Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Μια ονειρεμένη ζωή…

Ανασήκωσα τα σεντόνια. Το απαλό άρωμα του απορρυπαντικού με το αντίστοιχο δικό μου αναπήδησαν μαζί, στροβιλίστηκαν μπροστά μου και ερέθισαν ευγενικά την μύτη μου. Άκουσα την γυναίκα που έχουμε για τις δουλειές στο σπίτι να αποχαιρετά τον άνδρα μου και τα παιδιά. Σηκώθηκα και φόρεσα την ανοιξιάτικη μου ρόμπα. Έφτιαξα με τα χέρια τα μαλλιά μου κοιτώντας τον καθρέφτη και πήγα στο μπάνιο. Ήθελα όσο τίποτε άλλο ένα καλό πρωινό, γι’ αυτό τελείωσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Καθότι είχα σηκωθεί νωρίς, θα είχα όλο το χρόνο μπροστά μου να ολοκληρώσω ότι μόλις παρέλειψα. Στην κουζίνα ήταν όλα έτοιμα. Το άρωμα του καφέ ερχόταν κύματα κύματα προς το μέρος μου. Με έσερνε σαν αγκίστρι προς το τραπέζι. Η ευγενική Εσμεραλαντα έφερε τις φέτες το ψωμί από την φρυγανιέρα. Γέμισα ένα φλιτζάνι με καφέ. Καθόλου ζάχαρη. Ήταν το αγαπημένο μου μίγμα. Ο καφεπώλης μου είχε μια μικρή αδυναμία. Ήπια την πρώτη γουλιά και ένιωθα την ζεστασιά του να μου χαϊδεύει τον ουρανίσκο. Να φεύγει το υγρό και να μένει η πικρή του γεύση, σαν να είχε λιώσει μια καραμέλα καφεΐνης στο στόμα μου. Μια αψάδα υπήρχε στην γλώσσα μου. Κοίταξα έξω από το παράθυρο τον κήπο μας. Οι τριανταφυλλιές ήταν γεμάτες μπουμπούκια. Οι πασχαλιές ολάνθιστες. Ο τελευταίος μας κηπουρός επιτέλους έκανε πολλή και καλή δουλειά.
Άλειψα μια φέτα ψωμί, που η Εσμεραλντα ζύμωνε η ίδια, με βούτυρο από τα κτήματα του άνδρα μου. Συνεργάτες του είχαν φέρει το θυμαρίσιο μέλι που μόλις τώρα δοκίμαζα. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ σε μια κουταλιά γλυκό κερασί, της μητέρας μου. Η γλυκιά τους γεύση ήρθε σε τέλεια αντίθεση με αυτή του καφέ. Στο γυμναστήριο θα έπρεπε να δουλέψω υπερωρίες σήμερα. Η τηλεόραση έπαιζε τις συνηθισμένες πρωινές εκπομπές. Πρόσεξα τα ρεπορτάζ μόδας, που έδειχναν τα μαγιό του επερχόμενου καλοκαιριού. Ίσως στο γυμναστήριο να ίδρωνα λιγότερο. Κάποια μοντέλα ήταν πολύ χειρότερα από εμένα. Δεν ήμουν σαν τα διεθνή μανεκέν, αλλά σε σχέση με τα περισσότερα εγχώρια… Πήγα ξανά στο δωμάτιο για να ετοιμαστώ. Έκανα ένα αναζωογονητικό μπάνιο. Άνοιξα την ντουλάπα και αράδιασα ρούχα στο κρεβάτι για να διαλέξω ευκολότερα. Βολανάκια από μουσελίνα για την μπλούζα και σατέν φούστα με βολάν στο τελείωμα. Άρχισα να παρατάσσω τσάντες και παπούτσια. Κροκό τσαντάκι και πέδιλα. Χάρη σε αυτή την καθημερινή αναστάτωση ήμουν πάντα ενήμερη για τις ανάγκες της γκαρνταρόμπας μου. Κάθισα μπροστά από τον καθρέφτη και άρχισα να βάφομαι. Φώναξα την Εσμεραλντα να συμμαζέψει και να με βοηθήσει με τα μαλλιά μου. Της έδινα συγχρόνως εντολές για το μεσημεριανό φαγητό και τα ψώνια που θα χρειαζόταν. Ήταν πολύ καλή αλλά έπρεπε να της δίνεις σαφείς οδηγίες.
Στο παρκινγκ του σπιτιού είχαν μείνει δυο αυτοκίνητα. Ένα ανοιχτό σπορ και ένα κάπως πιο σοβαρό κουπέ. Αποφάσισα να πάρω το καμπριο. Ταίριαζε και με τα ρούχα μου. Το δερμάτινο εσωτερικό είχε παραπλήσιο χρώμα με τα παπούτσια μου. Η όψη του ξύλου είναι πάντα θελκτική σε ένα αυτοκίνητο, αλλά και το χαι τεκ εσωτερικό του συγκεκριμένου, με τα φιλέτα από αλουμίνιο ήταν χάρμα οφθαλμών. Έβγαλα τον σάκο για το γυμναστήριο από το ένα αυτοκίνητο, ανανέωσα ότι χρειαζόμουν και τον έβαλα στο άλλο. Θα πήγαινα πρώτα στην αγορά. Θα έπαιρνα ορισμένα καλλυντικά, κανένα δώρο για τα παιδιά και μια γραβάτα για το σύζυγο μου. Έπρεπε να βρω και ένα δώρο για τον γάμο που θα πηγαίναμε την επόμενη εβδομάδα. Έπειτα θα περνούσα από το αγαπημένο μου μαγαζί ρούχων να προβάρω την τουαλέτα που θα φορούσα για αυτήν μας την κοινωνική υποχρέωση. Μάλλον είχα παραφορτώσει το πρόγραμμα μου. Το ραδιόφωνο με πληροφορούσε για το χρηματιστήριο. Απορροφημένη από τις σκέψεις μου το είχα αφήσει στον σταθμό που επιλέγει συνήθως ο άντρας μου. Άλλαξα συχνότητα ψάχνοντας για μουσική που θα ενίσχυε τη καλή μου διάθεση.
Τελείωσα νωρίτερα από ότι περίμενα με τα ψώνια, αν και είχα και κάποιες απρογραμμάτιστες αγορές. Η δόκιμη του φορέματος τελείωσε με απόλυτη επιτυχία. Ο Γιώργος, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και καλός φίλος, μεταξύ σοβαρού και αστείου, μου πρότεινε να ποζάρω για την επόμενη επίδειξη του. Αρνήθηκα ευγενικά, αλλά βαθύτατα κολακευμένη, μολονότι είχα την εγωιστική βεβαιότητα ότι θα μπορούσα άνετα να κάνω κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά γιατί να διακινδυνέψω την σύγκριση στην πασαρέλα με επαγγελματίες με δέκα χρόνια λιγότερα από εμένα. Στο γυμναστήριο με υποδέχτηκε εγκάρδια ο Θανάσης. Δούλευε και πορτιέρης σε γνωστό νυκτερινό μαγαζί που ήμουν θαμώνας. Είχα τελειώσει από το αερόμπικ και ήμουν στα στεπερ. Τον είχα ξαναδεί. Με είχε προσέξει και εκείνος. Τα ρούχα του ήταν αρκετά φαρδιά σε αντίθεση με των περισσότερων καλογυμνασμένων εκεί μέσα. Δεν θα έπρεπε να είχε τίποτε να κρύψει. Τα χέρια φαινόταν στιβαρά και καλογραμμομενα. Ήταν αδύνατος και μυώδης. Με στενή μέση και φαρδύς ωμούς, αλλά εξαιρετικά αρμονικά μεταξύ τους σε μέγεθος. Ήμουν ιδρωμένη. Φορούσα ένα εφαρμοστό κορμάκι σκούρο μπλε που κατέληγε σε κοντό παντελονάκι. Είχε ένα βαθύ ντεκολτέ με τιράντες. Από επάνω φορούσα ένα φλουο ροζ ταγκά μαγιό.
Με κοιτούσε με ζωώδη λαιμαργία. Είχε καρφώσει το βλέμμα του στο ιδρωμένο στήθος μου, μέχρι να ανακαλύψει τον καθρέφτη πίσω μου, όπου φαινόταν οι γλουτοί μου. Κοίταζε το τριγωνάκι από ιδρώτα που είχε χαραχτεί στην βάση της μέσης μου και το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα στις εικονικές σκάλες των οπίσθιων μου. Η σκηνοθετική μου προσπάθεια είχε πετύχει. Πήγα προς το μπαρ του γυμναστήριου και πήρα ένα από εκείνα τα αναψυκτικά που αναπληρώνουν τα χαμένα άλατα του οργανισμού. Με πλησίασε και πιάσαμε την κουβέντα. Πόσο καιρό έρχεσαι στο γυμναστήριο και πόσο καιρό έχει που σε πρόσεξα. Τι πρόγραμμα ακολουθείς. Γιατί εδώ και όχι αλλού. Τι κανείς στην ζωή. Τι είναι η ζωή. Γιατί να μην ζήσουμε ένα κομμάτι της μαζί. Του δήλωσα ότι θα αργούσα γιατί θα πήγαινα και στο χαμάμ. Θα με περίμενε όσο χρειαζόταν στο μπαρ. Κάθισα γυμνή ανάμεσα στους υδρατμούς. Ο ιδρώτας μου αναμειγνυόταν με τον υδατοποιημενο ατμό και μικρά ρυάκια διέτρεχαν όλο μου το σώμα. Άρχισα να χαλαρώνω. Ένοιωθα τους μυς μου να τραβούν, σφιχτοί από την προσπάθεια, να αφήνονται σιγά σιγά. Έκλεισα τα μάτια. Πήρα βαθιές αναπνοές. Τα μάτια μου είχαν συνηθίσει. Τα ξανάνοιξα και διαπίστωσα ότι ήμουν μόνη. Όταν τελείωσα έκανα ένα κρύο σύντομο ντους. Οι σταγόνες μου φαινόταν σαν μικρές βελόνες που με τρυπούσαν. Αναστεναγμοί, τρίξιμο των δοντιών, σφίξιμο των μυών. Έκλεισα το νερό και άπλωσα το χέρι μου στην πετσέτα. Ένιωθα το αίμα μου να με έχει εγκαταλείψει. Αδύναμη σύρθηκα μέχρι τις ξύλινες ξαπλώστρες. Έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα ένα γλυκό λήθαργο. Ήμουν απολύτως ήρεμη. Εξακολουθούσα να μην τα ανοίγω. Αφουγκράστηκα και απολάμβανα την ησυχία, μέχρι που ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος θόρυβος. Τον είδα να έρχεται προς εμένα. Ήμασταν μόνοι. Έσκυψε πάνω μου, με αγκάλιασε και με ανασήκωσε λίγο. Με φίλησε. Πήρε την πετσέτα μου, την πέταξε και άρχισε να μου σφίγγει απαλά το στήθος.
Άκουσα μια φωνή και ένιωσα ένα σπρώξιμο. «Ξυπνά επιτέλους. Σε λήθαργο είχες πέσει; Θέλω να φύγω στην δουλειά. Το ίδιο να κανείς και εσύ μόλις ταΐσεις και αλλάξεις το παιδί. Η αγαπημένη μου πεθερά είναι ήδη εδώ για να σε βοηθήσει.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου