Έτρεχε πότε από εδώ και ποτέ από εκεί. Απαντούσε και στα τηλέφωνα. Κοιταζόταν την μια στον καθρέφτη, την άλλη ρωτούσε την γνώμη μου, άλλοτε έψαχνε να βρει κάτι που είχε ξεχάσει στην τσάντα της. Αν οι διάνοιες είναι ακατάστατες, τότε βρισκόμουν μπροστά στο Άγιο Πνεύμα. Άνοιξε τις ντουλάπες της μητέρας της. Μουρμούρισε κάτι και πετάχτηκε σαν σίφουνας στην αποθήκη που είχαν στο βάθος του σπιτιού. Ευτυχώς στην τηλεόραση είχε την γέφυρα του ποταμού Κβαι. Χάρη σε αυτό το γεγονός και τις ενδιάμεσες διαφημίσεις, η προετοιμασία της δεν με είχε απασχολήσει καθόλου. Οι απαντήσεις μου ήταν μονολεκτικές και αφηρημένες. «Ναι, ίσως, μπορεί, μάλλον…». Όταν άρχισε να εκνευρίζεται πρόσθεσα τα «Μωρό μου, Γλύκα μου, Κοπέλα μου…». Έπειτα αρχίζοντας να ατονεί πέρασα στα «Να τελειώνουμε, Εγικεν η ώρα, Φτάνει πια, Θα βάλει και το Μπεν Χουρ σε λίγο, Να το ακυρώσουμε…». Η νευρικότητα έκανε και πάλι την εμφάνιση της. Τώρα πια μου είχαν απομείνει μόνο τα «Είσαι όμορφη όπως και να είσαι, Έλα όπως είσαι, Αρέσεις σε εμένα και φτάνει…». Οι έτοιμες φράσεις είχαν εξαντληθεί. Την θέση τους πήρε μια παγερή σιωπή. Ως από μηχανής θεού, ξάφνου ξεπετάγεται και προφέρει τις μαγικές λέξεις, «Φεύγουμε;» Το έργο αυτό παιζόταν συνεχεία τελευταία το είχα παρακολουθήσει πιο πολλές φορές και από την ταινία που μόλις είδα.
Την άφησα να προχωρήσει μπροστά και την κοιτούσα καθώς περνούσε. Δεν έβρισκα που ξοδεύτηκε όλος αυτός ο χρόνος. Δεν ήταν η νεράιδα του παραμυθιού, αλλά ούτε και η κακιά μάγισσα. Το σουτιέν της καταπίεζε το στήθος σε μια αφύσικη στάση. Λίγο σαν να ήταν διπλωμένο. Λίγο πιο ψηλά και από ότι θα κατάφερνε οποιαδήποτε πλαστική. Ίσως έφταιγε το σχήμα, ίσως το μέγεθος. Μπορεί να ήταν και το μπλουζάκι, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί στις γυναίκες πρέπει να είναι ένα δυο νούμερα μικρότερο από αυτό που μοιάζει να χρειάζονται. Κρίμα γιατί αδικούταν ένα αξιόλογο στήθος. Τα μανίκια ήταν κοντά, το κρύο τσουχτερό, το μπούστο χαμηλό, η πλάτη ανύπαρκτη, το παλτό μακρύ. Το τελευταίο το είχε αφήσει ανοιχτό, γι’ αυτό τουρτούριζε μέχρι να ανάψει το καλοριφέρ στο αυτοκίνητο. Τα τακουνιά και οι μύτες των παπουτσιών ήταν σχετικά φαγωμένες. Φαινόταν συχνοβαμμενα, αλλά έχριζαν πλέον αντικατάστασης. Είχαν επάνω σε αυτά τα μικρά σημάδια την ιστορία τους, τις αργόσυρτες βόλτες με φίλους, τις γύρες για ψώνια στα μαγαζιά, τους χορούς στις βράδυνες εξόδους, τις φορές που τα πέταξε βιαστικά από τα ποδιά της. Η φούστα ήταν υπέρ του δέοντος κοντή και στενή. Τόνιζε την ελαφρώς φαρδιά της λεκάνη. Κάποιο άλλο ρούχο θα κολάκευε καλύτερα αυτό το σημείο, διότι κατά τα αλλά ήταν αδύνατη. Είχαμε κάνει δυο βήματα και από την φτέρνα είχε αρχίσει να ξηλώνεται το καλτσόν. Πανικοβλήθηκε στην αρχή σαν να μας είχε βρει καμία σύμφορα. Σταματήσαμε στην άκρη του δρόμου, για να το φτιάξει. Είχε φέρει στο αυτοκίνητο δυο τσάντες. Την καθημερινή, που ήταν μεγάλη και παραγεμισμένη, και ένα ολοκαίνουργιο μικρό τσαντάκι από πολυτελές γυαλιστερό δέρμα, που είχε γεμίσει με ένα πακέτο τσιγάρα και τον αναπτήρα.
Σε όλη την διαδρομή μου ανέφερε πόσο χαρούμενη ήταν γι’ αυτή μας την έξοδο, πόσο καλά θα περνούσαμε. Έμοιαζε σαν να ζητούσε προκαταβολή από την ευτυχία που μας περίμενε. Αν αργούσαμε στο ραντεβού; Αν είχαν φύγει; την ρώτησα. Δεν θα συμβεί τίποτε από αυτά μου απάντησε, ξεκόβοντας όλες τις αντίξοες πιθανότητες με μια απλή λεκτική απαλοιφή. Επανέλαβε το λογύδριο περί ευδαιμονίας όταν είμαστε μαζί, όταν βγαίνουμε, όταν την κάνω χαρούμενη που την συνοδεύω σε μαγαζιά, παρότι γνώριζε καλά ότι τα βαριόμουν. Έπρεπε να δηλώσω αυτοπροσώπως την συμμετοχή μου στο αποψινό ταξίδι της χαράς. Να μην ξεφύγει κανείς από το επιτελικό σχέδιο της βραδιάς. Σαν διαφήμιση με όλους τους χαζοχαρούμενους στο ίδιο πλάνο, να επιδεικνύουν την φρεσκοκαθαρισμενη οδοντοστοιχία τους. Ακόμη και η ευτυχία χρειάζεται συνενοχή. Βρεθήκαμε με ένα ζευγάρι έξω από το κλαμπ. Είχε τηλεφωνηθεί τρεις φορές από το απόγευμα με την φίλη της, παρόλα αυτά θα νόμιζες ότι είχαν χρόνια να ανταλλάξουν νέα. Τους συναντούσα πρώτη φορά, παρόλα αυτά η μόνη προσπάθεια αμοιβαίας παρουσίασης έγινε από την φίλη της. Το αγόρι της ήταν σαν Κούρος, όμορφος μέσα στην υλική του αυτάρκεια. Επίσης ήταν το ίδιο ομιλητικός όπως το άγαλμα. Αν εγώ δεν συμπαθούσα αυτού του είδους τα μαγαζιά, αυτός έμοιαζε να αντιπαθεί όλο τον κόσμο.
Όσο περιμέναμε για την είσοδο μας, άρχισε σε μια ξαφνική κρίση πολυλογίας να απαριθμεί όλες του τις γνωριμίες από τον κόσμο της νύχτας. Αναρωτιόμουν πότε χειροκρότει το κοινό, αλλά δεν τόλμησα να ρωτήσω. Όταν φτάσαμε μπροστά στον μπρατσωμένο θυροφύλακα περάσαμε οι τρεις μας ενώ ο Κούρος έμεινε πιο πίσω και τον σταμάτησαν. Δεν άφηναν τους «ασυνόδευτους» μέσα. Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά μάταια. Έστειλα την κοπέλα του να παραλάβει το απολεσθέν της αμόρε και να το οδηγήσει κοντά μας. Δεν άντεχα τους δακρύβρεχτους χωρισμούς για χάρη μιας καταρρακωμένης τιμής και μιας επικείμενης παρεξήγησης. Οι υπόλοιποι σφιχτοδεμένοι εργαζόμενοι του μαγαζιού είχαν ήδη μαζευτεί εκεί κοντά και τον κοίταζαν στραβά. Το σώμα ήταν από το μάρμαρο του Κούρου, αλλά το κεφάλι ήταν από το εκμαγείο. Στόκος ο λεγάμενος, ψιθύρισα στο αυτί της κοπέλας μου για να εκλάβω τα αποδοκιμαστικά της σχόλια. Τυχερή η φίλη σου της είπα. Δεν πρόλαβε να απαντήσει, είχαν έρθει δίπλα μας με τον Κούρο να προσπαθεί να μας εξηγήσει τα ανεκδιήγητα. Τον διέκοψα λέγοντας του ότι αυτά είναι παρελθόν, το μόνο που έχει άξια είναι ένα ποτό. Βολέψαμε τα πράγματα και τα ποτά μας σε ένα σκαμπό και το περιτριγυρίσαμε σαν να ήταν τραπέζι. Η μουσική ήταν υπέρ του δέοντος δυνατή, έτσι δεν μπορούσε να αναπτυχθεί κάποιο θέμα συζήτησης. Οι μόνες που κατάφερναν να επικοινωνήσουν ήταν οι δυο φίλες. Μάλλον χάρη στην γυναικεία διαίσθηση. Ευτυχής από το γεγονός, καθότι είχα τοποθετήσει τον εαυτό μου σε στρατηγική θέση, με θέα και με μια κολόνα ανάμεσα σε εμένα και τον Κούρο, απολάμβανα το θέαμα του κόσμου που πηγαινοερχόταν στριμωγμένος με ένα ποτό στο χέρι, αυτούς που λικνιζόταν στον ρυθμό της μουσικής, αλλά κυρίως αυτές που επιδείκνυαν τον πλούσιο εσωτερικό τους κόσμο. Τις παρατηρούσα από μακριά για να μην δίνω δικαίωμα στην συνοδό μου.
Κάποια στιγμή έπιασε το βλέμμα μου να ταξιδεύει στις υπέροχες καμπύλες μιας μελαχρινής νεαρής, με καλλίγραμμα πόδια, στενή μέση, μακρύ λαιμό, λαμπερό χαμόγελο και καρέ μαλλί. Με αποπήρε γιατί την παραμελούσα και μου υπενθύμισε ότι είχα ήδη δίπλα μου την μόνη γυναίκα στην οποία έπρεπε να συγκεντρώνω την προσοχή μου. Αγάπη μου, της είπα, είναι κάτι που κάνω και για εσένα. Κρατώ σφριγηλό το ερωτοτροπο στοιχείο μου, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να το εξευμενίσω μαζί σου. Μου πρότεινε υπομονή και εγκράτεια. Της υπενθύμισα το κοινωνικό καθήκον να καθιστούμε τον συνάνθρωπο μας ευτυχή, ότι εκείνη την στιγμή πραγματοποιούσα ακόμη μια καλή πράξη, διότι τι άλλο αναζητούσε η νεαρά πέρα από την ευρεία αρσενική αποδοχή, καθότι ενδυματολογικά βρισκόταν στο άλλο άκρο από τις καλογριές και λίγο πριν το στριπτίζΧ και ήταν ακριβώς ότι της προσέφερα εκείνη την στιγμή. Οι σοφιστείες μου δεν στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν την δυσμένεια της, που ένιωθα από πριν να έρχεται. Είχε την συνήθεια να αντιδρά με καθυστέρηση σε πράγματα που ίσως να την πλήγωναν, αλλά ήθελε να τα χρησιμοποιήσει για να εκβιάσει λίγη περισσότερη αγάπη εκ μέρους μου. Σαν καρτούν, που δεν έσκασε η βόμβα του παρά μόνο όταν πήγε να δει το γιατί, δέχτηκα κατάφατσα τον οχετό από καυστικά σχόλια για την συμπεριφορά μου. Η μελαχρινή γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε. Ανταπέδωσα ενώ τα πυρά συνεχιζόταν. Είχα φορέσει τις ψυχολογικές μου ωτοασπίδες. Δεν θυμόταν ότι φώναζε συνεχεία για τον λύκο που ερχόταν να φάει τα πρόβατα. Ακόμη μια σκηνή που είχε ξαναπαιχτεί. Οι αντιδράσεις της ήταν σαν σαπουνόπερα, επαναληψιμες. Το αντικείμενο της προσοχής μου κινήθηκε προς την τουαλέτα. Περίμενα λίγο και ακολούθησα. Πήγα στο μπαρ και πήρα δυο ποτά. Την περίμενα και μόλις εμφανίστηκε της είπα ότι είχα βρει το λυχνάρι του Αλαντίν. Είχα εκφράσει τρεις επιθυμίες. Να γνωρίσω μια κοπέλα, να είναι ακαταμάχητα όμορφη και να πιω ένα ποτό μαζί της.
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου