Ετοιμαζόμουν να πάω στην κλινική. Η γυναικά μου είχε εισάχθει για μια αφαίρεση κύστης από τις ωοθήκες. Τα παιδιά ήταν στο σχολειό. Δεν δούλευα εκείνη την ημέρα. Είχε αρχίσει η μείωση των ωρών εργασίας από πέντε ήμερες σε τρεις την εβδομάδα και έπειτα σε 4 ώρες ανά ημέρα και τέλος, όπως και να το περιέγραφες για τις δημοσιές υπηρεσίες, για την τσέπη μου και για τον χρόνο μου ήταν 2 ήμερες των έξι ωρών. Ένα μεροκάματο έκανα το Σάββατο το βραδύ σε εστιατόριο ενός φίλου ως μαύρη εργασία και είχα πουλήσει και κάποιες ασφάλειες αυτοκίνητου από τις οποίες έπαιρνα μια μικρή προμήθεια ετησίως που συνεχώς έφθινε. Η γυναικά μου είχε ένα ενοίκιο από το πατρικό της και είχαμε έρθει σε συμφωνία με τον ενοικιαστή της για να μας δώσει τα οφειλόμενα. Έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε την εγχείρηση της. Χτύπησε το τηλέφωνο και πίστευα ότι θα ήταν για να πάω να πάρω αυτά τα χρήματα να τα έχω μαζί μου στην κλινική. Απάντησα και άκουσα μια γυναικεία φωνή. Σάστισα και περίμενα εξηγήσεις να δω ποιος είναι και γιατί. Ο γιος μου είχε χτυπήσει στο σχολειό και έσπασε το χέρι του. Τον είχαν μεταφέρει στο νοσοκομείο και πήραν να μου πουν που τον έχουν. Το πάτωμα κόντεψε να φύγει κάτω από τα πόδια μου. Πισωπάτησα σαν να προσπαθούσα να αποφύγω τον γκρεμό μπροστά μου. Σκοτείνιασαν τα ματιά μου. Η άβυσσος της σιωπής έσπασε όταν είπα την πιο ηλίθια φράση που είχα ξεστομίσει, ευχαριστώ. Έκλεισα το ακουστικό και κοίταξα στο άπειρο. Πηρά την αδελφή της γυναικάς μου και πήγε εκείνη στη κλινική. Δεν πρόλαβα να συνεννοηθώ μαζί της για τίποτε. Δεν ήξερα τι θα της έλεγε, ούτε και πως. Έκλεισα τα φωτά και έφυγα.
Είχε απίστευτη κίνηση. Δεν είχα χρήματα για ταξί, ούτε αρκετή βενζίνη στο αμάξι. Αποφάσισα να την φυλάξω για την μέρα που θα έβγαινε από τη κλινική. Πήγα μέχρι ένα σημείο με τα πόδια, μετά με το λεωφορείο και πάλι με τα πόδια. Βρήκα τον μικρό που έκλαιγε. Τον είχαν δέσει και είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά μιας άγνωστης σε εμένα γυναικάς. Ήταν η γυμνάστρια του στο σχολειό. Μου εξήγησε τι είχε συμβεί και τι είπαν οι γιατροί. Τον αγκάλιασα και τον μύρισα, τον ιδρώτα, τον φόβο, τον πόνο. Τον έσφιξα επάνω μου προσεκτικά μήπως και σβήσω κάτι από το κακό που τον βρήκε. Τον ξάπλωσα και του είπα ότι θα έψαχνα τον γιατρό να συνεννοηθώ και μετά θα φεύγαμε. Ευχαρίστησα την δασκάλα του και ψάχνοντας τον βρήκα μια γνώστη μου από το χωριό της μάνας μου, μακρινή μου εξαδέλφη. Σε λίγο από πίσω της ξεπρόβαλαν και άλλοι μακρινοί συγγενείς. Βιαζόμουν και ίσως τους φάνηκα ψυχρός. Η προϊστάμενη ορόφου μου εξήγησε ότι ο γιατρός είχε φύγει από τα επείγοντα και πήγε στους ορόφους. Θα γυρνούσε σε μια δύο ώρες όταν τέλειωνε τις επισκέψεις. Ξαναγύρισα στο παιδί περνώντας λίγα μπισκότα και νερό από το κυλικείο. Τηλεφώνησα στην κουνιάδα μου να δω πως τα πηγαίνουν εκεί και μου έδωσε την σύζυγο μου να μιλήσουμε. Το έφερε βαριά που μας άφησε μονούς, και ότι είχε ένα άσχημο προαίσθημα από το πρωί, και ότι το παιδί την χρειαζόταν τώρα. Προσπάθησα να την καθησυχάσω με την γνώστη κοινοτυπία ότι όλα θα πάνε καλά. Το παιδί είναι παιδί και σαν παιδί γρήγορα θα γιάνει. Έτοιμες φράσεις σαν διαφημιστικά σποτ, όταν δεν ξέρεις τι να πεις λες ότι λένε οι άλλοι. Άλλο δάνειο και αυτό σκέφτηκα.
Μετά από δυο ώρες και έχοντας λάβει οδηγίες από τον γιατρό δια στόματος της προϊσταμένης χωρίς να τον έχω αντικρύσει ποτέ φύγαμε για την κλινική που βρισκόταν η γυναικά μου. Όλα είχαν πάει καλά, τον πήρε αγκαλιά και πέρασε ο πόνος και των δυο. Η αδελφή της προθυμοποιήθηκε να τον πάρει μαζί της καθώς και την αδελφή του από το σχολειό. Κάθισα στην καρέκλα σαν να ήμουν πεντακόσια κιλά, σαν να είχα ζήσει δυο ζωές σε ένα πρωί. Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα πονοκέφαλο. Βγήκα να βρω μια νοσοκόμα να ζητήσω κάποιο χάπι για τον πονοκέφαλο. Θυμήθηκα τον ενοικιαστή και πηρά τηλέφωνο στο κινητό του. Δεν απάντησε. Πηρά το χάπι και πίστεψα ότι μαζί του θα κατάπινα και όλα τα αλλά προβλήματα μου. Με νέα αισιοδοξία ότι όλα τα άσχημα είχαν περάσει ξανακάλεσα. Άργησε να απαντήσει και πάλι ακούστηκε γυναικεία φωνή. Ήταν η αδελφή του. Ο ενοικιαστής είχε εμπλακεί σε αυτοκινητιστικό. Το βραδύ τον παρέσυρε ένας μεθυσμένος οδηγός που παραβίασε το φανάρι. Πέθανε σήμερα το πρωί. Την συλλυπήθηκα εμβρόντητος. Έκλεισα το τηλέφωνο και το κεφάλι μου κόντευε να εκραγεί. Αισθανόμουν σαν μια μέγγενη να σφίγγει τα μηνίγγια μου, ο σβέρκος μου έμοιαζε βαρύς και δύσκαμπτος. Ένα βάρος πάτησε το στήθος μου και ένα κάψιμο αναδύθηκε από το στομάχι μου. Μου ήρθε τάση για έμετο. Έτρεξα όσο μπορούσα στην τουαλέτα, βρόντηξα την πόρτα της εισόδου, χτύπησα τον ωμό μου παραπατώντας, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι επικίνδυνα. Έβγαλα τα λίγα μπισκότα που είχα φάει νωρίτερα. Τα αναγνώρισα σαν ανάμνηση του νοσοκομείου. Τράβηξα το καζανάκι και κάθισα στην τουαλέτα. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να πληρώσω την κλινική μέχρι αύριο.
Όταν συνήλθα κάπως πηρά τηλέφωνο στην δουλειά να τους ζητήσω τα χρήματα που μου χρωστούσαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη δέχθηκαν αμέσως, μόνο που ήθελαν να πάω από εκεί. Μετέβηκα στην γυναικά μου και της ανακοίνωσα τα νέα. Ευχήθηκε να μην μας βρει άλλο κακό και με φύλλισε. Είχε περάσει το μεσημέρι. Μου έδωσαν τα λεφτά και ανακοίνωσαν την απόλυση μου. Δεν παραξενεύτηκα. Ήταν αναμενόμενο. Το ίδιο είχε συμβεί και σε άλλους πριν από εμένα. Σαν φρούτο που ξεκολλά σιγά σιγά από το κλαρί. Περνάς από το πενθήμερο στην ημιαπασχόληση, στο εκ περιτροπής, στο ωρομίσθιο, στην απόλυση. Γύρισα στη κλινική και πλήρωσα σαν να φοβόμουν μήπως εξαφανιστούν τα λεφτά από την τσέπη μου. Δεν ανέβηκα να την δω. Πήγα στο σπίτι. Αποφάσισα να γυρίσω αργότερα. Αισθανόμουν ότι χρειαζόμουν ένα καλό μπάνιο και λίγο φαγητό. Όταν έφτασα η πόρτα ήταν ανοικτή και το σπίτι ανάστατο. Δεν είχαμε τίποτε να μας κλέψουν. Πήραν μονό τις αναμνήσεις μας καταστρέφοντας φωτογραφίες, ρούχα, έπιπλα, την παλιά μας τηλεόραση και ραδιόφωνο, σκόρπισαν τα CD και πέταξαν στο πάτωμα την οθόνη του Η/Υ, κλώτσησαν το κουτί του και έσπασε η μητρική. Δεν ξέρω εάν η τύχη είναι τυφλή, αλλά η γκαντεμιά βλέπει άψογα. Σήκωσε το δάκτυλο της και με στόχευσε. Εσύ φώναξε, εσύ είσαι σήμερα. Άμοιρο θύμα. Τηλεφώνησα στην αστυνομία. Μου είπαν να μην αγγίξω τίποτε και να περιμένω την σήμανση. Μετά από τρεις ώρες έφτασαν σπίτι αναφέροντας μου απολογητικά και παρηγορητικά ότι είχαν έξαρση οι ληστείες. Μιλήσα ξανά με την κουνιάδα μου να δω πως είναι τα παιδιά. Θα έμεναν εκεί για την ώρα. Προσφέρθηκε να μου φτιάξει κάτι να φάω. Αρνήθηκα, σήμερα είχα μονό μια τροφή, φαρμάκι. Είχα μπουχτίσει. Ψάχνοντας τα συρτάρια ένας αστυνομικός, αφού είχαν μαυρίσει όλο το σπίτι με τις πούδρες τους, με ρώτησαν εάν είχα λεφτά σε κάποιο από αυτά για τι βρήκε ένα λαστιχάκι ανάμεσα στα ρούχα.
Πως ήταν δυνατόν να το έχω ξεχάσει; ήταν η δόση του στεγαστικού δάνειου. Είχα δυο ήμερες για να την καταθέσω. Έφερα το κεφάλι μου μέσα στα χεριά μου και έκλαψα. Έφυγε η αστυνομία και έφυγε και η τελευταία ικμάδα ψυχής από μέσα μου. Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν ανοικτή και μπορούσες άνετα να βλέπεις το χάος που επικρατούσε μέσα. Προσπάθησα να την κλείσω, αλλά μετά την μια και μοναδική απόπειρα την άφησα στην τύχη της. Πήγα στο μπάνιο ψάχνοντας ηρεμία. Το νερό και τα δάκρυα ξεχείλιζαν με την ιδία ορμή από τις πηγές τους, το σιφόνι τα κατάπινε το ίδιο αχόρταγα όπως κάθε ώρα αυτής της δαιμονισμένης ημέρας κατάπινε ότι είχε απομείνει από τη ζωή μου και το κουράγιο μου. Θυμήθηκα ένα παλιό μου συμμαθητή που είχε μάντρα αυτοκίνητων. Τηλεφωνηθήκαμε, του εξήγησα και πήγα με το αυτοκίνητο. Το αγόρασε και με τα λεφτά κατέθεσα στο αυτόματο μηχάνημα τη δόση του δάνειου. Το υπόλοιπο του χρηματικού ποσού το έβαλα στον λογαριασμό των παιδιών. Κράτησα ένα μικρό μέρος και τους πηρά δύο παιχνίδια και ένα ψευτοκόσμημα στην γυναικά μου. Πήγα σπίτι και μάζευα τα πράγματα μας από τα πάτωμα πετώντας τα άχρηστα. Κόντευε μεσάνυχτα. Κατέβηκα στον δρόμο και έξω από το σουπερμάρκετ πηρά κουτιά και άρχισα να βάζω τα πράγματα του σπιτιού που είχαν απομείνει άθικτα και τα ρούχα σαν να επρόκειτο για μετακόμιση και τα κατέβασα στο υπόγειο. Κράτησα ελάχιστα πράγματα για να τα πάω στα παιδιά και στη γυναικά μου την επομένη. Αυτά τα λίγα τα έβαλα σε δυο σακούλες. Το πρωί ειδοποίησα την κουνιάδα μου να μην πάει τα παιδιά στο σχολειό. Πέρασα από εκεί και άφησα την μια σακούλα και τα δώρα τους. Βρήκα μια δικαιολογία σχετικά με τα υδραυλικά για να δικαιολογήσω την όψη μου από το ξενύχτι και να ζητήσω ακόμη μια χάρη, την φιλοξενία για μερικές μέρες ακόμη πλέον των παιδιών και της γυναικάς μου.
Έπειτα έφυγα για την κλινική. Με το ίδιο ψέμα πηρά την γυναικά μου και με ταξί πήγαμε στην αδελφή της. Τους είπα ότι εκτάκτως έπρεπε να πάω στην δουλειά και έφυγα. Κράτησα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, άφησα στην έξοδο την δεύτερη σακούλα με ένα γράμμα, τα ρούχα της γυναικάς μου και το κλειδί του υπόγειου. Έκλεισα την πόρτα, γύρισα στο σπίτι, ξανακατέβηκα με το ποδήλατο, πηρά το σάκο με τα δικά μου ρούχα και κίνησα για τον φίλο μου με την μάντρα αυτοκίνητων. Αγόρασε και το ποδήλατο. Αυτά ήταν τα μονά λεφτά που είχα. Μου έδωσε χώρο σε μια αποθήκη να περάσω την νύχτα και με διαβεβαίωσε ότι μακάρι να είχε δουλειά, αλλά και αυτός αναγκάστηκε να τους απολύσει όλους και να βγάζει όλη την δουλειά μόνος του. Το άλλο πρωί παρακάλεσα ένα νταλικέρη που σταμάτησε εκεί κοντά να με πάρει μαζί του. Αφού πιάσαμε ψιλοκουβέντα για πολιτική, αθλητικά και γκόμενες, είδε ότι απόφευγα να αγγίξω ότι είχε να κάνει με προσωπικά, μου πρότεινε εάν ήθελα να ξεκουραστώ να κοιμηθώ πίσω στα κρεβάτια. Του είπα ότι προτιμώ να μείνω όπως είμαι για την ώρα και σε λίγο κοιμήθηκα στην θέση μου. Είδα σκηνές από το πρώτο καιρό του γάμου μας με τα παιδιά μικρά, είδα συγγενείς και φίλους, είδα συμμαθητές από το δημοτικό και το γυμνάσιο… Είδα εικόνες ευχάριστες, είδα εικόνες πόνου. Πέρασαν από μπροστά μου νεκροί και ζωντανοί. Είδα τον πάτερα μου και την μητέρα μου και τους ρώτησα είναι δυνατό να συμβούν όλα αυτά σε μια μέρα μόνο και αντί απάντησης αναρωτήθηκαν τι θα άλλαζε εάν συνέβαιναν σε περισσότερες ήμερες; Αμέσως μετά είδα την γιαγιά μου να μου μιλά για μετανάστευση και προσφυγιά και ξύπνησα. Έφευγα και εγώ …
Τρίτη 7 Ιουνίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου