Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Περίπατος

Όταν ήταν χαρούμενος περπατούσε, και όταν ήταν χαρούμενος και περπατούσε μονολογούσε, και όταν συνέβαιναν όλα αυτά μονολογούσε κλίνοντας τις αγαπημένες του λέξεις. Η ουτοπία, της ουτοπίας, την ουτοπία… Δίπλα του οι κάδοι από τα σκουπίδια ξεχείλιζαν στον δρόμο πλημμυρίζοντας τον με το ευωδιαστό περιεχόμενο τους. Ο έμφυτος ρυθμός του χρησίμευε για να περνά χοροπηδώντας ανάμεσα στις ανοιχτές σακούλες. Ο ήλιος βοηθούσε το άρωμα να αποκτά μεγαλύτερη ένταση και το απαλό αεράκι να διαχέεται ώστε κανείς να μην μπορεί να αποφύγει την γοητεία αυτού του αστικού τοπίου. Ευτυχισμένος προσπέρασε τον κάδο της ανακύκλωσης, οπού η μυρωδιά είχε ατονήσει, χωρίς να εξαφανιστεί. Υπήρχαν οργανικά απόβλητα και σε αυτούς καθότι οι υπήκοοι αυτής της χώρας δεν έδιναν σημασία στα απορρίμματα τους. Ήξεραν ότι όλα μπορούσαν να τους συγχωρεθούν, ήταν μεγαλόθυμοι οι υπάλληλοι και με δουλικό καθήκον θα διαχώριζαν τα σκουπίδια στον τόπο περισυλλογής τους.
Ανέβηκε στο λεωφορείο τραγουδώντας η πεμπτουσία, της πεμπτουσίας… Είδε τα σκυθρωπά πρόσωπα να κοιτούν αγρία τα χαρούμενα πρόσωπα, είδε τα αδιάφορα πρόσωπα να μην κοιτούν τίποτα, είδε τα γέρικα πρόσωπα να κοιτούν τα νεανικά, είδε ότι έβλεπαν οι υπόλοιποι. Άκουγε τις συζητήσεις των ηλικιωμένων για την κατάντια της χώρας, για τα έρημα μου νιάτα, για τις αρρώστιες, για τις ουρές στις τράπεζες, για τα λεφτά που δεν υπάρχουν, για τα παιδιά τους που χρωστούν. Μόνο ένα ζευγάρι είχε την δίκη του χαρά περιχαρακωμένη ανάμεσα στις δυο αγκαλιές, κοιτώντας ο ένας τον άλλο, σιγοψιθυρίζοντας και στέλνοντας μηνύματα από το κινητό, φτιάχνοντας σχέδια για μια καλή βραδιά. Κατέβηκε για να πάει στην δουλειά και περίμενε να διασχίσει το δρόμο από το φανάρι. Έβλεπε άλλους να πετάγονται από τα πεζοδρόμια και να ελίσσονται με χάρη ανάμεσα στα αυτοκίνητα, με τους οδηγούς να τους επευφημούν και χάρηκε για την αθλητική δεξαμενή της χώρας που προπονούταν συνεχώς στους δρόμους της. Η ευεξία, της ευεξίας…
Πέρασε απέναντι και λίγα μέτρα αργότερα στην πλατεία έξω από το κτίριο της βιομηχανίας πατάτας υπήρχε πορεία για τις απολύσεις και την μαύρη εργασία. Ίσως γι’ αυτό τα λευκοντυμένα υπέροχα αγόρια μείγμα Κούρου και Ναζί χτυπούσαν εκείνα τα κακοντυμένα μαύρα ανθρωπάκια. Η αχρωματοψία, της αχρωματοψίας… Τα πανό ανεβοκατέβαιναν από κεφάλι σε κεφάλι, οι ιαχές έσχαζαν τον αέρα σαν βλήματα ενάντια σε κάθε ευπρέπεια και καλαισθησία. Τότε εμφανίστηκε η αστυνομία και τα μαύρα ανθρωπάκια φάνηκαν περισσότερο φοβισμένα από τα λευκά. Η σκακιέρα άλλαξε και μια διαφαινόμενη ισοπαλία μετατράπηκε σε υποχώρηση και ήττα. Τα δακρυγόνα μας έφεραν δάκρυα στα ματιά για το ηρωικό παρελθόν της χώρας, τους πολέμους που δώσαμε, για αυτούς που χάσαμε και για όσους κερδίσαμε, για τους νεκρούς μας, για τα ιδανικά μας. Ευχαριστίες ακουγόταν από παντού για αυτή την καθοριστική συμβολή της αστυνομίας στην αναζωπύρωση του εθνικού μας φρονήματος.
Το ανδραγάθημα, του ανδραγαθήματος… Ποδηλάτες παραβίαζαν τα φανάρια στους ποδηλατοδρόμους, που πριν από λίγους μήνες ζητούσαν επιτακτικά με πορείες, φωνασκούσαν ότι δεν τους πρόσεχαν και ότι τους περιφρονούσαν. Άνθρωποι του πνεύματος μαζί τους συμφωνούσαν, κοιτάζοντας να γλείψουν όσους ιδεολογικά με αυτούς ομονοούσαν. Σε όλα αντίθετοι, χωρίς ενεργητική προοπτική. Χωριστήκαν, λοιπόν, στους από εδώ και στους από εκεί για μια μάχη ψευτοιδεολογική, σαν να μαχόταν το παρελθόν το μέλλον. Μια μάχη που δεν ήξερες, όμως ποιος ήταν με ποιον, γιατί όλοι ήταν το μέλλον και κανείς το παρελθόν. Έβαλαν ραδιόφωνα να σκούζουν σωρηδόν, τηλεοράσεις να δείχνουν οίκτο πατρικό στον αντίποδα τον ιδεολογικό, έγραφαν στο ιντερνέτ για το αντίπαλο κακό καιρό σαν να ήταν δελτίο μετεωρολογικό αποτελούμενο από ακραία καιρικά φαινόμενα σε ένα ουρανό ιδεών νεφελώδη και βροχερό.
Η υστεροφημία, της υστεροφημίας… Τραγουδούσε και δεν έδινε σε τίποτε σημασία. Όλα, όμως, τα τύπωσε στην ψύχη του βαθιά και έβγαζε έναν αναστεναγμό σαν να ξεφυσούσε ένα τσιγάρο νοερό. Αφίσες κολλούσαν στο κτίριο της φιλοσοφικής και της θεολογίας προτάσσοντας τον άρχοντα της νέας ευημερίας. Ο άνθρωπος αυτός, σταυροφόρος σωστός, θα σώσει ότι δεν σώζεται, θα λάμψει ότι δεν θέλγει, θα αναστήσει τους νεκρούς και στο νερό θα περπατήσει, θα ζήσουμε όλοι καλά και ακόμη καλυτέρα από ότι αναμένουμε, θα πολλαπλασιάσει το ψωμί και δεν θα πεινάσει άλλος κανείς. Γιατί λάσπη του πετούν, γιατί τον λένε κλεφτή, γιατί δεν σώθηκε κανείς; Γιατί και αυτός λασπολογεί, γιατί κατηγορεί τους κατήγορους του ότι τα όμοια πράττουν; Γιατί μια μέρα ξεκίνησαν και αυτοί να βρουν το Άγιο Δισκοπότηρο και βρήκαν χρυσά σερβίτσια; Τι εμποδίζει τους ενάρετους να είναι αρεστοί και τους αρεστούς να είναι ενάρετοι; Μια χώρα σαν μικρή πριγκιποπούλα, σαν φτωχή ζητιάνα, σαν ασχημόπαπο περιμένει τον από μηχανής θεό, το γαλάζιο της πρίγκιπα να την πάρει από το χέρι και να σωθεί. Από τι ακριβώς; Και σε τι να μεταμορφωθεί; Απάντηση αδύνατο να δοθεί με καθολική λαϊκή περιβολή.
Έστριψε προς την θάλασσα, πέρασε το δρόμο και περπάτησε πλάι της, κρατούσαν συντρόφια ο ένας στον άλλο. Το νερό τα έπαιρνε όλα μαζί του, τα αγκάλιαζε, τα έλουζε τα καθάριζε, τα βούλιαζε και τα πετούσε πάνω στα κύματα του. Λίκνισε το κεφάλι του προσπαθώντας να τα ακολουθήσει στο παφλασμό τους. Βούλιαξαν οι ιδέες του και πνίγηκαν σαν χάρτινα καραβάκια. Έμεινε από λόγια, δεν είχε τι άλλο να κλίσει. Το μεγαλείο σε αποστομώνει. Στην καθημερινότητα όταν δεν υπάρχει, όμως, αρκείται κανείς και στα μικρά βήματα. Το ένα πίσω από το άλλο μπορούν να γράψουν χιλιόμετρα. Αρκεί να υπάρχει αφετηρία και τερματισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου