Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Παράλληλες ζωές…

Παράλληλες ζωές…

Με πλησίαζε. Ένιωσα τον φόβο να με ξανακυριεύει. Έτρεξα να χωθώ στο δωμάτιο μου. Προσπάθησα να κλείσω την πόρτα, αλλά πρόλαβε να βάλει το πόδι του και να με σταματήσει, με άρπαξε, με τίναξε φωνάζοντας μου να συνέλθω. Έτρεμα, δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν για αυτό που με περίμενε. Φύγε του είπα, δεν θέλω να σε ξαναδώ. Άρχισα να τον ικετεύω, έκλαιγα με λυγμούς. Έμοιαζε να απολαμβάνει την σκηνή. Είσαι η γυναίκα της ζωής μου, είπε, και αυτό δεν αλλάζει, πάρε το απόφαση. Με γύρισε και με ακούμπησε πάνω στο παράθυρο, πιέζοντας το σώμα μου να ακουμπήσει στο κρύο τζαμί. Ένιωσα το πόδι του να προσπαθεί να μπει ανάμεσα στα δικά μου και κουνώντας το γόνατο του να θέλει να τα ανοίξει. Με το ένα χέρι πίεζε το λαιμό μου από πίσω ακινητοποιώντας με και με το άλλο άνοιξε τα ρούχα μου και έφερε το στήθος μου σε επαφή με την νοτισμένη από την νυχτερινή υγρασία επιφάνεια του γυαλιού. Τράβηξε τα εσώρουχα μου προκαλώντας μου ένα τσούξιμο στον δεξί γοφό. Ένιωσα το χέρι του να με ψαχουλεύει, έπειτα να το στρέφει προς εκείνον και έπειτα με σοδομησε για δεύτερη φορά εκείνη την εβδομάδα. Ήταν μια ήσυχη Τετάρτη που ο πατέρας μου πήγαινε στο καφενείο να δει τους αγώνες ποδοσφαίρου με τους φίλους του.
Σταματώντας άρχισε να κλαίει και να ικετεύει την συγχώρεση μου. Δεν έπρεπε να εξελιχθεί έτσι η φίλια μας έλεγε. Μου υποσχόταν ότι δεν θα ξανασυνεβαινε. Έχοντας ζήσει ήδη μια φορά την σκηνή, νέα συναισθήματα αναδυόταν μέσα μου. Την πρώτη πίστευα ότι ήμουν η Εύα μετά το προπατορικό αμάρτημα. Ντροπή, αηδία και απορία αναδυόταν από εμένα για εμένα. Τώρα τον κοιτούσα με οίκτο και όλα τα προηγούμενα απευθυνόταν προς αυτόν. Επειδή με βίασες δεν σημαίνει ότι θα φτιάξουμε και δεσμό, ξεστόμισα.
Γύρισα και κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή. Τα μηνύματα κατέβαιναν βασανιστικά αργά. Παιδιά τι γίνεται, μήπως έπαθε τίποτα αναρωτήθηκα. Η Χαρουλα περνώντας μου έδειξε πώς να βλέπω ποσά μηνύματα έρχονται και σε τι ταχύτητα δουλεύει το μόντεμ. Ένιωθα απορία για όλα αυτά τα καινούργια για εμένα πράγματα. Δυστυχώς είχα έρθει σε αυτή την δουλειά ως χειρίστρια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Παρά το ατάραχο στυλακι που υιοθέτησα δεν έχω πείσει κανένα για τις ικανότητες μου. Αχ βρε παιδιά πιάστηκα, πάω να ξεμουδιάσω λίγο μέχρι να τελειώσει αυτό. Μόνη μου το είπα και μόνη μου το άκουσα. Ήταν Δευτέρα και όλοι οι άλλοι έτρεχαν ακατάπαυστα για να συμμαζέψουν τα χαρτιά από τα γραφεία τους. Έφυγα για την κουζίνα όπου έφτιαχναν τους καφέδες τους. Εκεί πήγαινε, επίσης, οποίος ήθελε να καπνίσει. Βρήκα τον Γιώργο που ήταν μανιώδης καπνιστής. Είχε τα πιο πολλά χρόνια στην δουλειά αυτή. Καλέ Γιώργο σταματά με αυτό το τσιγάρο, θα μας πεθάνεις, τον αποπήρα. Ελπίζω να έχω πεθάνει πρώτος, απάντησε εκείνος, δεν θα αντέξω τις τύψεις. Έσβησε το τσιγάρο και έφυγε.
Βγήκα στο παράθυρο και κοίταξα τον ήλιο που μόλις είχε ανατείλει. Γύρισα και φώναξα την αγαπημένη μου ακόλουθο να έρθει να με βοηθήσει. Ο κύριος του σπιτιού θα γυρνούσε από το τελευταίο του ταξίδι. Έπρεπε όλα να είναι έτοιμα να τον υποδεχτούμε. Οι γυναίκες του σπιτιού είχαν μάθει τις συνήθειες μου και όπως μου είπε η Ντολορες είχαν ξεκινήσει όλες οι προετοιμασίες. Αμέσως μόλις ντύθηκα πήγα να δω τι είχαν καταφέρει και να δώσω οδηγίες για τα υπόλοιπα. Σαν σε χορωδία με παρακάλεσαν να φροντίσω να είμαι εγώ έτοιμη και αυτές θα έκαναν περισσότερο και από ότι μπορούσαν. Γυρνούσαν και οι δικοί τους άνδρες, ήταν γιορτή για όλους. Τα χρήματα από την πώληση των ζωντανών θα ήταν το εισόδημα ολόκληρης της χρονιάς για αυτές τις οικογένειες. Παρακάλεσα την Ντολορες να με ακολουθήσει για να μου πει τι προβλέπει για σήμερα το βράδυ, θα καταφέρω να δώσω αρσενικό απόγονο στον κύριο μου;
Νατάσσα τα μηνύματα σου είναι ήδη έτοιμα, η Χαρουλα τα εκτύπωσε, τα διάβασε και σου έγραψε τις απαντήσεις. Έχεις να κανείς μόνο την πληκτρολόγηση, μου σύστησε ο Νίκος που είχε έρθει να φτιάξει τον πρώτο από την ατελείωτη σειρά καφέδων που έπινε καθημερινά. Τον ευχαρίστησα και έφυγα προς το γραφείο. Εκεί η Αλεξια μου είπε πως τα είχαν στείλει ήδη. Αμάν βρε παιδιά, διαμαρτυρήθηκα, τι θα κάνω εγώ τώρα. Με παρέπεμψαν να καθίσω σε ένα γραφείο μέχρι να βρουν να μου δώσουν κάτι. Δούλευαν και μιλούσαν συνεχεία, ήταν εμφανές ότι έκαναν παρέα και έξω από την δουλειά. Πειραζόταν συνεχώς. Αυτοί που δούλευαν πιο πολύ μιλούσαν και περισσότερο. Όλο για φαγητά που έτρωγαν σε ταβέρνες έλεγαν και για μπαράκια. Συχνά συζητούσαν για ταινίες. Δεν έκαναν ούτε έναν υπαινιγμό ποτέ ότι θα με προσκαλέσουν σε κάποια από τις εξόδους που οργάνωναν. Κύριος παρακινητής αυτής της κατάστασης ήταν ο Νίκος. Πίσω του βρισκόταν μια αφίσα με ένα αυτοκίνητο.
Βγήκα από το αμάξι και κοίταξα γύρω μου. Δεν ήταν κανείς. Το ψιλοβρόχο και το προχωρημένο της ώρας ήταν οι σύμμαχοι μου. Πήγα στην πόρτα της αποθήκης και χτύπησα το κουδούνι που ήταν δίπλα της. Άνοιξε μετά από ώρα. Ένας ψηλόσωμος άνδρας μου έκανε ένα νεύμα να περάσω. Γύρισα στο αμάξι και το οδήγησα μέχρι το κέντρο της αποθήκης. Μέσα υπήρχαν διάφορα κιβώτια μισάνοιχτα και αρκετά ζαντολαστιχα. Ο άνδρας πήγε στο πορτ μπαγκαζ και το άνοιξε με προσοχή. Τράβηξε το θύμα μου από μέσα και μου χαμογέλασε. Αυτός είναι είπε, και τον πέταξε κάτω. Τον πρόσταξε να μείνει ακίνητος και πήγε να φέρει δυο χαρτοφύλακες. Μου έδωσε τον πρώτο. Αυτά γιατί μας τον έφερες, είπε, ο άλλος αν τον κανείς να μιλήσει. Αν δεν τα καταφέρεις δώσε τέλος. Θα είμαι στο γνωστό σημείο, είπε και έφυγε. Άρπαξα το θύμα μου και το βοήθησα να σταθεί στα γόνατα. Με κοίταζε με τρόμο και αγωνία. Θέλω απλώς κάποια ονόματα του είπα. Τον παρότρυνα αναφέροντας του ότι όσα είχαν προηγηθεί δεν ήταν παρά μια απλή πρόγευση. Αρνήθηκε πεισματικά. Τον έλυσα και του έδωσα ρούχα ναυτεργατών για να φορέσει. Υπάκουσε ικετεύοντας με να τον αφήσω. Του πήρα το δεξί χέρι ανάμεσα στα δικά μου, το χάιδεψα και τον παρακάλεσα για δικό του καλό να πει τα δυο ονόματα που ήθελα. Τον απείλησα ότι γίνομαι πολύ κακό κορίτσι όταν προσπαθώ. Δεν μπορούσε να μιλήσει από το κλάμα. Έστριψα ανάποδα την παλάμη του και την πίεσα προς τα κάτω. Τον χτύπησα απότομα στα νεφρά και του κόπηκε η αναπνοή. Χοροπήδησε όσο του επέτρεπε η κατάσταση του, καθώς τον πίεζα με την παλάμη προς τα κάτω. Τον προειδοποίησα ότι δεν θα είμαι πάντα τόσο ευγενική. Τον κλώτσησα στα πλευρά. Από τον γδούπο και την κραυγή που ακούστηκε ήταν πασιφανές ότι κάτι έσπασε μέσα του. Μιλά του είπα ειδάλλως αυτή θα είναι η αρχή του τέλους σου. Πίεσα τα σπασμένα του πλευρά.
Νατάσσα έχω αυτές τις φωτοτυπίες για εσένα. Θέλω πέντε αντίτυπα από το καθένα. Κρατά ένα για εμάς και τα υπόλοιπα πήγαινε τα στο αφεντικό. Τρόμαξα από αυτές τις παραινέσεις της Αλεξιας. Αχ βρε παιδιά, με τρομάξατε. Πονάει και το στομάχι μου. Όταν τελειώσεις με αυτά κάνε διάλειμμα. Στην κουζίνα έφεραν τυροπιτακια. Έχει και γάλα. Θα βοηθήσει το στομάχι σου, είπε ο Νίκος, που φαινόταν να ενδιαφέρεται για εμένα, μια και μου έδινε τις λιγότερες δουλειές. Είχα έρθει για πρακτική σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και έκανα ότι βαριόταν οι υπόλοιποι μέσα στο γραφείο να διεκπεραιώσουν. Όταν θα είσαι εύκαιρη φέρε μερικά διαφημιστικά έντυπα από το αρχείο για να τα ταχυδρομήσουμε, φώναξε ο Γιώργος, εννοώντας με εκείνον το ευγενικό συνωμοτικό πληθυντικό ότι ενώ θα εκτελούσα, εκείνος θα είχε την επίβλεψη. Πηγαίνω και τουαλέτα, πρόσθεσα, γι’ αυτό θα αργήσω. Κάνε όσο χρειαστεί, με παρηγόρησε ο Νίκος.
Η πόρτα έκλεισε με ένα ανατριχιαστικό τριγμό να διαχέεται στο δωμάτιο. Αφουγκράστηκα. Ένιωθα κάποια παρουσία μέσα στο σκοτάδι. Ξαφνικά ακούστηκε ένα θρόισμα. Γύρισα και είδα το παράθυρο ανοικτό. Πλησίασα για να το ασφαλίσω. Μου φάνηκε να ακούγονται βήματα πίσω μου. Περιστράφηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλά ματαία. Πήγα να τραβήξω τις κουρτίνες και πρόσεξα την ομίχλη που είχε καλύψει τα πάντα. Η εντύπωση ότι κάποιος με παρακολουθούσε δεν με εγκατέλειπε, ώσπου ένιωσα μια φωνή μέσα μου. Είσαι πολύ όμορφη, πάρα πολύ όμορφη. Σε θέλω, σε θέλω δική μου. Για πάντα, αιώνια. Παραδόσου, άφησε με να σε οδηγήσω σε ένα νέο κόσμο. Εκεί που χρόνος δεν έχει σημασία. Εκεί όπου θα είσαι παντοδύναμη. Αισθάνθηκα ένα απαλό αεράκι στα μαλλιά μου, που τα ανασήκωσε από την δεξιά πλευρά. Έπειτα δόντια βυθίστηκαν στο ακάλυπτο σημείο του ωμού μου και ένας γλυκός πόνος με κυρίευσε.
Είχα τελειώσει με τις τελευταίες αγγαρείες και ξαναγύρισα στην κουζίνα. Ήμουν απορροφημένη με το φαγητό όταν με πλησίασε ο Νίκος για να μου πει ότι η Χαρουλα δεν αισθανόταν καλά και θα έφευγε λίγο νωρίτερα. Μπορούσα αν ήθελα να φύγω και εγώ μαζί της. Κάθε ημέρα επέστρεφα σπίτι με κάποιον από τους προσωρινούς συνάδελφους. Φυσικά άδραξα την ευκαιρία. Στην διαδρομή μιλούσα μόνον εγώ και έτσι άρχισα να διηγούμαι για τον Αλέκο, τον ανατολίτη άνδρα που με καταδυναστεύει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου