Οταν εσεις βλεπατε στη Βουλη την ψηφιση του τριτου μνημονιου εγω εβλεπα αυτο:
Στον πηγαιμο για το Χολαργο βρηκα το νομισματοκοπειο. Εμπουκαρα και αδειασα στις τσεπες το ταμειο. Συρε ω, ρε τσελιγκοπουλο στις Ευρωπαικες ραχουλες, ανεβα κατεβα τις Αλπες τους και διαλαλησε οτι εκλεψα ευρω για να γυρισω στις δραχμουλες. Συρτε βρε μαυροφουστανελαδες αρπαξτε τις γυναικες τους να εχουμε νυφουλες, σαν θα ανεβουμε στα βουνα, στις κακοτραχαλες ραχουλες, να πλεκουνε για τον στρατο τις κοκκινες φουφουλες. Σαν θα διαβαινα τον μεγα ποταμο, τον αιματοβαμενο, κατω στον καμπο θε να δω τον Αλεξη πληγωμενο. Την μαχαιρα που του δωσα, που εμπηξα στην πληγη του, δεν την εφαρμακωσα να χασει την βολη του. Θα μεινει πρωθυπουργος, μπορει να κυβερνησει. Απο αντικρι, ομως, ειναι η Ζωη που απο το ατι της δε λεει να ξεπεζεψει. Στα Τουρκοβουνια ανεβηκε ο Καπεταν Γιανης, μεγα παλικαρι, των ακριτων το στερνοπουλο, του προυχοντα των ταλαρων περιλαμπρο ζαγαρι. Ειν' τα ατιμο ατιθασο, και απροβλεπτο συναμμα, μα ειχε ενα βιογραφικο περα για περα χαρμα. Μαζι οι τρεις μας τον ζωσαμε τον Αλεξη με χιλιες εγνοιες. Μου ζαλισατε τα αχαμνα ειπε και εχω και αλλες χιλιες να προκαμω. Γιατι μιλας ετσι αποτομα τον εκοψα με την μια, εμεις που σου σταθηκαμε με αναστημα και ανδρεια. Γιατι βρε λεβεντοπολουλα μαζι μου εγω σας ηθελα, ξεθαρεψε και απαντησε κοιτωντας την Ζωιτσα, μηπως και με την τσαχπινια την παρει αγκαλιτσα. Μα εκεινη καπετανισσα της Μπουμπουλινας κορη, εκανε βημα μπροστα και του πε ορθα κοφτα, δεν εχεις το δικο μου μποϊ, την κοκκινιλα στο ματι, το γαρυφαλλο στην καρδια. Μια μαραμενη γαρδενια καταντησες, εσυ το ριζοσπαστικο αγριοκατσικο, στην εξουσια εσκαρφαλωσες και στα μεγαλα αλωνια, μα εκει σαν εφτασες ενα μπαλτα μονο ειδες και στο σφαγειο εκωλοσες και με κλωτσιες δεν μπηκες τους εκδορεις να κυνηγας με τα σουβλερα σου κερατια, να διωξεις απο δω τον οχτρο, τον αιματοβαμενο, που εσφαξε πληθος του λαου και κρατησε το βιος μας μες στις δικες του τραπεζες και στις ψαροκασελες και ευθυς τα εσυρε μεχρι εις τις Βρυξελλες. Πεταχτηκε και ο Γιαναρος, με μεγα αρχοντηληκι, σαν τον Γιουλ Μπρινερ αυτοκρατορας, σαν τον Σινατρα την φωνη, και με στεντορια χροια του βγηκε ευθυς ο λογος, αλλα μας υποσχεθηκες, τελαλησε, αλλα εσυμφωνησαμε, αλλιως ηταν το πλανο μας και να που καταντησαν. Προδωσαμε οσα αγαπησαμε, γυρισαμε την πλατη και σε Θεο και σε ανθρωπο και θα μας βρει κακο γινατι. Ο Αλεξης αγναντεψε προς εμενα. Εξυσα το μουσι μου μεχρι ο αλεκτωρ να λαλησει. Ο δολιος ο Αλεξης μας, πρωτοβυζο δικο μας παλικαρι, εξεπεσε στην ξενητια, εκιοτεψε στον αθλο, τον Ρουβικωνα δεν εδιαβηκε, δε βαδισε στην φλογα, παρεδωσε τα οπλα του και μπηκε σε πιρογα, ετσουλησε μες τα νερα των τυψεων μοναχος και απο Προμηθεας εγινε ενα μικροσκοπικο ρακος. Δεν ξερω τι να σου που να μην σου 'ναι βαρος. Δεν ξερω τι να κανω που να μην σου κουρεψει εντελως το θαρρος, γιατι το χρεος για παντα θα στεκεται απο πανω σου σκοτεινος φαρος. Σε στηριζω παραμασχαλα και ας βρωμας στο χνωτο, μα σε μαχη δεν θα ξαναρθω εκτος και εαν πελεκησεις τον καπιταλισμο και στον τροτσκισμο γυρισεις. Μαζι να δυναμιτησουμε τις τραπεζες και τα Λουδοβικε σαλονια, να φαμε απο τα ψυγεια τους, να πεσουν τα ολαφυτα τους τα μπαλκονια, να δουν την Τζαγκουαρ νεκρη, χωρις σταλια βενζινη και στην πισινα την ρηχη μια κοκκινη οχια αιμα απο τα παιδια τους να πινει. Εμπρος στου δυναστη καπιταλα την βιλλα εγω θε να ουρησω, μη ξαναδω εγω μπιτε εαν δεν το επιχειρησω. Να λευτερωσουμε τα σεκιουριτι, τους μπατσους, εαν και γουρουνια, γιατι ειναι Λαος, δικα μας αδελφακια που ξεπεσαν για ταλαρα και για σοκολατακια. Το δικαιο με το μερος μας εν, γιατι ειμασταν απο παντα ηρωες, αγωνιστες αγριμια, γιατι στο πουρναρι με κλωσησαν και κειθε μια μερα θα ξαποστασω, μα πρωτα θα ξεκανω καθε αντιπαροχη και καθε εργολαβο, ειδικα τους εθνικους με τις μεγαλες τσεπες. Αυτα δε ειναι ονειρατα, μηδε καταρες ειναι. Αυτο ηταν το πλανο μας, μαζι απο το σχολειο, μαζι απο τον στρατο, μαζι απο το πανεπιστημιο και ως και το πτυχιο, που δεν θα ειχα παρει εγω ποτε, εαν δεν ημουν καθε Νοεμβρη στο Χημειο.
Στον πηγαιμο για το Χολαργο βρηκα το νομισματοκοπειο. Εμπουκαρα και αδειασα στις τσεπες το ταμειο. Συρε ω, ρε τσελιγκοπουλο στις Ευρωπαικες ραχουλες, ανεβα κατεβα τις Αλπες τους και διαλαλησε οτι εκλεψα ευρω για να γυρισω στις δραχμουλες. Συρτε βρε μαυροφουστανελαδες αρπαξτε τις γυναικες τους να εχουμε νυφουλες, σαν θα ανεβουμε στα βουνα, στις κακοτραχαλες ραχουλες, να πλεκουνε για τον στρατο τις κοκκινες φουφουλες. Σαν θα διαβαινα τον μεγα ποταμο, τον αιματοβαμενο, κατω στον καμπο θε να δω τον Αλεξη πληγωμενο. Την μαχαιρα που του δωσα, που εμπηξα στην πληγη του, δεν την εφαρμακωσα να χασει την βολη του. Θα μεινει πρωθυπουργος, μπορει να κυβερνησει. Απο αντικρι, ομως, ειναι η Ζωη που απο το ατι της δε λεει να ξεπεζεψει. Στα Τουρκοβουνια ανεβηκε ο Καπεταν Γιανης, μεγα παλικαρι, των ακριτων το στερνοπουλο, του προυχοντα των ταλαρων περιλαμπρο ζαγαρι. Ειν' τα ατιμο ατιθασο, και απροβλεπτο συναμμα, μα ειχε ενα βιογραφικο περα για περα χαρμα. Μαζι οι τρεις μας τον ζωσαμε τον Αλεξη με χιλιες εγνοιες. Μου ζαλισατε τα αχαμνα ειπε και εχω και αλλες χιλιες να προκαμω. Γιατι μιλας ετσι αποτομα τον εκοψα με την μια, εμεις που σου σταθηκαμε με αναστημα και ανδρεια. Γιατι βρε λεβεντοπολουλα μαζι μου εγω σας ηθελα, ξεθαρεψε και απαντησε κοιτωντας την Ζωιτσα, μηπως και με την τσαχπινια την παρει αγκαλιτσα. Μα εκεινη καπετανισσα της Μπουμπουλινας κορη, εκανε βημα μπροστα και του πε ορθα κοφτα, δεν εχεις το δικο μου μποϊ, την κοκκινιλα στο ματι, το γαρυφαλλο στην καρδια. Μια μαραμενη γαρδενια καταντησες, εσυ το ριζοσπαστικο αγριοκατσικο, στην εξουσια εσκαρφαλωσες και στα μεγαλα αλωνια, μα εκει σαν εφτασες ενα μπαλτα μονο ειδες και στο σφαγειο εκωλοσες και με κλωτσιες δεν μπηκες τους εκδορεις να κυνηγας με τα σουβλερα σου κερατια, να διωξεις απο δω τον οχτρο, τον αιματοβαμενο, που εσφαξε πληθος του λαου και κρατησε το βιος μας μες στις δικες του τραπεζες και στις ψαροκασελες και ευθυς τα εσυρε μεχρι εις τις Βρυξελλες. Πεταχτηκε και ο Γιαναρος, με μεγα αρχοντηληκι, σαν τον Γιουλ Μπρινερ αυτοκρατορας, σαν τον Σινατρα την φωνη, και με στεντορια χροια του βγηκε ευθυς ο λογος, αλλα μας υποσχεθηκες, τελαλησε, αλλα εσυμφωνησαμε, αλλιως ηταν το πλανο μας και να που καταντησαν. Προδωσαμε οσα αγαπησαμε, γυρισαμε την πλατη και σε Θεο και σε ανθρωπο και θα μας βρει κακο γινατι. Ο Αλεξης αγναντεψε προς εμενα. Εξυσα το μουσι μου μεχρι ο αλεκτωρ να λαλησει. Ο δολιος ο Αλεξης μας, πρωτοβυζο δικο μας παλικαρι, εξεπεσε στην ξενητια, εκιοτεψε στον αθλο, τον Ρουβικωνα δεν εδιαβηκε, δε βαδισε στην φλογα, παρεδωσε τα οπλα του και μπηκε σε πιρογα, ετσουλησε μες τα νερα των τυψεων μοναχος και απο Προμηθεας εγινε ενα μικροσκοπικο ρακος. Δεν ξερω τι να σου που να μην σου 'ναι βαρος. Δεν ξερω τι να κανω που να μην σου κουρεψει εντελως το θαρρος, γιατι το χρεος για παντα θα στεκεται απο πανω σου σκοτεινος φαρος. Σε στηριζω παραμασχαλα και ας βρωμας στο χνωτο, μα σε μαχη δεν θα ξαναρθω εκτος και εαν πελεκησεις τον καπιταλισμο και στον τροτσκισμο γυρισεις. Μαζι να δυναμιτησουμε τις τραπεζες και τα Λουδοβικε σαλονια, να φαμε απο τα ψυγεια τους, να πεσουν τα ολαφυτα τους τα μπαλκονια, να δουν την Τζαγκουαρ νεκρη, χωρις σταλια βενζινη και στην πισινα την ρηχη μια κοκκινη οχια αιμα απο τα παιδια τους να πινει. Εμπρος στου δυναστη καπιταλα την βιλλα εγω θε να ουρησω, μη ξαναδω εγω μπιτε εαν δεν το επιχειρησω. Να λευτερωσουμε τα σεκιουριτι, τους μπατσους, εαν και γουρουνια, γιατι ειναι Λαος, δικα μας αδελφακια που ξεπεσαν για ταλαρα και για σοκολατακια. Το δικαιο με το μερος μας εν, γιατι ειμασταν απο παντα ηρωες, αγωνιστες αγριμια, γιατι στο πουρναρι με κλωσησαν και κειθε μια μερα θα ξαποστασω, μα πρωτα θα ξεκανω καθε αντιπαροχη και καθε εργολαβο, ειδικα τους εθνικους με τις μεγαλες τσεπες. Αυτα δε ειναι ονειρατα, μηδε καταρες ειναι. Αυτο ηταν το πλανο μας, μαζι απο το σχολειο, μαζι απο τον στρατο, μαζι απο το πανεπιστημιο και ως και το πτυχιο, που δεν θα ειχα παρει εγω ποτε, εαν δεν ημουν καθε Νοεμβρη στο Χημειο.