα του ασχολούταν με τα οικιακά και τις αγαθοεργίες. Ήταν μέλος διάφορων συλλόγων και γύριζε όλο το πρωί στην αγορά και τα καφέ. Ο καημός της τελευταία ήταν να βρει τον κατάλληλο γαμπρό για την μεγάλη της κόρη. Θα έπρεπε να κάνει ένα επάγγελμα αντίστοιχο με του ιατρού που ήταν το δικό της. Στην εποχή της ήταν μόδα οι αρχιτέκτονες και οι πολιτικοί μηχανικοί. Τώρα μάλλον προτιμούσε δικηγόρο, κατά προτίμηση κάποιον που έχει μπαμπά δικηγόρο και δεν χρειάζεται να παλέψει για να φτιαχτεί. Υποψιαζόταν ότι η κόρη της είχε σχέση και μάλιστα με παντρεμένο, αλλά δεν ήθελε να παρέμβει και να εκτραχυνθεί η κατάσταση. Δεν μπορούσε να συνδυάσει τις προδιαγραφές που είχε θέσει με τα γούστα της κόρης της και κατέληξε στο γιο μιας φίλης της που ήταν ασφαλιστής, συνεχίζοντας την πατρική δραστηριότητα. Αφού βρεθήκαν μια φόρα μονές τους σε κάποιο καφέ κανόνισαν να συναντηθούν για φαγητό στο σπίτι της.
Παρασκευή μεσημέρι έφυγε δύο η ώρα από τον Δήμο, αφού έπρεπε να περάσει από την Μοδιανου να ψωνίσει από ένα ντελικατεσεν για το βραδινό γεύμα με την οικογένεια του υποψηφίου γαμπρού. Συνοικέσιο στην εποχή μας σκέφθηκε αναρωτώμενος και κατέληξε σίγουρα η κόρη μου θα τον απορρίψει. Το αυτοκίνητο του πριν πάει στον δήμο ήταν Mercedes. Γι αυτό και δεν μπορούσαν να του προσάψουν ότι έβγαζε λεφτά από τον Δήμο κρίνοντας τον από αυτό και μόνο. Το καινούργιο του αυτοκίνητο ήταν της ίδιας μάρκας. Το αγαπούσε πολύ το άγριο άτι του όπως το αποκαλούσε. Βεβαία με όλο το δέρμα και το αυτόματο κιβώτιο πιο πολύ έμοιαζε με το σαλόνι της γυναίκας του, άλλα είχαν παρέλθει τα χρόνια που έπαιρναν κρυφά τα αμάξια των γονιών τους με τους φίλους του και πήγαιναν για κόντρες. Το σπίτι του ήταν ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Κρατούσε χαμηλό προφίλ, ζώντας άνετα, αλλά όχι προκλητικά. Ότι πολυτέλεια ήθελε να απολαύσει την κράτησε για το εξοχικό του, όπου κανείς δεν τον ήξερε και κανένα δεν ξέρει. Αυτό το σπίτι και το αυτοκίνητο. Φτάνοντας στο σπίτι είδε έναν νεαρό να του χαράζει το αυτοκίνητο που η γυναίκα του από την ανυπομονησία της να ετοιμάσει το γεύμα το πάρκαρε έξω από την πυλωτή, καθότι δυσκολευόταν στο παρκάρισμα. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και πετώντας τις σακούλες έτρεξε βρίζοντας σαν νταλικέρης σε οργασμό. Ο νεαρός τρόμαξε, αλλά όταν είδε την ηλικία του γέλασε και άρχισε να τον κοροϊδεύει. Του έλουσε την κόρη και την μάνα με τα ίδια γλυκόλογα που ξεστόμιζε και αυτός.
Μέτα από πενήντα μέτρα δεν μπορούσε να ακούσει τα σχόλια του νεαρού. Οι χτύποι της καρδιάς του είχαν καταβάλει κάθε άλλο ήχο. Η ανάσα ήταν βαριά και το στήθος του παλλόταν σαν να μην έφτανε ο αέρας να μπει μέσα. Κρατούσε την κοιλιά του και κάθισε στην άκρη του πεζοδρόμιου. Μέτα ξάπλωσε και περίμενε να έρθει ο Κύριος να τον πάρει. Θυμήθηκε την γυναίκα και την κόρη, τον μέλλοντα γαμπρό και το γεύμα και αποφάσισε να περιμένει πέντε λεπτά ξαπλωμένος, άλλα να αναβάλει το θάνατο. Σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε το συνεργείο της αντιπροσωπείας. Με πάτημα το πάθημα του αυτοκινήτου θα έπαιρνε και τις πιστωτικές κάρτες από την γυναίκα του την επομένη. Το κωλοπαιδο μου βγήκε και σε κάτι καλό σκέφτηκε. Ο γαμπρός το βράδυ δεν είχε καμία ελπίδα. Η κόρη του είχε κοιμηθεί στο παρελθόν με τον δάσκαλο του τένις, με ένα συμμαθητή από το Αμερικανικό Κολλέγιο ήταν ελεύθερος αναρριχητής, με έναν μπασκετμπολίστα και με έναν μασέρ σία τσου από το γυμναστήριο της. Αυτά τουλάχιστον γνώριζε αυτός που ήταν ο πατέρας. Φαντάσου τι θα ξέρει η ίδια. Ο νεαρός μπροστά του ήταν καλό παιδί, αλλά παιδί και η κόρη του δεν ήθελε να κάνει την μάμα.
Έπιασε την κουβέντα μαζί του. Ήταν απόφοιτος γαλλόφωνου κολλεγίου και είχαν φτιάξει και αυτή σύλλογο απόφοιτων στον οποίο ήταν και μέλος του ΔΣ. Αυτοί οι σύλλογοι είναι σαν τις μασονικές οργανώσεις, φροντίζουν για τα συμφέροντα των μελών τους αλληλοβοηθώντας ο ένας τον άλλο στον εργασιακό χώρο. Οι λοιπές πράξεις τους είναι θεμιτές παρενέργειες δωρεών και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Και εδώ δεύτερος ήρθες μικρέ σκέφτηκε, στον δεύτερο σύλλογο, σε δεύτερη θέση. Ο νεαρός είχε όμως ευκατάστατο σόι που το είχε ασφαλίσει όλο και στάθηκε τυχερός που ένας συμμαθητής του πέτυχε επαγγελματικά και αποκτώντας επαγγελματικό στόλο αυτοκινήτων τον ασφάλισε και αυτόν. Έτσι έφτιαξε το όνομα του στην αγορά και μέσω γνωριμιών επεκτάθηκε. Καμάρωνε για τα μπόνους που εξασφάλιζε από τις ασφαλιστικές, για τα ταξίδια που του παρείχαν. Τα επιδείκνυε σαν τρόπαια ανδρείας, ένας μικρός Χέμινγουεϊ των ασφαλειών, λοιπόν. Στα μόνα θέματα που μπορούσε να σταθεί ήταν οι ασφάλειες και τα αυτοκίνητα. Όταν προσπάθησε να πει κάτι σχετικά με τον Δήμο και την πολιτική απλώς επανέλαβε τις κοινότυπες εξυπνάδες που αναμασά κάθε οπαδός της συντηρητικής παράταξης. Έτσι ο παραλίγο πεθερός του γύρισε το θέμα στα αυτοκίνητα που ήταν το κοινό τους πάθος.
Ο νεαρός ασφαλιστής του εξήγησε πως κατάφερε να «εξαφανίσει» το αυτοκίνητο ενός θείου του που ήταν ασφαλισμένο για ολική κλοπή, ποιες είναι οι διαφορές της με την μερική, πως οι εταιρείες αποκτούν αυτοκίνητα σε συνεργασία με τον πραγματογνώμονα που τα βγάζουν άχρηστα. Μέτα πέρασαν στα κυκλώματα των ΚΤΕΟ και πως έπεσε η δουλειά με τα σκάνδαλα πρώτα και τα ιδιωτικά έπειτα, για τα στέκια που γυρίζουν πίσω τους χιλιομετρητές, για τα ραμμένα αυτοκίνητα που τα αγοράζουν σε κομμάτια από το εξωτερικό και τα πωλούν εδώ κανονικά, για τις αντιπροσωπείες που δεν ειδοποιούν τους κατόχους αυτοκινήτων για οδηγίες αλλαγής ελαττωματικών εξαρτημάτων και καρπώνονται τα εξαρτήματα αυτά από το μητρικό εργοστάσιο, για ανταλλακτικά που μέσω εγγύησης ενός νέου αυτοκίνητου τα βάζουν σε αυτοκίνητα γνωστών τους εκτός αυτής. Το βράδυ κύλησε ήσυχα για αυτούς και αποχαιρετίστηκαν ευγενικά όπως άρμοζε στην θέση τους και στην διαγωγή τους, χωρίς όμως το θεμιτό αποτέλεσμα.
Την ίδια ώρα ο νεαρός που είχε χαράξει το αυτοκίνητο βρισκόταν με τους φίλους του σε ένα ιντερνέτ καφέ και ενώ εκείνοι κονταροχτυπιόταν σε μιλιταριστικές εκστρατείες σε φανταστικούς κόσμους ελέγχοντας εικονικά ανθρωπάκια που έπρεπε να παράγουν τα υλικά που ήταν απαραίτητα για αυτούς τους πολέμους, ενώ χαλιναγωγούσαν την οικονομία τους και τις σχολές τους προκειμένου να αναβαθμίσουν τον στρατό τους αυτός, που δεν ήταν τόσο καλός παίκτης, τους αποσπούσε την προσοχή με το ανδραγάθημα του να ξεφύγει από έναν ηλικιωμένο υπέρβαρο που του είχε χαρακώσει το αυτοκίνητο. Αποθαρρημένος από την απόρριψη κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Εκεί συνάντησε ακόμη ένα γνωστό του, ρεμάλι που μπαινόβγαινε στις απεξαρτήσεις και στην φυλακή. Είχαν συναντηθεί σε πολλά πάρτι, αλλά δεν έκαναν πότε παρέα εκτός αυτών. Είχαν μοιραστεί διαφορές ουσίες στο παρελθόν και επειδή η νύχτα ήταν μεγάλη ακόμη, πήγαν σε ένα γυράδικο της περιοχής της Ναυαρινου να σκεφτούν που μπορούσαν να βρουν δωρεάν διασκέδαση και κορίτσια.
Αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς την Βαλαωρίτου και ότι τους κάτσει. Για να είναι όμως σίγουροι για την διασκέδαση τους είπαν να προετοιμαστούν καλύτερα αγοράζοντας κάποιο ναρκωτικό, το ποιο θα το έκρινε η οικονομική τους κατάσταση. Δεν είχαν αρκετά ούτε για μαύρο και αποφάσισαν να πάρουν το παπάκι του φυλακοβίου και να αρπάξουν την τσάντα καμίας περαστικής στην παραλιακή. Συμφωνήσαν για το θύμα τους που πρέπει να ήταν κοντά στα εξήντα και περπατούσε κοντά στο πεζοδρόμιο, πιθανόν προετοιμαζόταν για να περάσει απέναντι στην Αριστοτέλους. Άπλωσε ο συνεπιβάτης να αρπάξει την τσάντα που η κυρία την είχε περασμένη στο ύψος του αγκώνα και αυτή προέβαλε μεγαλύτερη του αναμενομένου αντίσταση. Ήταν πολύ δυνατή γιατί πριν από αρκετά χρόνια υπήρξε πανελληνιονίκης στον ακοντισμό. Καθότι αριστερόχειρας ήταν ακόμη πολύ δυνατό το χέρι της αυτό. Ο πίσω επιβάτης έπεσε και χτύπησε με το κεφάλι και την πλάτη. Ενώ πριν από λίγες ώρες έξυνε τα πλευρά ενός αυτοκινήτου τώρα σύρθηκε και έξυσε θανάσιμα όλο του το σώμα, καταλήγοντας κάτω από ένα αυτοκίνητο. Η μπροστινή ρόδα από το μηχανάκι βρήκε στο πεζοδρόμιο και χάθηκε ο έλεγχος του από τον αναβάτη. Αφού για μια στιγμή, που στα μάτια του έμοιαζε αιωνιότητα, ένιωσε τον πίσω τροχό να σηκώνεται στον αέρα και αυτόν να προσπαθεί με το τιμόνι να τιθασεύσει το εμπρός μέρος, ο πίσω τροχός απέκτησε ξαφνικά επαφή με την άσφαλτο και άρχισε να πηγαίνει αριστερά και δεξιά, το γκάζι είχε μείνει στο χέρι του σε ανοιχτή θέση και στην προσπάθεια που κατέβαλε να μείνει ο μπροστινός τροχός μακριά από το πεζοδρόμιο το άνοιξε άθελα του, κατέβασε το αριστερό του πόδι στην προσπάθεια να ισορροπήσει και έφυγαν μηχανή και οδηγός προς το κέντρο του δρόμου, χτύπησαν ένα αυτοκίνητο και καθώς δεν φορούσε κράνος το κεφάλι του βρήκε στο παράθυρο και ένιωσε τον λαιμό του σαν να θέλει να αποκοπεί. Δεν πρόλαβε να νιώσει πόνο και είδε το μηχανάκι να φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παντού γύρω του άκουγε φρεναρίσματα και λάστιχα να στριγγλίζουν. Κατάφερε να βάλει τα πόδια του πάνω στα μάρσπιε και να σηκωθεί όρθιος σαν τους αγώνες μότο κρος που παρακολουθούσε. Μόνο που το παπί δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες και το άλμα που έλπιζε δεν ήρθε ποτέ. Βρήκε με τον μπροστινό τροχό σχεδόν κάθετα στο πεζοδρόμιο και εκτοξεύτηκε στην θάλασσα.
Το πτώμα ανασύρθηκε λίγες ώρες μετά και μεταφέρθηκε μαζί με του φίλου του σε νοσοκομείο προκειμένου να τα επισκεφτεί ο ιατροδικαστής. Ένα πρωί μας πήραν τηλέφωνο για τον μακρινό μας ξάδελφο που χάθηκε. Πήγαμε στην κηδεία με τον πατέρα μου. Από τα μισολόγα καταλάβαινες ότι παρά το νεαρό της ηλικίας οι συγγενείς το περίμεναν. Ήταν παραβατικός τύπος από μικρός. Ο πατέρας του τον ήθελε πολύ άνδρα και τον πίεζε. Η μητέρα του τον ήθελε παιδί πρότυπο και τον πίεζε και αυτός αντέδρασε με μικροκλοπές, φασαρίες σε γήπεδα, συμμορίες, ναρκωτικά και τώρα αυτό. Όταν γυρνούσαμε σπίτι με το αυτοκίνητο ο πατέρας μου το μόνο που ξεστόμισε ήταν σκατα σπέρνεις σκατα τρως.
Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου