Κοιτούσε την βροχή έξω από το παράθυρο. Μια μέρα πριν ήταν τα γενέθλια του. Αφού αποχαιρέτησε τα σαράντα πέντε του χρόνια, αφήνει τώρα και το καλοκαίρι πίσω του. Πρώτη φθινοπωρινή βροχή. Στο στρογγυλό κάγκελο του μπαλκονιού το νερό κυλούσε και σχημάτιζε σταγόνες από κάτω, που έπεφταν μία μία και χάζευε τον αργό χορό του Ζάλογγου που εκτελούσαν. Στεκόταν λίγο σχηματιζόταν, για μια στιγμή γινόταν ολοστρόγγυλες και θα πρέπει να καθρεφτιζόταν όλος ο κόσμος πάνω τους. Έπειτα αποκολλούταν και έπεφταν παρασέρνοντας τον κόσμο μαζί τους και σκάζοντας τον διαμέλιζαν σε χίλιες μικρές σταγόνες, που ενωνόταν αμέσως με τις υπόλοιπες αυτόχειρες και την βροχή για να χαθούν για πάντα στο σιφόνι της αποχέτευσης και την λήθη.
Ένα παιδικό κόσμο ανέσυραν οι φίλοι του χθες στα γενέθλια, σαν το παιχνίδι που ξεπηδά από το κουτί, που σε τρομάζει και σου γελά συγχρόνως, που μετά το κλείνεις και το ανοίγεις συνεχώς, χωρίς να καταφέρνεις να αναπαράγεις το αρχικό συναίσθημα και τότε το πετάς στην άκρη και το ξεχνάς. Ώσπου μια μέρα απασφαλίζεις το μάνταλο και πάλι η έκπληξη είναι εκεί. Κάθε γενέθλια πάλι μια ανάδρομη, κάθε γιορτή και όλο και κάποιος ανοίγει το κουτί. Καθόταν όλοι μαζί να δουν που πήγε η ζωή. Ανακαλούσαν τις αναμνήσεις ψάχνοντας να βρουν πότε χάθηκε η χαρά του παιχνιδιού και πέθανε το παιδί μέσα τους. Ζήλευε τους γιους του, που έχουν ακόμη αυτό που αυτός δεν μπόρεσε να περισώσει από την εποχή που ήταν στην δίκη τους ηλικία. Εβλέπε το άγχος τους να μεγαλώσουν και το μόνο που προσπαθούσε είναι να μην προσπαθούν, να μείνουν όσο πιο πολύ γίνεται στην ζώνη της φαντασίας, της παιδικής μυθοπλασίας. Δεν υπάρχει τίποτε που να αξίζει στην χώρα των μεγάλων που δεν υπάρχει και στην δίκη τους και μάλιστα σε αφθονία. Στην χώρα που το σωστό είναι προϊόν του ενστίκτου και όχι παράγωγο εκπαιδευτικού συστήματος και της ιστορικής εμπειρίας.
Η νύχτα κύλησε και μπουκάλι με το μπουκάλι θυμηθήκαν ανθρώπους που τους άφησαν. Αυτούς που εγκατέλειψαν την ζωή και αυτούς που εγκατέλειψαν τον δικό τους τρόπο ζωής. Αυτούς που μεγάλωσαν μαζί τους, αυτούς που τους κόλλησαν ένα ταμπελάκι ή που το έβαλαν μονοί τους σημαία τους και το ανέμισαν. Αυτούς που είπαν είμαστε ασυμβίβαστοι και συμβιβαστήκαν με αυτό. Αυτούς που καιροσκόπησαν και πέτυχαν χάρη σε αυτό. Θυμηθήκαν τότε που έπαιζαν μικροί μπουκάλα και ίσως ένα διαφορετικό αποτέλεσμα, ένα φιλί σε άλλο άτομο να είχε αλλάξει το υπόλοιπο της ζωής τους. Τα αν που θα έφτιαχναν ένα άλλο συμπάν στο οποίο ίσως να ήταν τώρα οι άλλοι. Έμειναν με τους πολλούς ή άφησαν να συμπαρασυρθούν; Είχαν επιλογή ή την παρέδωσαν; Είναι πράγματι πολλοί; Πότε μετρηθήκαν; Θυμηθήκαν τη παιδική ρουλέτα που έγραφε τα «παίρνεις όλα» και τα «χάνεις όλα». Τι πήραν μέχρι σήμερα από την ζωή;
Μόνο για τις αναμνήσεις του μπορεί να είναι κανείς υπερήφανος. Εάν δεν θυμάσαι, δεν υπάρχεις. Εάν προσπαθείς να ξεχάσεις, λυπάσαι. Δημιούργησε το νέο παρελθόν σου τουλάχιστον. Μην παραίτησε, αντέδρασε. Δεν υπάρχει ντροπή, δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχει προκατάληψη. Είμαστε γυμνοί με τον εαυτό μας σε μια πάλη παρελθόντος μέλλοντος με φόντο το παρόν στο γυμναστήριο της ζωής. Δεν απολογούμαστε, δεν παίρνουμε αιχμάλωτους. Κρατάμε ότι μας κάνει ζωντανούς και προχώρημα σαν προσφυγές που τους πηγαινοφέρνουν σε βουνά τον χειμώνα μέχρι να πεθάνουν. Είμαστε πάλι παιδιά, είμαστε πάλι αθάνατοι. Θα αποδράσουμε… Δεν μας πτοεί η κρίση. Δεν είναι δίκη μας. Δεν είναι η ζωή μας. Βγήκε στο μπαλκόνι να χαζέψει τις τελευταίες σταγόνες. Η βροχή ελαττωνόταν συνεχώς. Έστησε αυτί στο σιφόνι και πίστευε ότι άκουγε τον θόρυβο της δίνης που κατάπινε τα νερά. Το καλοκαίρι επανέκαμψε.
Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου