Με τον αδερφό μου είχαμε κόψει τις σχέσεις μας από την εποχή της διαμάχης μας για τα κληρονομικά. Είχε ανακατευθεί και η νύφη μου, και το πράγμα πήγε κατά διάολου. Ζούσα μόνος πολλά χρόνια. Σχέσεις με γυναίκες περιστασιακές και αραιές. Απολάμβανα την μοναξιά μου. Δυστυχώς ήρθε μια εποχή που άρχισαν να αναπαύονται τα στενά μου οικογενειακά πρόσωπα. Συγχρόνως πιεζόμουν πολύ και στην δουλειά. Ήμουν γύρω στα σαράντα την εποχή εκείνη. Το πέπλο της μοναξιάς ήταν αραχνοΰφαντο από τις καλύτερες ερωτήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής, του θανάτου, του πρότερου βίου, των πιθανοτήτων, των αποφάσεων. Τρωγόμουν με τα ρούχα μου, ώσπου παρουσιάσθηκε ένας φίλος μου και σε μια τελευταία και απέλπιδα προσπάθεια, όπως μου είπε, με παρέσυρε σε έξοδο μετά γυναικείας συνοδείας. Η κατάληξη ήταν γάμος. Δεν ξέρω γιατί παντρεύτηκα, γιατί τώρα, γιατί μαζί της. Τουλάχιστον ξέρω ότι δεν ήταν φρούτο του πάθους. Ένιωθα σαν να μοιράστηκα το πικρό ποτήρι της μοναξιάς, με τον αυθορμητισμό του προμελετημένου εγκλήματος, με κάποιον που το μόνο που ζήτησε από μένα ήταν λίγη κατανόηση και αλληλοεμπιστοσύνη.
Την πρόδωσα από την πρόταση του γάμου μας. Δεν έχασα λεπτό. Στο απόγειο του εγωκεντρισμού μου και προς θεραπεία των ενοχλητικών σκέψεων που με βασάνιζαν παντρεύτηκα το πρώτο σφουγγάρι που θα απορροφούσε από γύρω μου όλα αυτά τα λιμνάζοντα ύδατα μέσα στα οποία είχα βαλτώσει. Αμέσως μετά την πρώτη νύχτα του γάμου είχα νέες επισκέψεις στα ξενύχτια μου. Τις τύψεις. Πως μπόρεσα να ξεφορτώσω μια αδυναμία μου εκμεταλλευόμενος αυτήν ενός αλλού. Από τότε πάσχιζα συνεχώς να την κάνω ευτυχισμένη. Μετά από τόσα χρόνια μοναχικού βίου δεν είχα την ικανότητα να αφουγκράζομαι τις ανάγκες του αλλού. Είχα το ελάττωμα να μην ρωτώ, γιατί με την σειρά μου δεν ήθελα κανείς να μαθαίνει τις δικές μου. Ο γάμος μας έμοιαζε σαν βάρκα που διασώθηκε από ναυάγιο με έναν κούφο και έναν μουγκό.
Έφτασα σε ηλικία συνταξιοδότησης. Είχα κάνει τα χαρτιά μου και περίμενα. Ήταν χαρούμενη και λυπημένη συγχρόνως. Την τρόμαζε ο χρόνος που θα μοιραζόμασταν από εδώ και στο εξής. Δεν ταιριάζαμε απόλυτα, αλλά ανεχόμασταν ο ένας τον άλλο με απαράμιλλη κατανόηση. Περιμέναμε το εφάπαξ για να πραγματοποιήσουμε ένα από τα ταξίδια που τόσο ονειρευόμουν και ποτέ δεν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε. Εκείνη μισούμε τα ταξίδια, καθότι αλλεργική στα πάντα. Παρόλα αυτά αποδέχτηκε να έρθει μαζί μου, όπου και αν αποφάσιζα να πάμε. Είχα γυρίσει όλα τα ταξιδιωτικά γραφεία. Μου φαινόταν σαν το τελευταίο μου ταξίδι, έπρεπε λοιπόν να είναι μεγάλο, άρα άλλη ήπειρο. Να γίνει σε σχετικά θερμά κλίματα, αλλά όχι πολυσύχναστα τουριστικά. Να μην υπάρχει άμεση συνάφεια με τον ευρωπαϊκό ή δυτικό πολιτισμό. Δεν ήθελε πολύωρο ταξίδι. Συμβιβαστήκαμε με το Κάιρο. Σε μια εβδομάδα έπαιρνα τα λεφτά, τα εισιτήρια, εκείνη, το αεροπλάνο, το Κάιρο … Το ονειρευόμουν πλέον κάθε βράδυ και ξυπνούσα με ένα χαμόγελο να δω μήπως ήμασταν ήδη εκεί. Ένα βράδυ ξύπνησα, αλλά ένιωσα ένα πόνο στο στήθος, η αναπνοή μου κοβόταν, ξανά και ξανά. Ύστερα σκοτάδι.
Πετάγομαι, κοιτάζω γύρω μου, τσιμπιέμαι, πονάω, άρα ζω και υποφέρω ακόμη. Ευτυχώς είμαι σπίτι. Σηκώνομαι κοιτάζω αν οι άλλοι είναι εντάξει. Πηγαίνω στην κουζίνα, πίνω ένα ποτήρι νερό. Πηγαίνω στην τουαλέτα για την ανάγκη μου, ρίχνω λίγο νερό στο κεφάλι μου. Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Γυρίζω στην κουζίνα. Ανοίγω μια μπύρα και πάω στην τηλεόραση. Είχε μια τσόντα. Άκου εκεί παντρεμένος. Τι βλέπει κανείς στα όνειρα. Μεγάλε, τεράστιε, πω ρε τι της κάνει.
Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου