Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Ο ρόλος της ζωής μου…

Ξεπρόβαλλε από την πόρτα με το πρόσωπο τραβηγμένο. Περπατούσε βαριά. Έμοιαζε να έχει δώσει την υπέρτατη μάχη για την επιβίωση και να έχει νικήσει. Νόμιζες ότι είχε καθίσει να γράψει σε μια νύχτα όλο το σύνταγμα από την αρχή. Θα πίστευες ότι επρόκειτο για το Προμηθέα, που μόλις το έσκασε από το μαρτύριο του και γύρισε ανάμεσα μας. Το «γεια» ακούστηκε σαν να το έφτυσε. Σαν να το κρατούσε σφιχτά ανάμεσα στα δόντια του και του έφυγε μετά από γροθιά στα νεφρά από τον Ταισον. «Πείτε μου που είμαστε να τελειώνουμε» πρόσθεσε με ταχύτητα και ύφος που δεν άφηνε απόρροιες για την αποφασιστικότητα του. Τον έβλεπα σαν το Κλιντ Ιστγουντ έτοιμο να καθαρίσει το επόμενο του θύμα σε μονομαχία. Ήταν ο καλός, ο κακός και ο άσχημος σε μια συσκευασία. Σαν σαμπουάν. Έκανε για τα πάντα, ήταν η λύση σε όλα. Απλώς αυτός ήταν όμορφος. Πολύ όμορφος. Ίσως γι’ αυτό τον φθονούσαν όλοι. Επίσης για την ικανότητα του. Τίποτε, όμως δεν θα στεκόταν εμπόδιο ανάμεσα σε αυτόν και το καθήκον, το οκτάωρο. Ήταν ο εργαζόμενος μοντέλο. Σαν όνειρο του Μουσολίνι. Όπως ένας μαύρος σκλάβος στην Λουϊζιάνα στις αρχές του αιώνα. Ήταν αλυσοδεμένος με την δουλειά του, ήταν η ζωή του.
Η πενιχρή αμοιβή σε σχέση με την άξια του δεν ήταν παρά ένα ακόμη δείγμα της ανικανότητας των άλλων να τον καταλάβουν, καθώς και της ύπουλης υπονόμευσης που δεχόταν από τους συνάδελφους του. Αυτός που ήρθε και τους άνοιξε τα μάτια. Που απλώθηκε σαν το φως της γνώσης, τους παρέλαβε απλούς υπάλληλους και τους βοήθησε να γίνουν στελέχη. Πένητες, σκουλήκια, γυμνοσάλιαγκες, παράσιτα. Ο ήλιος του είχε δεχθεί ολική έκλειψη, αλλά είναι παγκόσμιο δεδομένο, το φως θα ξαναελαμπε, ο ουρανός θα γυρνούσε γαλάζιος, τα σύννεφα θα εξαφανιζόταν. Αξιαγάπητος σαν τον γιο που κάθε μανά ονειρευόταν, άψογος εμφανισιακα σαν παρουσιαστής ειδήσεων. Καθησυχαστικός, στωικός και εγκρατής. Αλλά θηρίο ανήμερο, αγρίμι, λαιμητόμος, χείμαρρος όταν ένιωθε να διακινδυνεύουν τα δίκαια της επιχείρησης που δούλευε και τα δικά του. Υπερασπιστής του δικαίου, του όμορφου, του ορθού λόγου, της ειλικρινείας. Έκανε τον Ρομπέν των δασών να μοιάζει με τσαρλατάνο. Ίνδαλμα του ο Σολόμωντας, Όνειρο του ο Ζορο, ο μασκοφόρος εκδικητής. Καταδικασμένος να μείνει άγνωστος. Η μοναξιά της επιλογής του σωστού δρόμου. Σαν τον Ηρακλή. Μόνο που εκείνος είχε κάνει απλώς δώδεκα άθλους. Αυτός καθημερινά και από έναν.
Οι συνάδελφοι του είχαν μαζευτεί γύρω του να τον ενημερώσουν. Πάλι είχαν κάνει ένα σωρό λάθη ή παραλήψεις. Πράγματα που αυτός έπρεπε να διορθώσει. Δεν υπήρχε τρόπος να τους συνετίσει. Δεν υπάρχει χειρότερος κούφος από αυτόν που δεν θέλει να ακούσει και αυτοί περιέφεραν τα αυτιά τους ως βάση για τα σκουλαρίκια. Εκτιμούσε μόνο δυο άτομα μέσα στην επιχείρηση, που πίστευε ότι ήταν κοντά στην δική του κορυφή. Όλους τους υπόλοιπους τους έβλεπε όπως ο Δίας από την κορυφή του Ολύμπου. Έτοιμος να τους κατακεραυνώσει. Αν κάποτε έκανε πίσω ήταν πάντα για το καλό της δουλειάς. Για αυτό και μόνο είχε αναπτύξει την διπλωματία του. Λαοπλάνος σαν τον Απόλλωνα, χρηστής της γλώσσας αντάξιος του Θουκυδίδη, απόγονος του Σεφέρη, πνευματικό παιδί του Χρυσοστόμου. Σαγήνευε. Προτιμούσε την επιβολή της άξιας του από τον φόβο της παρουσίας του. Η αποδοχή του έπρεπε να γίνει καθολική.
Έδωσε τις οδηγίες του με τον κόφτο και σαφή του τρόπο. Όταν εξέλαβε απορημένες γκριμάτσες, μειδιάματα, παράπονα, κατάλαβε ότι μόνο με την δική του δράση θα ορθοποδούσε η κατάσταση. Δεκανίκι της επιχείρησης, δεξί χέρι της διοίκησης, εντολοδόχος και διεκπεραιωτής, θεμέλιος λίθος κάθε καλής προσπάθειας, αποκούμπι σε κάθε αναποδιά. Τους απομάκρυνε από κοντά του για να αναλάβει δράση. Σαν να επρόκειτο να σκάσει ατομική βόμβα. Η ενέργεια που θα απελευθέρωνε το ζωντανό του παράδειγμα θα ήταν σαν το ωστικό κύμα για αυτούς τους δύσμοιρους. Ζήτησε ένα καφέ. Έμοιαζε σαν τον αθλητή που αυτοσυγκεντρώνεται πριν από την κούρσα στους Ολυμπιακούς αγώνες. Τέντωσε τα δάκτυλα του σαν μουσικός. Θα αναλάμβανε το σόλο του εντός ολίγου.
Ήταν σύναμμα μετριόφρων και ντροπαλός. Δεν ένιωθε καμία έπαρση για τα αναμφισβήτητα προτερήματα του. Δεν ήθελε να αποθαρρύνει τους άλλους με τον προγραμματισμένο τρόπο με τον οποίο δούλευε, την ευταξία του, τον απαράμιλλο ρυθμό του, την ευεξία του, την δεξιοτεχνία του. Ένας θεάνθρωπος είχε εμφανιστεί και έπρεπε να πεθάνει για να δώσει ελπίδα στον κόσμο. Αυτός δεν θα είχε την ίδια τύχη. Θα κρινόταν από το σώμα του έργου του και όχι από το πώς το πέτυχε. Περίμενε λοιπόν να απομακρυνθούν οι συνάδελφοι του. Απομυζούσε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε από οποίον περνούσε από μπροστά του. Αυτές θα τον βοηθούσαν στην δουλειά του, όταν θα ξεκινούσε. Αποκωδικοποιούσε την αλήθεια από τις επιθυμίες και τις κακοήθειες του κατώτερου προσωπικού. Τις επεξεργαζόταν και τις μετέφραζε σε ενέργειες, που όταν επιτέλους η διοίκηση θα εισάκουγε, θα απέδιδαν ανέλπιστους καρπούς για τους αδαείς και τους κακόπιστους. Οργάνωνε το χώρο δράσης του, όργωνε το γραφείο του από άκρη σε άκρη. Σαν ταύρος έτοιμος να ξεχυθεί στην Αρένα.
Άργησαν να φύγουν και οι τελευταίοι συνεργάτες του. Επιρρεπής στην σαρκική του πλευρά, δεν άντεξε την υπερδιέγερση που κράτησε τόση ώρα χωρίς εκτόνωση. Αποκαμωμένος από την εγκράτεια άναψε ένα τσιγάρο μέχρι να ανασυσπειρωσει τις δυνάμεις του. Τίποτε. Ένιωθε άδειος, σαν έρημο κρεβάτι. Ένα ζευγάρι είχε κάνει ερωτά επάνω του και τον άφησε για μέρες άστρωτο. Πήγε τουαλέτα. Πήγε να πιει νερό. Πήγε στο παράθυρο και κοίταζε έξω. Πήρε τηλέφωνο στην γυναίκα του. Τίποτε. Πήγε στο διπλανό γραφείο να μιλήσει με κάποιον. Γύρισε και έφτιαξε και δεύτερο καφέ. Τίποτε. Άρχισε να παίζει παιχνίδια στον υπολογιστή. Πήρε έναν φίλο του στο κινητό. Τίποτε. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Έγειρε πίσω την πλάτη, ακούμπησε τα ποδιά στο γραφείο. Αφουγκράστηκε. Ντράπηκε. Σηκώθηκε. Πήγε ξανά για νερό. Γύρισε και κοίταζε το γραφείο του σαν τον σκηνοθέτη μπροστά στο σκηνικό του επόμενου γυρίσματος. Απάντησε σε ένα τηλεφώνημα. Προσπάθησε να το κάνει να κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο. Τίποτε. Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. Σαν τον εραστή που καίγεται στα προκαταρκτικά. Γύρισε κοίταξε το ρόλοι και σκέφθηκε «Άντε να σχολάσουμε.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου